Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (37)

Συνέχεια από Τρίτη, 18 Σεπτεμβρίου 2018
                                           
                                   HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                                       4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο; 
     Μετά απ’ αυτή τη σύντομη ‘ανάμνηση’ των ιστορικών γεγονότων, μπορούμε να μεταβούμε στη θεολογία, κι εδώ αντιμετωπίζουμε κατ’ αρχάς το παράξενο γεγονός, να επιρρίπτουν πολλές φορές τα ίδια πράγματα ως ανεπίτρεπτα η μια πλευρά στην άλλη.

    1.  Ας ξεκινήσουμε με μιαν εισαγωγή καθαρά ‘οικονομικών’ απόψεων στα ερωτήματα τής ενυπάρχουσας (εμπειρικής - immanent) Τριάδας. Κατηγορούνται οι Λατίνοι ότι επιχειρηματολόγησαν εκ της δυνάμεως τού Αναστάντος να ορίζη (να έχη στη διάθεσή του…) το Άγιο Πνεύμα, και για την ενδοτριαδική του δύναμη να εμφυσά μαζί με τον Πατέρα το Πνεύμα. Αντίστοιχα μπορούν να κατηγορηθούν και οι Έλληνες, ότι μετέφεραν το γεγονός πως το Πνεύμα κατέρχεται κατά τη Βάπτιση του Ιησού  σ’ αυτόν και «αναπαύεται» πάνω απ’ αυτόν, στην ενυπάρχουσα Τριάδα , σύμφωνα με το οποίο το Πνεύμα προέρχεται μόνον απ’ τον Πατέρα, για να «αναπαυθή» στον Υιό (όπως λέει μετά από άλλους και ο Δαμασκηνός και το ‘αναρπάζει’ ο Γρηγόριος Παλαμάς). Σε τέτοια επιχειρήματα μπορούμε κατ’ αρχήν να παρατηρήσουμε, ότι δεν διαθέτουμε απολύτως καμμιάν άλλη πρόσβαση προς την ενυπάρχουσα Τριάδα πέρα από την ‘οικονομική’  της αυτοφανέρωση. Μπορούμε να δεχτούμε λοιπόν το αξίωμα τής ομοιότητας των δύο (ενυπάρχουσας και οικονομικής…), μόνον καθ΄όσον η οικονομική μορφή (η υπακοή δηλ. του Υιού μέχρι θανάτου αναλαμβάνοντας τις αμαρτίες τού κόσμου) δεν απαιτεί μιαν αλλαγή τής (συνολικής…) εικόνας: αυτό αναπτύχθηκε διεξοδικά στη ‘θέση’ για την «τριαδική αναστροφή», TD II/2, 167 κ.ε., και στην εξήγηση που δόθηκε γι’ αυτό στον παρόντα τόμο (σ. 166 κ.ε.). Συγκεκριμένα: η εικόνα κατά τη Βάπτιση τού Ιησού ορίζεται καθαρά ‘οικονομικά’ και δεν  επιτρέπει κανενός είδους μεταφορά στο εσωτερικό τής Αγίας Τριάδος· το ίδιο ισχύει δε για τις δυό ‘φάσεις’ τού γεγονότος τής λύτρωσης, εκ των οποίων στην  πρώτη ο Ιησούς οδηγείται ως «δούλος τού Θεού» απ’ το Πνεύμα, ενώ αυτός μπορεί ως Αναστημένος να το ‘ορίση’ και να το ‘εκπνεύση’. Και οι δυό αμοιβαίες κατηγορίες είναι άρα άστοχες . – Είναι περιττό να επαναλάβουμε, ότι η υπέρβαση της διαφοράς μεταξύ οικονομίας και θεολογίας, προβάλλοντας την οικονομία στον Ουρανό και διακρίνοντας μαζί με τον Παλαμά στον ίδιον τον Θεό μιαν «ανώτερη θεότητα», στην οποίαν και εξέρχεται (εκπορεύεται…) το Πνεύμα μόνον απ’ τον Πατέρα, και μιαν «κατώτερη», την ακτινοβολούσα απ’ τη θεїκή ουσία σφαίρα τών «ενεργειών», στην οποία παρέχει ο Υιός το Πνεύμα, είναι, όπως δείξαμε παραπάνω, απαράδεκτη: με τον τρόπο αυτό καθίσταται η διαφανής (η σαφής…) αυτοφανέρωση του τριαδικού Θεού στον κόσμο, όπως την περιγράφει το Ευαγγέλιο, αδιαφανής με ένα παρεμβαλλόμενο ενδιάμεσο κάλυμμα · και μάλιστα, όχι με την έννοια της διάσωσης  του αρρήτου τού Θεού (αποφατισμός – Apophatik), αλλά με την έννοια της παρακώλυσης της πραγματικής του αυτο-εγκατάλειψης   (( Οι ενέργειες συνιστούν εμπόδιο για να φανερωθή ο Θεός στον κόσμο! Η τέλεια παράνοια! … )) . Μπορεί να αποδυναμώνη μεν έτσι ο Παλαμάς την εντύπωση μιας μοναρχίας τού Πατρός και να ξαναποκτά μια «τριαδική απόφαση», με το τίμημα  ωστόσο μιας ‘ισοπέδωσης’ των υποστατικών διαφορών;;;;  
    2. Υπάρχει κι ένας δεύτερος παράγοντας που αξίζει παρόμοιας προσοχής· ως θεολογικός παράγοντας βασίζεται προπάντων σ’ ένα φιλολογικό πρόβλημα. Θυμόμαστε την αμηχανία πρώτα-πρώτα τής ανατολικής θεολογίας, να βρη έναν χαρακτηρισμό για την ‘έξοδο’ (εκπόρευση…) τού Πνεύματος. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός     επέμεινε στο ιωάννειο «εκπορεύεσθαι» (στο 15, 26) και το ‘αισθάνθηκε’ ως μια λύση ανάγκης, «γιατί τί να είναι άραγες αυτό το ‘εξέρχεσθαι’;», που θα μας οδηγούσε στην παραφροσύνη το να θέλουμε να το διερευνήσουμε (Or. Theol. VPG 36, 141B). Δεν αγνοήθηκε ωστόσο ότι αυτή η λέξη  μετατοπίστηκε ως γνώρισμα πολύ πέρα απ’ τη λατινική μετάφραση “procedere” (προέρχεσθαι…), που χαρακτηρίζει μόνο μιαν οποιαδήποτε ‘έξοδο’, ενώ η «εκπόρευσις» (ήδη στον Αθανάσιο, Προς Σεραπ. 4, 3, 1· PG 26, 625 , και τον Βασίλειο, Κατά Ευν. 2, 28· PG 29, 637) χαρακτηρίζει μόνο την ‘έξοδο’ απ’ την αιτία (Ur-Sache), στην οποία δεν θα μπορούσε βέβαια καθόλου να συμμετέχη και ο ίδιος ο «αιτιατός» Υιός. Ο Garrigues έκανε μεγάλες προσπάθειες για να καταστήση αξιόπιστη την ετυμολογική διαφορά  τού εκπορεύεσθαι απέναντι στο pro-cedere (που σημαίνει στην πραγματικότητα: «προπορευόμενος να υποχωρής», στα δε ελληνικά: προ-χωρείν). Όμως όλη αυτή η προσπάθεια της ελληνικής θεολογίας αποτυγχάνει λόγω τής διαπίστωσης των σημερινών εξηγητών (Exegete), ότι στο 15, 26 του κατά Ιωάννην δεν γίνεται καν λόγος για την αιώνια ‘έξοδο’ του Πνεύματος απ’ τον Πατέρα, αλλά για μιαν παντελώς οικονομική· κάτι διαφορετικό θα βρισκόταν «έξω απ’ την ‘άποψη’ του Ιωάννη»   (σ.σ.: R. Schnakenburg, Johannes III, 1975, σ. 136. O δε I. de la Potterie καταθέτει στο έργο του “La Verite chez Saint Jean» I, Rom 1977, σ. 385 κ.ε., περισσότερους λόγους για την “procession temporelle de lEsprit” - «κοσμική πρόοδο του Πνεύματος» σ’ αυτό το σημείο). Εκτός αυτού και η Konkordanz  (αλφαβητικό λεξιλόγιο…) της Καινής Διαθήκης, δείχνει πόσο συνήθης είναι ο ελληνικός όρος για κάθε, ακόμα και καθημερινό «εξέρχεσθαι»: η μεταφορά στη μυστηριώδη ‘έξοδο’ του Πνεύματος είναι όμως τότε κάτι εξίσου «τολμηρό» όπως η εφαρμογή τού κοσμικού γεννάσθαι (σημαίνει ‘γεννάται’ ή ‘κατάγεται’;) στο μυστικό τής προέλευσης του Υιού απ’ τον Πατέρα, συμβάν για το οποίο γνωρίζουμε ακριβώς τόσο λίγα, όσα απλώς συγκαλύπτονται με τις λέξεις «Πατήρ» και «Υιός».[ Καί ο Ευαγγελισμός τής Θεοτόκου;]
    Ανασκοπώντας τη γένεση (Genese) της ελληνικής διατύπωσης, θα είναι σωστό να διαπιστώσουμε κατ’ αρχάς την ιστορική ύπαρξη δύο «Δυάδων», που είναι και οι δύο εντελώς σωστές: η πρώτη είναι αυτή των «δύο χειρών», του αδιαχώριστου των αποστολών Υιού και Πνεύματος, της αμοιβαίας προτεραιότητάς τους και της αμοιβαίας διείσδυσής τους. Η δεύτερη είναι το ‘κατόρθωμα’ του Συμβόλου τής Νικαίας (του Συμβόλου τής Πίστεως…): η ουσιαστική ενότητα μεταξύ τού Υιού και του Πατρός· όπου δεν γίνεται ακόμα λόγος για το Πνεύμα. Η εικόνα που προκύπτει…
                                                       Πατήρ
                                                        /
                                             Υιός       Πνεύμα

απαιτεί ως αναγκαία συμπλήρωση τη σχέση μεταξύ Πατρός και Πνεύματος, που ‘παράγεται’ απ’ το Σύμβολο της Πίστεως με τη δήλωση “simul adoratur” («συμπροσκυνούμενον»…), την οποία ο Αθανάσιος εξηγεί με πιο κατανοητό τρόπο ως εξής: «Το Πνεύμα δεν χωρίζεται από τον Υιό, όπως ο Υιός δεν χωρίζεται από τον Πατέρα» (PG 26, 608A), με το οποίο και εξασφαλίζεται το ομοούσιον (homoousios) του Πνεύματος.[ Εδώ απουσιάζει τραγικά η έννοια τής Περιχώρησης τών υποστάσεων τής Αγίας Τριάδος, ενύπαρξη.] «Ότι θα μπορούσε αυτό να περιλαμβάνη μιαν αρχική σχέση, δεν φαίνεται να το σκέφτηκε ποτέ ο Αθανάσιος» (σ.σ.: M.-J. Le Guillou, Reflexions sur la procession du Saint-Esprit, στο ΕΕ 206). Παρόμοια και ο Βασίλειος: «Αν το Πνεύμα είναι συνδεδεμένο με τον Υιό και ο Υιός με τον Πατέρα, τότε είναι επίσης συνδεδεμένο το Πνεύμα και με τον Πατέρα» (PG 32, 148A). Αν από εδώ αναζητηθή ο σύνδεσμος του Πνεύματος προς τον Πατέρα (όπως θα τον προσδιορίση ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός) , τότε προκύπτει αναγκαία η διπλή δήλωση: Το Πνεύμα ‘εξέρχεται’ (εκπορεύεται…) απ’ τον Πατέρα (επειδή το Πνεύμα είναι Θεός), και κατά κάποιον τρόπο «διά» τού Υιού, που είναι ήδη εκεί, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε ο Πατήρ να ονομασθή Πατήρ. Και αφήνει ανοιχτό στην ελληνική άποψη το ερώτημα, πώς πρέπει να ερμηνευθή αυτό το διά· ο Μπουλγκάκοφ έχει δικαίως τονίσει, πως η λέξη είναι πολύ απροσδιόριστη, για να επιτρέπη έναν καθορισμό προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση (σ.σ.: Le Paraclet, 1.c. 93: το διά δεν μπορεί να ανήκη στο δόγμα, αποτελεί ένα «ερωτηματικό», το οποίο «παραδίδεται σε μιαν ερχόμενη Πνευματολογία»: 94. Σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί - κατά τον Μπουλγκάκοφ - να δικαιολογηθή έτσι  το «απ’ τον Πατέρα μόνο» τού Φωτίου ). Μινιμαλιστικά (κατά το ελάχιστο…) εξηγημένο σημαίνει απλώς, ότι το Πνεύμα ‘εξέρχεται’ (εκπορεύεται…) απ’ τον Πατέρα, εφ’ όσον αυτός είναι ακριβώς Πατήρ, θετικότερα, ότι το Πνεύμα «λαμβάνει» κάτι απ’ τον Υιό, μαξιμαλιστικά δε, ότι κατ’ αυτό το ‘λαμβάνειν’ τού Πνεύματος, ο Υιός πράγματι συμπράττει (αυτό σε λίγα, αλλά αδιαφιλονίκητα κείμενα, στα οποία μάλιστα μπορεί να υπάρχη ένα εκ στη θέση τού διά)  (σ.σ.: … Πρβλ. Αθανάσιος: «Στον Πατέρα είναι ο Υιός, που είναι η πηγή τού Αγίου Πνεύματος» - PG 26, 1000A…). Αντίστοιχα με την Οικονομία μπορούμε να διακρίνουμε ακόμα ανάμεσα σ’ ένα Πνεύμα, που «αναπαύεται» κατά τη Βάπτιση πάνω απ’ τον Υιό ή «φωτίζει» (όπως στο Θαβώρ) απ’ αυτόν ή ‘εξέρχεται’ (όπως μετά την Ανάσταση) απ’ αυτόν· όλες αυτές οι απόψεις συναντώνται στους Έλληνες.
    Πριν αντιτείνη κανείς, ότι πρόκειται για μιαν ανεπίτρεπτη προσαρμογή τής Οικονομίας στη Θεολογία, θα ώφειλε να ακούση προσεχτικά την υπόθεση του Wolfgang Marcus, που ‘διεκδικεί’ επίμονα για τους προ Νικαίας Πατέρες μιαν «ορθόδοξη καθυποταγή (Subordinatianismus)» (ιδιαιτέρως για τον Τερτυλλιανό, αλλά και για τον Ιουστίνο, τον Ειρηναίο, τον Ιππόλυτο, τους Αλεξανδρινούς μέχρι τον Διονύσιο), που δεν υπήρξε κατά κανέναν τρόπο ένα πρώτο βήμα τής αρειο-ετερόδοξης (προερχόμενης απ’ την ελληνική φιλοσοφία) καθυποταγής, αλλά ήθελε μάλλον να παρουσιάση απλώς την εσω-θεϊκή αρχική σχέση  τών προσώπων ως αρχέτυπο της σωτηριώδους ιστορικής τους σχέσης, αυτού το οποίο χαρακτηρίστηκε αργότερα ως εσω-θεϊκή τάξη (taxis) και προήλθε απλά απ’ το Ευαγγέλιο   (σ.σ.: Η πρώιμη χριστιανική καθυποταγή «μπορεί να κατανοηθή μόνο στη διαλογική της θέση ή στην απολογητική της κατάσταση, δηλ. στη σχέση της προς αντιτριαδικές ετερόδοξες διδασκαλίες – όπως ο Σαβελλιανισμός ή ο Μαρκιονισμός». 1.c. 85. «Ο Λόγος και το Πνεύμα καθυποτάσσονται μόνο ‘διαδικαστικά’ - prozessual - στον Πατέρα, το οποίο σημαίνει όμως ότι με τη σχέση τού γεννηθέντος και του εκφερομένου, στην οποία βρίσκονται ο Υιός και το Πνεύμα απέναντι στον Πατέρα, αναζητείται η υπερ-ιστορική ιδέα για το ιστορικό συμβάν, για το συμβάν τής Δημιουργίας και της Ιστορίας τής Σωτηρίας… ) . Αυτό θα δικαιολογούσε την ύστερη ελληνική περί Τριάδος διδασκαλία, καθόσον φαινόταν να θεμελιώνη τον χαρακτηρισμό μόνου τού Πατρός ως αιτία (Ursache), χωρίς να αμφισβητή βέβαια έτσι την (μη προσδιοριζόμενη περαιτέρω) συμβολή τού Υιού στην ‘έξοδο’ του Πνεύματος. Οι Λατίνοι δεν αμφισβήτησαν ποτέ την υπεροχή τού Πατρός σ’ αυτήν την ‘έξοδο’, και ο όρος που διαμορφώθηκε απ’ τον Αυγουστίνο, principaliter” (a Patre), διατηρήθηκε μέχρι και τον Θωμά (Ακινάτη…).
      Όταν όμως ο Φώτιος και όσοι τον διαδέχονται επιμένουν στο «μόνον εκ του Πατρός», αυτό καθίσταται για τους Έλληνες το επικίνδυνο ακριβώς σημείο, για το οποίο κατηγορούν βίαια τους Λατίνους: με την εισαγωγή τού Filioque, λένε, αποδίδεται στον Υιό δύναμη πάνω απ’ το Πνεύμα, που όχι μόνον οδηγεί σε έναν δυτικό «Χριστομονισμό» (δήθεν απέναντι στον ανατολικό Πνευματισμό), αλλά με μιαν εσωτερική λογική στο καταπιεστικό σύστημα του Papalismus  (( σημ. τ. μετ.: Θεωρία τού εκκλησιαστικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία στον Πάπα ανήκει όλη η εκκλησιαστική εξουσία… )) και του Juridismus   (( σημ. τ. μετ.: Τίτλος βιβλίου του Daniel Loick, με τον υπότιτλο: Περίμετροι μιας κριτικής θεωρίας τού δικαίου… Στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθή ίσως με τη λέξη: νομικισμός… )) , κατηγορίες που επαναλαμβάνονται απ’ τους Σλαβόφιλους και τον παράξενο φιλόσοφο Karsavin, o oποίος κατ’ αρχάς ξεκίνησε, υπό την επίδραση του Solowjew, απ’ τον Hegel, συνάντησε κατόπιν βαθμιαία μια χριστιανική τριαδική διδασκαλία και πέθανε τελικά το 1922 ως καθολικός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το έργο τού Karsavin απέκτησε δυό αντίθετους μεταξύ τους μαθητές: τον Vl. Lossky, που συνέχισε ως νέο-φωτιανός τις παλιές κατηγορίες ενάντια στη Ρώμη, και τον Boulgakof, που πίεζε αντίθετα (στο πνεύμα τού Solowjew) για μια συμφιλίωση με τη Δύση. Τί βαρύτητα όμως έχει, συγκρινόμενη μ’ αυτές τις παρεισδύσεις (παρεμβολές…), η τυραννία τού καθαρά μοναρχικού Πατρός στην Ανατολική Εκκλησία, που τα «δυό του χέρια» δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν, παρά να εκτελούν τις διαταγές του! Μπορεί να προκύψει από μόνη της μια Πνευματολογία απ’ την απλή έλλειψη ορισμένων εκκλησιαστικών δομών;

     ( συνεχίζεται )

 Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρη­της Θεογονίας αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερού­σιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυ­τών, ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιω­νίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννή­σεως.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου