Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Στις αρχαίες πηγές της Νεωτερικής Δυτικής και "Ορθοδόξου" θεολογίας

  αποσπάσματα από το βιβλίο τού George Prestige: God in Patristic Thought..

Ταυτότης Ουσίας

Για τους Έλληνες ο Θεός είναι μια μοναδική αντικειμενική ύπαρξη παρότι είναι ακόμη επίσης τρία αντικείμενα.Αυτή η πίστη διαφέρει από την πίστη των Λατίνων για τους οποίους ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο και τρία υποκείμενα (una substantia, tres personae). Ούτε η Λατινική γλώσσα ούτε ο κοινός νους των Λατίνων μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις λεπτές πτυχές της Ελληνικής θεολογίας. Η Λατινική θεολογία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και ο Αυγουστίνος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να συνδέσει τα τρία υποκείμενα μέσω της αναλογίας υποκειμένου, αντικειμένου και σχέσεως (De Trinitate, βιβλίο 9) παρουσιάζοντάς την μέσω του παραδείγματος του Νοός, της γνώσεως που έχει για τον εαυτό του ο Νους και της αγάπης με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του και τη γνώση του!Προσπάθησε και μια πιο σίγουρη μέθοδο στο βιβλίο 10, με το ψυχολογικό παράδειγμα του συντονισμού ανάμεσα στη μνήμη, στη νόηση και στη θέληση μέσα στα πλαίσια της ενωμένης συνειδήσεως του ανθρώπου! Έχοντας δε σαν αφετηρία τη νοητική δομή του ανθρώπου, της κορυφαίας δημιουργίας του Θεού, απέδειξε την ύπαρξη μιας πιο αντικειμενικής πολλαπλότητος μέσα στον Δημιουργικό ΝΟΥ. Τοιουτοτρόπως η προσοχή επικεντρωνόταν στην ουσιώδη ενότητα της θείας Τριάδος και ετοιμαζόταν ο δρόμος για την ερμηνεία των τριών προσώπων σαν σχέσεις!Ανάμεσα στους Λατίνους, όσοι διέθεταν αληθινά βαθειά σκέψη κατανοούσαν πολύ καλά το γεγονός πως το Ελληνικό Δόγμα περί της Αγίας Τριάδος ήταν βασικώς διαφορετικό από το δικό τους. Αναγνώριζαν πως είναι παράδοξη η προσπάθεια, παρότι αναγκαία, της πεπερασμένης ανθρωπίνου νοήσεως να θέλει να εκφράσει την φύση του απείρου μυστηρίου του Θεού!Αυτό τους βοήθησε να κατανοήσουν πως οποιοδήποτε δόγμα περί Θεού δεν είναι παρά μια απλή ανθρώπινη αλληγορία, τόσο αληθινή όσο παρουσιάζει μια πιστή απεικόνιση της αποκαλύψεως που μας έδωσε ο Θεός, ώστε να μάθει ο άνθρωπος όλα όσα είχε ανάγκη για την σωτηρία του, όμως απολύτως ακατάλληλη να περιγράψει αυτό που είναι ο Θεός στην τέλεια πραγματικότητά του.Σ' αυτή τη βάση ήταν έτοιμοι να δεχθούν πως δύο διαφορετικοί ορισμοί της Ουσίας του Θεού, μπορεί να είναι το ίδιο πιστοί στην θεϊκή πραγματικότητα. Και οι δύο έτσι κι αλλιώς στηρίζονται στην αναλογία και οι αναλογίες δεν μπορούν να είναι αναλυτικές σε όλες τις λεπτομέρειες, πέρα από το σημείο εκείνο το οποίο έχουν πρόθεση να εκφράσουν.Έτσι ο Αυγουστίνος δεν έδειξε καθόλου προβληματισμένος, ούτε έκπληκτος όταν επιβεβαίωνε πως οι Έλληνες ερμήνευαν την Τριάδα διαφορετικά από τους Λατίνους: «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα». Και η μία και η άλλη μέθοδος είναι νόμιμες, εφόσον οι εκφράσεις αυτές γίνονται κατανοητές “μέσα στο μυστήριο”, καθότι τον Θεό κατανοούμε πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον εκφράσουμε και υπάρχει πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον κατανοήσουμε, η υπερβατικότης της θεότητος ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσης.Τέσσερις αιώνες αργότερα η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους, ανακαλύπτεται ξανά από τους Ιρλανδούς σοφούς. Κατανόησαν εύκολα πως υπόσταση, παρότι “θεολογικά” ισάξια με τον Λατινικό όρο πρόσωπο, δεν σήμαινε στην πραγματικότητα υποκείμενο, αλλά αντικείμενο. Έτσι ο Giovanni Scoto, ο οποίος μετέφρασε στα Λατινικά τον Αρεοπαγίτη και τον Μάξιμο τον Ομολογητή σκέφτεται με τους Ελληνικούς όρους: «Προκειμένου η νόηση των πιστών να διαθέτει κάτι για να σκεφτεί και να εκφράσει γύρω από το άρρητο και άγνωστο μυστήριο της πίστεως, οι άγιοι θεολόγοι μας μετέφεραν την ομολογία πίστεως πως ο Αγαθός Θεός υπάρχει σαν τρία αντικείμενα (Substantiae), μιας μοναδικής φύσεως (essentia)».Ο Θωμάς Ακινάτης (Summa Theol. 1,29,3) κατάλαβε πολύ καλά το λάθος του Αυγουστίνου, ο οποίος ερμήνευσε την υπόσταση με την αφηρημένη έννοια Substantia και ομολόγησε πως οι δύο λέξεις σημαίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρόλα αυτά, επειδή ο όρος Substantia μπορούσε να εκφράσει ταυτόχρονα και την αφηρημένη έννοια και τη συγκεκριμένη, κατήγγειλε τη χρησιμοποίηση του όρου αυτού για τη μετάφραση της υποστάσεως και προτίμησε την λέξη Subsistentia στην θέση του, τον οποίο όριζε σαν αυτό που υπάρχει καθ' εαυτό και όχι ως προς άλλο, «Per se existit, et non in alio». Αυτή ήταν ακριβώς η σημασία του όρου υπόστασις. Αλλά ούτε και ο Ακινάτης απέδειξε πως κατανόησε μέχρι τέλους την αληθινή σημασία της διαφοράς. Καθότι σκεφτόταν πως υπόστασις σήμαινε απλώς “μοναδικό άτομο” όπως και ο Λατινικός όρος Persona (και θα μπορούσε να συμπληρώσει αλλά δεν το έκανε) και ο Ελληνικός όρος Πρόσωπον. Η μόνη διάκριση που έκανε ο Ακινάτης ανάμεσα στο πρόσωπο και την υπόσταση ήταν το ότι νόμισε πως υπόσταση σήμαινε ένα μοναδικό αντικείμενο ανάμεσα σε οποιοδήποτε είδος αντικειμένων, ενώ περιόριζε την έννοια του προσώπου σε ένα μοναδικό αντικείμενο «in genere rationalium substantiarum» δηλαδή σ' ένα άτομο του ανθρωπίνου είδους.

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε συνοπτικά τον μόχθο των Ελλήνων πατέρων να εκφράσουν το ανέκφραστο, αλλά όχι το άγνωστο, όπως “άπιστα” ισχυρίζεται ο Αυγουστίνος, ο οποίος μόχθος εγκαταλείπεται προδοτικά από τους συγχρόνους θεολόγους μας!
Μια μικρή γεύση των καταστροφών που έφεραν οι διαλογισμοί των Λατίνων γύρω από την Αγία Τριάδα, μπορούμε να πάρουμε από το μικρό απόσπασμα από το δοκίμιο του Ratzinger με τίτλο «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΑΝ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ”» γύρω από τις σχέσεις του Αγίου Πνεύματος (παρουσιάστηκε στο blog του Αμέθυστου, κάτω από τον τίτλο «Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας ΙΙΙ»)

Η διδασκαλία των Καππαδοκών

Η διδασκαλία των Καππαδοκών είναι ουσιαστικά ίδια με του Μ. Αθανασίου. Κατηγορήθηκαν άδικα για τριθεϊσμό. Δέχθηκαν την τριπλή αντικειμενικότητα (τις υποστάσεις) σαν βάση της διδασκαλίας τους για να προσθέσουν πως εφόσον οι υποστάσεις είναι ταυτόσημες, πρέπει να δημιουργούν μία μοναδική και ίδια ουσία. Δεν δέχθηκαν ποτέ τους την έννοια των ομοίων υποστάσεων, ενώ τόνισαν την ταυτότητα της θείας ουσίας!
Κατανοούσαν στην ουσία ένα ιδιαίτερο και καθορισμένο αντικείμενο θεωρούμενο από την μεταφυσική του πραγματικότητα και δεν δέχθηκαν ποτέ τους μια ομοιότητα φύσεως. Ο σωστός τρόπος για να γίνει κατανοητό το γεγονός πως στην Αγία Τριάδα έχουμε μια κοινή ουσία, είναι να αναγνωρίσουμε πως πρέπει να ομιλούμε για ένα πρόσωπο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ομιλούμε και για το άλλο.
Έτσι αν αναγνωρίζουμε πως ο Πατέρας κατέχει αυτό που συστήνει (υποκείμενον) το Φως, συμπεραίνεται πως και η ουσία του Υιού είναι Φως. Έτσι λοιπόν η θεότης είναι ΜΙΑ.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε πως δεν υφίσταται ουδεμία αναλογία ανάμεσα στην ουσία της Αγίας Τριάδος και στην κοινή ουσία της ανθρωπότητος. Στην περίπτωση λοιπόν των διαφορετικών ανθρώπων η ενότης της ουσίας οφείλεται στην μετοχή στο ίδιο γένος και δεν οδηγεί στην ταυτότητα της ουσίας των τριών υποστάσεων. Οι διαφορές που διακρίνουν τα θεία πρόσωπα είναι ιδιότητες και εκφράζονται στα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δηλαδή στην Πατρότητα, στην Υιότητα και στην Αγιότητα! Αυτές οι ιδιότητες σημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο η ουσία απονέμεται και εκφράζεται (Κατά Ευνομίου 1, 19-20 του Μ. Βασιλείου).
Στην επιστολή 38, 5 ο Μ. Βασίλειος γίνεται πιο σαφής. Η υπόσταση είναι το σημείο της “ατομικότητος” του προσώπου, ενώ η Αρχή της κοινωνίας αναφέρεται στην ουσία. Η υπόσταση λοιπόν είναι το σημείο της διακρίσεως μέσα στην Αγία Τριάδα. Παρόλα αυτά όμως ολόκληρη και αδιαφοροποίητη η κοινή ουσία, επειδή δεν είναι σύνθετη, είναι ταυτόσημη στο αδιαφοροποίητο εσωτερικό κάθε προσώπου. Ολόκληρη η ουσία του Υιού είναι ίση με ολόκληρη την ουσία του Πατέρα. Η διάκρισις είναι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η ταυτόσημη ουσία παρουσιάζεται αντικειμενικά (υποστατικά) σε κάθε πρόσωπο.
Αυτές οι διακρίσεις (“ατομικότητες”), στην γλώσσα των Καππαδοκών Πατέρων, ονομάζονται “γνωριστικαί ιδιότητες”. Είναι τρόποι υπάρξεως και όχι στοιχεία υπάρξεως. Αυτές οι ιδιότητες ονομάστηκαν αργότερα, υποστατικαί ιδιότητες. Υπόστασις και ουσία, λέει ο Αθανάσιος σημαίνουν ύπαρξη! Διότι είναι, υπάρχουν. Η λέξη ύπαρξις όμως, χρησιμοποιείται στην πατερική γραμματεία συνδυασμένη με την Αρχή! Έτσι τα δύο ιδίως πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, εκφράζοντας τον τρόπο υπάρξεως της ουσίας εκφράζουν και την προέλευσή τους από την Πατρική Αρχή ταυτοχρόνως. Στο τέταρτο βιβλίο του Μ. Βασιλείου εναντίον του Ευνομίου αποδεικνύεται πως ο όρος Αγέννητος δεν εκφράζει την ουσία του Θεού αλλά τον τρόπο υπάρξεως. Ο όρος τρόπος υπάρξεως παραπέμπει πάντοτε στην Αρχή, στην προέλευση.
Το γεγονός λοιπόν ότι σ' αυτό το σημείο η θεολογία βασίστηκε στην τριαδικότητα της υποστατικής φανέρωσης και όχι στην ενότητα της Φύσεως, είχε σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων, το γεγονός πως τέλειωσε μ' αυτόν τον τρόπο τα ακανθώδες θέμα της “υποταγής” του Υιού στον Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος στον Υιό, ωριγενικής προελεύσεως.

Έτσι λοιπόν το δόγμα της Αγίας Τριάδος δίδασκε ξανά έναν Θεό σε τρία πρόσωπα και όχι τρία πρόσωπα σε μία θεότητα!


Η καταστροφική αφαιρετική θεολογία του Λεοντίου του Βυζάντιου.

Ενώ λοιπόν η διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος είχε κάπως διασαφηνιστεί, φτάνουν οι Χριστολογικές έριδες για να ανατρέψουν τα κατεκτημένα και να γυρίσουν τα πράγματα από την αρχή!
Στο προσκήνιο εμφανίζονται οι δύο Λεόντιοι! Ο Λεόντιος ο Ιεροσολυμίτης και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος, ιδιαιτέρως δε ο δεύτερος. Απορροφημένος από τις Χριστολογικές έριδες και με μεγάλη αγάπη για την αφηρημένη φιλοσοφική σκέψη. Πριν από τον Λεόντιο βεβαίως ο Κύριλλος είχε ανοίξει την πόρτα της αφαίρεσης, καθώς εννόησε το ομοούσιος με την έννοια του ομογενής. Έτσι ο Υιός είναι ομογενής του Πατρός, δηλαδή ομοούσιος. Ο Υιός, ο οποίος έρχεται από την ουσία του Θεού Πατρός δεν μπορεί να είναι έτερος, ξένος απ' Αυτόν που τον γέννησε, αλλά είναι ομοούσιος μ' Αυτόν, με καλές σχέσεις και ομοφυής. Οπωσδήποτε η ταυτότης της ουσίας παίζει και εδώ τον ρόλο της, αλλά αυτή η αλήθεια εξαρτάται πλέον από μια αφαίρεση, έρχεται σαν συμπέρασμα και δεν δίνεται κατευθείαν από τον όρο ομοούσιος, όπως στην εποχή του Μ. Αθανασίου.
Τοιουτοτρόπως το ομοούσιος αρχίζει να χρησιμοποιείται στην Χριστολογία! «Ομοούσιος με τον Πατέρα όσον αφορά την θεότητα και ομοούσιος με μας όσον αφορά την ανθρωπότητα». Ο Κύριλλος ξανά, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το ομοούσιος στον ίδιο λόγο, για να εκφράσει τόσο την ταυτότητα της ουσίας με τον Θεό, όσο και την ομοιότητα της ουσίας με τους ανθρώπους. Το ομοούσιος γίνεται ένας όρος γενικός, για κάθε χρήση.
Οι δύο Λεόντιοι αφομοιώνουν την Τριαδική θεωρία στην ενσάρκωση και φέρνουν μια σημαντική αλλαγή στην σημασία της ουσίας. Ο Λεόντιος Βυζάντιος γράφει πως η λέξη υπόσταση δείχνει ένα άτομο, αλλά η λέξη ενυπόστατος (αντικείμενο) δείχνει την ουσία, φανερώνοντας πως δεν πρόκειται για για ένα συμβεβηκώς που υπάρχει και σε άλλα αντικείμενα, όπως είναι οι ιδιότητες. Μια ιδιότης δεν είναι ουσία, δηλαδή πράγμα που διαθέτει αντικειμενική ύπαρξη, αλλά είναι κάτι που φανερώνεται στην σχέση του με μια ουσία, αλλά μια ουσία χωρίς αντικειμενικότητα είναι ένα πράγμα αδύνατον.
Εννοεί πως μια ουσία, καθώς είναι η καθολικότης συγκεκριμένων αντικειμένων, πρέπει να υπάρχει μέσα σε κάθε αντικείμενο από αυτά. Γνωρίζει πολύ καλά τις διακρίσεις του Αριστοτέλη ανάμεσα στις ιδιαίτερες ουσίες και στην μοναδική κοινή ουσία που σχετίζεται με συγκεκριμένα αντικείμενα.
Η έννοια της ουσίας την οποία χρησιμοποιεί συνεχώς είναι η λογική σημασία του “ουσιώδους”. Ένα “ουσιώδες” το οποίο ταυτίζεται με το “καθόλου”, με την καθολικότητα.
Έτσι λοιπόν φροντίζει να μας θυμίσει ότι το γένος, η τάξη και το είδος συμβάλλουν στην ουσία ενός ιδιαιτέρου αντικειμένου και γι' αυτό τον λόγο ονομάζονται “ουσιώδεις”, όμως ποιότης και συμβεβηκώς είναι “επουσιώδη”. Συνεχίζει λέγοντας πως οι παράγοντες που καθορίζουν την Φύση ενός αντικειμένου συμβάλλουν στην ουσία του, ενώ οι παράγοντες που καθορίζουν την υπόσταση ανήκουν στην κατηγορία των συμβεβηκότων.
Γι' αυτό, λόγου χάριν προκειμένου περί ενός ανθρώπου, η ουσία του καθορίζεται από τους όρους ζωήν έχων, λογικόν, θνητόν, αλλά η υπόστασίς του καθορίζεται από την “μορφή”, το χρώμα, τις διαστάσεις, το γένος, την μόρφωση, την εργασία. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο στην αφαίρεση της Χριστολογίας από την θεολογία, δηλώνει πως στους πατέρες η ουσία έχει την ίδια σημασία με την Φύση, πως και οι δύο όροι εκφράζουν την ίδια έννοια που οι εθνικοί φιλόσοφοι δείχνουν με τον όρο είδος. Είδος δε είναι ο όρος ο οποίος χρησιμοποιείται σε μια πολλαπλότητα διαφορετικών αντικειμένων. Αντιθέτως η υπόσταση έχει την ίδια σημασία μ' αυτό που οι φιλόσοφοι ονομάζουν “ατομική ουσία”.
Φαίνεται ξεκάθαρα από τα λίγα αυτά η ροπή προς την εγκατάλειψη ορισμένων διακρίσεων που είναι ουσιώδεις στην Φιλοσοφία. Έτσι ενώ δέχεται πλήγματα η θεολογία διότι στο απλό εισέρχεται το σύνθετο και η φιλοσοφία με την σειρά της πάσχει, διότι οι θεολογικές ταυτότητες επιβάλλονται και στις φιλοσοφικές έννοιες! Διότι δεν είναι φιλοσοφικά ακριβές να λέμε πως υπόσταση και πρόσωπο έχουν την ίδια σημασία, παρότι θεολογικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο όροι στο ίδιο αντικείμενο (πράγμα). Είναι χονδροειδές να δηλώνουμε πως οι θεολόγοι χρησιμοποίησαν τον όρο ουσία με την έννοια του είδους. Ενώ θα ήταν αληθές αν λέγαμε πως ουσία και υπόσταση είναι συνώνυμα!
Στην Χριστολογία λοιπόν η αφαιρετική σκέψη προξενεί βαρειές καταστροφές! Γιατί είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα από την μέχρι τότε παράδοση, όταν ομιλούμε για τις δύο ουσίες του Χριστού μ' έναν τέτοιο τρόπο που η ανθρώπινη ουσία να μην σημαίνει πλέον το σύνολο, το όλον της φυσικής ουσίας όλου του ανθρωπίνου είδους αλλά την ανάλυση της ατομικής ανθρωπότητος του Χριστού!
Το ίδιο καταστροφικό είναι και το γεγονός πως η θεία ουσία δεν σημαίνει πλέον το περιεχόμενο του Θεού, αλλά την μεταφυσική ανάλυση του Χριστού στην θεία του πλευρά. Στην Χριστολογία λοιπόν και στην σχέση της με την Τριάδα, η ουσία δεν δείχνει πλέον ένα αντικείμενο (πράγμα) αλλά μια ανάλυση. Ο Λεόντιος Βυζάντιος φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να πει πως στην περίπτωση των προσώπων της Τριάδος η ταυτότης της ουσίας ενώνει, ενώ η διαφορά των υποστάσεων χωρίζει. Ενώ στην περίπτωση της ενανθρωπήσεως η διαφορά της ουσίας χωρίζει και η ταυτότης των υποστάσεων ενώνει!
Χάνεται λοιπόν η αξία της Ορθοδόξου Τριάδος, η οποία είχε επιτευχθεί με τόσο κόπο και η οποία δίδασκε πως η Τριάδα από την μεριά της πραγματικότητος είναι ένα μοναδικό αντικείμενο εις εαυτόν και από την μεριά της αντικειμενικότητος είναι τρία αντικείμενα καθ' εαυτά!
Η σημασία της ουσίας που κυριαρχούσε σ' αυτούς τους “ορισμούς” δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις δύο φύσεις του Χριστού.
Αρχίζουν λοιπόν οι Λεόντιοι να ομολογούν πως το Μυστήριο της Τριάδος είναι ακριβώς το αντίθετο του μυστηρίου της ενσαρκώσεως. «Στην περίπτωση της Αγίας και άυλης Τριάδος ενότης υποστάσεων σε μία μοναδική Φύση, στην περίπτωση της Αγίας και αρρήτου ενσαρκώσεως, ενότης Φύσεων σε μία μοναδική υπόσταση». Αυτή η νόστιμη φράση όμως, αφήνει απ' έξω την ταυτότητα της συγκεκριμένης ουσίας. Αφήνει εύκολα να εννοηθεί πως τρία πρόσωπα σε μία ουσία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τρία πρόσωπα σε μία Φύση. Συνεχίζουν να επεκτείνουν όλο και περισσότερο την επιθυμία τους να εξισώσουν τα δύο δόγματα, τις δύο διαφορετικές διδασκαλίες με τον σκοπό να πετύχουν μια ομοιότητα στις εκφράσεις! Φτάνουν να πουν πως αν είναι νόμιμο να ομολογήσουμε πως τρεις υποστάσεις είναι ενοούσιοι σε μία μοναδική ουσία, είναι νόμιμο επίσης να δεχθούμε πως δύο φύσεις είναι ενυπόστατες σε μία μοναδική υπόσταση. Παρόλα αυτά ο τρόπος με τον οποίο εννοούσαν την φύση και επομένως και την ουσία δεν ήταν εντελώς αφαιρετικός. Είναι ξεκάθαροι πάνω στο γεγονός πως μόνον με την σκέψη μπορούμε να χωρίσουμε μία Φύση από ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεν μπορεί να υπάρξει στην ατμόσφαιρα της αφαιρέσεως.
Ισχυρίζονται λοιπόν πως οι δύο φύσεις του Χριστού είναι υποστασιασμένες σε μία υπόσταση ταυτόσημη και κοινή: όχι με την έννοια πως καθεμία υπάρχει ανυπόστατος σ' αυτή, αλλά με την έννοια πως και οι δύο είναι ενυπόστατες σε σχέση μ' αυτή την υπόσταση. Αυτό επιτρέπει στον Λεόντιο Βυζάντιο να προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση της ενσαρκώσεως. Όταν όμως φθάνει να μιλήσει για την Τριάδα, εφαρμόζει σ΄ αυτή την περίπτωση έναν τύπο ορισμού που συγκεντρώνει στην υπόσταση ο,τιδήποτε ήταν καθορισμένο σε όλη του την σύνθεση, λογαριάζοντας την Φύση σαν συγκεκριμένη μόνον επειδή εξαρτάται από την υπόσταση, έτσι ώστε η θεωρία του να μην γλιτώνει κατ' ουδένα τρόπο τον τριθεϊσμό.
Ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο εννοούσε την φύση δεν θα πείραζε εάν είχε κρατήσει την παραδοσιακή σημασία της, κατά την οποία η ουσία εκφράζει μια συγκεκριμένη οντότητα, μια πρώτη ουσία! Το πρόβλημα γεννήθηκε από την εξίσωση ουσίας και φύσεως, η οποία εξίσωση δεν μειώνει την ουσία σε δεύτερη ουσία, γιατί θα καταλήγαμε κατευθείαν στον τριθεϊσμό, αλλά την μειώνει σε μια αφαίρεση η οποία μπορεί να κινηθεί ανάμεσα στην ταυτότητα και στην ομοιότητα της ουσίας.


Η σωτήρια παρέμβαση του ψευδο-Κυρίλλου

Τον ίδιο κίνδυνο μ' αυτόν του Λεόντιου είχε διατρέξει η ορθόδοξη θεολογία στις απαρχές της με τον Μ. Βασίλειο. Έμπειρος και ο Μ. Βασίλειος της φιλοσοφίας και της ρητορικής κινδύνευσε να ταυτίσει την υπόσταση με το ιδίωμα. Ευτυχώς ο κίνδυνος τότε είχε αποφευχθεί και δεν υπήρξε ποτέ ίχνος στις μετέπειτα χρήσεις των όρων όπου η υπόσταση θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε άλλη σημασία εκτός από εκείνην της ολότητος του συγκεκριμένου αντικειμένου!
Στις επιστολές 38 και 214, ο Βασίλειος διακρίνει την υπόσταση από την αδιαφοροποίητη αρχή της ουσίας η οποία δεν γνωρίζει σταθερότητα λόγω της καθολικότητος του πράγματος που νοηματοδοτεί, και την ταυτίζει με την αρχή η οποία εκφράζει, μέσω των ιδιωμάτων που δεν σχετίζονται με την ουσία, αυτό που είναι καθολικό και όχι σχετικό σε ένα συγκεκριμένο πράγμα. Σ' ένα άλλο σημείο η υπόσταση ορίζεται σαν μια ομάδα ιδιοτήτων κάθε μοναδικού αντικειμένου, το σημείο της ατομικότητας της υπάρξεως κάθε αντικειμένου. Επαναλαμβάνει τις ίδιες έννοιες στην 214 επιστολή, λέγοντας πως η ουσία έχει με την υπόσταση την ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κοινό στοιχείο και στο συγκεκριμένο! Έτσι στην θεότητα η υπόσταση αναγνωρίζεται στο ιδίωμα της Πατρότητος, Υιότητος και Αγιαστικής Δυνάμεως, ενώ η ουσία φανερώνεται από έννοιες αφηρημένες όπως εκείνες της Αγαθότητος ή της Θεότητος.
Ευτυχώς όμως δεν είχε συνέπειες, διότι οι σύγχρονοί του θεολόγοι και όσοι συνέχισαν την προσπάθεια, συνέχιζαν να εννοούν την υπόσταση σαν την ουσία συν την ατομικότητα ή ετερότητα και όχι την ατομικότητα ή ετερότητα ξεχωριστή από την ουσία!
Αντιθέτως ο απόγονος του Λεόντιου, Ευλόγιος Αλεξανδρείας (αποθανών το 607), ορίζοντας την ουσία σαν το κοινό που εμφανίζεται σε πολλές ατομικές περιπτώσεις και σε ίσα μεγέθη, συνεχίζει να εννοεί την ουσία σαν εκείνες τις πραγματικότητες που σημαίνονται από τους όρους γένος, είδος...
Επεξηγώντας την σκέψη του γράφει πως η ουσία του ανθρώπου είναι «ψυχωμένη σάρκα από μια λογική ψυχή» και αναλύοντας ακόμη περισσότερο τον ορισμό του γράφει πως ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες διότι άλλη είναι ουσία της ψυχής και άλλη εκείνη του σώματος, παρότι υπάρχει μια μόνο ουσία του ανθρώπου καθ' εαυτόν.
Ο Ευλόγιος δεν καταλαβαίνει σ' αυτό το σημείο, την δύναμη που θα μπορούσε να αποκτήσει ένας συλλογισμός ο οποίος θα όριζε πως εάν αυτές οι δύο ουσίες, λόγω του ότι είναι ενωμένες σε κάθε ανθρώπινο ον, σε μία μοναδική υπόσταση, καταλήγουν μία μοναδική ουσία, τότε και οι δύο ουσίες του Χριστού θα μπορούσαν αν ενωθούν σε μία μοναδική ουσία.
Ο ίδιος όμως αρνείται αυτό το συμπέρασμα με την σκέψη ότι σ' αυτή την περίπτωση θάπρεπε να έχουμε μια ολόκληρη τάξη Λυτρωτών αντί για 'Εναν και Μοναδικό (κάτι που πρεσβεύει σήμερα ο κ. Ράμφος π.χ. μιλώντας για εγώ-Χριστό). Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται στην προϋπόθεση πως ουσία είναι ένας όρος που δείχνει ένα γένος και συνεπώς η δημιουργία μιας μοναδικής ουσίας-Χριστού θα έφερνε μαζί της μία ολόκληρη κατηγορία υβριδίων θεο-ανθρώπων (όπως διδάσκει ακριβώς και ο Σολόβιεφ σήμερα). Η μοναδικότης του Χριστού εξαρτάται από το γεγονός πως Αυτός ανήκει σε δύο τάξεις ταυτόχρονα, κάτι βεβαίως που δεν μπορεί να συμβεί σε κανέναν άλλον. Με τον Ευλόγιο έχουμε ίσως το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα όλων των δυσκολιών που φέρνει στη θεολογία η αφηρημένη σκέψη!
Η συμμετοχή του Αγίου Μαξίμου στην αφηρημένη έννοια της ουσίας, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους άνδρες της εποχής του!
Ο Άγιος Μάξιμος εξισώνει πολύ συχνά ουσία και είδος και την διακρίνει από την υπόσταση λέγοντας πώς αυτός ο τελευταίος όρος δείχνει μια ειδική περίπτωση όπου ενσωματώνεται η ουσία ή το είδος. Αποδίδει ακόμη και στον Χριστό δύο ουσίες (οpusc., 77B).
Δέχεται εξάλλου έναν ορισμό της ουσίας, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, κατά τον οποίο η ουσία είναι ένα πράγμα που υφίσταται μ' έναν αυτόνομο τρόπο και είναι ανεξάρτητο ως προς την ύπαρξή του από άλλα αντικείμενα. Ενώ για τους πατέρες είναι η φύσις αυτή πού αποδίδεται σαν κατηγόρημα σε πολλά διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα το ένα από το άλλο ως προς την υπόσταση.
Γνωρίζει πολύ καλά τον ορισμό της ουσίας από τον Πλάτωνα, σαν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πράγμα, αλλά προτιμά να ερμηνεύσει την ουσία με την Αριστοτελική έννοια της αφηρημένης καθολικότητος!
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, εξισώνοντας την Χριστολογία με την “θεολογία” το τριαδικό δόγμα κατεκλύσθη από αφαιρέσεις. Σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση η θεολογία κυριολεκτικά σώθηκε από το έργο ενός αγνώστου, του ψευδο-Κυρίλλου ο οποίος έγραψε ένα κείμενο “Περί της Αγιοτάτου Τριάδος” το οποίο προσετέθη στο τέλος των κειμένων του Κυρίλλου!
Μ' αυτό το έργο εισέρχεται στην συζήτηση των τριαδικών προβλημάτων ο όρος “περιχώρησις” και αποκαθίσταται η αληθινή σημασία της ουσίας! Μιλά για τον Θεό στο κεφάλαιο 7 σαν μια μοναδική ουσία, θεότης, δύναμις, θέλησις, ενέργεια, αρχή κτλ. η οποία διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις οι οποίες είναι ασυγχύτως και αχώριστα ενωμένες, διακριτές σε Πατέρα, Υιό και Άγιο πνεύμα. Η ενότης του Θεού ήταν ξανά η βάση του ορισμού και οι υποστάσεις ήταν ξανά οι τέλειες εκφράσεις του μοναδικού, αϊδίου και υπέρτατου Είναι. Ο Θεός διακρίνεται και λατρεύεται σε τρεις αντικειμενικές υποστάσεις αλλά είναι απολύτως Ένας.
Το αληθινό δόγμα σώζεται και διαρκεί λοιπόν, επειδή ο Ιωάννης Δαμασκηνός συμπεριλαμβάνει στον τόμο του, έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, σχεδόν τα δύο τρίτα του κειμένου του ψευδο-Κυρίλλου χωρίς να αλλάξει σχεδόν μια λέξη. Στα Διαλεκτικά του ο Ιωάννης Δαμασκηνός (κεφ. 4) προτείνει έναν ορισμό της ουσίας σαν “πράγμα αυθύπαρκτον”, ένα πράγμα που η ύπαρξίς του είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη άλλων πραγμάτων: ο Θεός είναι μια ουσία αυτού του είδους και κάθε κτίσμα είναι μια ουσία, παρότι ο Θεός είναι μια ουσία που υπερβαίνει κάθε άλλη ουσία (ουσία υπερούσιος). Το Δόγμα της Αγίας Τριάδας ήταν ξανά ενός Θεού σε τρία “πρόσωπα” και όχι τριών προσώπων σε μια Θεότητα!


Περιχώρησις

Μαζί με τα προβλήματα του Μονοφυτισμού προέκυπταν και προβλήματα τριθεϊσμού. Πρωταγωνιστής του τριθεϊσμού στην διάρκεια του έκτου αιώνος υπήρξε ο Φιλόπονος. Ο τριθεϊσμός του βασιζόταν στις διδασκαλίες του Κυρίλλου. Διέκρινε αποφασιστικά το γενικό νόημα και το ειδικό της Φύσεως, σύμφωνος κατ’ αρχάς με την παράδοση. Στην πρώτη της σημασία γράφει πως είναι μια αφαίρεση. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει καθ’ εαυτή: υπάρχει μόνον εφόσον είναι ενσωματωμένη σε μια Ιδιαίτερη Φύση, δηλαδή σε μια πραγματική περίπτωση. Γι’ αυτό συνεπέρανε, η Φύσις είναι το ίδιο πράγμα με την υπόσταση και η ύπαρξη μιας φύσεως υποχρεώνει και την ύπαρξη μιας αντίστοιχης υποστάσεως. Εάν λοιπόν δεχθούμε πως ο Χριστός είχε δύο Φύσεις, αναγκαίως θάπρεπε να έχει και δύο υποστάσεις, αλλά καθότι άτοπο, συμπεραίνεται πως ο Κύριος είχε μόνον μία Φύση. «Μία και μοναδική Φύσις ενσαρκωμένη του Θεού Λόγου».
Η απάντηση δόθηκε όπως είδαμε ήδη από τον ψευδο-Κύριλλο, ο οποίος όχι μόνον ξαναοδηγεί την θεολογία στην αληθινή και συγκεκριμένη θεολογία της ταυτότητος της ουσίας αλλά της προσφέρει και έναν πολύτιμο όρο για να εκφράσει την αμοιβαία διείσδυση των τριών προσώπων του ενός μέσα στο άλλο. Την περιχώρηση! Στα Λατινικά circumincessio.
Αυτή η ίδια η διδασκαλία περί περιχωρήσεως των προσώπων ήταν αρχαία και στην πραγματικότητα περιέχεται ήδη στην διδασκαλία της ταυτότητος της ουσίας η οποία εκφράζεται σε καθένα από τα πρόσωπα. Υπονοείται εξάλλου στην ανάπτυξη της ιδέας σύμφωνα με την οποία αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ψυχολογικό κέντρο του θεού πρέπει να αναζητηθεί στην κοινή ουσία παρά στα πρόσωπα! Ιδέα η οποία εκφράζεται όταν ομολογούμε την μοναδικότητα της θελήσεως και ενέργειας.
Μ’ αυτή την έννοια επίσης και ο Μ. Αθανάσιος σημειώνει πως ο Υιός είναι πανταχού παρών επειδή είναι μέσα στον Πατέρα και ο Πατήρ είναι μέσα στον Υιό. Κάτι που δεν ισχύει για τα κτίσματα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται μόνον σε μέρη ξεχωριστά και συγκεκριμένα!
Η καλύτερη έκθεση αυτών των ιδεών βρίσκεται στο περί Αγίας Τριάδος του Ιλαρίωνος, ο οποίος σπούδασε την θεολογία στην Ανατολή! Στο De Trinitate 3.1, γράφει πως φαίνεται αδύνατον ένα αντικείμενο να είναι ταυτόχρονα μέσα και έξω από ένα άλλο ή ότι τα θεία πρόσωπα μπορούν να συμπεριλάβουν το ένα το άλλο έτσι ώστε το ένα να τυλίγει σταθερά το άλλο και να είναι ταυτόχρονα σταθερά τυλιγμένο από το άλλο. Η ανθρώπινη νοημοσύνη δεν θα κατορθώσει ποτέ της να κατανοήσει πλήρως ένα τέτοιο παράδοξο αλλά μπορεί να αναγνωρίσει την σπουδαιότητά του. «Αυτό που είναι ακατανόητο στον άνθρωπο, μπορεί ο Θεός να είναι». Ο λόγος του παραδόξου οφείλεται στην ειδική Φύση του Θεού. Ο Πατήρ πάνω απ’ όλα είναι έξω και μέσα σε όλα τα πράγματα, ο Πατήρ περιέχει τα πάντα και δεν περιέχεται από κανένα. Ο Υιός είναι το τέλειο Γένος ενός τέλειου Πατέρα, γι’ αυτό και οι ποιότητες που υπάρχουν στον Πατέρα είναι η πηγή εκείνων με τις οποίες είναι προικισμένος ο Υιός, η ολότης της θεότητος είναι μέσα στον Υιό και ο καθένας είναι με την σειρά του μέσα στον άλλον, διότι όπως ο Πατήρ είναι τέλειος σαν Αγέννητος έτσι και ο Υιός είναι τέλειος σαν Μονογενής.
Σε ένα άλλο σημείο (De Trin. 9.69) ξεκινώντας από τον ορισμό του Μ. Αθανασίου, του Υιού σαν εικόνος, υπογραμμίζει την ιδέα πως αυτός ο ορισμός ισχύει και στις δύο διευθύνσεις: όπως ο Πατήρ εικονίζεται στον Υιό, έτσι και ο Υιός εικονίζεται στον Πατέρα.
Στον Ιλάριο λοιπόν εμφανίζεται η ιδέα ξεκάθαρα πως τα πρόσωπα της θεότητος "περιέχονται" το ένα μέσα στο άλλο.
Οι πατέρες του τετάρτου αιώνος είχαν υπογραμμίσει με δύναμη το γεγονός πως ο Πατήρ είναι μέσα στον Υιό και ο Υιός στον Πατέρα και το Πνεύμα και στα δύο μαζί! Η γλώσσα που χρησιμοποιείτο ήταν της Αγίας Γραφής, ώσπου ο Μ. Βασίλειος στο (περί του Αγίου Πνεύματος, 63) κάνει ένα βήμα μπρος, παρότι ανακριβές, χρησιμοποιώντας την έκφραση "συνείναι" για να περιγράψει την περιχώρηση! Αντί του παραδοσιακού "ενείναι", για να περιγράψει τις σχέσεις των θείων προσώπων.
Παρόλα αυτά η πρόθεση "εν, μέσα" και όχι "συν, μαζί" επειδή ήταν βαθειά ριζωμένη στην Αγία Τριάδα και στην παράδοση επικράτησε τελικώς παρά το αρχικό λάθος του Μ. Βασιλείου, ώσπου φτάνουμε στον Κύριλλο ο οποίος επέμεινε ιδιαιτέρως στην ενότητα των προσώπων. Ομολογεί (θησαυρός, 32, 284Ε) ότι ο Υιός κατέχει μία μοναδική ουσία με τον Πατέρα και έτσι κατοικεί (ενυπάρχει) στην ταυτότητα της Φύσεως με (προς) αυτόν που τον Γένησε.
Αλλού γράφει πως επειδή ακριβώς ο Υιός ανήκει στην ουσία του Πατρός φορεί ολόκληρον τον Πατέρα στον εαυτό του και είναι και ο ίδιος ολόκληρος μέσα στον Πατέρα. Αυτή η σχέση είναι συνέπεια της ταυτότητος της ουσίας. Ο Κύριλλος προσθέτει ακόμη πως η Αγία Τριάδα είναι περιπεπλεγμένη (αναπλέκεσθαι δι’ εαυτής) και σχηματίζει μια μοναδική θεότητα μέσω της ταυτότητας της Ουσίας, διότι μόνον η θεία Ουσία είναι το απόλυτο Αγαθό.
Ο Γρηγόριος Νύσσης όμως αναπτύσσει με εκπληκτικό τρόπο αυτή την ιδέα! Εάν ο Πατήρ είναι τέλειος και καλύπτει τα πάντα, τί άλλο μπορεί να χωρέσει τον Υιό, που είναι και αυτός τέλειος; Ο Πατήρ και ο Υιός λοιπόν είναι χωρητικοί ο ένας στον άλλον και έτσι περιέχονται ο ένας στον άλλον, είναι ίσοι και ως προς την έκταση και την επέκταση.
Ο ένας περιέχεται από τον άλλον όχι όμως όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, όπου η ουσία που περιέχει έχει έναν κενό χώρο μέσα στον οποίο περιέχει, χωρεί την περιεχόμενη ουσία. Κάθε πρόσωπο λοιπόν είναι ουσιωδώς μέσα στο Άλλο. Το όνομα που δόθηκε σ' αυτή την συγκατοίκηση των προσώπων είναι λοιπόν η περιχώρησις!
Μέχρι τότε είχε χρησιμοποιηθεί μόνον στην Χριστολογία και δεν είχε την σημασία που απέκτησε περιγράφοντας τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος τα οποία αλληλοπεριέχονται! Είχε εμφανιστεί η λέξη περιχώρησις και στον Γρηγόριο τον Θεολόγο ο οποίος στην ομιλία 18, 42 γράφει πως η ζωή και ο θάνατος, παρότι είναι τα πλέον αντίθετα από τα πράγματα που υπάρχουν, είναι παρ' όλα αυτά αμοιβαία και καταλήγουν το ένα μέσα στο άλλο! Η ζωή προέρχεται από την φθορά και μέσω της φθοράς οδηγεί στην φθορά. Ο θάνατος μας ελευθερώνει από τα γήινα κακά και πολύ συχνά μας οδηγεί σε μια ανώτερη ζωή!
Η λέξη περιχώρησις είναι σύνθετη και προέρχεται από το χωρέω που σημαίνει τόσο “πηγαίνω”, προχωρώ, όσο και “περιέχω”. Είχε χρησιμοποιηθεί από πολύ παληά για να δείξει πως ο Θεός εμποτίζει, διαπερνά την ύλη!
Ανήκει ξανά στον ψευδο-Κύριλλο η έμπνευση να χρησιμοποιήσει τον όρο περιχώρησις μ’ αυτή την σημασία στην Αγία Τριάδα, όπου εφαρμόζει τέλεια, ενώ στην Χριστολογία άφηνε πολλά κενά, λόγω των διαφορετικών φύσεων! Εκφράζει τέλεια την ενότητα των τριών προσώπων του Θεού. Όπως είναι φανερό οι δύο όροι ουσία και υπόστασις είναι απολύτως απαραίτητοι για το δόγμα τής Αγίας Τριάδος όπως επίσης είναι και απολύτως συγκεκριμένοι. Που σημαίνει πως το δόγμα για να είναι ολοκληρωμένο πρέπει να μπορεί να δίνει την ενότητα είτε από τον ένα όρο είτε από τον άλλο. Από το μέρος της ουσίας και της ταυτότητος της ουσίας η ενότης φανερωνόταν ξεκάθαρα και ο Μονοθεϊσμός δεν κινδύνευε. Από την μεριά των υποστάσεων όμως ο κίνδυνος του τριθεϊσμού παραμόνευε!
Έτσι ο ορισμός που θα εξασφάλιζε από τον τριθεϊσμό βρέθηκε με την βοήθεια της περιχωρήσεως. Τρία πρόσωπα τα οποία κατοικούν το ένα μέσα στο άλλο με μια μοναδική ουσία.
Έτσι ο ψευδο-Κύριλλος ξανά (στο κεφ. 9 του έργου του) λέει πως καθένα από τα πρόσωπα έχει μια τέλεια υπόσταση, αλλά υποστηρίζουμε πως υπάρχει μία μοναδική ουσία, απλή και συγκεκριμένη, τέλεια σε τρεις τέλειες υποστάσεις. Εμείς δίνουμε στην Αγία Τριάδα το όνομα του Μοναδικού Θεού. Οι υποστάσεις είναι ενωμένες αλλά χωρίς σύγχυση, αλλά συνενωμένες (έχεσθαι) η μία μέσα στην άλλη και μπορούν να υπάρχουν η μία μέσα στην άλλη χωρίς σύγχυση και χωρίς ανακάτεμα. Αυτό σημαίνει ο λόγος του Κυρίου «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα μου».
Η περιχώρησις λοιπόν δεν σημαίνει πια το ένα “προς” το άλλο, αλλά “μέσα” στο άλλο. Η πρώτη σημασία ήταν η παραδοσιακή, φιλοσοφική η οποία χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς στην Χριστολογία και στην Οικονομία! Στην Αγία Τριάδα όμως η περιχώρησις του ενός “προς” το άλλο (όπως διδάσκουν σήμερα οι Ρώσοι θεολόγοι και η σχολή του Ζηζιούλα ακολουθούμενη ή ακολουθώντας τις φιλοσοφίες του Rahner περί Αγία τριάδος) θα μπορούσε να εμπλέξει την ιδέα πως τα πρόσωπα θα μπορούσαν να είναι ισοδύναμα, ισότιμα ή εναλλασσόμενα!
Η περιχώρησις του ενός “μέσα” στο άλλο σημαίνει πως τα πρόσωπα συνορεύουν και έχουν κοινή έκταση. Είναι η αντιστροφή της ταυτότητος της ουσίας. Η χρήση της μιας έννοιας της περιχώρησης ή της άλλης φέρνει εντελώς διαφορετικές θέσεις όπως έδειξε και η αίρεσις του Σαβέλλιου, ο οποίος “δίδαξε” πως οι θείες υποστάσεις μεταμορφώνονται και υποκαθιστούν η μία την άλλη!
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός έβαλε την σφραγίδα του στον απίστευτο κόπο των πατέρων να διατηρήσουν την Σωτηρία του ανθρώπου, υπογραμμίζοντας στην “ακριβή έκδοση της ορθοδόξου πίστεως 1,14” την μονή και ίδρυση των υποστάσεων της μιας μέσα στην άλλη!
Από κει κι έπειτα δεν παρατηρήθηκε καμμία “αναγέννηση” των ψεύτικων αναλογιών του Λεόντιου Βυζάντιου (μέχρι στις μέρες μας με τον κ. Ράμφο). Όλοι οι Έλληνες θεολόγοι προφυλάχθηκαν από τον κίνδυνο να ανταλλάξουν τις ανθρωπομορφικές ή φυσικές μεταφορές του Ευαγγελίου με κάτι παραπάνω από κείνο που ήθελαν να είναι! Οι Αρειανοί έπεσαν στην παγίδα και χάθηκαν, όμως τα παιδιά του Μ. Αθανασίου έμειναν ελεύθερα!

(Σήμερα με τους Γερμανούς θεολόγους βρίσκουμε στις μεταφορές του Ευαγγελίου κάτι παρακάτω απ’ αυτό που θέλουν να είναι, και αντικαθιστούμε το απομυθοποιημένο με μια δική μας ερμηνεία, με κάτι παραπάνω, όχι όμως όπως οι αρχαίες αιρέσεις με “κάτι” αλλά με “κάποιον” παραπάνω, τον νέο θεό, τον υπεράνθρωπο, ο οποίος διδάσκεται σήμερα από τον Ζηζιούλα σαν Επίσκοπος, από τον Γιανναρά σαν αξιοπρεπής και μοναδικός καλλιτέχνης, από τον Ράμφο σαν Ιστορική προσωπικότης και από τόσους άλλους, όπως π.χ. από την Βιβλική εταιρεία, σαν τον δαιμονικό άνθρωπο που δεν μασάει τα παραμύθια των μαθητών του Χριστού).

Η ορθοδοξία λοιπόν βασίστηκε στην φιλοσοφική βεβαιότητα των Ελλήνων πατέρων πως το ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ πρέπει να παρουσιαστεί στην ανθρώπινη νόηση ταυτόχρονα σαν Υπερβατικό, Δημιουργικό και Ενυπάρχων. Τουλάχιστον για ότι αφορά την σχέση του με το Σύμπαν, που είναι το υπέρτατο όριο στο οποίο η ανθρώπινη γνώση μπορεί να οραματιστεί να φτάσει ποτέ.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου