Συνέχεια από: Tρίτη 15 Ιανουαρίου 2019
Απαρχές και μεταμορφώσεις του ερωτήματος περί Θεού στην σκέψη του Martin Heidegger
Απαρχές και μεταμορφώσεις του ερωτήματος περί Θεού στην σκέψη του Martin Heidegger
Του
Friedrich-Wilhelm von Herrmann
1.
Η «φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής» ως οπτική για την
«αληθινή φιλοσοφία τής θρησκείας και το φιλοσοφείν». «Η αληθής ιδέα τής
χριστιανικής φιλοσοφίας»
β
Τα πρώιμα γράμματα τού Heidegger στην μνηστή και
σύζυγό του, μεταξύ 1916 και 1918 μάς προσφέρουν μια ματιά στην θεμελιώδη
διανοητική στάση τού Heidegger την οποία κράτησε
στα πρώτα του μαθήματα, από το χειμερινό εξάμηνο 1915/16 μέχρι το χειμερινό
εξάμηνο 1916/17, για την οποία δεν υπάρχει καμιά γραπτή μαρτυρία, ούτε καν
σημειώσεις φοιτητών. (Από το θερινό εξάμηνο του 1916 μέχρι το τέλος του 1918 ο Heidegger δεν έκανε παραδόσεις λόγω πολέμου). Το
εκπληκτικό είναι πως ηδη η πρώτη παράδοση του Heidegger ως υφηγητού, η οποία είχε ανακοινωθεί υπό τον τίτλο Περί
Προσωκρατικών: Ο Παρμενίδης, απέπνεε την ιδέα μιας φιλοσοφίας τής ζωντανής ζωής.
Οι επόμενες παραδόσεις του θερινού εξαμήνου 1916 και χειμερινού 1916/17 είχαν
ως θέμα: "Ο Καντ και η γερμανική φιλοσοφία
τού 19ου αιώνα και Αλήθεια
και Πραγματικότητα: περί της διδασκαλίας τού Φίχτε περί επιστήμης από το 1794".
Καθώς οι παραδόσεις αυτές είχαν άμεσα ή έμμεσα ως οδηγό την ιδέα μιας
φιλοσοφίας τής ζωντανής ζωής, θα ήταν μεγάλο το κέρδος εάν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε
την συλλογιστική πορεία τους μέσω κάποιων σημειώσεων. Την εποχή που προετοιμαζε
τήν έκδοση τών απάντων του, είχα ρωτήσει τον Heidegger που βρίσκονται οι δικές του σημειώσεις για τις
παραδόσεις αυτές, μου απάντησε πως τις φύλαξε, καθώς τότε δεν θεωρούσε πως θα
αποκτούσαν κάποτε ιδιαίτερη σημασία.
Προς το τέλος του 1918 ο Heidegger επιστρέφει από το
μέτωπο, υπηρετούσε κοντά στο Verdun στην μετεωρολογική
υπηρεσία. Στις 9 Ιανουαρίου 1919 γράφει στον Engelbert Krebs, δογματολόγο και
φίλο του από το Freiburg, μια επιστολή για
την οποία υπάρχουν πολλές αναφορές μετά την έκδοση της από τον Bernhard Casper. Εκεί περιγράφει, σε μια γλώσσα την οποία ο αποδέκτης
τής επιστολής είναι σε θέση να προσλάβει, την θεμελιώδη φιλοσοφική του
εμπειρία, την οποία απέκτησε το 1916. «Τα δυο τελευταία χρόνια, κατά τα οποία
προσπαθούσα να βρω μια επί τής αρχής διασάφηση τής φιλοσοφικής μου
τοποθέτησης...με οδήγησαν σε αποτελέσματα, για τά οποία, ευρισκόμενος σε
δέσμευση εκτός τής φιλοσοφίας, δε θα μπορούσα να εγγυηθώ την ελευθερία
πεποίθησης και διδασκαλίας. Γνωσιολογικής φύσεως διαπιστώσεις μού κατέστησαν το
σύστημα του Καθολικισμού προβληματικό και απαράδεκτο-όχι όμως τον Χριστιανισμό
και την μεταφυσική (αυτήν βέβαια με ένα νέο νόημα)11». Στο σημείο
αυτό πρέπει να προσέξουμε: ούτε ο καθολικισμός ως ευσέβεια και θρησκευτικότητα,
ούτε ο Χριστιανισμός, αλλά μόνο το συγκεκριμένο σύστημα, η διανοητική-θεωρητική
διαμόρφωση τού καθολικού Χριστιανισμού, δεν συνάδει πια στην φιλοσοφική
θεμελιώδη εμπειρία τής προ-θεωρητικής ζωής που βίωσε ο Heidegger. Το χριστιανικό τού Χριστιανισμού, με την πηγαία
ανέγγιχτη μορφή του, θα πρέπει να
οδηγηθεί σε μια νέα οικειοποίηση, πάνω στο νέο έδαφος μιας φιλοσοφίας τής
ζωντανής ζωής μέσα στην εγκαινιασμένη «αληθινή φιλοσοφία τής θρησκείας». Το ίδιο
ισχύει και για την μεταφυσική, μόνο που η μεταφυσική πρέπει να έρθει στο
προσκήνιο με ένα νέο νόημα. Η μεταφυσική προσλαμβάνει το νέο της νόημα με την
αφαίρεση τού παλιού, καθαρά διανοητικού της εδάφους, και την τοποθέτησή της
πάνω στο νέο έδαφος τής ζωντανής ζωής. Η μεταφυσική καθίσταται μεταφυσική τής
ζωντανής, πραγματικής ζωής, δηλαδή μεταφυσική τού Dasein.
Το
πρώτο εξάμηνο μετά το τέλος τού πολέμου ονομάζεται «έκτακτο λόγω πολέμου
εξάμηνο», και διαρκεί από τις 25 Ιανουαρίου μέχρι τις 16 Απριλίου 1919. Στις
παραδόσεις τού εξαμήνου αυτού, με τον τίτλο «Η ιδέα τής φιλοσοφίας και το
πρόβλημα τής κοσμοθεωρίας»12, ο Heidegger
εισάγει τήν (την οποία είχε το 1916 ήδη θέσει ως στόχο) φιλοσοφία τής ζωντανής
ζωής, παρουσιάζοντάς την ως την «προθεωρητική αρχέγονη επιστήμη» τής
προ-θεωρητικής σφαίρας βιωμάτων. Αυτή η προθεωρητική σφαίρα βιωμάτων είναι η
πρωταρχική, και η οποία θεμελιώνει όλα τα θεωρητικά, στήν σφαίρα τών «βιωμάτων τού περιβάλλοντος», δηλαδή τών βιωμάτων, τής βίωσης τού περιβαλλοντικού (χαρακτήρα)
μέσα στον πρωταρχικό του σημασιακό χαρακτήρα. «Σημασία» δεν εννοεί κάτι σαν
«ιδιαίτερη σημασία», αλλά το με την σημασία συνδεδεμένο ή από σημασία
χαρακτηριζόμενο, μέσα στο οποίο κάθε τι συναντά πρωταρχικά το περιβαλλοντικό
υπαρκτό. Το περιβαλλοντικό υπαρκτό δεν τό συναντά πρωταρχικά ως αντικείμενο
εμπειρίας ή γνώσης, αλλά ως το κάθε φορά έτσι και έτσι σημαντικό. Η «ζωντάνια»
τής «ζωντανής ζωής» αποτελείται θεμελιωδώς και ουσιαστικώς από το πρωταρχικό
βίωμα τού σημαντικού και την αντίστοιχη συμπεριφορά προς αυτό. Η πιο προσωπική
δομή αυτού τού ζωντανού βιώματος τού περιβάλλοντος δεν έχει ένα διαδικαστικό
χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα Ereignis (έχει
συνήθως την σημασία τού γεγονότος). Ereignis θα πει: η ζωή και το βίωμα τού περιβάλλοντος (το
οποίο βιώνει η ζωή) ζουν από τά δικά τους (Leben aus dem Eigenen. Eigen: δικός μου, του...). Όλα τα βιώματα του περιβάλλοντος
είναι «Er-eignisse,
εφόσον ζουν από τα δικά τους, και η ζωή ζει μόνο έτσι»13. Αυτό που
εδώ θεωρείται ως Er-eignis, θα
ονομαστεί αργότερα Existenz
(ύπαρξη). Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου