Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (13)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                            
                               Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                      ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       Ι  
                                      Η    Π Ο Λ Ι Σ   (5η συνέχεια)
     
Τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι εντελώς ανύπαρκτα στην αρχαιότητα, όπως και στον Αριστοτέλη, για τον οποίον η πόλη είναι μια κοινότητα ελεύθερων ανθρώπων· οι μέτοικοι και η τεράστια μάζα τών δούλων δεν είναι σε καμμιά περίπτωση πολίτες και δεν ενδιαφέρει εδώ το ότι είναι άνθρωποι. Οι απαιτήσεις από έναν πολίτη, όπως θα δούμε, δεν είναι υπόθεση του πρώτου τυχόντος, και δεν είναι δυνατόν να αποδωθεί αυτή η ιδιότητα στον καθέναν. Όποιος επιθυμεί να βρίσκεται έξω από την πόλη, αν κατορθώσει να προστατευτεί και να επιβιώσει, είναι ελεύθερος να ζήσει όπως οι Κύκλωπες, χωρίς αγορά και χωρίς νόμους, να γίνει ο αφέντης τής ίδιας του της οικογένειας· στην πόλη τα πράγματα είναι διαφορετικά.
     Εδώ το ζητούμενο είναι κατ’ αρχήν η ποιότητα, με την ταυτόχρονη αποδοχή περιορισμού τής ποσότητας. Κατά τον Αριστοτέλη δεν πρέπει να ανατρέφονται ελαττωματικά παιδιά, και αν αναλογιστούμε τη δυστυχία που συνόδευε στους Έλληνες τη ζωή ενός ανάπηρου, κατανοούμε πλήρως τί εννοούσε. Για να περιορίσουμε τη μάζα τού λαού, προσθέτει ο συγγραφέας, δεν θα πρέπει να καταφύγουμε στην ‘εγκατάλειψη’ αλλά στην έκτρωση πριν ακόμα υπάρξει ζωή και αίσθηση· το αν αυτή η πράξη είναι επιτρεπτή ή ασεβής θα το προσδιορίσει η ζωή και η συναίσθηση. Αλλά, όπως γνωρίζουμε, η εγκατάλειψη ήταν μια αρκετά συνήθης πρακτική όταν δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να αναθρέψουν τα παιδιά τους, και η απαγόρευση εγκατάλειψης που ίσχυε στις Θήβες αποτελούσε εξαίρεση. Ένας πατέρας σε απόλυτη ένδεια μπορούσε να παραδώσει το παιδί του στους δικαστές, οι οποίοι το πουλούσαν ως δούλο έναντι ευτελούς ποσού· ο ενδιαφερόμενος αναλάμβανε τουλάχιστον την ανατροφή του και αποζημιωνόταν από τις υπηρεσίες που θα του προσέφερε αργότερα. Θα αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα αργότερα στο τί ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα σχετικά με το θέμα κατά την περίοδο της παρακμής, στον 2ον αιώνα π. Χ.
     Το πρότυπο αναφοράς ως προς το μέγεθος της πόλης προσδιορίζεται από την λέξη αυτάρχηεια, την αυτάρκεια. Σύμφωνα με τη δική μας  υπολογιστική αντίληψη, η έννοια αυτή μοιάζει σκοτεινή, αλλά για τους Έλληνες ήταν απολύτως ευκρινής. Προϋποθέσεις αυτής τής αυτάρκειας ήταν ένα έδαφος που μπορεί να εξασφαλίσει τoύς εντελώς απαραίτητους για την επιβίωση πόρους, τις εμπορικές συναλλαγές και μια μετρημένη βιομηχανική δραστηριότητα, που θα κάλυπταν στο ελάχιστο τις υπόλοιπες ανάγκες, και τέλος ένα τάγμα οπλιτών τουλάχιστον εξίσου ισχυρό με αυτό τής γειτονικής και συνήθως εχθρικής πόλης. Ο Αριστοτέλης εκφράζεται εδώ με όλη την απαραίτητη σαφήνεια.  Αν μια πόλη έχει υπερβολικό πληθυσμό, δυσκολεύεται να τηρήσει τούς νόμους. Η σημασία τής πόλης εξαρτάται από τούς ενεργούς πολίτες και όχι από τη μάζα τών τεχνιτών, των χειρωνακτών και μιας ισχνής ομάδας οπλιτών. Εδώ το κάλλος σχετίζεται με το μέτρο, την αναλογία. Ένα σκάφος μήκους μιας σπιθαμής δεν είναι σκάφος, και ακόμη λιγότερο αν έχει μήκος δύο σταδίων. Μια πόλη με ελάχιστους κατοίκους δεν έχει αυτάρκεια· αντίθετα μια πόλη με υπερβολικά μεγάλο πληθυσμό μπορεί να είναι αυτάρκης ως προς τις βασικές  ανάγκες τού λαού της, αλλά όχι ως πόλη, διότι δεν είναι πλέον σε θέση να έχει πραγματικούς πολιτικούς θεσμούς, αληθινή πολιτεία. Ποιος στρατηγός θα ήταν δυνατόν να διοικήσει μεγάλες μάζες ανθρώπων ; Και ποιος άλλος θα μπορούσε να γίνει ήρωας αν δεν ήταν ένας Στέντορας ; Για να υπάρξει δικαιοκρισία και κατανομή τών ευθυνών ανάλογα με τις ικανότητες, είναι αναγκαίο οι πολίτες να γνωρίζονται μεταξύ τους ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Το ιδανικό όριο για μια πόλη συνίσταται στον δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό πληθυσμού, υπό τον όρο ότι θα συνδυάζεται η αυτάρκεια με τη δυνατότητα μιας καλής εποπτείας. Μια πόλη δέκα χιλιάδων ενήλικων πολιτών μοιάζει να βρίσκεται μέσα στις ζητούμενες προϋποθέσεις· η Ηράκλεια Τραχινία και η Κατάνη, όταν το όνομά τής τελευταίας έγινε Αίτνα, ανταποκρίνονται σ’ αυτό το πρότυπο· μπορούμε να αναφέρουμε επίσης το παράδειγμα της λαϊκής συνέλευσης των Δέκα Χιλιάδων στην Αρκαδία· και επειδή οι ιδεατές εικόνες (ουτοπίες) τών φιλοσόφων μάς βοηθούν να φωτίσουμε πολλά θέματα του Κράτους και των εθίμων τών Ελλήνων, θυμίζουμε ότι στο ιδεατό Κράτος τού Iπποδάμου τής Μιλήτου αναφέρεται αυτός ακριβώς ο αριθμός.
     Ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσουμε σε τί ακριβώς συνίσταται η πόλη, τί μπορεί και έχει το δικαίωμα να πράξει, είναι να ερευνήσουμε τη στάση της  μέσα στην ιστορία. Όλες οι πόλεις-δημοκρατίες τού δικού μας δυτικού Μεσαίωνα, ακόμη και όταν θυμίζουν συχνά και σε μεγάλο βαθμό την ελληνική πόλη, υπήρξαν οπωσδήποτε ουσιαστικά διαφορετικές, στην καλλίτερη περίπτωση μεμονωμένες οντότητες, λίγο ως πολύ ανεξάρτητες από τις ήδη υπάρχουσες μεγάλες αυτοκρατορίες, και ακόμη και μεταξύ τών ιταλικών πόλεων η μόνη που τελικά κατέκτησε την απόλυτη αυτονομία, την οποία απολάμβανε η ελληνική πόλη, ήταν η Βενετία. Επιπλέον η Εκκλησία αντιπροσώπευε μια κοινότητα υπεράνω όλων τών πόλεων και όλων τών βασιλείων, κάτι που η Ελλάδα ποτέ δεν γνώρισε. Ανεξάρτητα όμως από όλες αυτές τις διαφορές, η πόλη είναι ένα δημιούργημα εντελώς διαφορετικής φύσεως· με την είσοδό της στην παγκόσμια ιστορία βλέπουμε να αναδύεται εδώ με τον πλέον ισχυρό και αποκλειστικό τρόπο μια θέληση, η οποία φαίνεται, σαν έτοιμη από καιρό, να αναμένει με ανυπομονησία την ώρα της.
     Στη σύγχρονη εποχή, με εξαίρεση κάποια φιλοσοφικά και ιδεαλιστικά προγράμματα, το άτομο είναι αυτό που επικαλείται, όταν το χρειάζεται, το Κράτος. Εκείνο που του ζητάει κυρίως είναι η ασφάλεια, προκειμένου να  αναπτύξει ελεύθερα τις δυνατότητές του· για τον σκοπό αυτό προβαίνει οικειοθελώς σε συγκεκριμένες θυσίες, αλλά αισθάνεται τόσο περισσότερο υποχρεωμένο απέναντι στο Κράτος, όσο αυτό ασχολείται λιγότερο με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του. Αντίθετα η ελληνική πόλη είναι εκπόρευση του όλου, το οποίο προϋπάρχει του μέρους, δηλαδή τής ατομικής εστίας, του ατομικού ανθρώπου. Στη βάση μιας εσωτερικής λογικής συνέπειας μπορούμε να πούμε ότι αυτό το σύνολο μπορεί να επιβιώσει και του μέρους· δεν πρόκειται εδώ απλώς για την προτίμηση του γενικού απέναντι στο ειδικό, αλλά επίσης και του διαρκούς απέναντι στο στιγμιαίο, το παροδικό. Η αφοσίωση του ατόμου ‘ψυχή τε και σώματι’ απαιτείται σε κάθε στιγμή, και όχι μόνο στο πεδίο τής μάχης ή ευκαιριακά· διότι οφείλει τα πάντα στο σύνολο, ξεκινώντας από την ασφάλεια της ύπαρξής του, την οποία μόνο ο πολίτης απολάμβανε εκείνη την εποχή, και μόνο μέσα στην ιδιαίτερη πόλη του και την ζώνη επιρροής της. Η πόλη είναι ένα προϊόν ανώτερο της φύσεως, γεννήθηκε για να καταστήσει δυνατή την επιβίωση, αλλά συνέχισε να υπάρχει προκειμένου να εξασφαλίσει επίσης την ευθύτητα, την ευτυχία, τη γενναιοδωρία, με τον τελειότερο δυνατό τρόπο. Κάθε άνθρωπος που καλείται να άρχει και να άρχεται είναι πολίτης· σε πρώτη φάση αυτό αφορά στην άσκηση των διοικητικών και δικαστικών λειτουργιών. Αλλά σε τελική ανάλυση ο πολίτης πραγματοποιεί όλα όσα είναι μέσα στις δυνατότητές του· και κάθε αρετή, εντός και στην υπηρεσία τού Κράτους, καθώς και ολόκληρο το ελληνικό πνεύμα με τον πολιτισμό του, συνδέονται άμεσα με την πόλη· τα μεγαλειώδη δημιουργήματα της ποίησης και της τέχνης τού Χρυσού Αιώνα δεν προορίζονται σε καμμιά περίπτωση να εξυπηρετήσουν ιδιωτικές ανάγκες, αλλά ανήκουν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
     Οι αντιλήψεις αυτές μάς μεταβιβάστηκαν με τρόπο συχνά επιβλητικό και συγκλονιστικό, εν μέρει από τούς ποιητές τού Χρυσού Αιώνα και εν μέρει από τούς φιλοσόφους και τους ρήτορες του 4ου αιώνα, οι οποίοι δεν αποτύπωναν πλέον μιαν αντίληψη όπως αυτή ήταν πραγματικά ακόμη τότε, αλλά όπως θα έπρεπε να είναι.
     Γενέτειρα πόλη δεν είναι εδώ μόνο η πατρίδα, εκεί που ο καθένας αισθάνεται οικείος, και ο τόπος που γεννά νοσταλγία, ούτε μόνο η πόλη που τον κάνει περήφανο παρά τις ατέλειές της, αλλά μια ανώτερη ύπαρξη προικισμένη με θεία δύναμη, για την οποία οφείλει να πεθάνει στη μάχη, ανταποδίδοντάς της «το χρήμα με το οποίο ανατράφηκε». Ήδη ο Όμηρος σε αρκετά σημεία αποδίδει στους Τρώες, κυρίως στον Έκτορα, φλογερές εξάρσεις πατριωτισμού, ενώ καθόλου δεν υστερούν οι ελεγειακοί ποιητές στα ελάχιστα δείγματα που έφθασαν σ’ εμάς. Αλλά ο πειστικότερος μάρτυρας είναι ο Αισχύλος. Το έργο του Επτά επί Θήβαις, στο οποίο «κυριαρχεί ο θεός τού πολέμου», συνδυάζει ταυτόχρονα, στον λόγο τού Ετεοκλή, την ύψιστη έκφραση του καθήκοντος, που υποχρεώνει τον πολίτη να θυσιαστεί για την πατρίδα του, με το πάθος τού βασιλιά και υπερασπιστή. Στον δικό του επιτάφιο ο ποιητής δεν αναφέρεται στην ποίησή του αλλά στο θάρρος του: «Το περίφημο δάσος τού Μαραθώνα και ο Μήδας με την μακριά κόμη θα πουν ότι υπήρξε γενναίος: διότι τον είδαν».
     Κατά βάθος όμως τα κατορθώματα δεν ανήκουν κατά κανέναν τρόπο στο άτομο, αλλά στη γενέτειρα πόλη· αυτή είναι που νίκησε στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, και όχι ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής, ενώ ο Δημοσθένης διακρίνει σημάδια παρακμής στους ισχυρισμούς κάποιων που λένε ότι ο Τιμόθεος κατέκτησε την Κέρκυρα και ο Χαβρίας νίκησε τους εχθρούς στη Νάξο. Είναι σαφές ότι ακόμη και ο πλέον άξιος πολίτης οφείλει περισσότερα στην πόλη του από όσα εκείνη τού οφείλει. Και εκείνος που η πατρίδα τον αδίκησε, θα πρέπει να σπεύσει κοντά της σαν να πρόκειται για μια μητέρα που έσφαλε. Αυτή ήταν η διδασκαλία τού Πυθαγόρα.
     Εκτός από το χρέος τής απόλυτης θυσίας για τη σωτηρία τής πατρίδας, οι μεγάλοι ποιητές δώρισαν στην πόλη έναν υπερβάλλοντα ενθουσιασμό. Η ελληνική αντίληψη αποδεχόταν προς όφελος μιας και μόνο πόλης προσευχές, που ο χριστιανισμός ως καθολική θρησκεία δεν θα επέτρεπε, διότι δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι το ανθρώπινο γένος υπάρχει ως σύνολο. Στις Ικέτιδες, ο εξαίσιος χορός τών Δαναΐδων επικαλείται όλες τις πιθανές ευλογίες που μπορεί να φανταστεί κανείς για το φιλόξενο Άργος, αλλά ο Αισχύλος επιφύλαξε ό,τι καλύτερο για τη γενέτειρά του στο τελευταίο μεγάλο χορικό τών Ευμενίδων, που διαλέγονται με την Αθηνά. Είναι ο μόνος που κατόρθωσε να αντηχήσουν εκείνη την αρχαία εποχή ακόμα πιο έντονες οι επικλήσεις μιας άλλης τάξεως: ο Αισχύλος εύχεται και προσεύχεται σαν άλλος Ησαΐας που οραματίζεται τη μέλλουσα Ιερουσαλήμ, προλέγει και οραματίζεται την προφητεία του σαν ένα γεγονός που έχει ήδη συντελεστεί.
     Η πόλη κατέχει επιπλέον την αρετή τής παιδείας· δεν είναι μόνο «η καλύτερη τροφός ή η άλλοτε αφοσιωμένη προστάτης, όταν τα μικρά παιδιά έπαιζαν ακόμη στο τρυφερό έδαφος, και είχε τη φροντίδα τους και έκανε τα πάντα για να μην τα χάσει από τα μάτια της», αλλά συνεχίζει να εκπαιδεύει τον πολίτη σε όλη του τη ζωή. Ασφαλώς δεν διαθέτει σχολεία, παρότι ενθαρρύνει την παραδοσιακή διδασκαλία τής γυμναστικής και της τέχνης· δεν επιδιώκει επίσης να εμβαθύνει στις πολύμορφες γνώσεις που προσφέρονται αυθόρμητα σε όλους τούς πολίτες, είτε μέσα από τα χορικά άσματα στις εορταστικές εκδηλώσεις, είτε μέσα από τις διάφορες θρησκευτικές τελετές, τα μνημεία και τα έργα τέχνης, τα θεατρικά έργα και την απαγγελία ποιημάτων. Η παιδεία ήταν διαρκής επειδή οι πολίτες ζούσαν σ’ ένα Κράτος προορισμένο να κυβερνά και να υπακούει, και στους καλύτερους χρόνους της η πόλη είχε επιρροή στους πολίτες εξ αιτίας τών τιμών που μπορούσε να τους απονέμει, μέχρι την εποχή που κυριάρχησαν οι καταχρήσεις και οι αξιοπρεπείς άνθρωποι αρνήθηκαν τα στεφάνια, τις τιμές τών ηρώων κ.ο.κ. Μέχρι αυτή την εποχή όμως ολόκληρη η ιστορία μιας πόλης, που την καλύπτει η δόξα, συνιστά τελικά τη βέλτιστη εκμάθηση της τελειότητας: «Όσο για τα επιφανή έργα τών προγόνων», λέει ο Ξενοφών, «κανένας άλλος λαός δεν μπορεί να αναφέρει μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα από τούς Αθηναίους, ενώ πολλοί άνθρωποι, εμπνεόμενοι από αυτές τις αναμνήσεις, αισθάνονται την ανάγκη να καλλιεργήσουν την αρετή και να επιδείξουν ανδρεία».
     Έτσι η αρχαία ελληνική πόλη, επιδεικνύοντας ένα επίπεδο ζωής σαφώς ανώτερο από τη φοινικική πόλη, αποτελεί ένα απόλυτα ξεχωριστό φαινόμενο της παγκόσμιας ιστορίας. Συνιστά την έκφραση μιας κοινής θέλησης, που εμψυχώνεται από ακραία δύναμη και αποτελεσματικότητα, δεδομένου ότι αναδύθηκε μέσα από την αγροτική ζωή για να δράσει, να ασκήσει εξουσία και να εκπληρώσει το πάθος της, γεγονός που την υποχρεώνει σε μιαν αυστηρή οριοθέτηση του ενεργού πολίτη, που οφείλει να αποτελεί μέρος αυτής τής δύναμης.
     Οι πόλεις αυτές είναι προορισμένες να γνωρίσουν μιαν εντελώς διαφορετικού είδους ευτυχία και δυστυχία από τις πόλεις άλλων λαών και άλλων εποχών, ενώ ακόμη και οι πόλεις-δημοκρατίες τού Μεσαίωνα μόνο κάποιες στιγμές επιτυγχάνουν αυτό το επίπεδο της ζωής και της οδύνης.
     Έτσι εξηγείται επίσης η άσκηση βίας. Στις εξωτερικές σχέσεις της η πόλη, παρ’ όλες τις συμμαχίες κ.τ.λ.,  είναι κατά κανόνα απομονωμένη και συχνά σε ανταγωνισμό επιβίωσης απέναντι στους κοντινότερους γείτονές της, αλλά στον πόλεμο κυριαρχεί ένα τρομακτικό δίκαιο του πολέμου.
    Στο εσωτερικό της αποδεικνύεται εξαιρετικά επικίνδυνη για όποιον παύει να ταυτίζεται απόλυτα με τα συμφέροντά της. Τα μέσα πίεσης τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως είναι ο θάνατος, η ατίμωση και η εξορία. Με εξαίρεση την ιδιαίτερη περίπτωση των Αθηνών, που παρέπεμπαν στα δικά τους δικαστήρια τις υποθέσεις που αφορούσαν σε πόλεις υπό την ηγεμονία τους, δεν υπάρχει καμμιά απολύτως δυνατότητα προσφυγής σε θεσμό εκτός τής πόλης· η εφαρμογή τής δικαστικής απόφασης είναι αμετάκλητη, διότι η αποφυγή της θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Αλλά αυτή η παντοδυναμία τού Κράτους συνεπάγεται την έλλειψη οποιασδήποτε μορφής ατομικής ελευθερίας. Λατρεία, εορτασμοί, μύθοι, τα πάντα συνδέονται με τον τόπο· το Κράτος γίνεται ένα είδος Εκκλησίας, που έχει κάθε δικαίωμα να καταθέσει αγωγή για ασέβεια, και το άτομο υπόκειται απολύτως σε αυτή τη συγκεντρωτική εξουσία. Σε καιρό πολέμου η πόλη τον επιστράτευε, στη Ρώμη ως και σαράντα έξη χρόνια, στην Αθήνα και τη Σπάρτη για την υπόλοιπη ζωή του· εκτός από την περιουσία του, η πόλη έχει πλήρη εξουσία και επί τού προσώπου του και μπορεί να ορίσει την αξία κάθε είδους εισοδήματός του. Τίποτε επομένως δεν εγγυάται τη ζωή και την περιουσία κανενός που θα βρεθή σε αντίθεση με την πόλη και το συμφέρον της. Επιπλέον αυτή η δουλεία στην οποία το Κράτος υποβάλει το άτομο, είναι υπαρκτή σε όλων τών ειδών τα καθεστώτα, και μάλιστα στο δημοκρατικό καθεστώς, όταν οι πλέον αναίσχυντοι σφετεριστές κατόρθωναν να οικειοποιηθούν την πόλη και τα συμφέροντα της, να εφαρμόσουν δηλαδή για δικό τους όφελος την αρχή salus reipublicae suprema lex esto (η ασφάλεια της δημοκρατίας είναι ο υπέρτατος νόμος), και ήταν τότε ακριβώς ήταν που η πόλη έπαιρνε την πιο καταπιεστική μορφή της. Η πόλη επομένως εισέπραττε ένα εξαιρετικά υψηλό αντίτιμο για την ελάχιστη ασφάλεια που πρόσφερε.

(συνεχίζεται)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Λυπαμε αλλα ο κυριος Burchard δεν μπορει να αξιολογησει την κλασικη αρχαια Ελλαδα ακομη και να βγαλει αρνητικα συμπερασματα οπως στην τελευταια παραγραφο . Το γραφω επ αφορμη ενα σχολιο που εστειλα σε γνωστο εθνικιστικο blog ( που φανταζομε θα λογοκριθει ) οπου περιγραφει σε αναρτηση εμπλεος υπερηφανειας ο blogger οτι την δεκαετια του 1960 παρακαλω οι ευγενεις απογονοι Σαξονοτευτονων Νοτιοι βαπτιστες στην πλειοψηφια τους αρνηθηκαν σε συμπατριωτη τους που η οικογενεια του ηταν εκει 300 χρονια τα 200 σαν δουλοι και που ειχε υπηρετησει στον στρατο να σπουδασει στο τοπικο πανεπιστημιο . Πριν ανακαλυψουν την πολιτικη ορθοτητα οι ομοφυλοι του κυριου Burchard ( σαν γνησιοι βαρβαροι απο το ακρο του ρατσισμου στο αλλο ακρο ) σε πληρη 20ο αιωνα αφησαν εποχη σε ΗΠΑ , Ινδια , Ροδεσια και Ν.Αφρικη οπου υπερασπιστηκαν θεσεις λεωφορειων και WC απο τους βεβηλους προφανως για αυτους πισινους εγχρωμων . Απο την υποταγη σε αυτους τους γνησιους πνευματικους απογονους του Νεατερνταλ μας εσωσαν οι τρεις Νεοι Ιεραρχες . Αυτους που φτυνει το Φαναρι . Οι αρχαιοι Αθηναιοι λοιπον και Σπαρτιατες υπερασπισαν βωμους και εστιες και αφησαν εποχη . Τα ξαδερφια του συγγραφεα η σκοτωνονταν σε πληρη 20ο αιωνα αδιαμαρτυρητα στα Βερντεν ως αμνοι η υπερασπιζονταν χεστρες στις υπολοιπες ηπειρους . Εκας οι βεβηλοι απο την αρχαια Ελλαδα . ΑΜ

amethystos είπε...

Δέν είναι θέμα γένους. Τό ανθρώπινο πνεύμα δέν ανήκει στό γένος. Είναι είδος.