Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (6)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 23 Απριλίου 2019
                            
                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
                       ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥΣ  (συνέχεια 4η)
     
Ο μύθος είναι μια γενική προϋπόθεση τής ζωής τών Ελλήνων. Ο πολιτισμός στο σύνολό του, με όλα τα γεγονότα και τις εκδηλώσεις του, παρέμεινε όπως ήταν τα αρχαία χρόνια και εξελίχθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς. Μυθική ή ιερή προέλευση αποδίδονταν σε πολλές εκδηλώσεις της καθημερινότητας και υπήρχε ένα έντονο αίσθημα εγγύτητας μ’ αυτήν. Ολόκληρη η ελληνική φυλή αισθανόταν κληρονόμος και δημιουργός των ηρωικών χρόνων· μια αδικία που μπορεί να είχε συντελεστεί στους αρχαίους χρόνους ανέμενε ακόμα την αποκατάστασή της σε μια πολύ μεταγενέστερη εποχή· ο Ηρόδοτος ξεκινά την αφήγηση της μεγάλης αντιπαράθεσης Ανατολής και Δύσης με την αρπαγή τής Ηούς, ενώ οι Περσικοί Πόλεμοι εμφανίζονται ως συνέχεια του Τρωικού Πολέμου. Όταν, το 396 π. Χ., ο Αγησίλαος ξεκίνησε  την εκστρατεία κατά των Περσών, πέρασε πρώτα από την Αυλίδα για να προσφέρει θυσία προς τιμήν του Αγαμέμνονα· εκεί είχε επιπλέον και την δυσάρεστη έκπληξη να του επιτεθούν οι ιππείς της Θήβας. Σε κάποιες επίσημες διαπραγματεύσεις προβάλλονται ως επιχειρήματα οι υπηρεσίες που είχαν άλλοτε προσφερθεί από τους  προγόνους· για παράδειγμα οι Αθηναίοι, διεκδικώντας την πρώτη γραμμή στο μέτωπο κατά τη μάχη των Πλαταιών πριν από τους Τεγεάτες, επικαλέσθηκαν ως τίτλους τιμής την προσφορά τους στους Ηρακλείδες, τη νίκη κατά των Αμαζόνων, την ταφή των επτά ηρώων που έπεσαν στις Θήβες, τις επιδόσεις τους στον πόλεμο της Τροίας, και τελευταία μόνο τη νίκη τους στη μάχη του Μαραθώνα. Οι επικήδειοι των Αθηναίων προς τιμήν νεκρών πολεμιστών προσφέρουν τα κατ’ εξοχήν παραδείγματα αυτής της ζωντανής παράδοσης· μόνο ο Περικλής είχε το θάρρος να παραλείψει στον επιτάφιό του τις επικήδειες τιμές των μυθικών προγόνων, και να απευθύνει έκκληση μόνο στις υπάρχουσες δυνάμεις των Αθηνών. Πολύ αργότερα, τον 4ο αιώνα, οι Πισάτες, επικαλούμενοι μιαν «αρχαία μυθική παράδοση», υποστήριξαν ότι σ’ αυτούς και όχι στους Ηλίους θα έπρεπε να ανατεθεί η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων· εκείνη την εποχή (υπό τον Επαμεινώνδα) οι Θήβες, «ενθυμούμενες τη φήμη τους κατά τους ηρωικούς χρόνους έχαιραν μεγάλης αυτοεκτίμησης», και λίγο αργότερα ο Φιλόμηλος απέδειξε το δικαίωμα κτήσης των Φωκέων επί των Δελφών επικαλούμενος δύο στίχους από τον Όμηρο. Οι Αθηναίοι, εξοργισμένοι από τη συμμαχία των Θηβών με το Άργος, έστειλαν στην Αρκαδία τον ρήτορα Καλλιστράτη, ο οποίος επέλεξε το παράδειγμα του Οιδίποδα και του Ορέστη για να κατηγορήσει τις δύο αυτές πόλεις· ο Επαμεινώνδας σηκώθηκε τότε και είπε: «Αναγνωρίζουμε ότι συνέβη σ’ εμάς μια πατροκτονία και στους Αργείους μια μητροκτονία· εμείς όμως  εκδιώξαμε τους υπεύθυνους και οι Αθηναίοι τους περιέθαλψαν». Ενώπιον της συγκλήτου του αυτοκράτορα Τιβερίου εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν το δικαίωμα  ασύλου των ναών της Μικράς Ασίας επικαλούμενοι αρχαίες μνήμες, και το Αρτεμίσιο της Εφέσου προέβαλε την παράδοση της γέννησης των τέκνων της Λητούς στο ιερό του δάσος, το ότι ο Απόλλων κατέφυγε εκεί αργότερα για να διαφύγει την οργή του Διός, το ότι σ’ αυτή την ίδια τοποθεσία ο Διόνυσος, μετά τη νίκη του επί των Αμαζόνων, τους απένειμε χάρη, και τέλος ότι η λατρεία αυτού του τεμένους όφειλε την αίγλη της στη νίκη του Ηρακλή επί των Λυκίων. Όταν οι Μεγαρείς απένειμαν στον Μέγα Αλέξανδρο τον τίτλο του πολίτη λέγεται ότι έβαλε τα γέλια, αλλά οι δικοί του έσπευσαν να τον ενημερώσουν ότι ποτέ οι Μεγαρείς δεν είχαν παραχωρήσει σε κάποιον αυτόν τον τίτλο, εκτός από τον Ηρακλή. Οι Σπαρτιάτες, είτε κατά τους πολέμους είτε σε επίσημα διατάγματα, θεωρούσαν επίσης τους εαυτούς τους απογόνους του ήρωα και των γιών του των Ηρακλειδών. Τα ενδύματα, καθώς και τα έθιμα του παρελθόντος, προστατεύονταν με κάθε τρόπο, επειδή η μυθική τους προέλευση είχε ιδιαίτερη αξία.
     Για να αντιληφθούμε σε ποιο βαθμό επενεργούσαν οι παραδόσεις αυτού του είδους αρκεί να αναφέρουμε ότι μια κατάρα μπορούσε να κρατήσει μιαν οικογένεια δέσμια εσαεί.  Η μεγάλη οικογένεια των Αγιδών βασιλέων της Σπάρτης, απόγονοι των Λαβδακιδών της Θήβας, έχανε όλα τα παιδιά της· ακολουθώντας έναν χρησμό, αφιέρωσαν ναό στις Ερινύες του Λάιου και του Οιδίποδα, με αποτέλεσμα τα παιδιά τους να μένουν στη ζωή. Ο Πίνδαρος προσπάθησε να παρηγορήσει τον Θήρωνα τον Ακραγαντινό που πίστευε ότι η οικογένεια του ήσαν απόγονοι αυτής της καταραμένης δυναστείας, υποστηρίζοντας ότι «στις συμβάσεις που διαπράττονται σύμφωνα με το δίκαιο ή ενάντια στο δίκαιο, ούτε ο πατήρ όλων ο χρόνος δεν μπορεί να εξαλείψει τα τετελεσμένα · μια όμως ευχάριστη μοίρα μπορεί να φέρει τη λησμονιά τους». Όταν όμως δεν πρόκειται μόνο για οικογένειες τα πράγματα είναι διαφορετικά, και οι πόλεις που βρέθηκαν στο επίκεντρο τρομακτικών μύθων δεν επιθυμούσαν συνήθως να απαλλαγούν απ’ την επίδρασή τους. Στην αφήγησή του Περί της μη-πτώσης της Τροίας, ο Δίων o Χρυσόστομος απευθύνεται στους κατοίκους του Ιλίου ως εξής: «Δεν εκπλήσσομαι που κι εσείς, κάτοικοι του Ιλίου, πιστεύετε περισσότερο τον Όμηρο, που σας παρέθεσε ένα σωρό από τόσο μεγάλα ψέματα, και όχι τη δική μου αλήθεια, και που τα παιδιά σας είναι υποχρεωμένα από νεαρή ηλικία να μαθαίνουν ραψωδίες οι οποίες μόνο κατάρες περιλαμβάνουν για την πόλη σας. Αν πήγαινα στο Άργος, κι εκεί δεν θα ήθελαν να αρνηθούν τον Ατρέα και τον Θυέστη, και θα με έδιωχναν τελικά από την πόλη τους. Οι κάτοικοι των Θηβών θα ήσαν περήφανοι για την οργή της Ήρας που τους έστειλε τη Σφίγγα να καταβροχθίζει τα παιδιά τους, και για τον Οιδίποδα που φόνευσε τον πατέρα του και περιπλανήθηκε τυφλός κ.ο.κ. Διότι η επιθυμία (το κυνήγι) της δόξας βασανίζει τόσο πολύ τους ανθρώπους, που προτιμούν να αναδειχθούν μέσα από τις μεγαλύτερες δυστυχίες παρά να ζήσουν μιαν αφανή ζωή μακριά από κάθε δυστυχία».
    Η ιστορία της αρχαίας Αθήνας είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική, διότι μας δείχνει ξεκάθαρα τη διπλή όψη του μύθου: από τη μια πλευρά ο μύθος βυθίζεται πραγματικά στο παρόν, ενώ από την άλλη η ιστορική πορεία επιστρέφει με ένταση μέσα στον μύθο. Η Αττική ήταν κληρονόμος ενός εξαιρετικά πλούσιου παρελθόντος· έτσι σχεδόν όλα τα δικαστήρια των Αθηνών προήρχοντο από τον θρυλικό κόσμο, ξεκινώντας από τον Άρειο Πάγο, στον οποίον άλλοτε δικάστηκε ο Άρης για το φόνο του Αλιρρόθιου· το δικαίωμα της κληρονομικής διαδοχής σε πολλά λειτουργήματα ώφειλε την καταγωγή του στην αρχαιότητα. Από μιαν άλλη άποψη βλέπουμε να επιβιώνει στη χώρα μια αρχαία προϊστορία, στην οποία έχει εν μέρει αποτυπωθεί βαθειά το στοιχείο του μύθου, και συνδέεται με τα ονόματα του Κέκροπα, του Αμφικτύονα, του Εριχθόνιου, του Πανδίονα, του Ερεχθέα, των Μητιονιδών κ.ο.κ. Αλλά όλα αυτά τα πρόσωπα ξεπεράστηκαν και κατέληξαν να είναι σχεδόν περιττά με την εμφάνιση της φυσιογνωμίας του Θησέα, ο οποίος υπήρξε αφ’ ενός ένας πραγματικός μυθικός ήρωας που επηρέασε ολόκληρη την ελληνική μυθολογική παράδοση, αλλά αφ’ ετέρου μια προσωποποίηση της πολιτικής εξέλιξης της Αττικής, της οποίας αρκετά από τα ύστερα στοιχεία της υπήρξαν απόρροια των εκδηλώσεων και των συμβάντων που σχετίζονται μαζί του. Όπως γνωρίζουμε, υπάρχουν στον Πλούταρχο δύο βιογραφίες που αποτελούν αποστάγματα αυτού του είδους της παράδοσης και σχετίζονται με συμβάντα που βιώθηκαν έκτοτε από ολόκληρους λαούς: η βιογραφία του Λυκούργου και η βιογραφία του Θησέα. Αλλά και πολύ πριν από τον Πλούταρχο, στον Ξενοφώντα, η μορφή του Λυκούργου απεικόνιζε την πεμπτουσία ολόκληρης της σπαρτιατικής ιστορίας, όπως και η μορφή του Θησέα αυτήν της αττικής ιστορίας ήδη από τον Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη. Ο Θησέας ήταν αυτός που ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία εξασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις επιβίωσης αυτού του Κράτους, το οποίο όμως είχε προϋπάρξει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα· εξολοθρεύει τέρατα και ληστές και συγκεντρώνει σε μια μοναδική πόλη πληθυσμούς που ζούσαν διάσπαρτοι σε όλη την Αττική χωρίς καμιά επαφή και συνεννόηση μεταξύ τους, έχοντας επιπλέον συγκρουσθεί στο παρελθόν, και εγκαθιδρύει την μεγάλη γιορτή των Παναθηναίων  η οποία συνενώνει όλους τους πρόσφατα  συνοικούντες πολίτες, καθώς και τις μετοικίες ή συνοικίες που επισφραγίζουν την ενοποίησή της. Αλλά, όπως και άλλοτε ήταν αυτός που σκότωσε τον ταύρο του Μαραθώνα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του λαού, είναι και τώρα ο πρώτος που συμμαχεί με τις μάζες ανατρέποντας τη βασιλεία. Κατά το διάστημα που φυλακίζεται στον Άδη, ένας Ερεχθείδης, ο Μενέσθενος, επίσης δημαγωγός, οδηγεί τον λαό σε  επανάσταση· στην επιστροφή του ο Θησέας βρίσκει μιαν εντελώς νέα κατάσταση και έναν λαό διεφθαρμένο· προσπαθεί να ανακαταλάβει την εξουσία, προκαλεί σοβαρές ταραχές, καταφεύγει μάταια στη δημαγωγία, και τελικά απηυδισμένος και κατατρεγμένος (καταραμένος) από την αθηναϊκή πολιτεία – υπήρχε ακόμη και η ένδειξη του τόπου όπου εκστομίστηκε αυτή η κατάρα – καταφεύγει στη Σκύρο, όπου ο Λυκομήδης τον γκρεμίζει από έναν υψηλό βράχο. Όταν αργότερα ρωτούσε κανείς για την προέλευση κάποιου θεσμού, ακόμη και γι’ αυτούς τους δύο οβολούς που έπρεπε να πληρώσουν οι ψυχές των νεκρών στον ζοφερό λεμβούχο, ακολουθούσε αβίαστα η εξής απάντηση: «Ο Θησέας το αποφάσισε». Ο χορός των γερανών, με τον πολύπλοκο βηματισμό του, ήταν η ανάμνηση των ελιγμών μέσα στον Λαβύρινθο· τον χόρεψαν για πρώτη φορά ο Θησέας και η Αριάδνη, συνοδευόμενοι από τους νέους και τις νέες που τους έσωσαν τη ζωή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η καθημερινότητα σε όλη την Ελλάδα συνοδεύονταν από τα χαρίσματα των αρχαίων χρόνων.
     Στους κατοπινούς χρόνους υπήρξε πάντοτε έντονη η αίσθηση μιας πραγματικά βαθειάς και ολοκληρωτικής συνοχής που διακατείχε τη ζωή ολόκληρης της πόλης, ολόκληρου του λαού. Η πραγματεία του Πλούταρχου Περί προθεσμιών της θείας δικαιοσύνης είναι μια συλλογή από ενέργειες της μυθικής περιόδου που εξαγοράστηκαν ή εξιλεώθηκαν από τους απογόνους, εν μέρει και μέχρι την εποχή που έζησε ο συγγραφέας της, και μ’ αυτήν την έννοια αποτελούν επιπρόσθετες αποδείξεις μέχρι ποιον βαθμό οι υπάρχουσες καταστάσεις συναντούν την προέλευσή τους στο βάθος του χρόνου. Μέσα σ’ όλα αυτά όμως βρίσκει το θάρρος να προσθέσει αυτή τη μεστή νοήματος πρόταση: «Στ’ αλήθεια, μια πόλη είναι πάντοτε ένα και μόνο σώμα», – και είναι γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες γνώριζαν ότι τα σφάλματα των προγόνων πληρώνονται από τους απογόνους.
     Θα ήταν στ’ αλήθεια μια τρέλα να φαντασθούμε ότι η επίμονη προσπάθεια εξάρτησης του παρόντος από το παρελθόν θα εξασφάλιζε μιαν ακριβή και τέλεια γνώση αυτού του τελευταίου. Καμιά ανάλυση δεν μας επιτρέπει πραγματικά να αποσυνθέσουμε στα στοιχεία της τη συνολική εικόνα που αντιλαμβάνεται το έθνος με τη χαρακτηριστική οξύτητα της νεανικής του ηλικίας, και δεν υπάρχει εν τέλει λόγος να ανησυχούμε γι’ αυτό. Όχι μόνο τα μυθικής προέλευσης γεγονότα, αλλά και τα πολύ μεταγενέστερα, έγιναν αντικείμενο των πιο διαφορετικών μορφών αφήγησης, έτσι που να καταλήξουν τελικά  απλώς τυπικά, αναμνηστικά  χαρακτηριστικά. Μια τέτοια εκτίμηση δεν μπορεί παρά να επηρεάσει σημαντικά την κρίση μας για τους Έλληνες.
     Πρόκειται για ένα έθνος που πάσχισε με όλα τα μέσα να υπερασπιστεί τον μύθο του ως ιδανικό θεμέλιο ολόκληρης της ύπαρξής του, και που με κάθε κόστος τον συσχέτισε με τις υλικές συνθήκες της ζωής του. Όχι μόνο δεν τίθεται θέμα να υπερισχύσει έναντι αυτού η ιστορία, αλλά και αυτό το ίδιο το έθνος δεν ανέχθηκε να παιχθεί στη σκηνή του κανένα δράμα με ιστορικό περιεχόμενο και δεν καλλιέργησε παρά ελάχιστα την ιστορική εποποιία, δηλαδή την επική αποτύπωση ενός σχετικά κοντινού παρελθόντος.
    Σε αντίθεση με κάθε είδους «ρομαντισμό», αυτό το έθνος έχει χαρακτηριστεί «κλασσικό». Διότι αν ρομαντισμός σημαίνει την προσάρτηση κάθε γεγονότος και ιδέας σε ένα μακρινό παρελθόν, στο οποίο προσδίδεται ποιητική μορφή, σ’ αυτή την περίπτωση οι Έλληνες απελευθέρωσαν ένα κολοσσιαίο απόθεμα ρομαντισμού μέσα από το μύθο τους, γεγονός που προσδιόρισε και το σύνολο του πνευματικού βίου τους. Κατόρθωσε ποτέ η γερμανική και κέλτικη εποποιία να κυριαρχήσει στον ορίζοντα του ύστερου Μεσαίωνα, έστω και σε έναν μικρό βαθμό;
     Στο δυτικό κόσμο μας υπάρχουν ελάχιστες τοποθεσίες με τις οποίες να συνδέεται κάποια ανάμνηση των θρύλων μας, και χωρίς τη συνδρομή εξειδικευμένων ερευνητών δεν θα γνωρίζαμε σχεδόν τίποτε για την παράδοση του Untersberg, του Hörselberg, του Eckartsberg και του Wasgestein. Ασφαλώς υπάρχουν ακόμη παντού φαντάσματα, αλλά οι θρύλοι που μιλούν γι αυτά ανήκουν στο χώρο της δεισιδαιμονίας και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αναχθούν στην αρχαία θεϊκή και ηρωική μυθολογία μας. Αντίθετα η Ελλάδα βρίθει από τοποθεσίες της κλασσικής αρχαιότητας και μνημεία σε άριστη κατάσταση, που είτε αναφέρονται στον εν γένει ελληνικό μύθο είτε σε μύθους τοπικούς.
     Κατ’ αρχήν σε κάθε περιοχή της χώρας, η λατρεία των θεών που είχε συνήθως  μεγάλη απήχηση, αναζητούσε τις κατά το δυνατόν αρχαιότερες και πλέον αξιοσέβαστες απαρχές, με τη σύμπραξη της λατρείας αναρίθμητων τοπικών ηρώων και επικεφαλής αυτόν που θεωρούνταν και ο ιδρυτής της εν λόγω πόλεως. Στη συνέχεια παντού ήταν έκδηλο το στοιχείο του πολυδαιμονισμού, που έδινε ζωή στην περιοχή, ακόμη και με τη μορφή ενός θρύλου που να αφηγείται τους έρωτες ενός ποταμού και μιας θαλασσινής θεάς. Ακόμα και το πιο απομακρυσμένο ιερό τέμενος διατηρούσε την ανάμνηση των αρχαίων χρόνων· στη Μεσσηνία, κοντά στην Καρδαμύλη υπήρχε στην ακτή μια τοποθεσία αφιερωμένη στις Νηρηίδες· σ’ αυτό το σημείο ακριβώς βγήκαν από τη θάλασσα για να χαιρετήσουν τον Πύρρο, γιό του Αχιλλέα και εγγονό της αρχηγού τους Θέτιδας, όταν αυτός ταξίδεψε στη Σπάρτη για να νυμφευθεί την Ερμιόνη. Στις διάσημες πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θήβα, επιδείκνυαν αναρίθμητες κατοικίες  που ανήκαν σε μυθικά πρόσωπα, χωρίς να αναφερθούμε στους υπάρχοντες ακόμη και σήμερα τάφους· είναι επίσης πιθανό να συνδέθηκαν με τον ελληνικό μύθο τύμβοι που αναγέρθηκαν από προϊστορικούς πληθυσμούς, ενώ λεγόταν επίσης ότι αυτοί που βρίσκονται στην Πελοπόννησο ήταν τάφοι των Φρύγιων συντρόφων του Πέλοπα.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου