Συνέχεια από: Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019
Απαρχές και μεταμορφώσεις του ερωτήματος περί Θεού στην σκέψη του Martin Heidegger
Η «φιλοσοφία της ζωντανής ζωής» ως οπτική για την «αληθινή φιλοσοφία της θρησκείας και το φιλοσοφείν». «Η αληθής ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας» γ
Στις παραδόσεις του χειμερινού εξαμήνου 1919/20 με τον τίτλο «Θεμελιώδη προβλήματα της φαινομενολογίας», η πρωταρχική επιστήμη της βίωσης τού περιβάλλοντος θα αναπτυχθεί σε «πηγαία επιστήμη της πραγματικής ζωής». Ο κοσμικός χαρακτήρας τού κόσμου τής ζωής, ο οποίος διαρθρώνεται σε περιβάλλοντα κόσμο (Umwelt), κόσμο που βρίσκεται μαζί (Mitwelt) και στον κόσμο τού εαυτού (Selbstwelt), ο χαρακτήρας του κόσμου λοπόν ως σημασιακός χαρακτήρας τής συνάφειας των εμπειριών της ζωής, καταφέρνει να ξεχωρίσει σαφέστερα. Επιπλέον, για πρώτη φορά ξεχωρίζουν οι τρεις νοηματικές κατευθύνσεις τής ζωντανής, πραγματικής ζωής: το νόημα τού περιεχομένου ως κατεύθυνση της συμπεριφοράς προς τον κόσμο η οποία κατανοεί τον κόσμο, το νόημα της σχέσης ως κατεύθυνση της φροντίδας για κάθε σχέση προς τον κόσμο (σημασία) και το νόημα της διεκπεραίωσης ως κατεύθυνση τού πως θα διεκπεραιωθεί η σχέση.
Στις παραδόσεις του θερινού εξαμήνου τού 1920 με τον τίτλο «Φαινομενολογία της θεώρησης και της έκφρασης» βρίσκουμε ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα, που αναφέρεται στην «αληθινή φιλοσοφία της θρησκεία» έτσι όπως εκφράζεται στην επιστολή της 12ης Μαΐου 1918. Το κείμενο λέει: «Υπάρχει ανάγκη μιας επί της αρχής αντιπαράθεσης με την ελληνική φιλοσοφία και της δι’ αυτής παραμόρφωσης της χριστιανικής ύπαρξης. Η αληθινή ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας, όπου το χριστιανική δεν θά είναι μια ετικέτα που σημαίνει κακής ποιότητας και με χαρακτήρα επιγόνου ελληνικής. Ο δρόμος προς μια πρωταρχική χριστιανική-ελεύθερη από κάθε τι το ελληνικό- θεολογία»15. Η επί της αρχής αντιπαράθεση με την ελληνική φιλοσοφία θα πρέπει να δείξει, πως αυτή μεγάλωσε σε ένα θεωρητικά διαποτισμένο έδαφος, το οποίο αποκλείει το πρωταρχικό, προθεωρητικό έδαφος της ζωντανής, πραγματικής ζωής. Αυτό θέλει να πει, πως οι έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας δεν προέρχονται άμεσα από την πραγματική ζωή. Η πρωτοχριστιανική ύπαρξη όμως ζει έτσι όπως την συναντούμε στην Καινή Διαθήκη, από την πραγματική εμπειρία της ζωής, της προθεωρητικής, ζωντανής ζωής. Αν η χριστιανική ύπαρξη όμως ερμηνεύεται με έννοιες της αριστοτελικής ή νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, τότε παραμορφώνεται η προθεωρητική, ζωντανή χριστιανική ύπαρξη μέσω των θεωρητικών εννοιών. Μέσα σε αυτή την αντιπαράθεση με την ελληνική φιλοσοφία, που σκοπό έχει την απελευθέρωση τής χριστιανικής ύπαρξης από την ελληνική νοηματοδότηση, ανοίγεται ταυτόχρονα και ο δρόμος προς μια αρχέγονη χριστιανική θεολογία, ελεύθερη από τον ελληνισμό. Το απόσπασμα από τις παραδόσεις του 1920 το οποίο παραθέσαμε, έχει επομένως ένα προγραμματικό χαρακτήρα.
Αυτό το πρόγραμμα στην φιλοσοφία της θρησκείας-στα πλαίσια της φιλοσοφίας της ζωντανής ζωής, της φιλοσοφίας δηλαδή ως αρχέγονης και πηγαίας επιστήμης της πραγματικής ζωής-θα προχωρήσει στα επόμενα δυο εξάμηνα. Στις παραδόσεις του εξαμήνου 1920/21, που είναι θεμελιώδεις για την φαινομενολογία της θρησκείας, με τον τίτλο «Εισαγωγή στην φαινομενολογία της θρησκείας»16, ο Heidegger εκθέτει τις θεμελιώδεις δομές τής πραγματικής ζωής: το νόημα περιεχομένου, σχέσης και διεκπεραίωσης, ώστε πάνω στο έδαφος αυτό να προωθήσει την ερμηνευτική-φαινομενολογική διείσδυση σε τρεις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Ευελπιστεί πως πάνω στον δρόμο αυτό η πρωτοχριστιανική θρησκευτικότητα της Καινής Διαθήκης θα μπορέσει να ερμηνευθεί ως πηγαία χριστιανική εμπειρία ζωής, με την έννοια της εμπειρίας της πραγματικής ζωής. Η ιστορικότητα και η χρονικότητα της πραγματικής ζωής εξαίρονται με αυτές τις τρεις νοηματικές κατευθύνσεις της πραγματικής ζωής. Στο κέντρο της ερμηνευτικής-φαινομενολογικής προσπέλασης τής προς Γαλάτας επιστολής βρίσκεται το φαινόμενο του παύλειου κηρύγματος, στο οποίο (κέντρο) «η άμεση αναφορά στην ζωή του κόσμου του εαυτού τού Παύλου καθίσταται κατανοητή στην κοινότητα ως ο δικός της περιβάλλον και συνυπάρχον κόσμος»17. Στην ερμηνευτική-φαινομενολογική εξήγηση των δυο προς Θεσσαλονικείς επιστολές έρχονται στο προσκήνιο τα φαινόμενα της προσχώρησης των Θεσσαλονικέων στον Χριστιανισμό και η προσμονή της παρουσίας του Χριστού. Το ότι έγιναν Χριστιανοί αποτελεί το δικό τους πώς της διεκπεραίωσης, που δεν εγκαταλείπει το νόημα του περιεχομένου (αναφορά, σχέση προς τον κόσμο), αλλά αφήνει να το καθορίσει (το νόημα περιεχομένου) η σχέση προς τον Θεό (σχέση προς τον Χριστό). Η χριστιανική ζωή διεκπεραιώνεται στο εν-τω-κόσμω-είναι της ως ζωή ενώπιον του Θεού και ως μια προσμονή της παρουσίας του Χριστού. Με τον τρόπο αυτό η «χριστιανική θρησκευτικότητα ζει την χρονικότητα», «που είναι χρόνος χωρίς δική του τάξη και σταθερές θέσεις»18. Το νόημα αυτής της πηγαίας χρονικότητας «είναι θεμελιώδες και για την εμπειρία της πραγματικής ζωής, αλλά και για προβλήματα όπως αυτό της αιωνιότητας του Θεού»19. Σε άλλο σημείο λέει: «Το νόημα της χρονικότητας καθορίζεται από την σχέση προς τον Θεό, με τρόπο όμως, ώστε την αιωνιότητα να την κατανοεί μόνο εκείνος που ζει την χρονικότητα στο έπακρο. Και μόνο από αυτές τις συνάφειες διεκπεραίωσης μπορεί να καθοριστεί το νόημα του Είναι του Θεού»20. Οι παραδόσεις για την φαινομενολογία της θρησκείας, που μπορούμε να τις ονομάσουμε και παραδόσεις περί Παύλου, έχουν θέμα κατ’ αρχάς μόνο ερμηνευτική-φαινομενολογική ερμηνεία της δομής τής χριστιανικής ζωής και των νοηματικών της κατευθύνσεων. Γιατί τα ερωτήματα περί της αιωνιότητας του Θεού και του νοήματος του Είναι του Θεού (Χριστός) μπορούν να τεθούν και να οδηγηθούν προς μια απάντηση, μόνο μετά από αυτές τις διασαφήσεις (ερμηνευτική-φαινομενολογική ερμηνεία...).
Τόσο στις παραδόσεις για τον Παύλο όσο και για τον Αυγουστίνο, η χριστιανική ύπαρξη ερμηνεύεται ελεύθερη από τον ελληνισμό, χωρίς δηλαδή αναφορές σε αριστοτελικές, νεοπλατωνικές ή στωικές έννοιες από την πραγματική ζωή και τον υπαρκτικό της χαρακτήρα.
Απαρχές και μεταμορφώσεις του ερωτήματος περί Θεού στην σκέψη του Martin Heidegger
Του
Friedrich-Wilhelm von Herrmann
Η «φιλοσοφία της ζωντανής ζωής» ως οπτική για την «αληθινή φιλοσοφία της θρησκείας και το φιλοσοφείν». «Η αληθής ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας» γ
Στις παραδόσεις του χειμερινού εξαμήνου 1919/20 με τον τίτλο «Θεμελιώδη προβλήματα της φαινομενολογίας», η πρωταρχική επιστήμη της βίωσης τού περιβάλλοντος θα αναπτυχθεί σε «πηγαία επιστήμη της πραγματικής ζωής». Ο κοσμικός χαρακτήρας τού κόσμου τής ζωής, ο οποίος διαρθρώνεται σε περιβάλλοντα κόσμο (Umwelt), κόσμο που βρίσκεται μαζί (Mitwelt) και στον κόσμο τού εαυτού (Selbstwelt), ο χαρακτήρας του κόσμου λοπόν ως σημασιακός χαρακτήρας τής συνάφειας των εμπειριών της ζωής, καταφέρνει να ξεχωρίσει σαφέστερα. Επιπλέον, για πρώτη φορά ξεχωρίζουν οι τρεις νοηματικές κατευθύνσεις τής ζωντανής, πραγματικής ζωής: το νόημα τού περιεχομένου ως κατεύθυνση της συμπεριφοράς προς τον κόσμο η οποία κατανοεί τον κόσμο, το νόημα της σχέσης ως κατεύθυνση της φροντίδας για κάθε σχέση προς τον κόσμο (σημασία) και το νόημα της διεκπεραίωσης ως κατεύθυνση τού πως θα διεκπεραιωθεί η σχέση.
Στις παραδόσεις του θερινού εξαμήνου τού 1920 με τον τίτλο «Φαινομενολογία της θεώρησης και της έκφρασης» βρίσκουμε ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα, που αναφέρεται στην «αληθινή φιλοσοφία της θρησκεία» έτσι όπως εκφράζεται στην επιστολή της 12ης Μαΐου 1918. Το κείμενο λέει: «Υπάρχει ανάγκη μιας επί της αρχής αντιπαράθεσης με την ελληνική φιλοσοφία και της δι’ αυτής παραμόρφωσης της χριστιανικής ύπαρξης. Η αληθινή ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας, όπου το χριστιανική δεν θά είναι μια ετικέτα που σημαίνει κακής ποιότητας και με χαρακτήρα επιγόνου ελληνικής. Ο δρόμος προς μια πρωταρχική χριστιανική-ελεύθερη από κάθε τι το ελληνικό- θεολογία»15. Η επί της αρχής αντιπαράθεση με την ελληνική φιλοσοφία θα πρέπει να δείξει, πως αυτή μεγάλωσε σε ένα θεωρητικά διαποτισμένο έδαφος, το οποίο αποκλείει το πρωταρχικό, προθεωρητικό έδαφος της ζωντανής, πραγματικής ζωής. Αυτό θέλει να πει, πως οι έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας δεν προέρχονται άμεσα από την πραγματική ζωή. Η πρωτοχριστιανική ύπαρξη όμως ζει έτσι όπως την συναντούμε στην Καινή Διαθήκη, από την πραγματική εμπειρία της ζωής, της προθεωρητικής, ζωντανής ζωής. Αν η χριστιανική ύπαρξη όμως ερμηνεύεται με έννοιες της αριστοτελικής ή νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, τότε παραμορφώνεται η προθεωρητική, ζωντανή χριστιανική ύπαρξη μέσω των θεωρητικών εννοιών. Μέσα σε αυτή την αντιπαράθεση με την ελληνική φιλοσοφία, που σκοπό έχει την απελευθέρωση τής χριστιανικής ύπαρξης από την ελληνική νοηματοδότηση, ανοίγεται ταυτόχρονα και ο δρόμος προς μια αρχέγονη χριστιανική θεολογία, ελεύθερη από τον ελληνισμό. Το απόσπασμα από τις παραδόσεις του 1920 το οποίο παραθέσαμε, έχει επομένως ένα προγραμματικό χαρακτήρα.
Αυτό το πρόγραμμα στην φιλοσοφία της θρησκείας-στα πλαίσια της φιλοσοφίας της ζωντανής ζωής, της φιλοσοφίας δηλαδή ως αρχέγονης και πηγαίας επιστήμης της πραγματικής ζωής-θα προχωρήσει στα επόμενα δυο εξάμηνα. Στις παραδόσεις του εξαμήνου 1920/21, που είναι θεμελιώδεις για την φαινομενολογία της θρησκείας, με τον τίτλο «Εισαγωγή στην φαινομενολογία της θρησκείας»16, ο Heidegger εκθέτει τις θεμελιώδεις δομές τής πραγματικής ζωής: το νόημα περιεχομένου, σχέσης και διεκπεραίωσης, ώστε πάνω στο έδαφος αυτό να προωθήσει την ερμηνευτική-φαινομενολογική διείσδυση σε τρεις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Ευελπιστεί πως πάνω στον δρόμο αυτό η πρωτοχριστιανική θρησκευτικότητα της Καινής Διαθήκης θα μπορέσει να ερμηνευθεί ως πηγαία χριστιανική εμπειρία ζωής, με την έννοια της εμπειρίας της πραγματικής ζωής. Η ιστορικότητα και η χρονικότητα της πραγματικής ζωής εξαίρονται με αυτές τις τρεις νοηματικές κατευθύνσεις της πραγματικής ζωής. Στο κέντρο της ερμηνευτικής-φαινομενολογικής προσπέλασης τής προς Γαλάτας επιστολής βρίσκεται το φαινόμενο του παύλειου κηρύγματος, στο οποίο (κέντρο) «η άμεση αναφορά στην ζωή του κόσμου του εαυτού τού Παύλου καθίσταται κατανοητή στην κοινότητα ως ο δικός της περιβάλλον και συνυπάρχον κόσμος»17. Στην ερμηνευτική-φαινομενολογική εξήγηση των δυο προς Θεσσαλονικείς επιστολές έρχονται στο προσκήνιο τα φαινόμενα της προσχώρησης των Θεσσαλονικέων στον Χριστιανισμό και η προσμονή της παρουσίας του Χριστού. Το ότι έγιναν Χριστιανοί αποτελεί το δικό τους πώς της διεκπεραίωσης, που δεν εγκαταλείπει το νόημα του περιεχομένου (αναφορά, σχέση προς τον κόσμο), αλλά αφήνει να το καθορίσει (το νόημα περιεχομένου) η σχέση προς τον Θεό (σχέση προς τον Χριστό). Η χριστιανική ζωή διεκπεραιώνεται στο εν-τω-κόσμω-είναι της ως ζωή ενώπιον του Θεού και ως μια προσμονή της παρουσίας του Χριστού. Με τον τρόπο αυτό η «χριστιανική θρησκευτικότητα ζει την χρονικότητα», «που είναι χρόνος χωρίς δική του τάξη και σταθερές θέσεις»18. Το νόημα αυτής της πηγαίας χρονικότητας «είναι θεμελιώδες και για την εμπειρία της πραγματικής ζωής, αλλά και για προβλήματα όπως αυτό της αιωνιότητας του Θεού»19. Σε άλλο σημείο λέει: «Το νόημα της χρονικότητας καθορίζεται από την σχέση προς τον Θεό, με τρόπο όμως, ώστε την αιωνιότητα να την κατανοεί μόνο εκείνος που ζει την χρονικότητα στο έπακρο. Και μόνο από αυτές τις συνάφειες διεκπεραίωσης μπορεί να καθοριστεί το νόημα του Είναι του Θεού»20. Οι παραδόσεις για την φαινομενολογία της θρησκείας, που μπορούμε να τις ονομάσουμε και παραδόσεις περί Παύλου, έχουν θέμα κατ’ αρχάς μόνο ερμηνευτική-φαινομενολογική ερμηνεία της δομής τής χριστιανικής ζωής και των νοηματικών της κατευθύνσεων. Γιατί τα ερωτήματα περί της αιωνιότητας του Θεού και του νοήματος του Είναι του Θεού (Χριστός) μπορούν να τεθούν και να οδηγηθούν προς μια απάντηση, μόνο μετά από αυτές τις διασαφήσεις (ερμηνευτική-φαινομενολογική ερμηνεία...).
Στις παραδόσεις του θερινού εξαμήνου του 1921, που έχουν επίσης την
φαινομενολογική κατεύθυνση, και φέρουν τον τίτλο «Αυγουστίνος και Νεοπλατωνισμός», ο Heidegger ερμηνεύει την αυθερμηνεία τής anima ή της vita από το βιβλίο Χ των Εξομολογήσεων, και η οποία
καθοδηγείται (η αυθερμηνεία...) από την αναζήτηση του Θεού από μέρους του
Αυγουστίνου. Η ερμηνεία που δίνει στην αυθερμηνεία αυτή είναι πως καθορίζεται
από την εμπειρία της πραγματικής ζωής και από τις νοηματικές της κατευθύνσεις
(νόημα περιεχομένου...). Από τις τρεις αναλύσεις της αυθερμηνείας στο βιβλίο Χ,
ο Heidegger δείχνει πως όχι
τόσο η πρώτη (η αυθερμηνεία τής memoria), αλλά μάλλον η
δεύτερη (η φροντίδα [cura] για την
ευτυχισμένη ζωή [vita beata]) και η τρίτη (αυθερμηνεία της
ζωής στον θεμελιώδη χαρακτήρα της ως πειρασμός [tentatio]), είναι αυθερμηνείες της προθεωρητικής πραγματικής
ζωής. Στην αυθερμηνεία της φροντίδας για την vita beata κύριο ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι δυο τρόποι διεκπεραίωσης αυτής της φροντίδας. Στον ένα τρόπο, η
ευτυχισμένη ζωή αναζητείται στην μια ή στην άλλη σημαντικότητα του κόσμου της
ζωής, δηλαδή στην έκπτωση από την πρωταρχική στροφή προς τον Θεό. Στον άλλο,
αντίθετο τρόπο διεκπεραίωσης της αναζητούσας ψυχής, η φροντίδα για την αληθινή
μακάρια ζωή, βιώνεται ως ζωή με και εν τω Θεώ. Στον τρόπο αυτό η πραγματική ζωή
αφήνει την πρωταρχική φροντίδα για την αληθινή μακάρια ζωή να καθορίσει την
σχέση της προς τον κόσμο. Ο τρόπος διεκπεραίωσης που χαρακτηρίζεται από την
έκπτωση από την αληθινή μακάρια ζωή και από την πτώση στην απόλυτα κοσμική
σημαντικότητα, δείχνει πως η vita, η πραγματική ζωή του ανθρώπου, καθορίζεται
ουσιωδώς από τον πειρασμό (tentatio). Η αυθερμηνεία
της πραγματικής ζωής, που στον θεμελιώδη χαρακτήρα της υφίσταται πειρασμό ή
αυτοπειράζεται, τονίζει τρεις κύριες κατευθύνσεις του πειρασμού: τον πειρασμό
από την concupiscentia carnis (επιθυμίες της σάρκας), τον
πειρασμό από την concupiscentia oculorum (περιέργεια) και ο πειρασμός
από την ambitio saeculi (ματαιοδοξία του κόσμου). Ο
πειρασμός ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πραγματικής ζωής η οποία
διεκπεραιώνεται με τον τρόπο της φροντίδας, κρατάει αυτή την ζωή στο ενδιάμεσο
των δυο δυνατοτήτων του Είναι (δυνατότητες του νοήματος διεκπεραίωσης), δηλαδή
της απώλειας ή του κέρδους του εαυτού. Στην απώλεια, η ζωή ενδίδει στον ένα ή
τον άλλο πειρασμό, και εκπίπτει στις διάφορες σημαντικότητες (του περιβάλλοντος
κόσμου, το κόσμου μαζί με..., του κόσμου του εαυτού). Στον τρόπο διεκπεραίωσης
του κέρδους (του εαυτού), η ζωή επανέρχεται από την κατάσταση της κατάπτωσης
στις κοσμικές σημαντικότητες, ώστε ως με τον κόσμο σχετιζόμενος εαυτός να ζήσει
πρωταρχικά από την σχέση της προς τον Θεό, που της προσφέρει (η σχέση αυτή) ένα
μεταμορφωμένο προσανατολισμό στην κοσμική ζωή της.
Τόσο στις παραδόσεις για τον Παύλο όσο και για τον Αυγουστίνο, η χριστιανική ύπαρξη ερμηνεύεται ελεύθερη από τον ελληνισμό, χωρίς δηλαδή αναφορές σε αριστοτελικές, νεοπλατωνικές ή στωικές έννοιες από την πραγματική ζωή και τον υπαρκτικό της χαρακτήρα.
Τέλος κεφαλαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου