Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

HANS JONAS Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ‘ΕΥΘΥΝΗΣ’ (11)

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ  ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ  ΓΙΑ ΤΟΝ  ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Συνέχεια από Τρίτη, 10 Ιουλίου  2018
                                                  
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΘΕΜΕΛΙΑΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΚΑ 
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ                                     

          ΙΙ.  Προτεραιότητα της ‘κακής’ έναντι της ‘καλής’ πρόγνωσης (Prognose)

Image result for hans jonas    Αυτή όμως ακριβώς η αβεβαιότητα, που απειλεί να ‘ακυρώση’ την ηθική άποψη για τη μελλοντική μας ευθύνη και δεν περιορίζεται ασφαλώς στην προφητεία ενός (αναμενόμενου…) ολέθρου, πρέπει να συμπεριληφθή στην ηθική θεωρία και να προξενήση έναν καινούργιον κανόνα, ο οποίος και να λειτουργήση ως πρακτικό παράδειγμα. Ένα παράδειγμα το οποίο πρέπει να δώση μεγαλύτερη σημασία, για να το πούμε απλοїκά, στην ‘ολέθρια’ παρά στη ‘σωτήρια’ προφητεία. Και θα δείξουμε εν συντομία τούς λόγους για τους οποίους πρέπει να συμβή αυτό.

           1.  Οι πιθανότητες στα μεγάλα τολμήματα

     Συμβαίνει κατ’ αρχάς με τις πιθανότητες να επιτύχουν ή να αποτύχουν κάποια άγνωστα πειράματα, ό,τι ισχύει εντελώς γενικά με την αποτυχία ή την επιτυχία ενός σκοπού: η επιτυχία δεν είναι παρά μια απ’ τις αμέτρητες ‘εναλλακτικές’, που δεν αποτελούν παρά μικρότερες ή μεγαλύτερες ‘αποτυχίες’· και παρ’ όλο που μπορεί να ‘αποκτήση’ κανείς πολλά απ’ τα μικρά πράγματα έστω κι αν σπανίζουν οι περιπτώσεις επιτυχίας, είναι λίγα τα αντίστοιχα ‘μεγάλα πράγματα’, και απουσιάζουν παντελώς τα εντελώς μεγάλα και ανεπίστρεπτα, που φτάνουν μέχρι τις ρίζες τής ανθρώπινης πράξης. Τα μικρά πράγματα ‘εξελίσσονται’ , χωρίς να είναι ποτέ συνολική η ‘εξέλιξη’, μπορώντας έτσι να ‘σηκώση’ αναρίθμητα μεμονωμένα «λάθη», απ’ τα οποία και μπορεί να επιλέξη τις λίγες, μέσα στην υπομονετική και αργή της διαδικασία, και μικρές επίσης «επιτυχίες». Τα μεγάλα όμως εγχειρήματα τής σύγχρονης τεχνολογίας, που δεν διακρίνονται ούτε για την υπομονή ούτε για τη βραδύτητά τους, συμπιέζουν – ως σύνολο αλλά και σε πολλά απ’ τα μεμονωμένα τους έργα – σε λίγα και ‘κολοσσιαία’ (kolossale) τα πολλά και ελάχιστα βήματα τής φυσικής ανάπτυξης, χάνοντας έτσι το πλεονέκτημα μιας ‘ψηλαφητής’ φύσης, που εξασφαλίζει (ακριβώς…) την ζωή. Και εισέρχεται έτσι ‘αιτιολογημένα’ ο χρονικός ρυθμός τών τεχνολογικών επεμβάσεων στη δομή τής ζωής μας   (( Όλη η σύγχρονη ζωή μας υποτάσσεται στα ‘κολοσσιαία’, τεράστια και ταχύτατα αυτά βήματα της σύγχρονης τεχνολογίας, που βασανίζουν και εξοντώνουν εν τέλει, αν δεν αντισταθή, τον άνθρωπο… Πώς όμως να ‘αντισταθούμε’ σ’ ένα σύστημα που κυριάρχησε στον κόσμο; Το ερώτημα είναι μάλλον πνευματικής κατ’ αρχάς τάξεως… )) . Πολύ μακριά πλέον απ’ το «να αναλάβη (το ίδιο το σύστημα…) την εξέλιξή του στα χέρια του», να αντικαταστήση δηλ., εμπιστευόμενο τη λογική, με συνειδητό και ταχύτατα αποτελεσματικό σχεδιασμό την τυφλή και ‘αργόσυρτη’ σύμπτωση, προσφέροντας μια βεβαιώτερη προοπτική εξελικτικής επιτυχίας, ‘γεννάει’ μιαν εντελώς νέα αβεβαιότητα και ένα κίνδυνο, που αυξάνονται καθώς αυξάνεται η παρεμβολή, χωρίς να επιτρέπη ταυτόχρονα, περιορίζοντας τον χρόνο προς τους μεγάλους στόχους, να διορθωθούν τα – εντελώς αναπόφευκτα και καθόλου μικρά πλέον – λάθη. Ενώ δεν πρέπει να παραβλέψουμε, όσον αφορά στο αναπόφευκτο των λαθών, και αντικαθιστώντας τη μακροπρόθεσμη φυσική εξέλιξη με τον συντομώτατο σχετικά ανθρώπινο σχεδιασμό, ότι αυτό που συνιστά πολύ μικρό χρονικό διάστημα για την εξέλιξη είναι πολύ μεγάλο διάστημα για τον άνθρωπο, οπότε και αδυνατεί πράγματι μπροστά στις μακροπρόθεσμες προγνώσεις (Prognose) η γνώση μας. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν και τη δυσαναλογία τών πιθανοτήτων που περιγράψαμε παραπάνω, προκύπτει η εντολή, να προσέξουμε περισσότερο, σε πράγματα τόσο κεφαλαιώδους σημασίας, την απειλή παρά την υπόσχεση (σε τί μάς απειλούν, και όχι τί μας ‘υπόσχονται’…), αποφεύγοντας μάλιστα αποκαλυπτικές (apokalyptische) προσδοκίες ή απόψεις, ακόμα και με το τίμημα να ‘χαθούν’ κάποιες ανάλογες εσχατολογικές (eschatologische) εκπληρώσεις. Πρόκειται ακριβώς για την εντολή τής σύνεσης μπροστά στο επαναστατικό ‘στυλ’ (Stil – τρόπος, χαρακτήρας…), το οποίο και χαρακτηρίζει τον εξελικτικό «είτε-είτε μηχανισμό» (είτε το ένα, είτε το άλλο, και πουθενά αναμονή και απορία…) τής σύγχρονης τεχνολογίας, μαζί με τη «συνολικότητα» (την «ομογενοποίηση»…) που τη διακρίνει, και είναι όμως τόσο ξένη από τη φυσική εξέλιξη.

          2.  Η σωρευτική δυναμική τών τεχνικών εξελίξεων

      Σ’ αυτήν τη γενική όμως αναφορά προστίθεται, κατά δεύτερον, η ιδιαίτερη ενασχόληση με το «καθ’ οδόν» (τί συμβαίνει δηλ. κατά την πορεία…), το οποίο δεν παύει βέβαια να υφίσταται, παρ’ όλο που πιστεύουμε πως θα μπορούσαμε και να το εξαλείψουμε. Η εμπειρία μάς έχει διδάξει, ότι οι ενδιάμεσες εξελίξεις που ενεργοποιούνται  απ’ την τεχνολογική πράξη τείνουν να αυτονομηθούν, να αποκτήσουν δηλ. τη δική τους επιτακτική δυναμική, μιαν αυτόματη (εις μάτην…) ροπή, η οποία και τις καθιστά όχι μόνον ανεπίστρεπτες, όπως ήδη είπαμε, αλλά και ‘(αυτο-)προωθούμενες’, ξεπερνώντας τη θέληση και τον σχεδιασμό αυτού που πράττει. Αυτό που μια φορά ξεκίνησε, παίρνει τον ‘νόμο στα χέρια του’, και τα δεδομένα που δημιουργήθηκαν καθώς ξεκινήσαμε, καθίστανται σωρευτικά «νόμος» για τη συνέχειά του. Έστω κι αν «αναλαμβάνουμε λοιπόν εμείς οι ίδιοι την εξέλιξή μας», θα ξεγλιστρήση μέσα απ’ τα χέρια μας αναλαμβάνοντας η ίδια την προώθησή της, έτσι ώστε να ισχύη εδώ περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, ότι ενώ είμαστε ακόμα ‘ελεύθεροι’ κατά το πρώτο βήμα, γινόμαστε ‘δούλοι’ από το δεύτερο και σε όλα τα επόμενα. Και διαπιστώνουμε έτσι, ότι η επιτάχυνση τής τεχνολογικής εξέλιξης δεν αφήνει πλέον χρονικά περιθώρια να διορθωθούν ‘από μόνα τους’ τα λάθη (να αυτο-διορθωθούν…), κι ότι καθίσταται επιπλέον, ακόμα και στον χρόνο που ακόμα διατίθεται, ολοένα και πιο δύσκολη η διόρθωση, ολοένα και πιο ‘ελάχιστη’ η ελευθερία. Κι αυτό ενισχύει το χρέος μας ως προς τις ‘αρχές’ (ως προς αυτά που ξεκινάμε…), ώστε να επαγρυπνούμε περισσότερο απέναντι στις επαρκώς θεμελιωμένες (και διαφορετικές απ’ τις απλές ‘ονειροφαντασίες’) πιθανότητες συμφοράς, απ’ ό,τι απέναντι στις – εξίσου έστω θεμελιωμένες – ελπίδες.[Η ετερογονία τού σκοπού]

             3.  Το απαραβίαστο (η ‘ιερότητα’…) του υποκειμένου τής εξέλιξης

      Πρέπει επίσης να συλλογιστούμε, κατά τρίτον, και σ’ ένα λιγότερο μάλιστα πραγματιστικό (pragmatisch) επίπεδο, ότι υπάρχει η κληρονομιά μιας προηγούμενης (φυσικής…) εξέλιξης (Evolution) για να φυλάξουμε, η οποία δεν μπορεί να είναι βέβαια τόσο ‘κακή’, αφού πρέπει να έχη κληροδοτήσει στους τωρινούς κατόχους της την ικανότητα (που την αποδίδουν όμως σ’ αυτούς τούς ίδιους!) να αποφασίζουν για το καλό και το κακό. Μπορεί ωστόσο και να απωλεσθή αυτή η κληρονομιά. Όταν βρεθή κανείς σε μια γενικώς δυστυχή και άθλια θέση, μπορεί να περιμένη πως είναι καλύτερη (ούτως ή άλλως…) μια αλλαγή, ή έστω να ρισκάρη με θάρρος αυτό που υπάρχει (όπως π.χ. «ο προλετάριος, που δεν έχει να χάση τίποτα παρά τις αλυσίδες του») για κάτι άλλο, που αν μεν επιτευχθή, δεν θα μπορή παρά να είναι καλύτερο, κι αν αποτύχη, δεν θα έχουν χαθή και πολλά… Δεν μπορούν ωστόσο να επικαλεστούν αυτήν τη λογική οι υπερασπιστές ενός ουτοπικού (utopisch) τολμήματος. Διότι ξεκινούν με την ψυχή γεμάτη περηφάνεια για τη γνώση και την ικανότητα, που δεν μπορεί ωστόσο παρά να είναι καρπός μιας προηγούμενης φυσικής εξέλιξης. Είτε λοιπόν λοιδορούν αυτήν την εξέλιξη, έτοιμοι να ανατρέψουν ή και να ακυρώσουν, ως ‘ανεπαρκή’, τα αποτελέσματά της,  οπότε και τα αποκλείουν – ενώ είναι και οι ίδιοι ένα τέτοιο ‘αποτέλεσμα’ – από το (συγκεκριμένο…) έργο τους· είτε επιβεβαιώνουν πρώτα τα δικά τους προσόντα, και  επιδοκιμάζουν μετά και τις προϋποθέσεις τους  (σ.σ.: Πρόκειται δηλ. για μιαν παραλλαγή τού καρτεσιανού επιχειρήματος για τον κακό και ατελή Δημιουργό τής ύπαρξής μας – στον οποίον ‘αντιστοιχεί’, κατά τον ίδιον πάλι Καρτέσιο, μια τυφλή και ‘ανάξια’ φύση· όπου πρότυπο είναι φυσικά το αρχαίο εκείνο επιχείρημα για τον Κρητικό, που ισχυρίζεται πως όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες) .
      Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη ‘εκδοχή’, το να παραλειφθούν δηλ. ταυτόχρονα και η ‘ύβρις’ και η ΄πεποίθηση’ ικανότητας, και να πούμε απλώς πως, εφ’ όσον τίποτα δεν ‘κατοχυρώνεται’ (δεν ‘εξαγιάζεται’…) από τη φύση και άρα όλα επιτρέπονται, είμαστε ελεύθεροι να ‘παίξουμε’ δημιουργικά, καθοδηγούμενοι μόνον απ’ τη διάθεση τής ορμής μας για ‘παιχνίδι’, χωρίς άλλην απαίτηση απ’ το να κυριαρχούμε στους κανόνες τού παιχνιδιού, την απαίτηση δηλ. μιας τεχνικής ‘αρμοδιότητας’   (( Πόσο μάς θυμίζει αυτό τη «θεωρία τών παιγνίων»)). Αυτή η άποψη μιας μηδενιστικής και ανεύθυνης ή αναπολόγητης ελευθερίας δεν είναι βέβαια εσωτερικά αντιφατική (δηλ. ως προς τον ‘εαυτό’ της, αυτή η ίδια, κατά την υποκειμενική της άποψη! … ), αλλά δεν χρειάζεται και να τη συζητήσουμε καν, εφ’ όσον δεν θα εμπιστευθούμε ασφαλώς σε μια διακηρυγμένη ανευθυνότητα τη μοίρα μας. Χρειάζεται οπωσδήποτε μια κάποια αυθεντία για να προσδιοριστούν καθοδηγητικές εικόνες, η οποία δεν μπορεί όμως να στηρίζεται – αν δεν αρνηθούμε βέβαια την οποιαδήποτε ‘καταγωγή’ τού γνωστικού υποκειμένου απ’ τον κόσμο – παρά σε μιαν ουσιαστική επάρκεια του ενδοκοσμικού μας γίγνεσθαι.  Μιαν ‘επάρκεια’ της ανθρώπινης φύσης, η οποία προϋποτίθεται σε κάθε ‘εξουσιοδότηση’ για να καθοδηγήσουμε δημιουργικά τη μοίρα, και δεν είναι άλλη απ’ την ‘επάρκειά’ μας ως προς την αλήθεια, την αξιολόγηση και την ελευθερία, κάτι το ‘τερατώδες’ ωστόσο (το υπερμέγεθες, στα όρια του ανέφικτου…) μέσα στη ροή, στον ‘ποταμό’ τού γίγνεσθαι, απ’ τον οποίον και αναδύεται και τον υπερβαίνει, ενώ μπορεί ωστόσο να βυθισθή και πάλι σ’ αυτόν. Το οποίο μάς διδάσκει ταυτόχρονα, ότι υπάρχει κάτι το άπειρο (το ατελεύτητο…) για να φυλάξουμε, ή και να χάσουμε όμως μέσα στον ‘ποταμό’. Κι ότι δεν μπορεί να περιλαμβάνη ποτέ καμμιά απ’ τις ‘εξουσιοδοτήσεις’ που μας παρέχονται, την παραποίηση, τη διακινδύνευση ή τον «μετασχηματισμό» αυτού τού απείρου. Ότι δεν ‘αξίζει’ δηλ. ό,τι και να ‘κερδίσουμε’ κάτι τέτοιο, και καμμιά ‘υπόσχεση’ κέρδους, έναν τέτοιον κίνδυνο.
     Και όμως, κινδυνεύει να βρεθή ακόμα κι αυτή η ‘μεταφυσική’ μέσα στο ‘χωνευτήρι’ τής τεχνολογικής αλχημείας, σαν να μπορούσε να αναθεωρηθή ακόμα κι η προϋπόθεση για κάθε ‘αναθεώρηση’. Εντελώς ανεξάρτητα δε από το ότι είναι λανθασμένη μια τέτοια ‘εκτίμηση’, δεν συμβαδίζει καθόλου και η συνεπαγόμενη αχαριστία απέναντι στα κληρονομούμενα, με την ακραίαν ‘απόλαυση’ που μας προσφέρουν, να τολμούμε καν την αναθεώρηση. Για την ευγνωμοσύνη, την ευσέβεια και τον σεβασμό ως ‘συστατικά’ μιας ηθικής (Ethik), που καλείται να προστατεύση το μέλλον μέσα στην τεχνολογική θύελλα, και δεν μπορεί να το κάνη αυτό χωρίς το παρελθόν, θα πούμε περισσότερα αργότερα. Τώρα αρκεί να διαπιστώσουμε, ότι παρεμβάλλεται στο ‘παιχνίδι’, πέρα απ’ τη ‘φυσική’ μας καταγωγή, κι ένα μεταφυσικό ‘δεδομένο’, κάτι το Απόλυτο (Absolutum), που ζητά από εμάς, ως ύψιστο και ευάλωτο (τρωτό…) αγαθό, την ύψιστη ‘προστασία’. Ένα ‘χρέος’ που ξεπερνά ασύγκριτα όλες τις ‘εντολές’ και τις επιθυμίες μιας εξωτερικής ‘βελτίωσης’, και που όταν ‘προσβάλλεται’, δεν μπαίνουν πια στη ‘ζυγαριά’ πεπερασμένες δυνατότητες κέρδους ή απώλειας, αλλά ο ‘απόλυτος’ κίνδυνος μιας αιώνιας απώλειας απέναντι σε μιαν πιθανή και πεπερασμένη ‘ωφέλεια’. Είναι λοιπόν πράγματι γι’ αυτόν τον πολύτιμο στην ακεραιότητά του ‘πυρήνα’, που δεν προσδοκά από κανένα μέλλον τη ‘μακαριότητά’ του, εφ’ όσον είναι ήδη εκ ‘κατασκευής’ μακάριος, πολύ πιο σημαντική η επαρκώς προφανής πρόγνωση (Prognose) συμφοράς απ’ ό,τι η εξίσου ίσως προφανής, σ’ ένα κατώτερο όμως  ουσιαστικά επίπεδο, πρόγνωση ‘ευδαιμονίας’. Στην δε ‘καταγγελία’ περί «πεσσιμισμού» (απαισιοδοξίας…) μπορούμε να απαντήσουμε, πως η μεγαλύτερη απαισιοδοξία βρίσκεται στην πλευρά εκείνων που θεωρούν ως κακό ή και ανάξιο ό,τι μας έχει παραδοθή, ώστε να μη μπορούμε μ’ αυτό να τολμήσουμε μια πιθανή ‘βελτίωση’.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: