Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (15)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 18 Ιουνίου 2019
                           
                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                      ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
1. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ
    

Αν υπάρχει μια πραγματικότητα που ο μύθος αναδεικνύει με σαφήνεια, είναι η ύπαρξη κατά την αρχαιότητα πληθώρας φυλών. Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα ενιαίο Κράτος, και ο βασιλιάς Πελασγός, γιός τού Παλαίχθωνος, που αναδύθηκε από τη γη στις Ικέτιδες του Αισχύλου, βασίλεψε από την Πελοπόννησο μέχρι τον Στρυμόνα και κατοικούσε στο Άργος, είναι ένα απόλυτα αυθαίρετο εφεύρημα του μεγάλου τραγικού. Αν διεισδύσουμε βαθύτερα στον πραγματικό μύθο η άποψη αυτή γίνεται σχεδόν αδιανόητη: και μόνο αν αναλογιστούμε τις συνεχείς επιδρομές που γνώρισαν οι αρχαίοι χρόνοι, θα συμπεράνουμε ότι είναι αδύνατον να υποθέσουμε την ύπαρξη ενιαίου Κράτους σε οποιαδήποτε στιγμή τής ιστορίας, ενώ η παρουσία μέσα στον μύθο πολυάριθμων φυλών εξηγεί την παρουσία αναρίθμητων βασιλέων και ηγεμόνων και τη δημιουργία δυναστειών ακόμη και στις πιο μικρές γωνιές και νησίδες τής χώρας. Όταν ο Ηρακλής, καθώς και άλλοι, καταλαμβάνουν κάποια απ’ αυτές, δεν δημιουργούν ένα μεγάλο Κράτος, αλλά παραδίδουν τον καρπό τού μόχθου τους για παράδειγμα στους νόμιμους ιδιοκτήτες του, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί. Αφηγούμενος τους πολέμους ο μύθος αρέσκεται να αναφέρει την πληθώρα τών στρατευμάτων, όπως για παράδειγμα – και παρακάμπτοντας την Ιλιάδα στους Επτά επί Θήβαις, όπου μάς περιγράφει πώς είχαν παραταχθεί οι Επτά με τα στρατεύματά τους μπροστά στις επτά θύρες τής πόλης.
     Θα περάσει όμως αρκετός χρόνος ώσπου να αποκτήσουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τη σύσταση της κάθε φυλής· οι αρχαιότεροι ήρωες είναι χωρίς αμφιβολία οι βασιλείς, οι οποίοι όμως συνήθως δεν έχουν στράτευμα και αντιμετωπίζουν μόνοι τούς  πολέμους και άλλες περιπέτειες, συνήθως σε συνθήκες που κανένας στρατός δεν θα μπορούσε να τους συμπαρασταθεί. Τελικά εμφανίζονται τα βασίλεια, η κυριαρχία τών οποίων συνδέεται για τους Έλληνες των αρχαίων αλλά και των μετέπειτα χρόνων με λίγο ως πολύ σαφέστερες εντυπώσεις: η Αθήνα τού Θησέα, η Θήβα τών Λαβδακιδών, το Άργος-Λακεδαιμονία τών Ατρειδών. Επειδή δεν μας ενδιαφέρουν οι αρχαιότητες, αλλά η αντίληψη που είχαν οι ίδιοι οι  Έλληνες για το ιστορικό τους παρελθόν, θα αφήσουμε κατά μέρος τα μνημεία αυτής τής πολύ αρχαίας ασφαλώς εποχής, τα οποία πραγματικά υπήρξαν, καθώς και τα φρούρια ή τα τείχη τής Τίρυνθας, των Μυκηνών και του Ίλιου, με τους απαράμιλλους θησαυρούς που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα· δεν θα αναρωτηθούμε επίσης αν ανήκαν σε έναν υπόδουλο και αγγαρεμένο λαό υπό το βάρος τής εξουσίας ενός ιερού νόμου, ή σε έναν ελεύθερα εργαζόμενο λαό σε αγαστή συνεργασία. Το ότι οι δυναστείες (Πελοπίδες κλπ) προέρχονται από αλλού, και ακόμη περισσότερο το ότι σε όλη τη διάρκεια της μυθικής εποχής ξένοι, δηλαδή μέτοικοι, έγιναν παντού και με μεγάλη ευκολία βασιλείς σε άλλη φυλή – όπως, για παράδειγμα, οι Ηρακλείδες βασιλείς τών Δωριέων, και ο ίδιος ο πρόγονός τους ο Ηρακλής, που ήταν αχαϊκής καταγωγής – είναι ένα ιστορικό γεγονός χωρίς ιδιαίτερη σημασία· κατά την εποχή τών μεγάλων επιδρομών, οι Βουργουνδοί είχαν ξένους ηγεμόνες και οι Λομβαρδοί αποδεχτήκαν μια δυναστεία Βαυαρών βασιλέων. Είναι πάντως γενικά αποδεκτό ότι η βασιλεία υπήρξε το μοναδικό καθεστώς Κράτους τών αρχαίων χρόνων, και για όσο διάστημα παρατηρούμε τούς πληθυσμούς τών φυλών να βρίσκονται σε συνεχή μετακίνηση και μετανάστευση, ήταν και το μόνο καθεστώς που θα μπορούσε να επιβιώσει. Και όταν αργότερα μια φυλή εγκαθίστατο κάπου, το ίδιο καθεστώς συνέχιζε να υπάρχει για κάποιο τουλάχιστον χρονικό διάστημα.
     Η βασιλεία, όπως την περιγράφει ο Όμηρος, είναι στην πραγματικότητα ένα τυπικό αμάλγαμα από εντελώς αρχαίες μνήμες, μεγαλειώδη ποιητική παράδοση και χαρακτηριστικά που ανήκουν στην καθαυτό ομηρική βασιλεία τής μετα-δωρικής εποχής που οδεύει προς την εξαφάνισή της. Αλλά τα παλαιά και επιφανή χαρακτηριστικά τών βασιλέων αυτής τής εποχής είναι για τους Έλληνες απόλυτα σαφή και οικεία· προερχόμενοι από τον Δία, προικισμένοι απ’ αυτόν με το σκήπτρο και την εξουσία, τοποθετημένοι επικεφαλής τής φυλής τους ως απόλυτοι άρχοντες, δικαστές και προσφέροντες θυσίες, περιστοιχισμένοι από μια μεγαλόπρεπη αυλή και ένα Συμβούλιο των γερόντων, συνοδευόμενοι από αμαξηλάτες, κήρυκες και αοιδούς, αποτελούν αλησμόνητες μορφές. Μόλις οι Έλληνες απέκτησαν πολιτική συγκρότηση, προσπάθησαν να σχηματίσουν μια πιο συγκεκριμένη άποψη για τη ζωή αυτών τών βασιλέων, ξεκινώντας από τον Ηρόδοτο, που πίστευε ότι είχαν έναν μετρημένο βίο: «Σ’ εκείνους τούς χρόνους, οι ίδιοι οι άρχοντες δεν γνώριζαν τη χλιδή, σε μεγαλύτερο τουλάχιστον βαθμό από τούς υπηκόους τους». Ο Θουκυδίδης από την πλευρά του υποστηρίζει ότι ανακάλυψε ποιοι ήταν ακριβώς οι φόροι και τα νόμιμα έσοδα αυτών τών αρχόντων. Αλλά ο Αριστοτέλης προχώρησε ακόμη περισσότερο και προσπάθησε να συλλάβει τη γέννηση της βασιλείας, αναγνωρίζοντας ότι το Κράτος είναι δυνατόν να συγκροτηθεί μόνο χάρη στον στοχασμό και την επίκληση της καλής θελήσεως· λέει επίσης ότι ο λαός επέλεγε ως βασιλείς αυτούς που διακρίθηκαν ως ευεργέτες στις τέχνες, στον πόλεμο, ή τη συγκέντρωση και τη διανομή τών εδαφών· και ότι η βασιλεία γεννήθηκε για να προστατέψει τούς ισχυρότερους ή τους προνομιούχους από τον λαό, ότι αυτή η βασιλεία είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επί τών υπηκόων της μόνο κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, και ότι διαρκούσε  για όσο διάστημα ήταν αποδεκτή από τον λαό, σε αντίθεση με την τυραννία, που βασιλεύει ακόμη και όταν έχει πάψει να είναι επιθυμητή. Μαζί όμως με όλα αυτά συνυπάρχει η μορφή ενός αρχαίου κυρίαρχου των θαλασσών, του Μίνωα, που έχει εποικήσει τα περισσότερα νησιά, έχει εκδιώξει όλους τούς Κάρες και Φοίνικες πειρατές και εγκαταστήσει ως κυβερνήτες τούς δικούς του ανθρώπους, και έχει καταπολεμήσει στο μέτρο τού δυνατού την πειρατεία, «προκειμένου να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη είσπραξη των φόρων», όπως προσθέτει η υπολογιστική σοφία τού Αθηναϊκού Κράτους. Μήπως ξέρουμε όμως αν αυτός ο Μίνωας δεν ήταν κι ο ίδιος ένας μέγας πειρατής, ένας Φοίνικας ! Σε άλλους ελληνικούς μύθους οι ήρωες ξεκινούν τη βασιλεία τους καθαρίζοντας τον τόπο από θηρία και τέρατα· όσο για τον Μίνωα, δεν ήταν μόνο ο βασιλιάς τής Κρήτης και πολλών άλλων νησιών· η ιστορία του συνδέεται επίσης με τον Μινώταυρο, που απαιτούσε φόρο αίματος από ανθρώπινα θύματα, με ένα δηλαδή είδος Τέρατος, έναν ασιατικό θεό τής Σελήνης, χωρίς να παραλείψουμε τον ρόλο του ως κριτού τής Κολάσεως, ως ενός κατακτητή που έφτασε μέχρι τη Σικελία και ως  φθονερού αφέντη τού Δαίδαλου. Είναι πολύ πιθανό να προείχε για κάποιο διάστημα το αίτημα για μιαν ενιαία κυριαρχία στη θάλασσα, ενώ την ίδια εποχή η ξηρά ήταν κατακερματισμένη, και η Κρήτη, ακριβώς εξ αιτίας τής «ευνοϊκής γεωγραφικής της θέσης» μπροστά στο σύνολο της ελληνικής θάλασσας, προσφέρονταν απόλυτα, χάρη στο μέγεθος και την πυκνή κατοίκησή της.
     Μετά τη δωρική επιδρομή αναδύθηκαν και άλλα κατακτητικά βασίλεια, δηλαδή δυναστείες με επικεφαλής πολεμιστές, όπως αυτή που συμβολίζουν οι Ηρακλείδες . Στους επόμενους αιώνες, καμμιά φορά ακόμη και μετά από μόλις μερικές δεκαετίες, αυτές οι δυναστείες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σιγά σιγά σβήνουν και μια ήδη προϋπάρχουσα αριστοκρατία καταλαμβάνει την εξουσία, προεικονίζοντας την ίδρυση της καθαυτό πόλεως. Σε ποιο βαθμό τα βασίλεια των εισβολέων μπορούν να εκμηδενιστούν μόλις σταματήσει η εισβολή μάς το διδάσκει η μεγάλη εισβολή τών γερμανικών φύλων, της οποίας τα περισσότερα Κράτη συρρικνώθηκαν και προέκυψε ένας παντοδύναμος λαός, οι Φράγκοι. Θα ήταν χαμένος χρόνος να προσπαθήσουμε να παραθέσουμε με ακρίβεια τί συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας· ο Όμηρος πάντως, που είδε να καταρρέουν βασίλεια της αρχαίας ηρωικής εποχής καθώς και της μετα-δωρικής περιόδου, μας παρέδωσε κάποια τουλάχιστον χαρακτηριστικά. Όταν ένας αξιόλογος γιός βασιλιά, όπως ο Αχιλλέας, σκοτωθεί στον πόλεμο, ο γηραιός πατέρας του ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην ίδια του τη χώρα. Όσο για τους μνηστήρες τής Πηνελόπης, και ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης, μας προσφέρουν ήδη την καθαρή εικόνα ύπαρξης μιας πολυπληθούς και άπληστης κάστας ευγενών. Ο λαός μπορεί επίσης να αποφασίσει για τη διεξαγωγή ενός πολέμου αντίθετα από την επιθυμία τού βασιλιά: «Οι οργισμένοι λόγοι τού λαού υπερίσχυσαν». Όταν η συνέλευση των Αχαιών πολεμιστών μπροστά στην Τροία είναι ταραγμένη, θυμίζει ήδη αρκετά την πραγματική δημοκρατική αγορά. Πρόκειται για έναν τόπο όπου ο άνθρωπος μπορεί να διακριθεί, όπως ακριβώς και στη μάχη, με τη δημιουργία μιας διαβαθμισμένης αξιολόγησης του ατόμου. Και όταν αργότερα διασκορπίζονται υποχωρώντας προς τα πλοία τους, ο Οδυσσέας χτυπά με το σκήπτρο του τους πολεμιστές φωνάζοντάς τους, σύμφωνα με τον περιβόητο ισχυρισμό, ότι δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί βασιλείς· ώσπου να ανασυσταθεί η συνέλευση, βλέπουμε να εμφανίζεται η εκφραστική μορφή τού Θερσίτη, μια πραγματικά προφητική μορφή ως προς τη δημαγωγία στην μελλοντική Ελλάδα. Πρόκειται για έναν επίμονο χλευαστή, που πάντοτε γνωρίζει κάτι περισσότερο, και οπωσδήποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του, και ο οποίος υπολογίζει στην έντονη θυμηδία που προκαλεί στους Αχαιούς. Ο ποιητής τον σκιαγραφεί ταυτόχρονα, σύμφωνα με την τυπικά ελληνική βεβαιότητα, σαν την πλέον απεχθή ύπαρξη, αλλήθωρο, ανάπηρο, παραμορφωμένο, με ένα γυμνό, αιχμηρό κρανίο, στο οποίο φυτρώνει μια τούφα από ελάχιστες τρίχες. Απευθύνεται στον Αγαμέμνονα χρησιμοποιώντας υποτιμητικά υπονοούμενα και καταλήγει  με όρους συμπαθείας για τον Αχιλλέα, που υποτίθεται ότι έχει προσβληθεί αλλά είναι, κατά τη γνώμη του, πολύ μαλθακός για να θελήσει να εκδικηθεί. Ο Οδυσσέας  όχι μόνον τού απαντά αλλά τον τσακίζει και στο ξύλο, προς γενική ικανοποίηση: «Συχνά ο Οδυσσέας είναι αυτός που διεκπεραιώνει τα απαραίτητα, τόσο στο Συμβούλιο όσο και στη μάχη. Και νά τώρα τί σπουδαίο κατόρθωσε μπροστά σε όλους μας: να κλείσει το στόμα αυτού τού μεγάλου εκτοξευτή ύβρεων !»· αυτή ακριβώς είναι η πεποίθηση του ποιητή, που τη θέτει στο στόμα ενός παρόντος προσώπου – αυτού τού «κάποιου» που παρεμβαίνει συνεχώς – αλλά και ολόκληρου του λαού για μιαν ακόμη φορά, ενώ στις πραγματικές συνελεύσεις τής ομηρικής εποχής άνθρωποι σαν τον Θερσίτη θα είχαν ενδεχομένως συχνά επιβάλλει την άποψή τους. Όταν αργότερα ο Αχιλλέας σκότωσε τον Θερσίτη, επειδή τον συκοφάντησε  με αφορμή τον έρωτά του για την Πενθεσίλεια, η πράξη του αυτή προκάλεσε, σύμφωνα με τον μύθο, έντονες αντιδράσεις στους Αχαιούς. Οι βασιλείς που επιθυμούν να δημιουργήσουν καλές εντυπώσεις, επιτυγχάνουν καλύτερα τον στόχο τους χρησιμοποιώντας την ευγένεια και ήπιους τόνους, και ο δίκαιος ηγεμόνας οφείλει να επιβάλλεται, σύμφωνα με
την έξοχη περιγραφή τού Ησιόδου, με «λόγους πλήρεις γλυκύτητας», κάτι που για να το πετύχει είναι απαραίτητο να έχει αυτό το χάρισμα τών Μουσών που λέγεται ευφράδεια. Όταν ο βασιλιάς δεχόταν μεγάλες πιέσεις από την αριστοκρατία μπορούσε να καταφύγει στη συμμαχία με τον λαό· και οι μνηστήρες τής Πηνελόπης φοβήθηκαν κάποια στιγμή μήπως ο Τηλέμαχος καλέσει τούς Αχαιούς, δηλαδή ολόκληρο τον λαό τής Ιθάκης, και του αποκαλύψει το δολοφονικό τους σχέδιο. Αλαζονικά όμως άτομα υπήρχαν ακόμη και ανάμεσα στον καλότυχο λαό τών Φαιάκων, όπως εκμυστηρεύεται η Ναυσικά στον Οδυσσέα.
     Τελικά η βασιλεία καταλήγει στην παρακμή και την κατάρρευση. Οικογενειακές έριδες, ανικανότητα και αλαζονεία τών διαδόχων, υπήρξαν συχνά οι αιτίες, όπως παραδέχεται ο Πρίαμος σχετικά με τους γιούς του, αφού οι καλύτεροι ανάμεσά τους είχαν χαθεί:
       «Αυτούς τούς σκότωσε ο Άρης, αφήνοντάς μου τους χειρότερους,
       Τους απατεώνες, τους χορευτές, που μόνο να λικνίζονται γνωρίζουν
        Και να αρπάζουν πρόβατα και κατσίκια από τούς ίδιους τους τούς     
        γείτονες».
     Παρομοίως, όταν  διάφοροι συγγενείς διαπληκτίζονταν για τον θρόνο και κατάφευγαν στη διαιτησία τής αριστοκρατίας και του λαού, η απαξίωση του θεσμού, ακολουθούμενη από την κατάρρευση, ήταν συχνά αναπόφευκτη. Ας αφήσουμε εδώ κατά μέρος τα πραγματικά κίνητρα, που ήταν διαφορετικά ανάλογα με την περίσταση, και ας σταθούμε στις ιδέες που χαρακτήριζαν τους  Έλληνες. Όταν ένας λαός δολοφονεί τον βασιλιά του για να καταπραΰνει την οργή τών θεών, πρόκειται για τον τρόπο έκφρασης ενός ολόκληρου λαού μέσα από τον μύθο του. Ακόμη και αν κίνητρο ήταν η διάσωση της δυναστείας, το αποτέλεσμα έρχεται σε αντίθεση με το περίφημο ρητό: «Αυτός ο τρελός σκότωσε τον πατέρα του και άφησε να ζήσουν τα παιδιά του». Έτσι η Αρκαδία έχασε όλους τούς βασιλείς της μετά από το διπλό έγκλημα κατά τών δύο Αριστοκρατών που δολοφονήθηκαν δια λιθοβολισμού, ο παππούς διότι βίασε μιαν ιέρεια και ο εγγονός επειδή πρόδωσε τους Μεσσήνιους. Αλλά η απόφαση δεν ήταν συνήθως εύκολη· στον Όμηρο ο Αμφίνομος, ο καλύτερος από τούς μνηστήρες, παραδέχεται ότι η απόπειρα κατά τού γένους τών βασιλέων προξενεί φρίκη. Ίσως όμως η βασιλεία να έπαυε κατά κάποιον τρόπο να υφίσταται από μόνη της, εξαιτίας μιας φρικτής τραγωδίας. Μετά την αυτοκτονία του Αριστόδημου οι Μεσσήνιοι δεν επέλεξαν άλλον βασιλιά, αλλά έναν στρατηγό με απόλυτη εξουσία σε καιρό πολέμου. Αντίθετα στους Αθηναίους αναδεικνύεται αμέσως ο στοχασμός που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη μυθική ιστορία τους: η θυσία τού Κόδρου απέδειξε ότι δεν υπάρχει κανένας αντάξιος διάδοχος ενός τόσο τέλειου άνδρα, και οι Ευπατρίδες υποβίβασαν τον γιό του Μέδωνα σε ισόβιο άρχοντα, ενώ οι υπόλοιποι νόμιμοι και μη γιοί του στάλθηκαν στην Ιωνία. Υπάρχει και μια ακόμη εκδοχή σχετικά με τους Αθηναίους: αποφάσισαν ότι δεν ήθελαν πλέον να έχουν βασιλείς, διότι είχαν καταντήσει αλαζονικοί και θηλυπρεπείς. Μερικές φορές η αλλαγή καθεστώτος οφείλεται σε αλλαγή προτιμήσεων. Όταν ο Ξάνθος τών Λαβδακιδών, βασιλιάς τών Θηβών (πολύν καιρό μετά την Τροία), έχασε τη ζωή του σε μια παράξενη μάχη, οι Θηβαίοι θεώρησαν ότι ήταν προτιμότερο να αναθέσουν την εξουσία σε περισσότερα άτομα, ώστε να μην εξαρτώνται τα πάντα από ένα μόνο άτομο. Στο Άργος, μετά από μια διένεξη στους κόλπους τής δυναστείας τών Τημενιδών, οι κάτοικοι, που από τους αρχαιότατους χρόνους έκλιναν προς την αυτονομία (δηλαδή την ελευθερία) και την ισότητα, προσπάθησαν να περιορίσουν την εξουσία τών βασιλέων, έτσι ώστε ο τρίτος βασιλεύς να διαθέτει μόνο τον τίτλο, ενώ ο πέμπτος ανακλήθηκε εντελώς με διάταγμα του λαού. Τέλος ο Αριστοτέλης συνοψίζει την όλη διαδικασία, υπογραμμίζοντας ότι οι βασιλείς έγιναν μισητοί και ότι ίσως έκαναν κατάχρηση της εξουσίας (ύβρις), κάτι που μόνον η εξουσία ενός τύραννου θα μπορούσε να επιτρέψει, και όχι αυτή – η περιορισμένη- εξουσία τού βασιλέα. «Η πτώση τους είναι επομένως εύκολη υπόθεση, διότι όταν δεν είναι πλέον επιθυμητοί οι βασιλείς καταργούνται, ενώ ο τύραννος, ακόμη και όταν δεν είναι επιθυμητός παραμένει». Αλλά και αυτοί που μοιράστηκαν την εξουσία συνετέλεσαν με τις διαμάχες τους στην παρακμή της. Οι βασιλείς τών Μολοσσών διατήρησαν την εξουσία τους στην Ήπειρο χάρη στη μετριοπάθειά τους, οι Σπαρτιάτες χάρη στον δικομματισμό και την περιορισμένη εξουσία τών εφόρων. Στις αποικίες που δημιουργήθηκαν μετά τη δωρική εισβολή η βασιλεία εμφανίζεται σαν ένα καθεστώς αβέβαιο. Στη Μίλητο αντιπαρατάχθηκαν δύο διεκδικητές τού θρόνου, και οι δύο από βασιλικό γένος και επομένως αθηναϊκής καταγωγής· επειδή ακολούθησαν ταραχές, η «κοινότητα» αποφάσισε να εμπιστευθεί τη βασιλεία σ’ αυτόν που θα ωφελούσε περισσότερο την πόλη. Δύο πόλεμοι διεξάγονταν εκείνη την εποχή, ο ένας εναντίον τής Καρύστου και ο άλλος εναντίον τής Μήλου, και έτσι οι δύο αντίπαλου αναγκάστηκαν να τραβήξουν κλήρο· και επειδή αυτός που εκστράτευσε κατά τής Καρύστου ήταν ο μόνος που πέτυχε μια καθαρή και μεγάλη νίκη, κατέκτησε και τον θρόνο «κατά τη συμφωνία». Με αυτές τις προϋποθέσεις η βασιλεία ήταν πολύ πιθανό να καταλυθεί κάθε στιγμή.
     Οι ιδιαίτερες εξουσίες που ανήκαν μέχρι τότε στους βασιλείς, παραδόθηκαν σε δικαστές: αυτός που ανέλαβε να εκτελεί τις επίσημες θυσίες τού Κράτους διατήρησε στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις, τον τίτλο τού βασιλέως· αυτοί είναι πιθανότατα οι μονάρχες τής Άσκρης στη Βοιωτία, τους οποίους με απόγνωση ο Ησίοδος ονομάζει «βασιλείς καταβροχθίζοντες τις προσφορές», ως καταπατητές τών νόμων.
    Όποιος όμως επιθυμούσε να σχηματίσει την κατά το δυνατόν καλύτερη άποψη για το τί συνέβαινε πραγματικά, θα έπρεπε να θητεύσει στη σχολή τών Αθηναίων. Ο Ισοκράτης στον Παναθηναϊκό του υποστηρίζει ότι οι αρχαίοι βασιλείς τών Αθηνών, άνθρωποι άμεμπτοι, υπεράνω όλων τών εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετώπισαν άλλες δυναστείες, είχαν τόσο καλά εκπαιδεύσει τον λαό στην άσκηση της αρετής και της σύνεσης, ώστε η μετάβαση στη δημοκρατία (που αποδίδει στον Θησέα) να μπορέσει να πραγματοποιηθεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αμέσως μετά την εξάλειψη της βασιλείας γεννιόταν μια καινούργια: παράδειγμα η γέννηση της δυναστείας τών Τημενιδών τής Μακεδονίας, την οποία ο Ηρόδοτος περιγράφει με ιδιαίτερα ποιητικό και γραφικό ύφος. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί εκείνη την εποχή πού επρόκειτο να οδηγήσουν την Ελλάδα οι απόγονοι αυτής τής ισχυρής δυναστείας.
     Η αριστοκρατία που διαδέχθηκε στην αρχή τη βασιλεία στα ελληνικά Κράτη, εμφανίζεται ως μια σχετικά ανίσχυρη μορφή απλής μετάβασης. Εγκαταστάθηκε κυρίως στις περιοχές όπου οι δωρικές επιδρομές είχαν επιτρέψει σε μια νικηφόρα φυλή, με ισχυρή εσωτερική συνοχή, να επιβάλει την κυριαρχία μιας ομάδας ατόμων σε μια μάζα υπηκόων που ανήκαν σε κάποιαν άλλη φυλή, και να συγκεντρώσει γύρω της το σύνολο των ευγενών. Μεταξύ αυτών τών Κρατών θα μελετήσουμε τώρα την ιστορία εκείνου που θωρείται κατά πολύ σημαντικότερο από όλα τα άλλα.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου