Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (59)

Συνέχεια από: Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.     
Τού Enrico Berti.
                                                      Κεφάλαιο ΙΙ.
         
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως και θεμελίωση τής νέας διαλεκτικής στον Χέγκελ.

Και νά λοιπόν η κριτική τού Χέγκελ "αλλά η νόηση δέν βρίσκεται εκφρασμένη σ'αυτή την μονόπλευρη τραβηγμένη (ξεχωριστή) ενότητα! Αυτή αξιώνει επίσης και την θέση αυτού απο το οποίο γινόταν αφαίρεση στην καθαρή ισότητα! Ζητά να θέσει το αντίθετο, την ανισότητα! Το πρώτο Α είναι υποκείμενο, το δεύτερο αντικείμενο και η έκφραση για την διαφορά τους είναι:  Α≠α ή Α=Β. Αυτή η αρχή αντιφάσκει οπωσδήποτε την προηγούμενη. Η νόηση είναι η μή-αφαιρετική σκέψη, η οποία υπολογίζει τα αντικείμενα στην πραγματικότητά τους, στην ολότητά τους, στις αμοιβαίες τους σχέσεις και με το όλον συγχρόνως, επομένως και στις διαφορές τους και στις αντιθέσεις τους. Αυτή λοιπόν δέν μπορεί να ικανοποιηθεί μόνον με την αφαιρετική ταυτότητα, θέλει να εκφραστούν και οι διαφορές, αλλά μή-διαθέτοντας άλλη γλώσσα παρά εκείνη που της προσφέρει η διάνοια (και να το θεμελιώδες σημείο, ο λόγος ο οποίος καθιστά αναγκαία την αντίφαση) είναι αναγκασμένη να αναποδογυρίσει αυτή που η τελευταία είχε δηλώσει και να θέσει την διαφορά, μάλιστα δέ την ανομοιότητα, η οποία εκφράζεται με το μαθηματικό σύμβολο ≠ ανάμεσα στο Α και στον εαυτό του, η οποία είναι ακριβώς μία αντίφαση!
          Σχετικά μ'αυτό όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η αντίφαση, ακόμη και αν είναι απαραίτητη στην αλήθεια, διότι είναι αλήθεια ότι η πραγματικότης αποτελείται και απο σχέσεις, απο διαφορές, απο αντιθέσεις, προκύπτει μόνον απο το γεγονός ότι έχει προσληφθεί η πρόταση σαν έκφραση αποκλειστικώς της ταυτότητος, δηλαδή έγινε πλήρης πρόσληψη, απο μέρους του Χέγκελ, τής λογικής τής ταυτότητος, η οποία κατάγεται απο τον μακρυνό Παρμενίδη, αλλά επαναπροτάθηκε στην μοντέρνα φιλοσοφία απο τον Λάϊμπνιτς και τους ακολούθους του (και πρίν απο αυτόν απο τον Καρτέσιο και τον Σπινόζα, οι οποίοι μείωσαν μεθοδολογικά την φιλοσοφία στα μαθηματικά) και υπεστηρίχθη, ακόμη στους χρόνους που έγραφε ο Χέγκελ, απο τον Κάντ και τον Φίχτε! Είναι κατανοητό, λοιπόν, ότι εκεί όπου η μοναδική σχέση η οποία αναγνωρίζεται σαν αληθινή είναι εκείνη τής απολύτου ταυτότητος, κάθε απλή διαφορά μεταμορφώνεται αμέσως σε μία αντίφαση! Για να πούμε για παράδειγμα ότι ένα οποιοδήποτε υποκείμενο διαθέτει ένα οποιοδήποτε κατηγόρημα, διαφορετικό απ'αυτό, πρέπει να πούμε σύμφωνα μ'αυτή την λογική, Α=Β, αλλά επειδή Β είναι διαφορετικό απο το Α, δηλαδή εξισούται με το να πούμε. Α≠Α, δηλαδή να πέσουμε σε αντίφαση! Η αντίφαση για την οποία κάνει λόγο ο Χέγκελ, είναι αυθεντική αντίφαση με την σημασία τού γράμματος, όχι μεταφορικά, είναι δηλαδή η αντίφαση εξ αντικειμένου, όπως εκείνη αυτού που θα έλεγε: ο κύκλος είναι τετράγωνος, μάλιστα δέ ο κύκλος είναι το τετράγωνο. Αυτή είναι μία αναγκαία αντίφαση, διότι στην πραγματικότητα υπάρχουν και οι διαφορές και μία αναζήτηση που θα ήθελε να είναι αληθινή, που θα ήθελε να πεί όλη την αλήθεια (μάλιστα "την " αλήθεια, γιατι αυτή είναι για τον Χέγκελ το Όλον: ο σκοπός της νοήσεως), χωρίς να αποσιωπά ένα μέρος (να μήν είναι δηλαδή αφηρημένη, με την έννοια της μερικότητος, μονοσήμαντα), πρέπει να πεί και τις διαφορές, ακόμη και αν έλθει σε αντίφαση!
          Αλλά γίνεται επίσης κατανοητό ότι η αντίφαση δέν θα ήταν αναγκαία, εάν είχε προσληφθεί μία διαφορετική λογική, μία λογική δηλαδή όπως εκείνη η οποία βρίσκεται στο θεμέλιο τού Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, όπου η πρόταση δέν εκφράζει μόνο την ταυτότητα, αλλά και την διαφορά! Είδαμε πραγματικά πώς επιβεβαίωσε ο Πλάτων, στον Σοφιστή, ότι όλες οι ιδέες μετέχουν τόσο τής ταυτότητος όσο και της διαφοράς και πώς ο Αριστοτέλης βεβαίωσε, στην Μεταφυσική, ότι το διαφορετικό δέν είναι το αντιφατικό τής ταυτότητος (τού ταυτού) ακριβώς διότι μαζί με το ταυτό (το ταυτόσημο) λέγεται για όλα τα πράγματα! Ο Αριστοτέλης μάλιστα πρόσθετε την βεβαίωση ότι η ταυτότης μπορεί να λεχθεί, να ειπωθεί για πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους και έφτασε μέχρι του σημείου να πεί ότι όταν λέγεται για ένα μόνο πράγμα σε σχέση με τον εαυτό του, αυτή συνεπάγεται ότι αυτό το πράγμα υπολογίζεται σαν δύο διαφορετικά πράγματα (Μετ. 1018 α 7-9, όπως και 1054 b 18-20). Στο πλαίσιο αυτών τών φιλοσοφιών μπορούμε άνετα να διατυπώσουμε την πρόταση Α=Β, η οποία είναι μορφή τόσο τών ουσιωδών κατηγορημάτων, όσο και τών τυχαίων, τών συμβεβηκότων. Είναι δηλαδή έκφραση τόσο τής ταυτότητος (ολοκλήρου ή μερικής) όσο και της διαφοράς, χωρίς να δίνει καμμία αντίφαση! Η συνθήκη η οποία καθιστά δυνατή αυτή την δήλωση είναι, όπως έχουμε δεί μιλώντας για τον Αριστοτέλη, ότι το ρήμα "είναι" δέν σημαίνει μόνον "είναι ταυτόν" ή "υπάρχει" αλλά επίσης και "είναι προσδιορισμένο μ'αυτόν τον τρόπο" ή "είναι σχετικό μ'εκείνο το πράγμα" ή "συμπεριφέρεται με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο" ή "συμβαίνει σε έναν συγκεκριμένο χρόνο", έχει δηλαδή πολλές σημασίες, είναι πολυσήμαντο! Εάν όμως το "είναι" είναι μονοσήμαντο, τότε η αντίφαση είναι αναπόφευκτη, αλλά η αιτία αυτού του αναπόφευκτου είναι ακριβώς το μονοσήμαντο Είναι, δηλαδή η Ελεατική προϋπόθεση!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου