Συνέχεια από : Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018
Ο Oetinger, όπως και οι Γνωστικοί, διδάσκει πως η ορατή δημιουργία (die Schöpfung) (καταβολή)50, προήλθε μετά από μια πτώση από το αόρατο (das Unsichtbare). Ο άνθρωπος όμως μπορεί να λυτρώσει την φύση, γιατί όταν γίνεται ένα με τον Θεό51, τότε δύναται να εκδηλώσει το υψηλότερο πνεύμα. Ο θεόσοφος από την Σουαβία (Schwaben, κεντρική περιοχή της Νότιας Γερμανίας), θεωρεί πως η πορεία τής γνώσης, ακολουθεί το θεμελιώδες σχήμα, πρόοδος και επιστροφή. Οι διατυπώσεις του είναι σαφώς παράλληλες προς το πιο πάνω αναφερθέν τμήμα από τον Scotus Eriugena.“Itaque totum primo.. „52. Η γνώση λοιπόν τού όλου (das Ganze) οδηγεί στα επιμέρους τμήματα, και πάλι πίσω στην ενότητα-μονάδα (die Einheit), με τέτοιο όμως τρόπο, ώστε τα τμήματα να έχουν τον συγκεκριμένο τους τόπο μέσα στο όλο. Η θεώρηση αυτή παραπέμπει σε εκείνη του Hegel:“η κίνηση της έννοιας„ στον Hegel, οδηγεί από την άμεση αφηρημένη ενότητα-μονάδα, μέσω της διαμεσολάβησης συγκεκριμένων ιδιοτήτων σε μια συγκεκριμένη ενότητα-μονάδα. Οδηγεί επίσης από το άδειο καθαρό είναι, που είναι το τίποτα, στο γίγνεσθαι, και μέσω του πλήθους των κατηγοριών, στην απόλυτη ιδέα, που όμως δεν είναι κάτι που ανήκει στο επέκεινα, αλλά ήταν από την αρχή εκεί, και κατά την διαδικασία εξεπτύχθη.
Ο Oetinger όμως, μέσω τού δασκάλου του Johann Albrecht Bengel (πέθανε το 1752), συνδέεται με την εσχατολογική αντίληψη τής ιστορίας (όπως αυτή εκφραζόταν από τον σουαβικό πιετισμό), και κατά συνέπεια με τις παραδόσεις που πηγάζουν από τόν Gioacchino da Fiore53. Αν ο εσχατολογικός χαρακτήρας τής νεότερης Καμπάλας εξηγείται ως αντίδραση στον διωγμό από την Ισπανία, ο εσχατολογικός χαρακτήρας των “Σουάβων πατέρων” είναι το αποτέλεσμα των συνεχών εισβολών των Γάλλων, τής αυξανόμενης πίεσης από πλευράς τής Αντιμεταρρύθμισης, αλλά και τής διείσδυσης του άθεου Διαφωτισμού. Η εσχατολογική συνείδηση τού Bengel θεωρεί την ισχυρή, ίσως στα μέγιστα πια όρια της, επέλαση του κακού κατά την εποχή του, ως απόδειξη της εγγύτητος της Βασιλείας του Θεού. Μάλιστα ο ηγούμενος από το Denkendorf,ο Bengel δηλ. είχε υπολογίσει βάσει τής Αποκάλυψης του Ιωάννου, πως η Δευτέρα Παρουσία θα λάμβανε χώρα το 1836. Έτσι τελειώνει η ιστορία, που για τον Bengel (ο οποίος από πολλές απόψεις ακολουθεί την διαθηκική θεολογία, Föderaltheologie, Covenant theology, του Coccejus) παριστάνει την αυτοαποκάλυψη του Θεού, ως διαλεκτικό δράμα, όπου λαμβάνει χώρα η “ανατροπή” από την βασιλεία τού κακού στην βασιλεία τού Θεού. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, πως το θεολογικό αρχέτυπο τής μεταφυσικής της ιστορίας, όπως το εξέφρασαν οι Σουαβοί ιδεαλιστές, είναι ακριβώς η σύνδεση που κάνει ο Bengel, τής ιδέας μιας προοδευτικής εμπλοκής της θεϊκής οικονομίας της σωτηρίας με την διαλεκτική ιδεολογία των καταπιεσμένων. Την θέση αυτή στηρίζει το γεγονός πως, τόσο στον Hegel όσο και στον Schelling, συνεχίζεται η σύνδεση της διαλεκτικής τής ιστορίας με το πρόβλημα του κακού.
Οι υποθέσεις περί “χρυσής εποχής”, περί τής προκειμένης “χιλιετούς βασιλείας” και τής τελειωμένης (ολοκληρωμένης) κοινωνίας η οποία θα την χαρακτηρίζει, παίρνουν στον Oetinger συγκεκριμένες μορφές. Η βασιλεία του Θεού έχει ένα ιδιαίτερα δημοκρατικό χαρακτήρα(ως συνέπεια τής αντίστασης των πιετιστών εναντίον τού ολοκληρωτισμού και τής κρατικοποιημένης εκκλησίας) : όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, η ιδιωτική περιουσία θα καταργηθεί. Η εξουσία και το χρήμα δεν χρειάζονται. Αυτή η “άρση(κατάργηση) τού κράτους” και η αντικατάστασή του από ένα είδος κομμουνιστικής ιδανικής κοινωνίας, είναι μια πρόγευση τού Μαρξ, παρόλα τα χριστιανικά χαρακτηριστικά της. Στον Μαρξ αντίθετα φαίνεται σαφώς, πως πρωτόγονα θρησκευτικά, εσχατολογικά στοιχεία είναι ακόμα ζωντανά, παρόλη την εκκοσμίκευση και την φαινομενικά καθαρά υλιστική θεμελίωση της κοινωνιολογίας του54.
Έτσι φτάσαμε στο σημαντικότερο ιστορικό σημείο σύνδεσης της γνωστικιστικής - εσχατολογικής παραδοσης55 και των διδασκαλιών του Hegel και Μαρξ, σημείο το οποίο επιτρέπει και την γενεαλογική εξήγηση των εξαιρετικών συστηματικών - δομικών ομοιοτήτων. Με αυτό επιβεβαιώνεται επίσης και ο τολμηρός ισχυρισμός τού Jakob Taubes: „Η διαλεκτική λογική είναι μια λογική τής Ιστορίας, και βρίσκεται στην βάση τής εσχατολογικής κοσμοθεωρίας. Αυτή η λογική καθορίζεται από το ερώτημα περί τής δύναμης του αρνητικού, έτσι όπως τίθεται στον αποκαλυπτισμό και τον γνωστικισμό. Στον αποκαλυπτισμό και τον γνωστικισμό βρίσκεται το θεμέλιο της πολυσυζητημένης αλλά σπάνια κατανοημένης λογικής τού Hegel.56“. Και ο Taubes συνεχίζει : “Η σχέση μεταξύ αποκαλυπτικής-γνωστικιστικής οντολογίας και εγελιανής λογικής, δεν είναι τεχνητή και δεν φτιάχτηκε εκ των υστέρων”, θέση την οποία ισχυροποιούν και οι δικές μου νεότερες έρευνες57. Και αν υπάρχουν ακόμα προβληματικά ή ανεπαρκώς επεξηγημένα σημεία αυτών των πνευματικών-ιστορικών σχέσεων, μου φαίνεται όμως ιδιαίτερα σημαντικό να τα επισημαίνω με έμφαση (τα σημεία), γιατί στα κλασσικά έργα που ασχολούνται με την έρευνα γύρω από τον Hegel ή τον Μαρξ, δεν υπάρχει τίποτα ή σχεδόν τίποτα περί του θέματος58.
Αν και για μερικές από τις συσχετίσεις αυτές απαιτούνται ακόμα επεξηγήσεις και επιβεβαιώσεις, αυτό πού βρίσκεται πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι πως στην σκέψη τού νεαρού Hegel, το θεμελιώδες μοτίβο τού γνωστικισμού, δηλ το πρόβλημα τού αρνητικού και η υπέρβασή του, παίζει σπουδαίο ρόλο. Από αυτό αναπτύσσεται σιγά-σιγά η διαλεκτική. Τα συγκεκριμένα ερωτήματα τού Hegel είναι κατ' αρχάς θεολογικά-πολιτικά, όπου η κριτική του στον σύγχρονό του ολοκληρωτισμό και την κρατική Εκκλησία, δεν βρίσκεται τόσο πολύ στο πνεύμα τού Διαφωτισμού, αλλά προέρχεται μάλλον από την πιετιστική αντιπολίτευση59. Το μοτίβο τής σωτηρίας σε τρεις φάσεις μπορεί να αναγνωριστεί ήδη στα γραπτά από την εποχή που ήταν στην Bern και Tübingen. Το μοτίβο αυτό έχει μια μορφή που αναφέρεται ξεκάθαρα στο μέλλον. Ο νεαρός στοχαστής προσλάμβανε την εξέλιξη από μια “λαϊκή θρησκεία”, (που απευθυνόταν σε όλες τις συναισθηματικές δυνάμεις), προς την ψυχρή “θετικότητα” τής εξουσιαστικής χριστιανικής ορθοδοξίας, ως ένα είδος πτώσης, ως ένα “χωρισμό”60 από την αληθινή ουσία τής θρησκείας. Η “επανένωση” θα υπερέβαινε τον χωρισμό αυτό-μέσα σε εκείνη την μελλοντική “βασιλεία τού Θεού”61, την οποία ο Hegel και ο Hölderlin από κοινού διακήρυτταν62. Στο γραπτό που λέγεται Frankfurter Systemfragment, που περιέχει ουσιαστικά στοιχεία τής ύστερης φιλοσοφίας του, ο Hegel θεωρεί το γίγνεσθαι(Weltprozess) ως ένα διαμελισμό τής αρχέγονης ενότητας τής “ζωής”, στην πολλαπλότητα πεπερασμένων και μόνιμων ατομικοτήτων, που είναι χωρισμένες από την ενότητα τής ζωή αλλά και η μια από την άλλη. Αυτή η αρνητική αλλά αναγκαία φάση τής “αφηρημένης πολλαπλότητας”, θα υψωθεί πάλι, ενώ θα ευρίσκεται στην ζωντανή ενότητα του ποικίλου, την άπειρη ζωή ή το “πνεύμα”63. Έτσι στην διαδικασία τής ζωής, η στιγμή του χωρισμού, της αντίθεσης ή της άρνησης είναι το ίδιο αποτελεσματική και αναγκαία, όσο και εκείνη της συμφιλίωσης ή της άρνησης της άρνησης. Στις οντολογικές αυτές πτυχές αντιστοιχούν οι γνωσιολογικές: η “απομονωτική” λειτουργία της διάνοιας μονιμοποιεί κατά κάποιο τρόπο τις μοναδιαίες, χωρισμένες πτυχές(προορισμούς) της ζωής, ενώ μέσα στο πνεύμα θα τελεστεί η επανένωση. Η ομοιότητα τέτοιων υποθέσεων με τα γνωστικιστικά-νεοπλατωνικά μοτίβα τού Urgrund, το οποίο γεννά τον κόσμο ή το ίδιο διαφοροποιείται και γίνεται ο κόσμος, ή με το μοτίβο της απομόνωσης των ψυχικών σπιθών μέσα στην ύλη, είναι το ίδιο ξεκάθαρη όσο και η ομοιότητα με την πίστη πως ο πεσμένος κόσμος, μπορεί πάλι να ενωθεί και να συμφιλιωθεί με το θεϊκό Urgrund, βασιζόμενος στην δύναμη μιας γνώσης η οποία βρίσκεται πιο ψηλά από την γυμνή διάνοια64.
Συνεχίζεται.
• ΣΧΟΛΙΟ : Η αιρετική αποκρυφιστική διαλεκτική τού Χέγκελ διατηρείται μέχρι σήμερα σχεδόν στήν αυθεντική της μορφή, όπως φαίνεται από τό μικρό απόσπασμα πού πήραμε από τό ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ καί γεμίζει σελίδες βιβλίων φιλοσοφίας καί θεολογίας υπεράνω πάσης υποψίας.
Η αίρεση του «Εσωτερικού Χριστιανισμού»
π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου
Σύμφωνα με τη διδαχή του «Εσωτερικού Xριστιανισμού» ακόμη και ο Αντίχριστος είναι «συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια» ή «κατάσταση συνείδησης». Μιλάει ακόμη για «χριστική κατάσταση» και διακηρύττει πως η «εκδήλωση Αντιχρίστου» είναι απαραίτητη, «για να μπορέσει να έρθει η συνένωση»∙ «μέσα απ' αυτή τη διττή εκδήλωση του συσσωρευμένου θετικού της ανθρωπότητας και του συσσωρευμένου αρνητικού της ανθρωπότητας, θα επέλθει η Ένωση και η μετάλλαξη των αρνητικών στοιχείων σε Φως» (2001, σ. 67 - 68).
Το αρνητικό στοιχείο είναι απαραίτητο για την «αυτο-σωτηρία» του ανθρώπου. «Δεν είναι ο Θεός, που κατεβαίνει από τον Ουρανό για να θυσιαστεί και ν' αναστηθεί, αλλά είναι ο Άνθρωπος που, ανεβαίνοντας θυσιάζεται και Ανασταίνεται, ο Άνθρωπος σε Ολότητα.... Γνωρίζεις όμως, ότι και το αρνητικό είναι μέρος του όλου Θεού, εμπεριέχει Θεό» (2001, σ. 68).
πηγή : ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Αμέθυστος
Ο Oetinger, όπως και οι Γνωστικοί, διδάσκει πως η ορατή δημιουργία (die Schöpfung) (καταβολή)50, προήλθε μετά από μια πτώση από το αόρατο (das Unsichtbare). Ο άνθρωπος όμως μπορεί να λυτρώσει την φύση, γιατί όταν γίνεται ένα με τον Θεό51, τότε δύναται να εκδηλώσει το υψηλότερο πνεύμα. Ο θεόσοφος από την Σουαβία (Schwaben, κεντρική περιοχή της Νότιας Γερμανίας), θεωρεί πως η πορεία τής γνώσης, ακολουθεί το θεμελιώδες σχήμα, πρόοδος και επιστροφή. Οι διατυπώσεις του είναι σαφώς παράλληλες προς το πιο πάνω αναφερθέν τμήμα από τον Scotus Eriugena.“Itaque totum primo.. „52. Η γνώση λοιπόν τού όλου (das Ganze) οδηγεί στα επιμέρους τμήματα, και πάλι πίσω στην ενότητα-μονάδα (die Einheit), με τέτοιο όμως τρόπο, ώστε τα τμήματα να έχουν τον συγκεκριμένο τους τόπο μέσα στο όλο. Η θεώρηση αυτή παραπέμπει σε εκείνη του Hegel:“η κίνηση της έννοιας„ στον Hegel, οδηγεί από την άμεση αφηρημένη ενότητα-μονάδα, μέσω της διαμεσολάβησης συγκεκριμένων ιδιοτήτων σε μια συγκεκριμένη ενότητα-μονάδα. Οδηγεί επίσης από το άδειο καθαρό είναι, που είναι το τίποτα, στο γίγνεσθαι, και μέσω του πλήθους των κατηγοριών, στην απόλυτη ιδέα, που όμως δεν είναι κάτι που ανήκει στο επέκεινα, αλλά ήταν από την αρχή εκεί, και κατά την διαδικασία εξεπτύχθη.
Ο Oetinger όμως, μέσω τού δασκάλου του Johann Albrecht Bengel (πέθανε το 1752), συνδέεται με την εσχατολογική αντίληψη τής ιστορίας (όπως αυτή εκφραζόταν από τον σουαβικό πιετισμό), και κατά συνέπεια με τις παραδόσεις που πηγάζουν από τόν Gioacchino da Fiore53. Αν ο εσχατολογικός χαρακτήρας τής νεότερης Καμπάλας εξηγείται ως αντίδραση στον διωγμό από την Ισπανία, ο εσχατολογικός χαρακτήρας των “Σουάβων πατέρων” είναι το αποτέλεσμα των συνεχών εισβολών των Γάλλων, τής αυξανόμενης πίεσης από πλευράς τής Αντιμεταρρύθμισης, αλλά και τής διείσδυσης του άθεου Διαφωτισμού. Η εσχατολογική συνείδηση τού Bengel θεωρεί την ισχυρή, ίσως στα μέγιστα πια όρια της, επέλαση του κακού κατά την εποχή του, ως απόδειξη της εγγύτητος της Βασιλείας του Θεού. Μάλιστα ο ηγούμενος από το Denkendorf,ο Bengel δηλ. είχε υπολογίσει βάσει τής Αποκάλυψης του Ιωάννου, πως η Δευτέρα Παρουσία θα λάμβανε χώρα το 1836. Έτσι τελειώνει η ιστορία, που για τον Bengel (ο οποίος από πολλές απόψεις ακολουθεί την διαθηκική θεολογία, Föderaltheologie, Covenant theology, του Coccejus) παριστάνει την αυτοαποκάλυψη του Θεού, ως διαλεκτικό δράμα, όπου λαμβάνει χώρα η “ανατροπή” από την βασιλεία τού κακού στην βασιλεία τού Θεού. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, πως το θεολογικό αρχέτυπο τής μεταφυσικής της ιστορίας, όπως το εξέφρασαν οι Σουαβοί ιδεαλιστές, είναι ακριβώς η σύνδεση που κάνει ο Bengel, τής ιδέας μιας προοδευτικής εμπλοκής της θεϊκής οικονομίας της σωτηρίας με την διαλεκτική ιδεολογία των καταπιεσμένων. Την θέση αυτή στηρίζει το γεγονός πως, τόσο στον Hegel όσο και στον Schelling, συνεχίζεται η σύνδεση της διαλεκτικής τής ιστορίας με το πρόβλημα του κακού.
Οι υποθέσεις περί “χρυσής εποχής”, περί τής προκειμένης “χιλιετούς βασιλείας” και τής τελειωμένης (ολοκληρωμένης) κοινωνίας η οποία θα την χαρακτηρίζει, παίρνουν στον Oetinger συγκεκριμένες μορφές. Η βασιλεία του Θεού έχει ένα ιδιαίτερα δημοκρατικό χαρακτήρα(ως συνέπεια τής αντίστασης των πιετιστών εναντίον τού ολοκληρωτισμού και τής κρατικοποιημένης εκκλησίας) : όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, η ιδιωτική περιουσία θα καταργηθεί. Η εξουσία και το χρήμα δεν χρειάζονται. Αυτή η “άρση(κατάργηση) τού κράτους” και η αντικατάστασή του από ένα είδος κομμουνιστικής ιδανικής κοινωνίας, είναι μια πρόγευση τού Μαρξ, παρόλα τα χριστιανικά χαρακτηριστικά της. Στον Μαρξ αντίθετα φαίνεται σαφώς, πως πρωτόγονα θρησκευτικά, εσχατολογικά στοιχεία είναι ακόμα ζωντανά, παρόλη την εκκοσμίκευση και την φαινομενικά καθαρά υλιστική θεμελίωση της κοινωνιολογίας του54.
Έτσι φτάσαμε στο σημαντικότερο ιστορικό σημείο σύνδεσης της γνωστικιστικής - εσχατολογικής παραδοσης55 και των διδασκαλιών του Hegel και Μαρξ, σημείο το οποίο επιτρέπει και την γενεαλογική εξήγηση των εξαιρετικών συστηματικών - δομικών ομοιοτήτων. Με αυτό επιβεβαιώνεται επίσης και ο τολμηρός ισχυρισμός τού Jakob Taubes: „Η διαλεκτική λογική είναι μια λογική τής Ιστορίας, και βρίσκεται στην βάση τής εσχατολογικής κοσμοθεωρίας. Αυτή η λογική καθορίζεται από το ερώτημα περί τής δύναμης του αρνητικού, έτσι όπως τίθεται στον αποκαλυπτισμό και τον γνωστικισμό. Στον αποκαλυπτισμό και τον γνωστικισμό βρίσκεται το θεμέλιο της πολυσυζητημένης αλλά σπάνια κατανοημένης λογικής τού Hegel.56“. Και ο Taubes συνεχίζει : “Η σχέση μεταξύ αποκαλυπτικής-γνωστικιστικής οντολογίας και εγελιανής λογικής, δεν είναι τεχνητή και δεν φτιάχτηκε εκ των υστέρων”, θέση την οποία ισχυροποιούν και οι δικές μου νεότερες έρευνες57. Και αν υπάρχουν ακόμα προβληματικά ή ανεπαρκώς επεξηγημένα σημεία αυτών των πνευματικών-ιστορικών σχέσεων, μου φαίνεται όμως ιδιαίτερα σημαντικό να τα επισημαίνω με έμφαση (τα σημεία), γιατί στα κλασσικά έργα που ασχολούνται με την έρευνα γύρω από τον Hegel ή τον Μαρξ, δεν υπάρχει τίποτα ή σχεδόν τίποτα περί του θέματος58.
Αν και για μερικές από τις συσχετίσεις αυτές απαιτούνται ακόμα επεξηγήσεις και επιβεβαιώσεις, αυτό πού βρίσκεται πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι πως στην σκέψη τού νεαρού Hegel, το θεμελιώδες μοτίβο τού γνωστικισμού, δηλ το πρόβλημα τού αρνητικού και η υπέρβασή του, παίζει σπουδαίο ρόλο. Από αυτό αναπτύσσεται σιγά-σιγά η διαλεκτική. Τα συγκεκριμένα ερωτήματα τού Hegel είναι κατ' αρχάς θεολογικά-πολιτικά, όπου η κριτική του στον σύγχρονό του ολοκληρωτισμό και την κρατική Εκκλησία, δεν βρίσκεται τόσο πολύ στο πνεύμα τού Διαφωτισμού, αλλά προέρχεται μάλλον από την πιετιστική αντιπολίτευση59. Το μοτίβο τής σωτηρίας σε τρεις φάσεις μπορεί να αναγνωριστεί ήδη στα γραπτά από την εποχή που ήταν στην Bern και Tübingen. Το μοτίβο αυτό έχει μια μορφή που αναφέρεται ξεκάθαρα στο μέλλον. Ο νεαρός στοχαστής προσλάμβανε την εξέλιξη από μια “λαϊκή θρησκεία”, (που απευθυνόταν σε όλες τις συναισθηματικές δυνάμεις), προς την ψυχρή “θετικότητα” τής εξουσιαστικής χριστιανικής ορθοδοξίας, ως ένα είδος πτώσης, ως ένα “χωρισμό”60 από την αληθινή ουσία τής θρησκείας. Η “επανένωση” θα υπερέβαινε τον χωρισμό αυτό-μέσα σε εκείνη την μελλοντική “βασιλεία τού Θεού”61, την οποία ο Hegel και ο Hölderlin από κοινού διακήρυτταν62. Στο γραπτό που λέγεται Frankfurter Systemfragment, που περιέχει ουσιαστικά στοιχεία τής ύστερης φιλοσοφίας του, ο Hegel θεωρεί το γίγνεσθαι(Weltprozess) ως ένα διαμελισμό τής αρχέγονης ενότητας τής “ζωής”, στην πολλαπλότητα πεπερασμένων και μόνιμων ατομικοτήτων, που είναι χωρισμένες από την ενότητα τής ζωή αλλά και η μια από την άλλη. Αυτή η αρνητική αλλά αναγκαία φάση τής “αφηρημένης πολλαπλότητας”, θα υψωθεί πάλι, ενώ θα ευρίσκεται στην ζωντανή ενότητα του ποικίλου, την άπειρη ζωή ή το “πνεύμα”63. Έτσι στην διαδικασία τής ζωής, η στιγμή του χωρισμού, της αντίθεσης ή της άρνησης είναι το ίδιο αποτελεσματική και αναγκαία, όσο και εκείνη της συμφιλίωσης ή της άρνησης της άρνησης. Στις οντολογικές αυτές πτυχές αντιστοιχούν οι γνωσιολογικές: η “απομονωτική” λειτουργία της διάνοιας μονιμοποιεί κατά κάποιο τρόπο τις μοναδιαίες, χωρισμένες πτυχές(προορισμούς) της ζωής, ενώ μέσα στο πνεύμα θα τελεστεί η επανένωση. Η ομοιότητα τέτοιων υποθέσεων με τα γνωστικιστικά-νεοπλατωνικά μοτίβα τού Urgrund, το οποίο γεννά τον κόσμο ή το ίδιο διαφοροποιείται και γίνεται ο κόσμος, ή με το μοτίβο της απομόνωσης των ψυχικών σπιθών μέσα στην ύλη, είναι το ίδιο ξεκάθαρη όσο και η ομοιότητα με την πίστη πως ο πεσμένος κόσμος, μπορεί πάλι να ενωθεί και να συμφιλιωθεί με το θεϊκό Urgrund, βασιζόμενος στην δύναμη μιας γνώσης η οποία βρίσκεται πιο ψηλά από την γυμνή διάνοια64.
Συνεχίζεται.
• ΣΧΟΛΙΟ : Η αιρετική αποκρυφιστική διαλεκτική τού Χέγκελ διατηρείται μέχρι σήμερα σχεδόν στήν αυθεντική της μορφή, όπως φαίνεται από τό μικρό απόσπασμα πού πήραμε από τό ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ καί γεμίζει σελίδες βιβλίων φιλοσοφίας καί θεολογίας υπεράνω πάσης υποψίας.
Η αίρεση του «Εσωτερικού Χριστιανισμού»
π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου
Σύμφωνα με τη διδαχή του «Εσωτερικού Xριστιανισμού» ακόμη και ο Αντίχριστος είναι «συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια» ή «κατάσταση συνείδησης». Μιλάει ακόμη για «χριστική κατάσταση» και διακηρύττει πως η «εκδήλωση Αντιχρίστου» είναι απαραίτητη, «για να μπορέσει να έρθει η συνένωση»∙ «μέσα απ' αυτή τη διττή εκδήλωση του συσσωρευμένου θετικού της ανθρωπότητας και του συσσωρευμένου αρνητικού της ανθρωπότητας, θα επέλθει η Ένωση και η μετάλλαξη των αρνητικών στοιχείων σε Φως» (2001, σ. 67 - 68).
Το αρνητικό στοιχείο είναι απαραίτητο για την «αυτο-σωτηρία» του ανθρώπου. «Δεν είναι ο Θεός, που κατεβαίνει από τον Ουρανό για να θυσιαστεί και ν' αναστηθεί, αλλά είναι ο Άνθρωπος που, ανεβαίνοντας θυσιάζεται και Ανασταίνεται, ο Άνθρωπος σε Ολότητα.... Γνωρίζεις όμως, ότι και το αρνητικό είναι μέρος του όλου Θεού, εμπεριέχει Θεό» (2001, σ. 68).
πηγή : ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου