Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (14)


ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Πέμπτη, 13 Ιουνίου 2019
                           
                                 Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       Ι  
                                      Η    Π Ο Λ Ι Σ   (6η συνέχεια)
     
Το ύψιστο μεγαλείο και το απόλυτα ευγενές στη ζωή τών Ελλήνων σε περιόδους ευδαιμονίας προέρχεται από την πόλη, η οποία όμως κατά βάθος είναι επίσης γι’ αυτούς ένα είδος θρησκείας. Από την πλευρά της η λατρεία τών θεών, όπως θα δούμε, υπήρξε απόλυτα κυρίαρχη απέναντι στις ξένες θρησκείες, τις φιλοσοφίες και τις άλλες διασπαστικές θεωρίες, ως προς τη σημασία της για τη συγκεκριμένη πόλη, που όφειλε να την τηρεί με απόλυτη και σαφή συνέπεια, καθώς οι ιδιαίτερα σημαντικές λατρείες συνιστούσαν επιπλέον θεσμό τού Κράτους. Έτσι, ενώ η ίδια η πόλη συνιστά από μόνη της θρησκεία, περιλαμβάνει και ένα επιπλέον θρησκευτικό καθεστώς, το γεγονός τής από κοινού συμμετοχής στις θυσίες και τις τελετές, που αποτελεί ακριβώς έναν παράγοντα ισχυρής συνοχής μεταξύ πολιτών, ακόμη και πέρα από τούς νόμους, το σύνταγμα και τη συναναστροφή με τις επίσημες αρχές. «Επειδή λοιπόν όλα αυτά τα προσφέρει το Κράτος, που είναι και το μόνο που μπορεί να τα προσφέρει, διακρίνουμε εδώ πολύ καθαρά γιατί ο Έλληνας δεν χρειάζεται μιαν Εκκλησία, γιατί τού αρκεί να είναι ένας καλός πολίτης και ταυτόχρονα ευλαβής με τον δικό του τρόπο, γιατί δεν υπάρχει η φιλοδοξία τής αναρρίχησης στην ιεραρχία, γιατί η ανώτερη θρησκευτική εξουσία (στην Αθήνα), ο άρχων-βασιλεύς, είναι λειτουργός τού Κράτους, γιατί τέλος η λατρεία τών θεών με διαφορετικούς τρόπους από αυτούς που ορίζει το Κράτος συνιστά ασέβεια, όχι μόνον απέναντι στην ίδια την πίστη αλλά και απέναντι στο χρέος τού πολίτη».
     Όταν όμως η πόλη άρχισε να παρακμάζει, η λατρεία τών θεών, ακόμη και εκείνη «τού θεού προστάτη τής πόλης» και των ηρώων, δεν  επαρκεί και θεοποιείται πλέον η ίδια η πόλη με τη μορφή μιας Τύχης, στολισμένης με στεφάνι . Η αλλαγή αυτή περιγράφεται με απροσδόκητη ακρίβεια σε ένα απόσπασμα του Πινδάρου. Απευθύνεται στην Τύχη, που στην προκειμένη περίπτωση είναι πλέον η προσωποποίηση της Μοίρας, του πεπρωμένου, και της αναγνωρίζει αυτή την κοινή ιδιότητα, ικετεύοντάς την να προστατέψει μια συγκεκριμένη πόλη: «Σε εκλιπαρώ, ώ κόρη τού απελευθερωτή Δία, φτερούγισε γύρω από την παντοδύναμη Χίμαιρα, σωτήρια Τύχη ! Συ που κυβερνάς στη θάλασσα τα ταχύπλοα καράβια, και στην ξηρά τις σκληρές μάχες τών πολεμιστών και τους διαλόγους στις αγορές». Αλλά η λατρεία τής αφιερωμένης στην Τύχη πόλης με τον αντίστοιχο ναό, ενίοτε κοσμημένο με γιγάντια αγάλματα, αρχίζει να εμφανίζεται κυρίως τον 5ον αιώνα. Αυτή η Τύχη διαφοροποιείται από την αρχαία παραδοσιακή Τύχη με την εσθήτα και το κέρας τής αφθονίας, όπως είχε απεικονίσει ο Bούπαλος για τους κατοίκους τής Σμύρνης, και είναι διακοσμημένη με διάδημα ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τόπου. Η παράδοση αυτή οδήγησε στη δημιουργία μορφών εντυπωσιακού κάλλους, που συναντώνται ακόμη και σε μεταγενέστερες εποχές, ως απομιμήσεις τών αρχαίων γλυπτών, και δεν παύουν να μας εντυπωσιάζουν όταν τις συναντάμε, όπως τα μπρούντζινα αγάλματα που κοσμούσαν τους κίονες του Ολυμπιείου του Αδριανού, στην Αθήνα, αναπαριστώντας τις Τύχες τών αθηναϊκών αποικιών. Πιθανόν το Τυχαίον να ήταν πολύ συχνά, αν όχι ο μεγαλύτερος, ίσως ένας από τους κομψότερους ναούς της πόλης, και κάποιος από τους όψιμους ρήτορες περιέγραψε αργότερα τον πλούτο  αυτής της ιδεατής μορφής.
     Στο μεταξύ η Τύχη έπαψε να αντιπροσωπεύει την πόλη, δεδομένου ότι η θριαμβεύουσα δημοκρατία, στις περισσότερες περιπτώσεις αισθάνονταν υποχρεωμένη να ταπεινώσει  τούς αντίπαλους της που είχε μόλις υποτάξει, εξιδανικεύοντας τον εαυτό της πλέον στη μορφή αυτού που αποκαλείται ο δήμος. Και εδώ επίσης βρίσκουμε γιγαντιαίες αναπαραστάσεις, όπως για παράδειγμα το άγαλμα στην αγορά τής Σπάρτης, που ίσως κατασκευάστηκε την πιο απογοητευτική γι’ αυτήν την πόλη εποχή. Δεδομένου ότι αυτός ο δήμος είχε συνήθως τη μορφή τού «καλού δαίμονα», μπορούσαν να του αφιερώσουν και μιαν ειδική λατρεία. Όλες αυτές οι θεοποιήσεις είχαν πάντοτε τον ίδιο σκοπό, να εξασφαλίσουν μια διαρκή ευδαιμονία· δεν μας είπαν όμως αν είχαν ακόμη μάτια να βλέπουν αυτά τα αγάλματα, όταν όλα είχαν πλέον καταρρεύσει.
     Η πόλη εξακολουθεί όμως να εμφανίζεται σαν ένα ιδανικό σύνολο με μιαν άλλη έννοια και μιαν άλλη μορφή, αυτή τη φορά μέσα από τον νόμο της, όρος που όπως γνωρίζουμε περικλείει τούς πολιτικούς νόμους και το σύνταγμα. Πρόκειται για έναν παντοδύναμο αντικειμενικό παράγοντα, που διέπει ολόκληρη την ύπαρξη του πολίτη, τη συνολική συμπεριφορά του, και που δεν αρκείται μόνον, όπως στον σύγχρονο κόσμο, στην προστασία τού ατόμου, την προτροπή πληρωμής τών φόρων και την υποχρέωση υπεράσπισης της χώρας του, αλλά συνιστά την ψυχή τών πάντων. Οι νόμοι και το σύνταγμα επαινούνται με τους πλέον ευγενείς όρους, θεωρούνται εφεύρημα και δωρεά τών θεών, χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης, φύλακες και προστάτες όλων τών αρετών. Είναι οι «άρχοντες των πόλεων», σε βαθμό που ο Σπαρτιάτης Δημάρατος προσπάθησε κάποτε να εξηγήσει στον Ξέρξη ότι οι συμπατριώτες του έχουν έναν τυραννικό άρχοντα, τον νόμο, που τον τρέμουν πολύ περισσότερο απ’ όσο οι Πέρσες τον Μέγα Βασιλιά τους. Οι δικαστές είναι ιδιαίτερα αυτοί που, σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποιεί ο Πλάτων, οφείλουν να είναι υπηρέτες τού νόμου. Έτσι ο νομοθέτης εμφανίζεται ως υπεράνθρωπη ύπαρξη και η δόξα ενός Λυκούργου, ενός Σόλωνα, ενός Ζάλευκου, ενός Χαρώνδα ακτινοβόλησε για πολύ ακόμη στον κόσμο, ώστε και ο νομοθέτης τών Συρακουσών Διοκλής να τιμάται ως ήρωας και μετά τον θάνατό του, με την ανέγερση ιδιαίτερου ναού.
     Ο νόμος αυτός δεν θα πρέπει σε καμμιά περίπτωση να υπηρετήσει παροδικές διαθέσεις ανθρώπων ή συγκυριακών ομάδων· η τήρηση των αρχαίων νόμων αποτελούσε, τουλάχιστον στη θεωρία, καύχημα των κυβερνώντων· και επιπλέον μια θεμελιώδης ισχύς αναγνωρίζονταν στα ήθη και έθιμα που συνόδεψαν τη δημιουργία τής πόλης, των οποίων οι νόμοι αποτελούσαν απλώς την έκφραση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και ατελείς νόμοι, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνταν απαρέγκλιτα, αποτελούσαν εγγύηση μεγαλύτερης ασφάλειας απ’ ό,τι η ανάγκη μετατροπής τους. Αυτό πίστευε και ο Αλκιβιάδης, όπως φαίνεται στο τέλος τού ιστορικού λόγου του υπέρ τής εκστρατείας στη Σικελία. Σε μερικές πόλεις τα παιδιά όφειλαν να αποστηθίζουν τούς νόμους σύμφωνα με μιαν ορισμένη μελωδία ή έναν ρυθμό, όχι μόνο για να τους διατηρούν στη μνήμη, αλλά και για να παγιωθεί η αμετάβλητη φύση τους. Μήπως και ο Κανόνας δεν έχει το διπλό νόημα του νόμου και της μελωδίας ;
     Από μιαν άλλην όμως άποψη, υπάρχουν αρχαίες πηγές, και όχι μόνο μεταγενέστερες, που αφηγούνται ότι ο Σόλων, πριν εγκαταλείψει τη χώρα του για δέκα χρόνια, αφού είχε ολοκληρώσει το έργο του, δέσμευσε τους Αθηναίος με επίσημους όρκους, ότι δεν θα μεταβάλουν κατά την απουσία του τη νομοθεσία . Λίγο αργότερα όμως ξέσπασε μεγάλη πολιτική κρίση και οι Αθηναίοι τροποποίησαν το σύνταγμά του καθιστώντας το απόλυτα δημοκρατικό. Το ίδιο συνέβη και σε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ οι περισσότερες αποικίες, παρά τις αρχαίες νομοθεσίες τους, έζησαν μια ταραγμένη και θυελλώδη ιστορία. Στην ολοκληρωμένη δημοκρατία εμφανίζεται στη συνέχεια μια διαρκής επιθυμία αναθεώρησης, και παρότι στη θεωρία το σύνταγμα τιμάται και εγκωμιάζεται, στην πράξη αναθεωρείται και παραβιάζεται κατά κόρον, με μια σειρά από συνεχή διατάγματα. Πρόκειται για μια συνθήκη όπου, σύμφωνα με την έκφραση του Αριστοτέλη, δεν κυβερνά πλέον ο νόμος αλλά το πλήθος.
     Πράγματι η ιδέα που είχαν οι Έλληνες για το Κράτος, της απόλυτης δηλαδή υπoταγής τού μερικού στο γενικό, ανέπτυξε, όπως θα δούμε, τη δυνατότητα μιας ισχυρής προώθησης του ατομικού παράγοντα. Αυτή η αξιοθαύμαστη ατομική δυνατότητα εξιδανικεύονταν από ένα πνεύμα που τη θεωρούσε έκφραση της συλλογικότητας, και μάλιστα την πιο ζωντανή της έκφραση· ότι δηλαδή ελευθερία και υποταγή είχαν αρμονικά συγκεραστεί σε ένα σύνολο. Στην πραγματικότητα η ελληνική έννοια της ελευθερίας πρέπει κατ’ αρχήν  να προσαρμοστεί στο γεγονός ότι η πόλη είναι θεσμός απαρέγκλιτος· το άτομο δεν μπορεί να την παρακάμψει ούτε μέσα από τη θρησκεία, διότι και αυτή ανήκε στο κράτος, και επιπλέον δεν ήταν βέβαιο ότι οι θεοί θα είναι πάντοτε καλοί και φιλεύσπλαχνοι. Αλλά οι εξαιρετικά προικισμένες προσωπικότητες, επειδή έπρεπε να παραμείνουν στη θέση τους και να διατηρήσουν τα ηνία τής εξουσίας, προσπαθούσαν με κάθε μέσο να κατευθύνουν τις υποθέσεις τού Κράτους. Τα άτομα και τα κόμματα ασκούν την εξουσία στο όνομα της πόλης. Μόλις ένα κόμμα βρεθεί στην εξουσία συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να ήταν αυτό ολόκληρη η πόλη, επωμιζόμενο το χρέος να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες της.
     Εκείνος όμως ο οποίος κατά την αρχαιότητα εδραιώνεται στην εξουσία ή τουλάχιστον το επιδιώκει, αποκτά και δικαίωμα επιβολής τής χειρότερης των ποινών κατά τού αντιπάλου ή τού ανταγωνιστή του: την εξάλειψη. Θα αναφέρουμε αργότερα με ποιους συγκεκριμένους όρους εκφράζεται αυτό μεταξύ πολιτικών αντιπάλων· καμμιά φορά όμως, ακόμη και η ποίηση, μέσα από δήθεν ανώδυνα αποσπάσματα, εμφάνισε αυτές τις αντιλήψεις σαν αυτονόητες. Αρκεί να παρακολουθήσουμε για παράδειγμα στον Ίωνα του Ευριπίδη τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο παιδαγωγός προκειμένου να εξωθήσει την Κρέουσα στη δολοφονία τού Ξούθου και του Ίωνος και να αναρωτηθούμε αν σε ένα σύγχρονο δράμα ένας εγκληματίας θα μπορούσε να εκφραστεί μ’ αυτό τον τρόπο ενώπιον τρίτων προσώπων, στο όνομα της εξουσίας. Σ’ αυτές τις πόλεις, όλες οι ποινές πολιτικής φύσεως, ανεξάρτητα από το είδος τής ενοχής τού ηττημένου, έχουν χαρακτήρα εκδίκησης και πλήρους εξάλειψης του αντιπάλου. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που όταν πρόκειται για εξορία ή εκτέλεση προσώπων, η ποινή δεν αντανακλάται μόνο στους απογόνους τους αλλά και στους προγόνους, με αποτέλεσμα την καταστροφή ακόμη και των τάφων τής οικογένειας. Οι Έλληνες είχαν εμπεδώσει το νόημα της εναλλακτικής, ότι είτε εμείς θα εξαλείψουμε όλους αυτούς, είτε αυτοί θα μας εκμηδενίσουν, και επομένως ενεργούσαν χωρίς οίκτο. Αλλά εκείνο που γι’ αυτούς έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η επισημότητα με την οποία περιβάλλουν αυτού τού είδους την τρομοκρατία. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι τυραννοκτόνοι, αν κατόρθωναν να επιβιώσουν, έχαιραν μεγάλης τιμής και τους αφιέρωναν μετά θάνατον μνημεία και τελετές είναι γνωστό και δεν προκαλεί καμμιάν ιδιαίτερη εντύπωση. Συνέβαινε επίσης, μη εντεταλμένοι και απόλυτα σκοτεινοί δολοφόνοι ατόμων τα οποία αποδεικνύονταν εκ των υστέρων ότι είχαν ενεργήσει δόλια, ακόμη και ένας καταδότης όπως ο Φρύνιχος των Αθηνών (411 π. Χ.), να λάβουν ως ευεργέτες τον τίτλο τού πολίτη, τιμητική κορώνα στα μεγάλα Διονύσια κ.ο.κ. Και όσοι είχαν συνεισφέρει κάποια βοήθεια σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα ελάμβαναν τιμητικό τίτλο στην αναμνηστική στήλη, καθώς και άλλου είδους ανταμοιβές. Με αυτές του τις ενέργειες το κόμμα στην εξουσία επεδίωκε, όχι μονάχα να τρομοκρατήσει τούς εναπομείναντες εχθρούς του, αλλά κυρίως να προσδώσει ιδιαίτερη έμφαση στον θρίαμβό του. Οι αυτουργοί ανταμείβονταν, οποιοδήποτε και αν υπήρξε το κίνητρο ή η προσωπικότητά τους.
    Επειδή ακριβώς η πόλη συνιστά την ύψιστη αξία και μια πραγματική θρησκεία για τους Έλληνες, οι μάχες που δίνονται για τη σωτηρία της έχουν τη φρίκη τών θρησκευτικών πολέμων, και οποιαδήποτε διαφωνία ή αποχή οδηγεί το άτομο έξω από τα γρανάζια της. Ο εμφύλιος πόλεμος καταδικάζεται επομένως ως ο πιο αποτρόπαιος, ο πιο τρομερός, ο πιο δυσσεβής, ο πιο απεχθής στα μάτια τών θεών και των ανθρώπων· όμως αυτή η διαπίστωση δεν αρκούσε για να οδηγήσει στην ειρήνη. Σε όλες σχεδόν τις πόλεις το υπάρχον σύνταγμα ήταν και παρέμενε μια ορθοδοξία που επιβίωνε επιτρέποντας όλες τις μορφές της τρομοκρατίας. Στην αρχή κανένας δεν είχε το δικαίωμα να δηλώσει ανοιχτά ότι η αντίληψη για τον πολίτη είχε ανυψωθεί σε τόσο απόλυτο βαθμό ώστε να μη μπορεί η ανθρώπινη φύση να το αντέξει μακροπρόθεσμα, στάθηκε όμως αδύνατο να εμποδιστούν οι πιο ικανοί από το να αρχίσουν βαθμιαία να αποστασιοποιούνται στα  βάθη τής συνείδησής τους, και με τον καιρό βρέθηκαν άνθρωποι που το δήλωσαν μεγαλόφωνα και επέδειξαν την αντίθεσή τους. Ακολούθως η φιλοσοφική δεοντολογία τούς έδειξε το δρόμο αρνούμενη την αρχική εμπλοκή της με το Κράτος και υιοθετώντας μια πανανθρώπινη εγκυρότητα· για τον Επίκουρο και τους μαθητές του, η πόλη, απαλλαγμένη από την εμπαθή ειδωλοποίησή της δεν αποτελεί πλέον παρά ένα συμβόλαιο εξασφάλισης και σύνδεσης μεταξύ τών ανθρώπων. Αλλά οι πραγματικές πόλεις, κατεστραμμένες όπως ήταν, εξακολούθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να ασκούν τη βία. Αυτό που θεωρούσαν απαράδεκτο ήταν το να παραχωρήσουν αυτονομία σε μιαν άλλη πόλη, σε ένα μεγάλο Κράτος, σε έναν ηγεμόνα· και θα δούμε αργότερα πόσο σκληρές δοκιμασίες στοίχισε στην πόλη η εμμονή της να παρατείνει την ύπαρξή της με κάθε μέσον. «Ένας συνήθης ένοχος», λέει ο Ισοκράτης, «μπορεί να πεθάνει πριν ακόμη έρθει η ώρα τής επιβολής τής ποινής του, αλλά οι πόλεις, επειδή ακριβώς είναι αθάνατες, θα πρέπει να υπομείνουν μέχρι τέλους την εκδίκηση των ανθρώπων και των θεών».
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: