Συνέχεια απο : Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του Hegel 3
Από τον συλλογικό τόμο:
Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)
Verlag Rombach Freiburg, 1970
Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, πρέπει να ξανατονίσουμε, πως δεν ήταν λίγοι οι εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι απέρριπταν τον εγελιανισμό, και πως αρκετοί αστοί εγελιανοί κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, ήταν αποστασιοποιημένοι από την κυρίαρχη ιδεολογία. Το θαρραλέο κείμενο του Theodor Litt: „Philosophie und Zeitgeist“ (1935) είναι μια σημαντική μαρτυρία περί των εντάσεων που επικρατούσαν. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως οι επιθέσεις τών ναζί στρέφονταν κυρίως εναντίον τού υποτιθέμενου απόκοσμου και απολιτικού χαρακτήρα τού γερμανικού ιδεαλισμού. Έτσι ο Litt αναφέρεται στην παρακάτω κριτική: “Ο γερμανικός ιδεαλισμός μεταξύ 1750 και 1850 ποθούσε το επέκεινα και ήταν απολιτικός. Αναζητούσε το βασίλειο τού καθαρού πνεύματος, το βασίλειο τών ιδεών, του ανθρωπισμού και της μόρφωσης, που βρισκόταν πάνω από την κακή πραγματικότητα, και έδειξε έτσι πως η φύση του ήταν μια εκκοσμικευμένη θεολογία(12, σελίδα 60, υποσημείωση 18).”Σε ολόκληρο το έργο δεν γίνεται καμιά αναφορά σέ εγελιανή ιδεολογία περί κράτους εξουσίας, πράγμα που ίσως εξηγείται αν ληφθούν υπόψιν οι τότε συνθήκες. Δείχνει όμως σαφώς και τα όρια τής τοποθέτησης, πολιτισμικής και πολιτικής, του Litt. Ακόμα και μετά το 1945, ο άξιος φιλόσοφος και παιδαγωγός, δεν είχε ξεκαθαρίσει την θέση του ως προς την ιδεολογία εκείνη, σε κανένα σημείο τού έργου του, αν και έκφραζε καλά θεμελιωμένες τις αμφιβολίες του ως προς συγκεκριμένες πτυχές τής φιλοσοφίας τής ιστορίας του Hegel.[1]
Συνεχίζεται
Aμέθυστος
Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του Hegel 3
Από τον συλλογικό τόμο:
Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)
Verlag Rombach Freiburg, 1970
Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, πρέπει να ξανατονίσουμε, πως δεν ήταν λίγοι οι εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι απέρριπταν τον εγελιανισμό, και πως αρκετοί αστοί εγελιανοί κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, ήταν αποστασιοποιημένοι από την κυρίαρχη ιδεολογία. Το θαρραλέο κείμενο του Theodor Litt: „Philosophie und Zeitgeist“ (1935) είναι μια σημαντική μαρτυρία περί των εντάσεων που επικρατούσαν. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως οι επιθέσεις τών ναζί στρέφονταν κυρίως εναντίον τού υποτιθέμενου απόκοσμου και απολιτικού χαρακτήρα τού γερμανικού ιδεαλισμού. Έτσι ο Litt αναφέρεται στην παρακάτω κριτική: “Ο γερμανικός ιδεαλισμός μεταξύ 1750 και 1850 ποθούσε το επέκεινα και ήταν απολιτικός. Αναζητούσε το βασίλειο τού καθαρού πνεύματος, το βασίλειο τών ιδεών, του ανθρωπισμού και της μόρφωσης, που βρισκόταν πάνω από την κακή πραγματικότητα, και έδειξε έτσι πως η φύση του ήταν μια εκκοσμικευμένη θεολογία(12, σελίδα 60, υποσημείωση 18).”Σε ολόκληρο το έργο δεν γίνεται καμιά αναφορά σέ εγελιανή ιδεολογία περί κράτους εξουσίας, πράγμα που ίσως εξηγείται αν ληφθούν υπόψιν οι τότε συνθήκες. Δείχνει όμως σαφώς και τα όρια τής τοποθέτησης, πολιτισμικής και πολιτικής, του Litt. Ακόμα και μετά το 1945, ο άξιος φιλόσοφος και παιδαγωγός, δεν είχε ξεκαθαρίσει την θέση του ως προς την ιδεολογία εκείνη, σε κανένα σημείο τού έργου του, αν και έκφραζε καλά θεμελιωμένες τις αμφιβολίες του ως προς συγκεκριμένες πτυχές τής φιλοσοφίας τής ιστορίας του Hegel.[1]
Πιο πολύ ίσως και από τους αστούς-παραδοσιακούς στοχαστές, ντρέπονταν για τις σχέσεις εγελιανισμού και εθνικοσοσιαλισμού και αντίστοιχα ιταλικού φασισμού[2], εκείνοι οι αριστεροί, οι οποίοι σκόπευαν να αναπτύξουν τον μαρξισμό χρησιμοποιώντας εγελιανά στοιχεία. Οι φιλόσοφοι αυτοί, πολλοί από τους οποίους εξορίστηκαν από το χιτλερικό καθεστώς, πρέπει να ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα από το γεγονός πως, ακριβώς εκείνοι οι τύποι σκέψης, στους οποίους οι ίδιοι είδαν τον θησαυρό της αληθινής ελευθερίας, ανθρωπισμού και δημοκρατίας, έπαιξαν ένα τόσο μοιραίο ρόλο στη προετοιμασία και στην υπηρεσία του Τρίτου Ράιχ(και συγγενών δικτατοριών). Είχαν λοιπόν την τάση, να πράξουν από κοινού, έμμεσα τουλάχιστον, μαζί με τούς τότε διαλεκτικούς τελάληδες του απολυταρχικού καθεστώτος και τους αστούς αναπαλαιωτές των παραδόσεων των επιστημών του πνεύματος, οι οποίοι απωθούσαν, αποσιωπούσαν ή μείωναν την σημασία των γεγονότων.[3]
Κάπως αλλιώς ήταν τα πράγματα στον σοβιετικό μαρξισμό. Η εγελιανή πτυχή του είχε συρρικνωθεί κατά την πορεία δογματοποίησης και απλοποίησης τής κληρονομιάς των κλασσικών (θεωρητικών). Αυτό το γεγονός, όπως και η υποδούλωση τής φιλοσοφίας στις ανάγκες τής πολιτικής κατά τη διάρκεια του σταλινικού καθεστώτος, οδήγησαν, τουλάχιστο προσωρινά, σε μια αρνητική επιλογή(όσον αφορά την φιλοσοφία του Hegel). Επιτυχής ήταν μόνο εκείνος, που λόγω έλλειψης προσωπικών θέσεων, κατάφερνε να προσαρμοστεί απαλά στις εναλλασσόμενες απαιτήσεις του κόμματος, ή εκείνος που πρόδιδε τόσο λίγη νοημοσύνη, ώστε να φαίνεται ακίνδυνος για την ιεραρχία του κόμματος. Έτσι προέκυψε μια κατάσταση παράλληλη με αυτή των πρωτόγονων “στοχαστών” κατά τη διάρκεια του εθνικοσοσιαλισμού, για τους οποίους οι δύσκολα αποκωδικοποιήσιμοι στοχασμοί του Hegel ήταν πολύ περίπλοκοι, και γι' αυτό αισθάνονταν μια αποστροφή προς αυτούς. Έλειπε λοιπόν το διανοητικό επίπεδο από την σταλινική διαπραγμάτευση με τον Σουαβό φιλόσοφο, αλλά και η ανάγκη προς απολογητισμό, που ήταν τόσο χαρακτηριστική για εγελιανίζοντες νεομαρξιστές. Το θέμα “Hegel και φασισμός” δεν ήταν ταμπού στην Σοβιετική Ένωση, αλλά, απ' όσα γνωρίζει ο συγγραφέας, δεν έχει γίνει εμπεριστατωμένο ξεκαθάρισμα και κριτική ανάλυση αυτού του συμπλέγματος.
Ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα και ανάλυση λείπουν βέβαια και από την Δύση, αν και το θέμα προσφέρεται για αποδοτική έρευνα. Στον χώρο αυτό κυριαρχεί ακόμα η απολογητική υπέρ του Hegel, αν και όχι τόσο αδιαμφισβήτητη όπως πριν μερικά χρόνια.
Στα δεδομένα πλαίσια πρέπει να περιοριστεί η ανάλυση μόνο στα ουσιώδη. Ευελπιστούμε όμως πως θα ακολουθήσει μια εμπεριστατωμένη διαπραγμάτευση του θέματος. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις θεματικές ενότητες(κύκλους ερωτημάτων) που συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η πρώτη, ιστορική ενότητα, ασχολείται με το περιεχόμενο των διδασκαλιών του Hegel στα πλαίσια της κοινωνικής φιλοσοφίας και πολιτικής θεωρίας, όπως και με τις υπόλοιπες πολιτικές του εκδηλώσεις και συμπεριφορές. Περιλαμβάνει επίσης τις επιδράσεις της διδασκαλίας του στις διάφορες φιλοσοφικές και πολιτικές κατευθύνσεις, όπου επισημαίνονται ιδιαιτέρως τα δεδομένα που μέχρι τώρα ήταν ταμπού. Η ενότητα που έχει επιστημονικό-θεωρητικό και μεθοδολογικό χαρακτήρα, καταπιάνεται με τους τύπους σκέψης του Hegel και των συνεχιστών του, όπως και με ιδιαίτερα γνωσιολογικά προβλήματα που προκύπτουν από αυτούς τους τύπους σκέψης. Τέλος, πάνω στη βάση των ιστορικών και επιστημονικών ερευνών, μπορούμε να διαπραγματευθούμε το ερώτημα, με ποιο τρόπο είναι εφαρμόσιμα εκείνα τα διανοητικά οικοδομήματα, στην θεωρία και την πράξη, και πως εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται.
[1] Th. Litt: Wege und Irrwege geschichtlichen Denkens, München 1948, S. 49.
[2] Πρβλ. H. Franz: Von Herder bis Hegel. Frankfurt 1938, S. 149.
[3] Βλέπε παρακάτω.
Συνεχίζεται
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου