Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (35)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
                                                           
                                                                 VΙΙΙ
         ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
                                    ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ

 20. Η ΙΣΙΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΠΛΑ

3.Το «αποκεκαλυμμένο μυστήριο»
    
Επομένως η Ίσις δεν έχει πέπλα και ούτε υπάρχει κατ’ ουσία μυστικό τής Φύσης. Εν τούτοις ο Γκαίτε χρησιμοποιεί για τη φύση τον όρο Geheimnis που σημαίνει «μυστικό», προσθέτοντας το επίθετο offenbares ή öffentliches, που θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ως  «αποκεκαλυμμένο μυστικό», ή «φανερό μυστικό». Είναι όμως προτιμότερο να μεταφράσουμε τη λέξη Geheimnis ως «μυστήριο», παρά ως «μυστικό», μια και στα γερμανικά  ο όρος έχει και τις δύο έννοιες. Η λέξη «μυστικό» σημαίνει κάτι το κρυφό που μπορεί όμως να αποκαλυφθεί και έτσι να πάψει να είναι μυστικό. Αυτό ακριβώς όμως είναι που αρνείται ο Γκαίτε. Αντίθετα το «μυστήριο» είναι κάτι που παραμένει μυστηριώδες ακόμη και αν αποκαλυφθεί. Και πραγματικά η έκφραση πού επέλεξε ο Γκαίτε παραπέμπει σε ένα απόσπασμα τής προς Ρωμαίους Επιστολής του Παύλου (16, 24) η οποία αναφέρεται στο «φανερωθέν μυστήριο», κατά την γερμανική εκδοχή του Λούθηρου:  das Geheimnis, das nun offenbar ist, και στα ελληνικά: μυστηρίου φανερωθέντος. Αυτό που θέλει να επισημάνει ο Γκαίτε με αυτή την έκφραση δεν είναι το θρησκευτικό της περιεχόμενο αλλά ακριβώς την αντίθεση ανάμεσα στο ορατό και το μυστηριώδες.
     Το νόημα τού «φανερωθέντος  μυστηρίου» εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές στο ποιητικό του έργο, όπως για παράδειγμα στο ποίημα του το 1777, «Ταξίδι το χειμώνα στο Χαρτζ» σχετικά με ένα βουνό.
           Βουνό που υψώνεσαι σ’ έναν χώρο ανεξερεύνητο
           Μυστηριώδης φανέρωση
           Σ’ έναν απορημένο κόσμο
     Αλλά όπως έχουμε επισημάνει , ο Γκαίτε ιδιαιτέρως στα γηρατειά του, χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση κυρίως σε ό,τι αφορά εν γένει στη Φύση. Όταν για παράδειγμα αρνείται την αντίθεση ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό χαρακτήρα της φύσεως, γράφει:
          Τίποτε δεν βρίσκεται εντός, τίποτε δεν βρίσκεται εκτός,
          Αυτό που είναι εντός είναι επίσης εκτός.
          Έτσι χωρίς βραδύτητα μπορείτε να συλλάβετε,
          Τη φανέρωση του ιερού μυστηρίου.
   
  Η έννοια του «φανερωθέντος μυστηρίου» έχει κυρίως εφαρμογή στα αρχετυπικά φαινόμενα. Μπορούμε να τα ονομάσουμε «φανερωθέντα», διότι είναι ορατά από όλους· παρουσιάζονται σαν καθαυτό φαινόμενα: όπως το φύλλο, οι σπόνδυλοι, το παιχνίδισμα του φωτός με το σκοτάδι.
     Μπορούμε όμως επίσης να τα αποκαλέσουμε και «μυστήρια». Κατ’ αρχήν διότι δεν αντιλαμβανόμαστε συνήθως το νόημά τους παρότι είναι προφανές. Μόνο εκείνος που δύναται να δει, που μπορεί να προσθέσει στην αισθητή αντίληψη τη διαίσθηση, μπορεί να αναγνωρίσει σ’ αυτά τα φαινόμενα τα Urphänomene, τα αρχετυπικά φαινόμενα που επιτρέπουν να διαφανούν οι θεμελιώδεις νόμοι της καθολικής μεταμόρφωσης. Στο Ημερολόγιό του τού έτους 1970, ο Γκαίτε αναφέρει την καταγραφή ενός κρανίου προβάτου, στους αμμόλοφους τού Λίντο, κοντά στη Βενετία. Η καταγραφή επαλήθευσε την θεωρία του περί της προελεύσεως των οστών τού κρανίου από τα οστά των αρθρώσεων, αλλά κυρίως επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, ότι «η φύση δεν διαθέτει κανένα μυστήριο (Geheimnis) που να μην έχει αποτυπωθεί κάπου ολοζώντανο στα μάτια του προσεκτικού παρατηρητή». Χρειάζεται απλώς  να ξέρει κανείς να βλέπει:
     Τί είναι το δυσκολότερο απ’ όλα; Αυτό που εμφανίζεται ως το απλούστερο:
     Να βλέπει κανείς με τα μάτια του αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια του !
     Αλλά πέρα απ’ αυτή τήν πρώτη παρατήρηση, τα αρχετυπικά φαινόμενα εξακολουθούν να αποτελούν ένα μυστήριο, διότι αποτελούν  το απροσπέλαστο όριο για την ανθρώπινη γνώση. Προφέρονται για την ερμηνεία όλων των άλλων φαινομένων, παραμένοντας ανερμήνευτα καθαυτά:
     Το ύψιστο σημείο στην ανθρώπινη κατανόηση είναι η απορία. ‘Όταν ένα αρχετυπικό φαινόμενο προκαλέσει απορία, θα πρέπει ο άνθρωπος να αισθάνεται ικανοποιημένος: τίποτε ανώτερο δεν μπορεί να του παραχωρηθεί, δεν θα πρέπει να αναζητήσει κάτι περισσότερο πίσω από το φαινόμενο. Εδώ βρίσκεται το όριο. Αλλά οι άνθρωποι συνήθως δεν αρκούνται στην όραση ενός αρχετυπικού φαινομένου· αναζητούν κάτι περισσότερο. Είναι όπως τα μικρά παιδιά, που μόλις κοιτάξουν μέσα στον καθρέφτη, τον αναποδογυρίζουν για να δουν τί κρύβεται από πίσω.
     Η έννοια τού αρχετυπικού φαινομένου γίνεται εδώ συνώνυμη τού συμβόλου, στο βαθμό που το σύμβολο αναδεικνύει το άρρητο. Για παράδειγμα – σε πρώτη φάση – το φαινόμενο τού μαγνητισμού, το οποίο ως αρχετυπικό φαινόμενο χρησιμεύει στην ερμηνεία πολλών διαφορετικών φαινομένων· μπορεί επομένως να χρησιμεύσει ως «σύμβολο» για διάφορα άλλα πράγματα, για τα οποία δεν θα χρειαστεί να αναζητήσουμε λέξεις για να τα εκφράσουμε. Αλλά ό Γκαίτε προχώρησε ακόμη περισσότερο. Αναφερόμενος στην αισθητική Ιδέα τού Καντ υποστηρίζει ότι το σύμβολο (και επομένως το αρχετυπικό φαινόμενο), στο βαθμό που εμφανίζεται ως μορφή και ως εικόνα, περιέχει αναρίθμητα νοήματα, αλλά παραμένει άρρητο. Αποτελεί «τη ζωντανή και άμεση φανέρωση του απροσπέλαστου».
     Ο Γκαίτε αντιλαμβάνεται τα σύμβολα και τα αρχετυπικά φαινόμενα ως εμβληματικές έννοιες, ως  ιερογλυφικά, ως την βουβή γλώσσα της φύσης. Αναφερόμενος στις μορφές που παίρνουν τα κοχύλια των Πεταλίδων, που όπως λέει είναι γι’ αυτόν ιερά αντικείμενα, γράφει: «H προσωπική μου επιλογή σε σχέση με την έρευνα, τη γνώση και την αναψυχή, έχει ως σημείο αναφοράς της τά σύμβολα». Και σε μια συνομιλία το με τον Falk υπογραμμίζει: «Θα επιθυμούσα να αποβάλω τη συνήθεια να μιλώ και να εκφράζομαι, όπως η καλλιτεχνική Φύση, μέσα από εύγλωττους σχεδιασμούς».
     Στον Γκαίτε διακρίνουμε την τάση να αποφεύγει την  αιτιολογική ερμηνεία – την αιτία πίσω από το αποτέλεσμα – καθώς και τον λόγο που χρησιμοποιεί  τύπους και αποφθέγματα, αποδίδοντας αντίθετα  προτεραιότητα στην άμεση πρόσληψη του νοήματος που συνήθως περιβάλλει μια συγκεκριμένη παράσταση, μια μορφή, ένα σχήμα, ένα έμβλημα, ένα ιερογλυφικό – όπως για παράδειγμα η σπείρα, ή το φύλλο – εκπροσωπώντας στην πραγματικότητα έναν καθολικό νόμο:
     Αυτή η συκιά, αυτό το μικροσκοπικό φίδι, αυτό το κουκούλι…, όλα αυτά τα πράγματα αποτελούν υπογραφές με βαθύ νόημα. Αυτός που θα ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσει  επακριβώς το νόημά τους, ναι, αυτός ακριβώς θα μπορούσε να υπερβεί κάθε γραπτό και  προφορικό λόγο. Πραγματικά, όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο καθαρότερα αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει στον ανθρώπινο λόγο κάτι το άχρηστο, θα έλεγα μάλιστα το μάταιο, το περιττό, έτσι ώστε η σιωπηλή δριμύτητα της φύσης, η σιωπή της μας προκαλεί πανικό.
     Το σύμβολο δεν δρομολογεί ένα εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά αφήνει να διαφανεί κάτι που βρίσκεται πέρα από κάθε εκφραστικό μέσο, κάτι που μόνο διαισθητικά μπορούμε να αντιληφθούμε.
     Ο Γκαίτε αποδίδει στα αρχετυπικά φαινόμενα το κύρος που αναλογεί σε έναν ανυπέρβλητο φραγμό: «Αυτός που ερευνά τη φύση, ας παραχωρήσει στα αρχετυπικά φαινόμενα το δικαίωμα στην αιώνια ανάπαυση, στο αιώνιο μεγαλείο τους». Ο ίδιος εξάλλου θεωρεί ότι μόνο το πνεύμα (δαιμόνιο) είναι σε θέση να αποκαλύψει και να στοχαστεί τα αρχετυπικά φαινόμενα. Θα πρέπει επομένως να προσεγγίζουμε με βαθύ σεβασμό τα αρχετυπικά φαινόμενα, διότι αφήνουν μόλις να διαφανεί μια ασύλληπτη, ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη υπερβατικότητα, στην οποία δεν έχει ποτέ άμεση πρόσβαση η ανθρώπινη γνώση, αλλά μπορεί μόνο να την διαισθάνεται μέσα από τα είδωλα και τα σύμβολα. Γι’ αυτό και ο Φάουστ, στην αρχή τού έργου τού Δεύτερου Φάουστ, υποχρεώνεται να στρέψει τα νώτα του στον ήλιο που τον τυφλώνει, αλλά ατενίζει εκστατικός στον καταρράκτη το ηλιακό φως να αντικατοπτρίζεται μέσα από το ουράνιο τόξο : «Η ζωή μάς προσφέρεται μέσα από μια πολύχρωμη ανταύγεια». Στην Πανδώρα ο Προμηθέας υμνεί την Ηώ (αυγή) που προσαρμόζει σταδιακά τους αδύναμους οφθαλμούς μας, προστατεύοντάς τους από τη λάμψη του  Ήλιου, αφού προορισμός τους είναι να βλέπουν μόνο τα φωτεινά αντικείμενα, αλλά όχι την ίδια την πηγή του φωτός. Στο Αποφθέγματα και Αφορισμοί ο Γκαίτε συγκρίνει την επιστημονική προσέγγιση με τη συμπεριφορά ενός ατόμου που σηκώνεται πριν ξημερώσει, περιμένει με ανυπομονησία το χάραμα να δει την αυγή, και μετά την αυγή την ανατολή του ήλιου, αλλά μόλις εμφανιστεί ο ήλιος, το φως του τον τυφλώνει.
     Ασφαλώς, όταν ο Γκαίτε δηλώνει ότι η Ίσις δεν έχει πέπλο, η κριτική του στην παραδοσιακή αυτή αλληγορία έχει μεταφορική σημασία. Για τον Γκαίτε είναι γεγονός ότι το πέπλο δεν κρύβει κάτι. Δεν είναι συμπαγές, αλλά διαφανές και φωτεινό, «υφασμένο», όπως λέει το ποίημα «Αφιέρωση», «από την άχλη του πρωινού και την διαύγεια του ήλιου». Δεν κρύβει, αποκαλύπτει, διασπείρει ένα υπερβατικό φως. Θα μπορούσαμε παραδόξως να συμπεράνουμε ότι, αν η Ίσις δεν έχει πέπλα, είναι γιατί εμφανίζεται σαν μια συνολική μορφή, είναι η ίδια ταυτόχρονα τα πέπλα της και οι μορφές της.
     Η μορφή είναι το πέπλο και το πέπλο είναι η μορφή, διότι η Φύση είναι γένεση των μορφών. Η έννοια της μορφής έχει εδώ ιδιαίτερη σημασία. Ο Γκαίτε μέμφεται τον παλιό του φίλο Jacobi επειδή στο βιβλίο του Περί των θείων πραγμάτων και περί της αποκαλύψεώς τους, προτείνει έναν άμορφο Θεό και υποστηρίζει ότι η Φύση κρύβει το Θείο. Στο Ημερολόγιο και Χρονολόγιό του λέει ότι αυτό το βιβλίο αρνείται το γεγονός ότι η ερμηνεία του κόσμου είναι σύμφυτη και εγγεγραμμένη στην παρουσία του Θεού: ότι δηλαδή στο Θεό βλέπουμε τη Φύση και στη Φύση το Θεό. Στην επιστολή που απευθύνει στον Jacobi, στις 10 Μαΐου του 1812 εκφράζοντας τη διαφωνία του, εμφανίζεται ο ίδιος, με μιαν ηρωική αναφορά, ως θαυμαστής της Αρτέμιδος της Εφέσου. Παραθέτει έτσι ένα απόσπασμα των Πράξεων των Αποστόλων που περιγράφει την εξέγερση του λαού τής Εφέσου κατά του Αποστόλου Παύλου, που υποκίνησαν οι τοπικοί τεχνίτες, φοβούμενοι ότι η διδασκαλία του θα εμπόδιζε το εμπόριο τών ασημένιων ομοιωμάτων ναών που φιλοτεχνούσαν: «Είμαι ένας από τους εφέσιους χρυσοχόους, λέει, που μια ολόκληρη ζωή στοχάζεται, θαυμάζει, λατρεύει τον ιερό ναό της Θεάς, αποτυπώνει με ζήλο τη γεμάτη από μυστήρια μορφή του, και δεν μπορεί ξαφνικά να αποδεχθεί την επιβολή από κάποιον απόστολο ενός διαφορετικού θεού, και επιπλέον ενός θεού που δεν έχει μορφή». Το ποίημα  «Μεγάλη είναι η μορφή της Αρτέμιδος των Εφεσίων» αποτυπώνει εξ άλλου αυτή την αντίθεση προς τον Jacobi. Ο Γκαίτε αρνείται την ύπαρξη ενός Θεού χωρίς μορφή, όχι επειδή του αποδίδει κάποια συγκεκριμένη μορφή, αλλά διότι γι’ αυτόν ο Θεός είναι αξεχώριστος από το Φύση, αξεχώριστος από  τις μορφές, τις ταυτόχρονα ορατές και μυστηριώδεις που γεννά αενάως ο Θεός-Φύση. Οι μεταλλαγές των πολλαπλών μορφών της είναι αυτές που αποκαλύπτουν τη Φύση. Απηχώντας τον αφελή τρόπο σκέψης τής εποχής του ο Ντιντερό τον XVIII αιώνα γράφει:
     «Είναι προφανές ότι η φύση κατόρθωσε να διατηρήσει την ομοιότητα ανάμεσα στα μέρη, εφευρίσκοντας παράλληλα μιαν ασύγκριτη ποικιλία μορφών, προβάλλοντας συχνά μέσα σε μια συγκροτημένη ύπαρξη κάτι που είχε υποκλέψει από μιαν άλλη. Η φύση είναι σαν τη γυναίκα που της αρέσει να μεταμφιέζεται αποκαλύπτοντας κάθε φορά ένα διαφορετικό μέρος του εαυτού της και αφήνοντας να ελπίζουν, αυτούς που την ακολουθούν με επιμονή, ότι κάποτε θα τους παραδωθεί ολόκληρη».
    Στην ποιητική του συλλογή Ντιβάνι ο Γκαίτε επανέρχεται στο ίδιο θέμα με ύφος λυρικό:
          Ακόμη και αν κρυφτείς πίσω από χιλιάδες μορφές.
         Ω πολυαγαπημένη! Αμέσως σε αναγνωρίζω.
         Ακόμη και αν σκεπαστείς με μαγικά πέπλα, ζωντανή παρουσία !
         Θα σε αναγνωρίσω αμέσως.
  Η πολυαγαπημένη είναι ταυτόχρονα η Suleika, δηλαδή η Marianne de Willemer, ο Θεός και η Φύση. Σύμφωνα με το πνεύμα του Γκαίτε, η φράση: «Ακόμη και αν κρυφτείς πίσω από χιλιάδες μορφές», σημαίνει: «Μπορείς να προσλάβεις χιλιάδες μορφές, αλλά αντί να σε κρύψουν θα σε αποκαλύψουν».
   Καταλαβαίνουμε ίσως καλύτερα τώρα γιατί η εμφάνιση τής Φύσης μέσα από τα αρχετυπικά φαινόμενα αποτελεί «αποκεκαλυμμένο μυστήριο». Αφ’ ενός η Φύση, μέσα από τα αρχετυπικά φαινόμενα, που ερμηνεύουν τα υπόλοιπα φαινόμενα, προσφέρεται με ευκρίνεια στην αντίληψή μας, στις αισθήσεις που διαφωτίζονται από τη διαίσθηση. Αφ’ ετέρου τα φαινόμενα αυτά αποτελούν ένα όριο που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, δεν μπορούμε ούτε να υπερβούμε ούτε να ερμηνεύσουμε. Αλλά μέσα σ’ αυτή την απουσία του αιτίου διαισθάνεται κανείς ένα μυστήριο, το οποίο ο Γκαίτε αποκαλεί «ανεξερεύνητο».
     Εδώ αρχίζει πιστεύω να διαγράφεται ένας ριζικός μετασχηματισμός της έννοιας του μυστικού της φύσης. Η παραδοσιακή αντίληψη παραδεχόταν ότι υπήρχαν κρυφές δυνάμεις, ή μυστικοί μηχανισμοί, τους οποίους είτε η μαγεία, είτε αργότερα η επιστήμη θα μπορούσαν βαθμιαία να αποκαλύψουν, και των οποίων το μυστικό ή το μυστήριο θα εξασθένιζε προοδευτικά. Τώρα δεν υπάρχει πλέον μυστικό προς αποκάλυψη, τίποτε δεν είναι κρυφό, όλα γίνονται φανερά· αλλά αυτό που έρχεται στην επιφάνεια περιβάλλεται από μυστήριο, και αναδεικνύει ανεκφράστως το άρρητο και ανεξερεύνητο. Έτσι ροδίζει το ξημέρωμα μιας νέας σχέσης ως προς τη φύση. Η οποία δεν κυριαρχείται πλέον από την περιέργεια, την αναζήτηση της γνώσης, την επίλυση προβλημάτων, αλλά από τον θαυμασμό, τον σεβασμό, ίσως ακόμη και την αγωνία, μπροστά στο ανεξιχνίαστο μυστήριο τής ύπαρξης.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: