Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ (16)

ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ


Συνέχεια από:  Πέμπτη, 24 Ιανουαρίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Συνέχεια περί του θειοτάτου φωτός, ότι αν και είναι άκτιστο, δεν είναι ουσία· και ότι δεν οράται με κάποια κτιστή δύναμιν, αλλά απορρήτως, αν και έχει γραφεί ότι οράται με οφθαλμούς

73. Ότι είναι νοητό το φως εκείνο δεν το ισχυρίζεσαι, διότι θεάθηκε με τους οφθαλμούς του σώματος. Αλλά τί είναι; Πύρινο, αστρικό ή από κάποιο άλλο γήινο στοιχείο; Ή οράται (βλέπεται) από όλους όσοι έχουν οφθαλμούς; Όχι βέβαια. Επομένως δεν είναι αισθητό. Αφού λοιπόν δεν είναι ούτε αισθητό ούτε νοητό, αλλά επέκεινα πάντων κατά τον ειπόντα, «τούτο το φως απέναντι σ’ όλη τη φύση (κατά πάσης φύσεως) έχει τα πρωτεία (τα νικητήρια)»· και πάλι, «τέλειοι είναι αυτοί που θεωρούν τη θεία δόξα, την επέκεινα απάντων, την μόνη υπερτελή και προτέλεια», και πάλι, «δεικνύεται δόξα διηνεκής (συνεχής) και διαιωνίζουσα (αιωνία)»· και πάλι, «ο Υιός, αφού εγεννήθηκε εκ του Πατρός ανάρχως, έχει άναρχη τη φυσική ακτίνα της θεότητος, και η δόξα της θεότητος και δόξα του σώματος γίνεται»· αφού λοιπόν το φως εκείνο υπέρκειται πάντων, αισθητών και νοητών, αν είναι άκτιστο, αναιρείται το άγιο σύμβολο που λέγει ότι ο Θεός είναι ποιητής πάντων των αισθητών και νοητών; Μακριά από αυτήν την ανόητη ένσταση και ασέβεια.

74. Αλλά εσύ γι’ αυτό τριγυρίζεις και τα πάντα πράττεις και παντού σχεδόν στέλλεις και παρέχεις δώρα, γράμματα, κήρυκες, και όπως λέγει ο λόγος μεταχειρίζεσαι κάθε μέσο, έχοντας συνεργούς τούς δεν ξέρω πώς να ονομάσω και πώς ν’ απαλλάξω από την καταδίκη που έχει απαγγελθεί εγγράφως από τις ιερές εκείνες και μεγάλες συνόδους σε σένα και σ’ όλους τους άλλους που ακολουθούν ή θα ακολουθήσουν τη διδασκαλία του Βαρλαάμ. Εσύ λοιπόν σπεύδεις γι’ αυτό με κάθε τρόπο να γίνουν ανήκουστα και να νομίζονται αποτρόπαια τα δικά μας γραπτά που διευκρινίζουν την αλήθεια σε ό,τι τυχαίνει να είναι δυσνόητο στη θεόπνευστη Γραφή για τους πολλούς και συμβάλλει στο να εκτρέπονται από την αλήθεια οι άνθρωποι του είδους σου. Τί να κερδίσεις και τί να επιτελέσεις; Το να ζημιώσεις τους πάντες ως προς τον Θεό, σύροντάς τους στην αθεΐα, όπως αποδείχθηκε σαφώς από τα λεχθέντα.

75. Το ευαγγελικό χωρίο που προέταξε πρότερα του συμβόλου τής πίστεως, ότι «τον Θεό δεν έχει δει κανείς ποτέ έως τώρα», για να δείξει τάχα με αυτό ότι είναι κτίσμα το φώς εκείνο, η άναρχη τού Θεού δόξα και βασιλεία, και που πρώτος επρότεινε ο Βαρλαάμ, εμείς αποδείξαμε στα προς τούτον (τον Βαρλαάμ) συγγράμματά μας με πολλά λόγια και κατά πολλούς τρόπους ότι δεν συμφωνεί καθόλου με αυτόν (τον ευαγγελιστή Ιωάννη) ούτε συμβάλλει προς την επιδίωξη (πρόθεσιν) εκείνου· αφ’ ενός μεν διότι ο ευαγγελιστής ομιλεί περί της θείας ουσίας, αφ’ ετέρου δε διότι εδώ και όρασιν την γνώσιν καλεί και την κατάληψιν ο υιός της βροντής, αλλά όχι την απόλαυσιν και την μέθεξιν. Για να μιλήσουμε κατά τον σοφό Μάξιμο, «η δε θεία χάρις, αν και δίδει απόλαυση στους μετέχοντες κατά χάριν, δεν τους δίδει κατάληψιν· διότι μένει και στη μέθεξιν των απολαυόντων αυτής ακατάληπτος, εφ’ όσον κατά φύσιν ως αγένητος έχει την απειρία». «Εφ’ όσον η έννοια της υποσχέσεως (επαγγελίας) περί της θέας τού Θεού είναι διπλή», σύμφωνα με τον θείο Γρηγόριο Νύσσης, «μια μεν το να γνωρίσουμε την υπερκείμενη του παντός φύσιν, η άλλη δε το να ανακραθούμε προς αυτόν διά της καθαρότητος της ζωής, το μεν πρώτο είδος της κατανοήσεως η φωνή των άγιων ορίζει ότι είναι αδύνατο, το δε δεύτερο υπόσχεται ο Κύριος στην ανθρώπινη φύσιν, όταν μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά».

76. Αλλά και το ορατό με τους οφθαλμούς, αν μεν είναι με κτιστή δύναμιν, πάντως είναι αισθητό, αν όμως δε ως ευρισκόμενο πάνω από κάθε τέτοια αντίληψη βλέπεται με τη δύναμιν του Πνεύματος, σύμφωνα με αυτόν που είπε περί του φωτός εκείνου, «τον Θεό δεν έχει δει κανείς ποτέ έως τώρα, και ό,τι είδε, κατά το Πνεύμα (εν Πνεύματι) τούτο το είδε»· αν λοιπόν με τη δύναμιν τού Πνεύματος οράται (βλέπεται) από τους αξίους ούτε αισθητό είναι κυρίως (βασικά) και δεν είναι καθόλου κτιστό. Πράγματι έτσι και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης απαντά προς αυτήν την φαινομενική αντίθεση γράφοντας περί του Στεφάνου, που ατένισε προς τον ουρανό και εισέδυσε με τη θέα προς τα επέκεινα και είδε την αθέατη δόξα. Αυτός μετά την απόδειξη λέγει πλέον συμπερασματικώς, «άρα συλλαμβάνεται φανερά η κακουργία των Πνευματομάχων, διότι με το όμοιο καθορώνται τα όμοια, όπως εμάθαμε από τη Γραφή. Πράγματι ο Στέφανος δεν βλέπει το θείο μένοντας στην ανθρώπινη φύσιν και δύναμιν, αλλά ανακεκραμένος προς τη χάριν του αγίου Πνεύματος υψώθηκε δι’ αυτού προς την κατανόησιν του Θεού. Είπε δε κατανόησιν, όχι διότι εκείνο το θέαμα υποπίπτει στη νόησιν (διότι το απαγόρευσε τούτο προηγουμένως), αλλά επειδή δεν υποπίπτει ούτε σε ανθρώπινες λέξεις, όπως ούτε σε όψιν, η θεία εκείνη δόξα και το φως εκείνο, γι’ αυτό ονομάζεται άλλοτε όρασις, άλλοτε νόησις, άλλοτε αίσθησις νοερά από τα δύο αυτά, άλλοτε κάτι άλλο παρόμοιο, ή μάλλον και υψηλοτέρα καλείται αποκάλυψις, ένωσις, ανάκρασις, αίσθησις πνευματική. Η εναλλαγή και σύνθεσις των ονομάτων μάλιστα δεικνύει και τούτο, ότι το φως εκείνο δεν είναι ιδιότης ούτε ψυχής ούτε σώματος, αλλά του Πνεύματος που ενοικεί και ενεργεί στις άξιες ψυχές και τα άξια σώματα. Ότι δε κι’ εμείς δεν είπαμε ότι το μεγάλο τούτο θέαμα έγινε καταληπτό από τους αποστόλους με κτιστή δύναμιν, αξιόπιστος μάρτυς είναι ο κατήγορος, ο οποίος από αυτό συνάγει και συμπεραίνει και προτείνει εναντίον μας ότι την μία λέγομε αόρατη θεότητα, δηλαδή την ουσία του Θεού, την άλλη λέγουμε ορατή με σωματικούς οφθαλμούς δια του πνεύματος, δηλαδή το φως εκείνο.

77. Τούτο όμως, το ότι τα πράγματα αυτά βλέπουμε με πνευματικούς οφθαλμούς και ακούμε με πνευματικές ακοές, το παριστάνουν σαφέστατα και ο προφήτης και ο Χρυσόστομος θεολόγος· ο πρώτος γράφοντας, «μου πρόσθεσε αυτί για ν’ άκούω», ο δεύτερος ερμηνεύοντας, «εννοεί την προσθήκη από του Πνεύματος»· και πάλι ο Χρυσός στη γλώσσα, «Μήπως δεν άκουσαν οι προφήτες; Αλλά δεν ήταν ανθρώπινο εκείνο το προφητικό αυτί». Και αλλού πάλι, «τέτοιες ψυχές είχαν και οι προφήτες, γι’ αυτό και έλαβαν άλλους οφθαλμούς· διότι το να απομακρυνθούν από τα παρόντα ήταν θέμα της δικής τους φροντίδος, το να τους ανοίγουν όμως μετέπειτα άλλοι οφθαλμοί για τη θεωρία των μελλόντων, αυτό ήταν έργο της χάριτος του Θεού». Τούτο γράφει καθαρότερα και ο Δαμασκηνός θεολόγος περί της θέας του Θαβώρ λέγοντας, «μεταμορφώθηκε ο Κύριος, όχι προσλαβόμενος (παίρνοντας) ό,τι δεν ήταν ούτε μεταβαλλόμενος σε ό,τι δεν ήταν, αλλά φανερούμενος στους μαθητές του ό,τι ήταν, διανοίγοντας τους τα μάτια και καθιστώντας τους από τυφλούς βλέποντες», και πάλι, «τον θεό δεν έχει ίδει κανείς ποτέ έως τώρα, και ό,τι είδε», δηλαδή το φως τούτο -διότι περί αυτού είναι ο λόγος- «το είδε κατά το Πνεύμα (εν Πνεύματι)».

78. Από αυτό δεικνύεται ότι τούτο το φως δεν είναι ούτε ουσία του Θεού, όχι διότι κατ’ εκείνην ο Θεός είναι εντελώς αόρατος αλλά και διότι κατ’ αυτήν είναι και εντελώς αμέριστος. Στο φως δε τούτο μετρεί την φανέρωσιν κατά την αναλογία των παρατηρητών, όπως λέγει και ο Χρυσόστομος πατήρ, ότι «ο Κύριος έδειξε τη δόξα τής αθέατης θεϊκής βασιλείας του στους μύστες του προς διαβεβαίωσίν τους, όχι όση ήταν πάντως, αλλά όσο μπορούσαν να βαστάξουν οι διαθέτοντες σωματικούς οφθαλμούς». Είναι δε ο πατήρ αυτός που και ακούοντας τον Βαπτιστή να λέγει «δεν δίδει με το μέτρο το πνεύμα», σημειώνει, «εδώ με την λέξη πνεύμα εννοεί την ενέργεια, διότι αυτή είναι που μερίζεται»· και που εξηγώντας το ψαλμικό εκείνο, «εξεχύθη η χάρις στα χείλη σου», δηλαδή, λέγει, αναδείχθηκε, όπως θα έλεγε κανείς, η μέσα ευρισκομένη (ένδον ούσα) ανέβλυσε, επήγασε. Ποιά είναι αυτή η χάρις; Εκείνη δια της οποίας εδίδασκε, δια της οποίας εθαυματουργούσε. Χάριν λέγει εδώ εκείνην που ήλθε στη σάρκα· διότι όλη η χάρις εκχύθηκε στον ναό εκείνο. Διότι δεν δίδει με μέτρο σ’ εκείνον το πνεύμα, αλλά ολόκληρη τη χάριν επήρε ο ναός· εμείς όμως έχουμε κάτι μικρό, μια ρανίδα από εκείνη τη χάριν. Διότι, λέγει, από το πλήρωμά του (εκ του πληρώματος αυτού) εμείς όλοι λάβαμε, όπως θα έλεγε κανείς από το υπερβλύζον, από το περίσσευμα». Και πάλι, «δεν είπε, ‘δίδω το Πνεύμα’, αλλά θα επιχύσω (εκχέω) από το Πνεύμα μου σε κάθε σάρκα. Τούτο μάλιστα πραγματοποιήθηκε, διότι αυτή η σταγόνα και η ρανίδα του Πνεύματος γέμισε την οικουμένη με γνώσιν. Από αυτήν εγίνονταν τα σημεία, λύονταν τα αμαρτήματα. Αλλά όμως η χάρις που δίδονταν σε τόσα κλίματα, είναι μικρό μέρος της δωρεάς και αρραβώνας· διότι λέγει, “δώσε τον αρραβώνα του Πνεύματος στις καρδιές μας”, εννοώντας το μέρος της ενεργείας, εφ’ όσον βέβαια ο Παράκλητος δεν μερίζεται». Αυτά λέγει ο Χρυσόστομος.

79. Ο δε Ακίνδυνος μας επιρρίπτει και τούτο για όνειδος, ότι ισχυρισθήκαμε ότι οι απόστολοι είδαν με σωματικούς οφθαλμούς εκείνη την καλλοποιό ευπρέπεια (λαμπρότητα), χωρίς ν’ απλώσει τ’ αυτιά του στις ευαγγελικές λέξεις που λέγουν «έως ότου ιδούν» και «όταν εξύπνησαν (διαγρηγορήσαντες) είδαν». Λέγει μάλιστα, «αλλά δεν είπαν με οφθαλμούς του σώματος». Τί ακριβολογία, μάλλον δε τί α-νοησία, κυριολεκτικότερα θα λέγαμε, τί κακόνοια και τί υποκριτική ευλάβεια! Όταν άκουσε φώς, αυτός το κατέβασε σε κτίσμα, παρόλο που το προσαγορεύουν βασιλεία Θεού, πολυεξετάζει όμως το ότι είδαν, αν και η λέξις συνοδεύεται με την εγρήγορση. Αλλά δεν το πολυεξέτασε ο Χρυσόστομος πατήρ, που φάνηκε ότι το χρησιμοποιεί ως αναγνωρισμένο (ομολογούμενο), ούτε ο μέγας Βασίλειος, που λέγει, «είδαν το κάλλος αυτού ο Πέτρος και οι υιοί της βροντής επάνω στο όρος να ξεπερνά τον ήλιο σε λαμπρότητα, και αξιώθηκαν να λάβουν τα προοίμια της ένδοξης παρουσίας του με οφθαλμούς», ο οποίος και λίγο παραπάνω, σε κάποιο σημείο του λόγου, ονόμασε θεωρητήν θεότητα το εωραμένο (ορώμενο) από αυτούς θειο κάλλος. «Αλλά», λέγει, «πώς είναι ευσεβές να δεχόμαστε ορατό καθ’ εαυτό και κυριολεκτικώς τον ποιητή όλων των ορατών και αοράτων;». Άλλα τούτο εσύ να το λέγεις στον εαυτό σου και στον προκαθοδηγητή σου στα πονηρά δόγματα και διδάγματα. Εσείς, αφού αφαιρέσατε εκείνα που προσυπάρχουν φύσει στον Θεό του δίδετε γυμνή ουσία, την οποία μόνη διακηρύσσετε άκτιστη, διασπώντας τα φυσικά προσόντα της κακώς και τοποθετώντας τα μαζί με την κτίσιν. Εσύ μεν γράφεις, «το μόνο άκτιστο φώς και η άκτιστη δόξα», δηλαδή η θεία φύσις, χωρίς να φεισθείς ούτε τα γύρω από αυτήν υποστατικά ιδιώματα· εκείνος δε (ο Βαρλαάμ) πριν από σένα λέγει, «ένα μόνο είναι άναρχο και ατελεύτητο, η ουσία του θεού, όλα τα δίπλα σ’ αυτήν είναι γεννητής φύσεως».

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου