Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ (6)

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ


Συνέχεια από: Σάββατο, 20 Απριλίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Φανέρωση  σε επίτομη (σύνοψη) του μυστηρίου κατά το δυνατόν, πώς ένας μεν ο Χριστός, πολλοί δε οι χριστοειδείς· και πώς αυτοί μεν άλλοτε καλούνται καινή κτίσις, άλλοτε δε άναρχοι και αΐδιοι· και ότι γενώμεθα κατά τη χάριν αύτη αλλά δεν κτιζόμαστε.

13. Αυτός λοιπόν, που έγινε εντελώς βέβηλος κι’ εξέπεσε της χάριτος του Θεού, ας τοποθετήσει θύρες στ’ αυτιά του. Ας ακούσουν όμως τη συναυλία των άγιων οι θιασώτες της άνωθεν διδομένης αΐδιας κινήσεως και ενεργείας και οι δια πίστεως εραστές της επιπνοίας (επιφοίτησης, φώτισης) του θείου Πνεύματος, που δεν είναι χωρίς ελπίδα της ουράνιας μεγαλοδωρεάς. Ο μεν Υιός του Θεού είναι ένας μετά του προσλήμματος· διότι είναι ενωμένος καθ’ υπόστασιν με την εξ ανθρώπων απαρχή, γι’ αυτό και λαμβάνει τα από εκεί ονόματα και συγχρόνως χαρίζει σ’ εκείνη τα δικά του. Δεν είπα όμως ένας με τον καθένα από τούς χαριτωμένους, όπως είναι ένας με το πρόσλημμα, διότι δεν έχει ενωθεί καθ’ υπόστασιν με τον καθένα από αυτούς, αλλά κατά ενέργεια και χάριν. Γι’ αυτό ένας είναι ο Χριστός εξ αιτίας της μιας κι εντελώς αμέριστης υποστάσεως του Λόγου του Θεού. «Διότι αυτή είναι χρίσις της ανθρωπότητος, που δεν αγιάζει με ενέργεια όπως στους άλλους χριστούς, αλλά με την παρουσία όλου του Χρίοντος». Διότι όλα μεν τα προσόντα του Πατρός ήσαν πάντοτε στον Λόγο, όλα δε τα προσόντα στον Λόγο τα παρέλαβε η προσληφθείσα σάρξ, γι’ αυτό ο Κύριος λέγεται ότι κατά το ανθρώπινον επήρε όσα είχε. «Ένας λοιπόν Χριστός, αλλά όχι ένας χριστοειδής». «Διότι», λέγει, «με το νεύμα του Θεού κινούνταν και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι έγιναν χωρητικοί της θείας ενεργείας με την απόθεση των σαρκικών ιδιωμάτων» και «είναι ζωντανές εικόνες του Χριστού και μάλλον ταυτόν με αυτόν κατά τη χάριν παρά αφομοίωμα».

14. Πολλοί λοιπόν είναι αυτοί και όχι μόνο πολλοί, αλλά και διαφορετικοί μεταξύ τους κατά το ποσό της μεθέξεως, αμερίστως μεριζόμενης της θεουργού ταύτης ενέργειας και χάριτος. Διότι, κατά τον Αρεοπαγίτη θεοφάντορα Διονύσιο, «το θεοπρεπές κάλλος είναι μεν αμιγές γενικώς (εντελώς καθαρό) από κάθε ανομοιότητα, αλλά μεταδοτικό του φωτός του στον καθένα κατά την αξία του»· «και η ανομοιότης (έλλειψη αφομοιώσεως) των νοερών όψεων (οράσεων) άλλοτε καθιστά (την υπερπλήρη φωτοδοσία της πατρικής αγαθότητος) εντελώς αμέθεκτη και αδιάδοτη εξ αιτίας της αντιστάσεώς των (εκείνων που υπόκεινται στην πρόνοια) κι άλλοτε διαφοροποιεί τις μετουσίες, κάνοντάς τες μικρές ή μεγάλες, αμυδρές ή λαμπρές, ενώ η πηγαία ακτίνα (ακτινοβόλος πηγή) παραμένει μία και απλή, πάντοτε ταυτισμένη με τον εαυτό της και υπερπληρωμένη». Διαφορετικά λοιπόν ο καθένας από τους αξιωμένους μετέχει της μεγαλοδωρεάς του Πνεύματος κατά την αναλογία της καθαρότητός του, μορφούμενος εναρμονίως προς εκείνο το κάλλος. Αλλά και όποιος έχει το μικρό και αμυδρό -διότι τίποτε δεν είναι εκεί πραγματικά μικρό- και όποιος λοιπόν έχει το μικρό ενώνεται διά μέσου τούτου προς ολόκληρο το θειότατο φως, διότι εκείνο μερίζεται αμερίστως και όχι όπως τα σώματα.

15. Γι’ αυτό πάλι κατά τον πολύ στα θεία Μάξιμο, «μια ενέργεια υπάρχει του Θεού και των άγιων, διότι κατά τούτη είναι ενωμένοι με αυτόν οι άγιοι», κατά την υπόστασιν όμως δεν είναι· διότι τούτο είναι γνώρισμα μόνο τού μοναδικού Χριστού. Επομένως, επειδή κατά τον ίδιο πάλι θεορρήμονα Μάξιμο «ο θεωμένος άνθρωπος κατά την έξιν της χάριτος όλος σε όλον περιχωρήσας ολικώς στο Θεό γίνεται κάθε τι που είναι ο Θεός πλην της κατ’ ουσίαν ταυτότητος, αντιλαβών (λαμβάνοντας) όλον τον ίδιο τον Θεό αντί για τον εαυτό του», ανταλλάσσονται κι’ εδώ καταλλήλως οι ονομασίες. Και ο άνθρωπος που επέτυχε τη θέωσιν καλείται ταιριαστά και από τα δυό, άλλοτε μεν άναρχος και αΐδιος και ουράνιος, όπως λίγο παραπάνω ακούσαμε, «εξ αίτιας της άκτιστης και πάντοτε ούσης χάριτος από τον πάντοτε όντα Θεό», άλλοτε δε καινή κτίσις και νέος άνθρωπος και τα παραπλήσια με αυτά εξ αιτίας εαυτού και της φύσεώς του, αν και καλείται έτσι μαζί με την συνημμένη χάριν. Ότι γεννώμεθα (γεννιόμαστε) θείως από τον Θεό μάλλον κατά τη χάριν αλλά δεν κτιζόμαστε, θα το παραστήσει σαφώς ο μέγας Αθανάσιος, λέγοντας, «αλλιώς οι άνθρωποι που είναι φύσει κτίσματα δεν θα μπορούσαν να γίνουν υιοί του Θεού, παρά μόνο αν δεχθούν του φύσει όντος και αληθινού Υιού το Πνεύμα· για να συμβεί λοιπόν τούτο, ο “Λόγος σάρξ εγένετο”, ώστε να ποιήσει (καταστήσει) το ανθρώπινον δεκτικό θεότητος και να το καλέσει υιόν».

16. Ο δε μέγας Βασίλειος λέγει, «ενώ είμαστε κτίσματα διά της του άγιου Πνεύματος υιοθεσίας γινόμαστε υιοί» και πάλι, «αν ομοίως ο Θεός κτίζει και γεννά, ομοίως κτίστης και Πατέρας μας είναι ο Χριστός –Θεός γαρ– και δεν υπάρχει ανάγκη της δια του αγίου Πνεύματος υιοθεσίας». Με τον λόγο αυτό δεικνύει τούτο, ότι για τούς αξιωμένους της θεοποιού δωρεάς του Πνεύματος ο θεός είναι Πατέρας κατά χάριν αλλ’ όχι δημιουργός, κι’ αυτοί λοιπόν ως προς αυτήν ευλόγως είναι επέκεινα των κτισμάτων. «Διότι ο γεννημένος εκ Πνεύματος είναι Πνεύμα» και «ο προσκολλώμενος στον Κύριο είναι ένα Πνεύμα μ’ Αυτόν», κατά την ευαγγελική και αποστολική φωνή. «Ο Θεός φυτρώνοντας ολόκληρος γύρω σ’ αυτόν πλήρως, κατ’ ενέργεια βέβαια και όχι κατά τη φύσιν της θεότητος», όπως λένε ο θείος Μάξιμος και ο θεολόγος Γρηγόριος, «τον καθιστά θείον όργανον και τον πληρεί με τη δόξα και μακαριότητα του, χαρίζοντας του ζωή αΐδια και ανεκλάλητη, για να θεωθεί όλος ο άνθρωπος, θεουργούμενος με τη χάριν του ενανθρωπήσαντος Θεού· μένοντας όλος άνθρωπος κατά ψυχή και σώμα από τη φύσιν του, όλος γινόμενος Θεός κατά ψυχή και σώμα από τη χάριν και την ταιριαστή σ’ αυτόν γενικά λαμπρότητα της μακαρίας δόξας, της οποίας ευσεβώς και φρονίμως δεν είναι δυνατό να εννοηθεί τίποτε λαμπρότερο και υψηλότερο». Όποιος δε επιχειρεί να κατεβάσει εκείνη τη λαμπρότητα και να την τοποθετήσει κάτω μαζί με την κτίσιν, δεν θα είναι περίεργο αν τοποθετήσει και τον Χριστό τον ίδιο και τούς εξ αίτιας αυτού χριστούς κάτω και να νομίζει ότι δεν διαφέρει κατά τίποτε από την κτίσιν. 

Αλλά ίσως στον μεν Χριστό δίδεις την κοινωνία της άκτιστης θεότητος, δεν την δίδεις όμως σ’ αυτούς πού έχουν αληθώς ενδυθεί εκείνον; Και πώς εκείνος είναι για μάς τέτοιος λογής, αν δεν κάμει κι’ εμάς το ίδιο, όταν προχωρήσουμε σ’ αυτήν, δεν λέγω απαράλλακτους, αλλ’ αφομοιωμένους και ενωμένους με αυτόν κατά τη χάριν; Και ποιά αξία έχει για μάς, αν εκείνος ναόν κατασκεύασε για τον εαυτό του και την εξ ανθρώπων απαρχή, εμάς όμως δεν μάς κατασκευάζει ναούς της θεότητός του; Πώς κοινωνούμε της θεότητος με αυτόν, αν δεν έχουμε ούτε της άκτιστης ενέργειας (θεότητος) την κοινωνία; Διότι να έχουμε την κοινωνία της φύσεως και της υποστάσεως εκείνης είναι αδύνατο.

συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου