Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (12)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2019
                            
                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                         ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       Ι  
                                      Η    Π Ο Λ Ι Σ   (4η συνέχεια)


  Η δημιουργία μιας πόλης υπήρξε το ύψιστο και αποφασιστικό γεγονός για ολόκληρη την ύπαρξη του ελληνικού πληθυσμού. Ο τρόπος ζωής, ακόμη και όταν συνέχιζαν να καλλιεργούν τη γη, έπαψε να είναι αγροτικός, για να μετατραπεί σε καθαρά αστικό· μέχρι τότε υπήρχαν  «αγρότες»· τώρα που όλοι κατοικούσαν μαζί, ήταν πολίτες. Αλλά η καθαυτό σημασία τού γεγονότος αντανακλάται στους σχετικούς με την ίδρυση της πόλης θρύλους και στους σοβαρούς κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένη. Είχε τη συνείδηση μιας προέλευσης και μιας εξέλιξης, με αντίτιμο άπειρες θυσίες, στεφανωμένες από θεϊκά σημάδια, και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, τη συνείδηση της ανάγκης να εδραιωθεί επί ενός απολύτου δικαιώματος, από το οποίο εξαρτιόταν το μέλλον της. Ήδη η απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή της, το πόσιμο νερό, ίσως η μοναδική κατάλληλη πηγή στην περιοχή, θα έπρεπε να αποσπασθεί από κάποια σκοτεινή δύναμη· ο Κάδμος σκότωσε τον δράκοντα του Άρη που φύλαγε την πηγή τών μελλοντικών Θηβών. Στις περισσότερες πόλεις υπήρχε στην αγορά, στην επιγραφή κάποιου ναού, ή σε κάποιο άλλο εμφανές σημείο, το μνήμα ενός άνδρα που στους αρχαίους χρόνους, συνήθως τη μυθική εποχή, είχε θυσιάσει τη ζωή του για την ίδρυση ή τη διατήρηση της πόλης, με ή χωρίς τη θέλησή του, και υπό την καθοδήγηση συνήθως κάποιου χρησμού. Διότι οτιδήποτε προορίζεται να ευδοκιμήσει αποφασιστικά σ’ αυτή τη γη οφείλει να καταβάλει το τίμημά του στις σκοτεινές δυνάμεις. Στις Θεσπιές υπήρχε κάποτε ο θεσμός να παραδίδεται κάθε χρόνο ένας νέος, που επιλέγονταν δια κλήρου, στον δράκοντα που απειλούσε την πόλη. Στο εσωτερικό τού Κεραμεικού τών Αθηνών υπήρχε το Λεωκόρειο, τέμενος αφιερωμένο στις τρείς κόρες που ο βασιλιάς Λεώ πρόσφερε ως θυσία, διότι σύμφωνα με έναν χρησμό τών Δελφών ήταν απαραίτητο για να σωθεί η πόλη. Το μνημείο τού Κρότωνα στην ομώνυμη ιταλική πόλη συνδέεται με τον ακόλουθο θρύλο:  όταν ο Ηρακλής περιέφερε τα βόδια του στο ιταλικό έδαφος τη νύχτα, σκότωσε κατά λάθος τον Κρότωνα που θέλησε να του προσφέρει βοήθεια, νομίζοντας ότι ήταν κάποιος εχθρός· ανακαλύπτοντας το σφάλμα του υποσχέθηκε να ιδρύσει γύρω από το μνήμα του μια πόλη, που θα έφερε το όνομά του. Όταν δεν επρόκειτο για μνημείο, οι μνήμες αναφέρονταν σε πηγές. Στην Αλίαρτο της Βοιωτίας ο ποταμός Λόφις σχηματίσθηκε από το αίμα ενός παιδιού που σκότωσε ο πατέρας του, διότι μετά από μια μακρά περίοδο ξηρασίας η Πυθία τού όρισε να σκοτώσει το πρώτο πλάσμα που θα συναντούσε. Στις Κελαινές τής Φρυγίας δημιουργήθηκε ξαφνικά ένα ρήγμα που κατάπιε πολλά σπίτια μαζί με τους κατοίκους τους· επειδή, σύμφωνα με τον χρησμό, θα έπρεπε να πετάξουν μέσα κάτι πολυτιμότερο από χρυσάφι και ασήμι, ο διάδοχος του βασιλιά τής Φρυγίας ανέβηκε στο άλογό του, πήδηξε μέσα και το ρήγμα έκλεισε. Καμιά φορά τα ζώα εμφανίζονται περισσότερο φιλεύσπλαχνα απ’ τους ανθρώπους και τους θεούς. Οι άνθρωποι που πήγαν να ιδρύσουν τη Λέσβο ακολούθησαν έναν χρησμό που έλεγε, ότι μόλις φτάσουν στον ύφαλο των Μεσογείων, θα πρέπει να θυσιάσουν έναν ταύρο για τον Ποσειδώνα και μια ζωντανή κόρη για την Αμφιτρίτη και τις Νηρηίδες. Την κόρη την επέλεξαν με κλήρο ανάμεσα στις επτά κόρες τών αρχηγών και την έριξαν στη θάλασσα με όλα τα στολίδια της. Αλλά ο μνηστήρας της την ακολούθησε, την πήρε στην αγκαλιά του και τους δυό τούς έσωσαν τα δελφίνια.
     Υπάρχουν παραδείγματα πόλεων, για την ίδρυση των οποίων χρειάστηκε να μεταφερθούν τα οστά κάποιου άνδρα που είχε πεθάνει πριν από πολύ καιρό, στη μυθική εποχή, όπως για την οριστική εγκαθίδρυση της Αμφίπολης από τους Αθηναίους υπό τον Άγνωνα, ο οποίος έστειλε κρυφά κάποιους στην κοιλάδα τής Τροίας να ξεθάψουν τα λείψανα του Ρήσου· σε άλλες περιπτώσεις οι ανθρώπινες θυσίες αντικαταστάθηκαν αργότερα από αθώες τελετές, όπως ήταν τα τελέσματα, που συνίσταντο στην ταφή μυστηριωδών αντικειμένων. Μήπως δεν ήταν η Αθηνά αυτή που πρόσφερε στον Κηφέα για την ίδρυση της Τεγέας μέρος από την κόμη τής Μέδουσας για να προστατέψει την πόλη, η οποία κατέστη στο εξής απόρθητη ; Σε μεταγενέστερες εποχές επανέρχονται όμως οι αρχαίες θηριωδίες, συνοδεύοντας επίσημες θεμελιώσεις. Ο Σέλευκος, ίσως ο πλέον γενναιόδωρος από τούς πρώτους διαδόχους τού Αλεξάνδρου, ξεκίνησε τη θεμελίωση των μεγάλων συριακών πόλεων με τη θυσία αθώων κορασίδων, των οποίων ακολούθως ανήγειρε το χάλκινο άγαλμα, μεταμορφώνοντας το θύμα σε Τύχη τής πόλεως, που θα ήταν και αντικείμενο παντοτινής λατρείας. Για τη Λαοδίκεια το αθώο θύμα αποκαλείτο Αγαύη, και για την Αντιόχεια, επί του Ορόντη ποταμού, γνωρίζουμε επίσης το όνομα αυτής που αποθανατίστηκε ως διάσημη Τύχη από χαλκό, της οποίας ένα αντίγραφο σε μικρογραφία από μάρμαρο βρίσκεται σήμερα στο Βατικανό· στο κέντρο τής υπό θεμελίωση πόλης, την προκαθορισμένη ημέρα, με την ανατολή τού ήλιου, ο αρχιερέας θυσίασε την όμορφη Ημαθία. Δεν γνωρίζουμε αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπήρξαν χρησμοί που επέβαλαν παρόμοιες  πρακτικές για την εξασφάλιση της πόλης.
   Στην αγορά ορισμένων πόλεων υπήρχαν συχνά τάφοι λιγότερο μακάβριοι· στην αγορά τών Θουρίων υπήρχε το μνήμα τού μεγάλου Ηρόδοτου· αργότερα, ένα ολόκληρο δάσος από αγάλματα διάσημων ανδρών και μνήματα, που σχεδόν προκαλούσαν δέον, κοσμούσαν την αγορά ορισμένων ελληνικών πόλεων· αλλά σπάνια θα έλειπε και το μνημείο σε ανάμνηση κάποιας ανθρώπινης θυσίας. Μια ανάλογη παράδοση συναντάμε και σε άλλους λαούς, επίσης σχετικά με τη θεμελίωση κάποιου κάστρου· είναι όμως πολύ πιθανό οι Σέρβοι να εμπνεύστηκαν από τους Έλληνες το συγκινητικό τραγούδι για την ίδρυση της αρχαίας Σκόδρας.
     Μήπως όμως αυτή η ακραία ανθρωπινή θυσία δεν συνιστά εν τέλει το σύμβολο τόσων, πολύ μεγαλύτερων θυσιών που απαιτήθηκαν για την ίδρυση σχεδόν κάθε πόλης ; Το σύμβολο της ερήμωσης τεράστιας κλίμακας καλλιεργήσιμων εκτάσεων ; Και της καταστροφής ή της βίαιης εγκατάλειψης των μικρών χωριών προς όφελος μιας νέας εγκατάστασης; Ας μην μας προξενεί λοιπόν έκπληξη η βία στην οποία στηρίχθηκε ο βίος μιας τέτοιας πόλης.
     Θα είχαμε ίσως πληρέστερη γνώση αυτών τών συμβάντων, αν δεν είχαν χαθεί οι πηγές τους, εκτός από ελάχιστα διάσπαρτα αποσπάσματα. Ένας ολόκληρος κλάδος ποιητικής ή πεζής περιγραφής ήταν αφιερωμένος στην ιστορία και τον μύθο τής δημιουργίας τών πόλεων: διάσημα ονόματα, όπως του Μίμνερμου από τη Σμύρνη, του Κάδμου από τη Μίλητο, του Ξενοφάνη από τον Κολοφώνα, διακρίνονται ανάμεσα σε όσους διηγούνται τούς θρύλους τής χώρας τους, και επιπλέον, στον τελευταίον απ’ αυτούς οφείλουμε την εξακρίβωση των τολμηρών περιπλανήσεων των Φωκέων μέχρι την ίδρυση της Ελάτειας. Για τους Έλληνες αποτελούν στην ουσία τα πρώτα δείγματα ιστορικής αφήγησης.
     Τα δημόσια κτίρια που διαφοροποιούν μιαν ελληνική πόλη από το χωριό, καθώς και από τις πόλεις άλλων λαών, μας είναι γνωστά χάρη σε μιαν αρνητική διατύπωση. «Ο Πανοπέας», λέει ο Παυσανίας, «είναι μια πόλη τών Φωκέων, στον βαθμό που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε πόλη, χωρίς δημόσια κτίρια, χωρίς γυμναστήριο, χωρίς θέατρο και αγορά, χωρίς κρήνη με νερό τρεχούμενο». Είναι αλήθεια ότι οι Πανοπέοι ζούσαν σαν τρωγλοδύτες πάνω από ένα φαράγγι. Ανάμεσα στα δημόσια κτίρια εξέχουσα θέση είχε η αίθουσα στην οποία συνέρχονταν κάθε μέρα οι αξιωματούχοι τής πόλης, το πρυτανείο: «καθαυτό σύμβολο της πόλης, διότι τα χωρία δεν το διέθεταν»· επίσης τα δικαστήρια και η αίθουσα του μεγάλου Συμβουλίου, όπου αυτό υπήρχε, το αποκαλούμενο βουλευτήριο. Γυμναστήρια υπήρχαν παντού, και για όσο διάστημα διατηρήθηκε ο ελληνικός τρόπος ζωής· αλλά τα θέατρα αναπτύχθηκαν μάλλον, μόνον όταν η πολιτική εξουσία τών πόλεων άρχισε να παρακμάζει. Σαν συνολική εικόνα τής ζωής τών πολιτών, και κυρίως ως χώρος προοριζόμενος για τη συνάθροιση του λαού, τα κτίρια αυτά είχαν μιαν εντελώς ιδιαίτερη αξία και θα προκαλούσαν ασφαλώς την απορία όσων δεν ήταν Έλληνες. Αλλά το πραγματικό κέντρο τής πόλης ήταν η αγορά, ο δημόσιος χώρος.
     Στις παλαιότερες μικρές πόλεις, η αγορά αποτελούσε το επίκεντρο· σε κοντινή απόσταση βρισκόταν το πρυτανείο, το βουλευτήριο, το δικαστήριο, ένας η περισσότεροι ναοί· η αγορά χρησίμευε επίσης για τις συγκεντρώσεις τού λαού και για τους αγώνες. Ακόμη και όταν υπήρξαν άλλα σημεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, η αγορά παρέμεινα το πραγματικό ζωτικό όργανο της πόλης.
    Το να την αποκαλέσουμε «τόπο συναλλαγής» είναι απολύτως ανεπαρκές, και ασφαλώς όλοι οι λαοί είχαν τόπους συναλλαγής, κυρίως όσοι είχαν και πόλεις. Η λέξη Αγορά αντίθετα προέρχεται από το αγείρειν, που σημαίνει συναθροίζω, και υποδεικνύει πολύ συχνά την ίδια τη συνάθροιση, ανεξαρτήτως τόπου. Ο Αριστοτέλης μάς επέτρεψε να κάνουμε μια ρητή διάκριση: αναφέρεται σε μιαν αγορά ελεύθερων ανθρώπων, όπου δεν γίνεται καμμία εμπορική συναλλαγή, και όπου κανένας εργάτης και κανένας αγρότης δεν επιτρέπεται να εισέλθει χωρίς την άδεια των αρχόντων· και δίπλα σ’ αυτήν, σε μιαν άλλην αγορά για τις αγοραπωλησίες. Το στρατόπεδο των Αχαιών μπροστά στην Τροία είχε ήδη την αγορά του με τους βωμούς τών θεών, όπου απονέμονταν δικαιοσύνη. Στις ναυτικές πόλεις επιλεγόταν συνήθως μια τοποθεσία κοντά στο λιμάνι, όπως στην περίπτωση των Φαιάκων, των οποίων ολόκληρη η ύπαρξη ήταν προσανατολισμένη σ’ αυτό που ποθούσε η καρδιά τους. Εκεί, με την παρουσία τών πλοίων, περιστοιχισμένοι από ναούς, δημόσια κτίρια, μνημεία, καταστήματα και μαγαζιά ανταλλαγών, στον βαθμό που ο τόπος τούς το επέτρεπε, οι Έλληνες επιδίδονταν σ’ αυτό που αποκαλούσαν αγοράζειν, σε χειρονομίες και πράξεις που οι βόρειοι λαοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδώσουν με μια μόνο λέξη. Τα λεξικά αναφέρουν: «μετάβαση στην κεντρική πλατεία, αγορές, ομιλίες, συζητήσεις, κ.τ.λ.», αλλά δεν μπορούν να αποδώσουν το κλίμα μιας συνεύρεσης, μιας χαλαρής περιπλάνησης, πέρα από τις ασχολίες τής καθημερινότητας, των συζητήσεων και ταυτόχρονα της εγκατάλειψης σε μια γλυκειά απραξία. Το νόημα του πρωινού μπορούσε κάλλιστα να ταυτιστεί με τη πασίγνωστη διαπίστωση, «η ώρα που η αγορά είναι γεμάτη κόσμο». Προφανώς αυτό το δικαίωμα ανήκε μόνο στους κατοίκους τής πόλης και, όπως λέγεται, οι Πέρσες που καταδίωξαν τον Δημοκήδη μέχρι την πόλη του, τον Κρότωνα, τον βρήκαν αμέσως εκεί αγοράζοντα. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναγνώριζαν τον Έλληνα σε μια βάρβαρη χώρα· Ο Σάμιος Συλοσών περιδιάβαζε στην πλατεία τής Μέμφιδας τυλιγμένος στον  πορφυρό χιτώνα του· και από μιαν άλλη σκοπιά, όταν οι βάρβαροι συγχρωτίστηκαν με τα ελληνικά έθιμα, είχαν κι’ αυτοί την επιθυμία να βρεθούν στην αγορά μιας ελληνικής πόλης. Κάθε φορά που έφτανε με τον στρατό του μπροστά στην πόλη τών Βορυσθενιτών (Ολβία), ο βασιλιάς τών Σκυθών Σκύλης εγκατέλειπε το στράτευμά του στα περίχωρα, άλλαζε τη σκυθική περιβολή του με ελληνικά ενδύματα και έσπευδε στην αγορά χωρίς φύλακες και χωρίς συνοδεία, ως την ημέρα που οι ελληνικές του συνήθειες απέβησαν μοιραίες.
     Όταν αργότερα ένας ολόκληρος όχλος εγκαθίστατο στις πόλεις, υιοθετούσε αναπόφευκτα τον τρόπο ζωής τής αγοράς· και ήδη στην εποχή του ο Κύρος ο Πρεσβύτερος, έχοντας υπόψη του το είδος τών υποθέσεων που συζητούσαν στις ελληνικές αγορές, φέρεται να είπε σε έναν απεσταλμένο τής Σπάρτης: «Δεν με τρομάζουν άνθρωποι που στην καρδιά τής πόλης τους έχουν έναν τόπο όπου συγκεντρώνονται, εξαπατώντας ο ένας τον άλλον με όρκους». Ένας τέτοιος ζωτικός θεσμός περικλείει ακριβώς, με αδιαχώριστο τρόπο, το μεγάλο όπως και το μικρό, το αγαθό όπως και το κακό, ενώ στον ιστορικό στοχασμό επαφίεται η απόδειξη ότι η εξέλιξη του πνεύματος χωρίς διαβούλευση είναι για τους Έλληνες περισσότερο αδιανόητη από ό,τι για οποιονδήποτε άλλο λαό, και ότι η αγορά και τα συμπόσια υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν τόποι ανταλλαγής απόψεων.
     Αλλά εάν υπάρχει μια χώρα, στην οποία ο άνθρωπος αξίζει περισσότερο από τον τόπο που βρίσκεται, αυτή είναι η Ελλάδα. Η ζωντανή υπόσταση της πόλης υπήρξε ένα δημιούργημα απείρως ισχυρότερο από όλες τις οχυρώσεις, λιμάνια και κτίρια που την κοσμούσαν. Ο Αριστοτέλης αποκαλούσε ήδη τον άνθρωπο εν γένει «εκ φύσεως πολιτικό ον»· σε ένα αμφιλεγόμενο απόσπασμα των Πολιτικών, αντιπαραθέτει τον Έλληνα στα δύο είδη Βαρβάρων, το άνθρωπο της φύσης τού Βορρά, και τον πολιτισμένο άνθρωπο της Ασίας, και του αποδίδει τα πλεονεκτήματα και των δύο, το θάρρος τού πρώτου και την ευφυΐα τού δεύτερου, με τρόπο που να παραμένει ελεύθερος, να απολαμβάνει τη βέλτιστη πολιτική οργάνωση και να είναι σε θέση να ηγηθεί όλων τών λαών, όταν κατορθώσει μιαν ενιαία συγκρότηση. Υπό το φως όσων μάς διδάσκει μια τέτοια γενική δεινότητα, θα πρέπει να ερευνήσουμε πώς ακριβώς έβλεπαν οι Έλληνες την πόλη τους.
    Κατ’ αρχήν η έννοια πόλη υφίστατο πριν ακόμη τη συλλάβουν. Ο Οδυσσέας συναντά παντού λαούς που έχουν μία μόνο πόλη· ακόμη και οι Λαιστρυγόνες είχαν την Τηλέπυλο, ακόμη και οι Κιμμέριοι είχαν τη δική τους, σκεπασμένη από σύννεφα και ομίχλη. Ακολούθως η εγκαθίδρυση πόλεων αποβαίνει καθεστώς τόσο στην ίδια την Ελλάδα όσο και σε εκατοντάδες τοποθεσίες κατά μήκος τών βαρβαρικών ακτών· αυτό που επιδιώκεται κυρίως είναι να αντιστοιχεί μία πόλη σε κάθε φυλή, και γι’ αυτό ο Βίας συμβούλευε τις Ιωνικές πόλεις που απειλούνταν από την περσική ηγεμονία, να μεταναστεύσουν στη Σαρδηνία και  να εγκαταστήσουν μια μοναδική Ιώνεια πολιτεία· αν τον είχαν ακούσει, θα είχαν γίνει οι ευτυχέστεροι Έλληνες, όπως πιστεύει ο Ηρόδοτος. Ακόμη και η κωμωδία δανείστηκε αυτή την άποψη, και έτσι ο Πεισίστρατος θα πρέπει απαραιτήτως να πείσει τούς Όρνιθες, ότι δεν μπορεί παρά να υπάρξει μια μοναδική πόλη για Πουλιά.
(συνεχίζεται)

ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ ΧΑΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΕ ΕΘΝΗ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΗ ΔΙΟΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΘΥΣΙΕΣ. ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΑΡΕΤΕΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: