Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

HANS JONAS Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ‘ΕΥΘΥΝΗΣ’ (12)

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ  ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ  ΓΙΑ ΤΟΝ  ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Συνέχεια από Σάββατο 13 Οκτωβρίου  2018
                                                  ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
                                ΘΕΜΕΛΙΑΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

                         ΙΙΙ.   Το στοιχείο τού ‘στοιχήματος’ στην πράξη
     
Image result for hans jonasΔεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο για τις αιτίες τών παραδειγμάτων που αναφέραμε. Ας διατυπώσουμε λοιπόν τώρα την ηθική αρχή που υπάρχει πίσω απ’ αυτές τις αιτίες, απ’ την οποία και αντλούν κατ’ αρχάς τη δύναμή τους. Ξεκινήσαμε απ’ το ότι η άγνοια που έχουμε για κάθε μακρινή πρόγνωση, άγνοια που μας εμποδίζει φαινομενικά μέχρι παραλύσεως, καθώς προσπαθούμε να εξισορροπήσουμε τις διαφορετικές εκδοχές τής πρόγνωσης, να χρησιμοποιήσουμε τις αρχές στη σφαίρα τής πραγματικότητας· η άγνοια αυτή μπορεί να εκληφθή η ίδια ως ένα δεδομένο, που για τη σωστή του χρήση πρέπει να διαθέτη η ηθική μιαν αρχή, που κι αυτή να μην αγνοείται. Συζητήσαμε μέχρι τώρα ένα πρακτικό παράδειγμα αυτής τής αρχής, ότι πρέπει δηλ. να υπολογίζουμε σε πράγματα ενός συγκεκριμένου μεγέθους και τάξεως – αυτά που έχουν ένα αποκαλυπτικό δυναμικό–  περισσότερο την πρόγνωση ενός ολέθρου παρά την πρόγνωση μιας ‘ευδαιμονίας’. Προϋπόθεση γι’ αυτόν τον ‘υπολογισμό’ είναι το ότι έχουμε να κάνουμε σήμερα με πράξεις αυτής ακριβώς τής τάξεως, γεγονός πρωτοφανές στις ανθρώπινες ‘υποθέσεις’. Αυτό το πρωτοφανές ξεπερνά τη σιωπηλή στάση κάθε προηγούμενης ηθικής, να σκέπτεται, καθώς είναι αδύνατος κάθε μακροπρόθεσμος προ-υπολογισμός, μόνο το εκάστοτε επόμενο και να αφήνη το απώτερο μέλλον να φροντίση για τον εαυτό του. Αυτό ισχύει περαιτέρω και για την ιδιωτική σφαίρα πράξεων, όπου οι ελκυστικές όσο και απειλητικές προοπτικές αποτελούν εξίσου άσκοπες φαντασίες, οι οποίες δεν επιτρέπεται να επηρεάσουν ούτε πραγματικά ούτε ηθικά την απόφαση για κάτι επόμενο. Το να μη ληφθούν αυτές οι φανταστικές προοπτικές υπ’ όψιν, το να αγνοηθούν άρα η μάταιη ελπίδα και ο φόβος,  αποτελεί εδώ τον μοναδικό κατάλληλο κανόνα τής άγνοιας, και το να μη μας βασανίζη με μάταιες σκέψεις το άγνωστο, αποτελεί επίσης μια προϋπόθεση της ικανής για πράξη αρετής. Στην καινούργια όμως διάσταση της πράξης δεν πρόκειται πλέον για μάταιες φαντασίες· η προβολή στο μέλλον ανήκει στην ουσία της και στο χρέος της, και πρέπει άρα η δική τους άγνοια να απαντηθή με έναν άλλον κανόνα, ένα άλλο υπόδειγμα. Το περιεχόμενό τους το γνωρίζουμε· και την αρχή που τις διέπει τη μαθαίνουμε, αν συλλογιστούμε το στοιχείο τού τυχερού παιχνιδιού ή τού στοιχήματος που περιέχεται σε κάθε ανθρώπινη πράξη, όσον αφορά στην έκβαση όσο και στις παράπλευρες συνέπειες, και αν αναρωτηθούμε, με ποιο τίμημα μάς επιτρέπεται, από ηθικής πλευράς, να στοιχηματίζουμε.

   1. Μού επιτρέπεται να εντάξω το συμφέρον Άλλων στο δικό μου                         στοίχημα;

         Εδώ προκύπτει ως πρώτη απάντηση, ότι δεν επιτρέπεται, με την αυστηρή έννοια του όρου, να στοιχηματίζη κανείς για κάτι που δεν του ανήκει (μένει όμως ανοιχτό το αν επιτρέπεται να στοιχηματίζη κανείς  για όλα όσα τού ανήκουν). Μ’ αυτήν όμως την απάντηση δεν θα μπορούσαμε κάν να ζήσουμε, αφού δεν μπορεί να αποφευχθή απολύτως στην αξεδιάλυτη διαπλοκή τών ανθρωπίνων υποθέσεων καθώς και όλων τών πραγμάτων, το ότι η πράξη μου συμπαρασύρει και τη μοίρα άλλων και αποτελεί έτσι η διακύβευση του Δικού μου, πάντοτε μια διακύβευση για κάτι άλλο, το οποίο ανήκει σε άλλους και στο οποίο εγώ δεν έχω στην πραγματικότητα κανένα δικαίωμα. Το στοιχείο τού χρέους πρέπει να αναλαμβάνεται σε κάθε πράξη (της οποίας η σιωπηρή παράλειψη δεν θα ήταν παρά κι αυτή ένα είδος πράξης)· κι αυτό ισχύει όχι μόνο για το χρέος το οποίο, παρ’ ότι δεν το γνωρίζουμε, πρέπει γενικά να το δεχθούμε ως αναπόφευκτο, αλλά και για το γνωστό και προβλεπόμενο χρέος. «Αυτός που πράττει», έλεγε ο Γκαίτε, «πράττει ασυνείδητα», εννοώντας μ’ αυτό βέβαια την ετοιμότητά του να αναλάβη ο ίδιος το χρέος. Το πόση τέτοια «ασυνειδησία» μπορεί να επιτρέψη η υψηλότερη ηθική συνείδηση, το πόσο μακριά δηλ. μάς επιτρέπεται να πάμε στο να τραυματίσουμε ή και να διακυβεύσουμε έστω συνειδητά (ως «ριψοκίνδυνο παιχνίδι») ξένα συμφέροντα στα σχέδιά μας, αυτό είναι κάθε φορά έργο τής περιπτωσιολογίας τής ευθύνης, και δεν μπορεί να το καθορίση γενικά η διδασκαλία τών αρχών. Κατ’ αρχήν μπορούμε να αποδοκιμάσουμε μόνο την προπέτεια και την απερισκεψία στο να διακινδυνεύσουμε κάτι ξένο αλλά και κάτι δικό μας – που σημαίνει πως η «ασυνειδησία» δεν επιτρέπεται να είναι απερίσκεπτη· και προπετές θα ήταν για παράδειγμα να τεθή σε κίνδυνο κάτι το σημαντικό για μηδαμινούς σκοπούς. Αλλά ακόμα κι εκεί, η απερισκεψία απέναντι στην ιδίαν ευημερία ή και την ζωή είναι ένα πραγματικά μη αμφισβητούμενο δικαίωμα  (( ! )) , για το οποίο μπορούμε να πούμε το πολύ-πολύ, ότι περιορίζεται από ένα αντιτιθέμενο χρέος, χωρίς όμως και να αναιρείται το δικαίωμα απ’ το χρέος αυτό. Το ότι συμπεριλαμβάνονται οι άλλοι στο δικό μου «στοίχημα» καθιστά κατ’ αρχάς απαράδεκτη την απερισκεψία.

   2.  Επιτρέπεται να διακυβευθή το σύνολο των συμφερόντων Άλλων από μένα  ; 

      Όσον αφορά όμως στην παρεμβολή τού Ξένου στο παιχνίδι τής διακινδύνευσης, και διαφυλάσσοντας την προϋπόθεση της τελευταίας φράσης, θα μπορούσε να συμπληρωθή η πρώτη απάντηση με την διευκρίνηση ότι η παρεμβολή αυτή δεν επιτρέπεται να αφορά στο σύνολο των συμφερόντων των πληττομένων Άλλων, και προπάντων στην ζωή τους. Και ισχύει πράγματι απόλυτα αυτό, όταν επιδιώκεται το δικό μου ιδιοτελές συμφέρον, λόγω τής δυσαναλογίας που υφίσταται εδώ μεταξύ τής μεροληψίας τού επιδιωκόμενου και της απολυτότητας του διακινδυνευόμενου συμφέροντος, αλλά και εκεί επίσης όπου δεν πρόκειται μόνο για το συμφέρον μου, αλλά και για την ίδια τη ζωή μου. Ισχύει όμως άραγες αυτό και όταν επιδιώκουμε ανιδιοτελείς σκοπούς; Σκοπούς που επιδιώκουν ακόμα και εκείνοι που πλήττονται απ’ το τολμηρό εγχείρημα; Δεν θα θέλαμε να αμφισβητήσουμε στον πολιτικό άνδρα το δικαίωμα, να διακυβεύση τη μελλοντική ύπαρξη του έθνους, όταν διακυβεύονται πράγματι τα έσχατα. Έτσι πραγματοποιούνται οι φοβερές, συνηγορούμενες όμως ηθικά αποφάσεις για πόλεμο ή ειρήνη, όπου η ίδια η διακινδύνευση καθίσταται  μέλλον, προς χάριν τού μέλλοντος. Πρέπει μόνο να προσθέσουμε, ότι αυτό επιτρέπεται να συμβή, όχι επειδή μάς έλκει ένα λαμπρό και εξαίσιο μέλλον, αλλά μόνον υπό την απειλή ενός φοβερού μέλλοντος: όχι για την απόκτηση ενός υψίστου αγαθού (που ίσως δεν αποτελεί παρά ένα αντικείμενο υπεροψίας), αλλά μόνο για την αποτροπή ενός υψίστου κακού. Αυτό το τελευταίο υπερέχει πάντα και είναι το μόνο που συγχωρεί η αναγκαιότητα. Γιατί μπορεί κανείς να ζη χωρίς το ύψιστο αγαθό, όχι όμως με το ύψιστο κακό. Δεν υπάρχει ποτέ ένας καλός λόγος, μια καλή αιτία προκειμένου να διαλέξουμε να τα κερδίσουμε ή να τα χάσουμε όλα· το να ζητάμε όμως να σώσουμε το αναπαλλοτρίωτο συμφέρον κινδυνεύοντας να τα χάσουμε όλα κατά την προσπάθεια, ενδέχεται όχι μόνο να είναι δίκαιο αλλά και ηθικά επιβεβλημένο. Μ’ αυτήν την επιφύλαξη αίρεται επομένως το απόλυτο της πρότασης, ότι δεν επιτρέπεται να ενταχθή ποτέ το σύνολο των συμφερόντων των πληττομένων Άλλων στο στοίχημα της πράξης.

                3.  Ο Μελιορισμός δεν δικαιολογεί την απόλυτη ένταξη
(Μελιορισμός: Η πίστη ότι ο κόσμος σκοπεύει στη βελτίωση και ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνεισφέρουν στη βελτίωσή του).
     Αυτήν την επιφύλαξη όμως – ότι μπορεί δηλ. μόνον η απόκρουση του μεγίστου κακού και όχι η απόκτηση του μεγίστου καλού να δικαιώση, υπό προϋποθέσεις, την απόλυτη ένταξη ξένων συμφερόντων στο δικό τους συμφέρον – την αποκλείουν εξ ορισμού τα μεγάλα τολμηρά εγχειρήματα της τεχνολογίας. Γιατί αυτά τα τολμηρά εγχειρήματα δεν αναλαμβάνονται για να διασωθή αυτό που ήδη υφίσταται ή για να αρθή αυτό που είναι ανυπόφορο, αλλά για να βελτιώνεται συνεχώς αυτό που κάθε φορά επιτυγχάνεται, δηλ. για την πρόοδο, που σκοπεύει στο να αποκτηθή, στην πιο φιλόδοξη περίπτωση, ένας επίγειος παράδεισος. Την πρόοδο και τα έργα της τα χαρακτηρίζει γι’ αυτό περισσότερο η υπεροψία παρά η αναγκαιότητα, και το να  παραιτηθή απ’ όσα τής αναλογούν συμπίπτει με το πλεόνασμα του αναγκαίου, ενώ το να διεκπεραιώση όλες τις δυνατότητές της μπορεί να συμπέσει με το ίδιο το απόλυτο. Επικυρώνεται άρα ξανά εδώ, όπου η επιφύλαξη δεν αποτελεί επαρκή προστασία, ότι δεν επιτρέπεται να διακυβεύη η πράξη μου «ολόκληρο» το συμφέρον τών ‘συν-πληττομένων’ Άλλων (που είναι εδώ οι μελλοντικοί άνθρωποι)

                4.  Δεν έχει κανένα δικαίωμα η ανθρωπότητα να αυτοκτονήση

     Και προστίθεται τώρα εδώ ως οριστική σφραγίδα, ότι «το σύνολο» των συμφερόντων που προσελκύονται στο τολμηρό εγχείρημα του ‘στοιχήματος’ έχει στην τεχνολογική πρόοδο ένα ασύγκριτα ευρύτερο νόημα απ’ ό,τι διακυβεύεται συνήθως στις ανθρώπινες αποφάσεις. Ακόμα κι όταν ριψοκινδυνεύη ο πολιτικός ηγέτης, την ώρα τής μοίρας, ολόκληρη την ύπαρξη της φυλής του, της πόλης του, του έθνους του, γνωρίζει ωστόσο, ότι ακόμα και μετά τον ενδεχόμενο αφανισμό τους θα εξακολουθήση να υπάρχη μια ανθρωπότητα κι ένας ζωντανός κόσμος εδώ στη γη. Μόνο στο πλαίσιο αυτής τής ‘υπερβατικής’ προϋπόθεσης αναπληρώνεται ηθικά σε ορισμένες ακρότατες περιπτώσεις το μεγάλο, μεμονωμένο τολμηρό εγχείρημα. Αλλά ακόμα και για τη σωτηρία τού έθνους του δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήση ο πολιτικός άνδρας κανένα μέσο, που μπορεί να καταστρέψη την ανθρωπότητα. Υπάρχουν ωστόσο τώρα κάποια απ’ τα πιθανά έργα τής τεχνολογίας, που διαθέτουν επισωρρευώμενα αυτήν ακριβώς την παγκόσμια εμβέλεια και εκτόπισμα, να μπορούν  δηλ. να θέσουν σε κίνδυνο είτε ολόκληρη την ύπαρξη είτε ολόκληρη την ουσία τών ανθρώπων στο μέλλον. Ο πολιτικός άνδρας μπορεί να επομισθή ιδεατά (idealiter) τη συγκατάθεση εκείνων για τους οποίους αποφασίζει αποφασίζοντας για τη μοίρα, ως αντίκλητος ή υπερασπιστής τους. Καμμιά όμως συγκατάθεση στην ανυπαρξία ή απανθρωπία δεν μπορούμε να δεχθούμε ούτε και να υποθέσουμε από την ανθρωπότητα του μέλλοντος· κι αν ήθελε κανείς παρ’ όλ’ αυτά να υποθέση κάτι τέτοιο (που θα ήταν σχεδόν παραφροσύνη), θα το απορρίπταμε λέγοντας, πως υφίσταται (κάτι που μένει βέβαια ακόμα να το αποδείξουμε) ένα απόλυτο χρέος τής ανθρωπότητας στην ύπαρξη, που δεν επιτρέπεται να το μπερδέψουμε με το σχετικό χρέος τού καθενός στην ύπαρξη. Για το ατομικό δικαίωμα στην αυτοκτονία μπορούμε να μιλάμε, όχι όμως και για το δικαίωμα της ανθρωπότητας να αυτοκτονήση.

              5.   Η ύπαρξη «του ανθρώπου» δεν επιτρέπεται να τεθή σε κίνδυνο

     Βρήκαμε τελικά μιαν αρχή, που απαγορεύει ορισμένα «πειράματα» για τα οποία είναι ικανή η τεχνολογία, και που την εκφράζει στην πραγματικότητα ο κανόνας ακριβώς που συζητήσαμε προηγουμένως, να προτάσσουμε δηλαδή στις αποφάσεις μας τις δυσμενείς απ’ τις ευμενείς προβλέψεις. Το ηθικό αξίωμα, απ’ το οποίο αντλεί ο κανόνας αυτός την ισχύ του, έχει άρα ως εξής: Δεν επιτρέπεται να τεθή ποτέ σε κίνδυνο η ύπαρξη ή η ουσία συνολικά τού ανθρώπου μέσα από τα ‘στοιχήματα’ της πράξης. Απ’ αυτό προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι ακόμη και οι απλές δυνατότητες της σημαίνουσας τάξης θα πρέπει εδώ να θεωρούνται ως απαράδεκτοι κίνδυνοι, οι οποίοι δεν καθιστούν μάλιστα περισσότερο αποδεκτές τις αντίθετες δυνατότητες. Για την ζωή τής ανθρωπότητας ισχύει (κάτι που δεν χρειάζεται να ισχύη πάντοτε για τον κάθε ασθενή), ότι πρέπει να προτιμώνται ακόμα και ατελή καταπραϋντικά στη θέση μιας πολλά υποσχόμενης ριζικής θεραπείας, κατά την οποία μπορεί όμως ο ασθενής να πεθάνη.
     Πρόκειται λοιπόν εδώ για μιαν αντιστροφή τής καρτεσιανής αρχής τής αμφιβολίας. Κατ’ αυτήν για να καθορίσουμε το αναμφισβήτητα αληθές, πρέπει να εξισώσουμε όλα τα καθ’ οιονδήποτε τρόπο αμφισβητούμενα με το αποδεδειγμένα λανθασμένο. Εδώ πρέπει αντίθετα  να χειριστούμε το αμφισβητούμενο μεν αλλά πιθανό, όταν είναι ενός ορισμένου είδους, ως βεβαιότητα προς χάριν τής απόφασης. Πρόκειται επίσης για ένα είδος ‘στοιχήματος’ του Πασκάλ, χωρίς τον ιδιοτελώς ευδαιμονιστικό και τελικά ανήθικο χαρακτήρα του. Κατά τον Πασκάλ, ο καθαρός υπολογισμός στο ‘στοίχημα’  ανάμεσα στις σύντομες και γι’ αυτό αμφίβολες απολαύσεις τής εδώ ζωής και τη δυνατότητα μιας επέκεινα αιώνιας μακαριότητας και καταδίκης, επιτάσσει να επιλέξουμε  αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα, γιατί συγκρίνοντας τις εκατέρωθεν πιθανότητες να ωφεληθούμε ή να ζημιωθούμε προκύπτει ότι με τη δεύτερη επιλογή, δηλ. την αιώνια ζωή, ακόμα κι αν δεν υπάρχη το αντικείμενό της, λόγω της χρονικότητας τής εδώ ζωής, θα είχε χαθή μόνον κάτι ασήμαντο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα είχε κερδηθή κάτι το ατελεύτητο· αντίθετα, επιλέγοντας την εφήμερη ζωή, στην καλύτερη περίπτωση (αν δεν υπάρχη δηλ. καν η αιώνια ζωή) θα κερδίζαμε κάτι το μικρό, θα χάναμε όμως αντίθετα κάτι το ατελεύτητο. Αυτός ο εν είδη τυχερού παιγνίου υπολογισμός – που μας παραπέμπει στον γνωστό “μπακαρά” – μπορεί να αμφισβητηθή όμως και από κάποιαν άλλην άποψη· ως προς το ότι σε σχέση με το Τίποτα, που συμπεριλαμβάνεται εδώ στους κινδύνους, κάθε Κάτι, άρα και η παροδική-εφήμερη ύπαρξη, είναι ένα ατελεύτητο μέγεθος, και επίσης ότι μπορεί επομένως η δεύτερη επιλογή (να διαλέξουμε την πιθανή αιωνιότητα θυσιάζοντας τη δεδομένη χρονικότητα) να έχη την πιθανότητα μιας ατελεύτητης απώλειας. Πρέπει να συνηγορήση κάτι περισσότερο από μιαν απλή πιθανότητα, πρέπει να συνηγορήση μια πίστη για το ότι μας περιμένει η αιωνιότητα, και τότε αυτή η επιλογή παύει να αποτελεί πλέον ένα καθαρό ‘στοίχημα’. Η απόλυτη αβεβαιότητα δεν μπορεί ωστόσο κατά κανέναν τρόπο να συνυπολογισθή στις σχετικές βεβαιότητες του υπαρκτού. Αλλά η δική μας αρχή τού στοιχήματος δεν υπόκειται σ’ αυτήν την αντίρρηση. Γιατί απαγορεύει ακριβώς να διακινδυνεύσουμε το Τίποτα, να επιτρέψουμε δηλ. να είναι και το Τίποτα μια απ’ τις δυνατότητες επιλογής – απαγορεύει, εν συντομία, παντελώς το παιχνίδι τού “μπακαρά” στις ανθρώπινες υποθέσεις. Δεν αντιπαραθέτει επίσης αυτό που δεν μπορεί να παρασταθή απέναντι σ’ αυτό που παρίσταται, αλλά μόνο το παντελώς απαράδεκτο απέναντι στο περισσότερο ή λιγότερο αποδεκτό στο ίδιο το πεπερασμένο. Δεν υποχρεώνει όμως προπάντων και δεν προσφέρει μια προνομιακή ρύθμιση ως προς αυτό που μας συμφέρει· και μας υποχρεώνει στη βάση ενός πρωταρχικού χρέους στην επιλογή του Είναι απέναντι στο Τίποτα.
    Αυτή η αρχή με την οποία μπορούμε να χειριστούμε την αβεβαιότητα, δεν περιέχει τίποτα το καθεαυτό αβέβαιο, και μας δεσμεύει απόλυτα, όχι δηλαδή ως απλή συμβουλή ηθικής σύνεσης, αλλά ως αναπότρεπτη εντολή, εφ’ όσον αναλαμβάνουμε βέβαια την ευθύνη γι’ αυτό που πρόκειται να υπάρξη. Μέσα σε μιαν τέτοια ευθύνη, η προσοχή που κατά τα άλλα αφορά στο συνακόλουθο τυχαίο, καθίσταται πυρήνας τής ηθικής πράξης. Το ότι είμαστε γενικά υπεύθυνοι έχει τεθή ως σιωπηλή προϋπόθεση σε όλες τις μέχρι τώρα συζητήσεις, χωρίς όμως και να αποδειχθή πουθενά. Η αρχή τής εν γένει ευθύνης – με την οποίαν δηλ. ξεκινά η ηθική – δεν φανερώθηκε ακόμα. Σ’ αυτό το έργο, για το οποίο θα είχε κανείς επικαλεστεί τη συμπαράσταση του ουρανού σε προηγούμενες εποχές, την οποίαν πράγματι πάρα πολύ χρειαζόταν – και ακόμη περισσότερο, αφού σήμερα δεν μπορεί πλέον να ωφελήσει ούτε η ματιά μας προς τα εκεί – στρεφόμαστε τώρα.
 ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου