Συνέχεια από 30. Μαΐου 2025
SUMPHILOSOPHEIN 5H ζωή στην Ακαδημία του Πλάτωνος.
Του Enrico Berti.
Μια εχθρική βιογραφική παράδοση, που στην αρχαιότητα δεν έλειπε σχεδόν για κανέναν φιλόσοφο, αναφέρεται από τον Διογένη Λαέρτιο, ο οποίος διηγείται ότι ο Σπεύσιππος είχε αδυναμία για μία από τις δύο γυναίκες που φοιτούσαν στην Ακαδημία, δηλαδή τη Λαστενία, και ότι αυτό το πάθος του έγινε αντικείμενο σαρκασμού από τον Διονύσιο τον Νεότερο, ο οποίος φέρεται να του είχε γράψει ειρωνικά:
«Από τη μαθήτριά σου την Αρκάδα είναι δυνατόν να διδαχτεί κανείς τη σοφία σου».
Ο ίδιος ο Διογένης Λαέρτιος επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την εικόνα, αναφέροντας από άλλη πηγή ότι ο Σπεύσιππος ερωτεύτηκε παράφορα μια πολύ όμορφη αλλά άτακτη και ανίκανη γυναίκα, και ότι του είπαν:
«Τι να την κάνεις; Βρες κάποια που να έχει τουλάχιστον λίγα χαρίσματα!»
Ευτυχώς, ο Πλούταρχος διορθώνει αυτή την αρνητική εικόνα, εξηγώντας ότι ο Σπεύσιππος ήταν ασυγκράτητος και ασυλλόγιστος στη νεότητά του, αλλά ότι ο Πλάτωνας τον ενέπνευσε να αλλάξει, δίνοντάς του το καλό παράδειγμα, και ότι εκείνος στράφηκε στη φιλοσοφία.
Άλλη αρχαία πηγή φτάνει στο σημείο να λέει πως ο ίδιος ο Πλάτωνας έδωσε για σύζυγο στον Σπεύσιππο τη νεότερη και πιο όμορφη από τις τέσσερις ανιψιές του, με προίκα τριάντα μνών!
Ο Πλούταρχος διηγείται επίσης ότι ο Σπεύσιππος, ο οποίος είχε ταξιδέψει στις Συρακούσες με τον Πλάτωνα κατά το δεύτερο ταξίδι του φιλοσόφου, και είχε γίνει στενός του φίλος, συμμετείχε στον πόλεμο του Δίωνα εναντίον του Διονυσίου για την απελευθέρωση της Σικελίας. Πόλεμο στον οποίο συμμετείχαν και άλλοι Ακαδημικοί, αλλά όχι ο ίδιος ο Πλάτωνας, επειδή ήταν πια πολύ ηλικιωμένος για να φιλοξενηθεί στο παλάτι του Διονυσίου.
Υπέρ της πολιτικής δράσης του Σπευσίππου είναι και η πληροφορία, από άλλη πηγή, ότι έστειλε επιστολή στον Φίλιππο της Μακεδονίας, στην οποία κατέκρινε τη χρήση βίας και θυμόταν τα λόγια του Πλάτωνα, ενώ προσπάθησε να πείσει τον Περδίκκα (προκάτοχο του Φιλίππου στον μακεδονικό θρόνο) να μοιραστεί το βασίλειο με τον Φίλιππο.
Σε κάθε περίπτωση, η μετάνοια του Σπευσίππου για τις νεανικές του ελευθεριότητες δεν τον βοήθησε να διατηρήσει την υγεία του, επειδή λέγεται ότι προς το τέλος της ζωής του ήταν τόσο παράλυτος ώστε τον μετέφεραν στην Ακαδημία με φορείο — πράγμα που σημαίνει ότι δεν κατοικούσε εκεί — και ότι κάποιος τον συνάντησε στη διαδρομή, και του είπε ειρωνικά, με τρόπο κυνικό, «υγεία στον Σπεύσιππο!» (salute!), γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να ευχηθεί το ίδιο και για τον εαυτό του, αφού επέμενε να ζει σε τέτοιες συνθήκες. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, ο Σπεύσιππος, βυθισμένος στη θλίψη, θα είχε θέσει εθελοντικά τέλος στη ζωή του.
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Σπεύσιππος θα είχε γράψει πολυάριθμους διαλόγους για τον πλούτο, την ηδονή, τη δικαιοσύνη, τη φιλοσοφία, τη φιλία, για τους θεούς, για την ψυχή, και διάφορες πραγματείες (διαιρέσεις, υποθέσεις, ορισμούς), αφιερωμένες συχνά στο θέμα των «ομοίων».
Μετά τον θάνατο του Σπευσίππου έγινε στην Ακαδημία ένα είδος ψηφοφορίας για την εκλογή του νέου σχολάρχη και, σύμφωνα με τον Φιλόδημο, «οι νέοι εξέλεξαν τον Ξενοκράτη από τη Χαλκηδόνα, ενώ ο Αριστοτέλης βρισκόταν σε ταξίδι στη Μακεδονία και αντιθέτως οι Μενέδημος από την Πύρρα και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός ηττήθηκαν με λίγες μόνο ψήφους».
Κανείς από τους υποψηφίους δεν ήταν Αθηναίος, άρα η Ακαδημία θα περνούσε έτσι κι αλλιώς στα χέρια ενός ξένου. Ο Ξενοκράτης πιθανότατα ήταν ο πιο ηλικιωμένος, αφού γεννήθηκε το 395/396 π.Χ., και συνεπώς ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Αριστοτέλη. Το γεγονός πάντως ότι η ψήφος του ονόματός του αναφέρεται αμέσως μετά από εκείνο του Αριστοτέλη, με τη διευκρίνιση ότι εκείνος τότε δεν βρισκόταν στην Αθήνα, σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να είναι υποψήφιος για τη διαδοχή του Σπευσίππου, απόδειξη αυτής της ελευθερίας κρίσης που φαίνεται να χαρακτήριζε την Ακαδημία.
Αυτή όμως η ελευθερία δεν ωφέλησε τον Ξενοκράτη, ο οποίος, όπως θα δούμε, προσπάθησε να ερμηνεύσει τη φιλοσοφία του Πλάτωνα με εκείνη του Σπευσίππου, δηλαδή να συμφιλιώσει τις αντίθετες απόψεις των προκατόχων του, ταυτίζοντας τις Ιδέες με τους μαθηματικούς αριθμούς. Σύμφωνα με τον Φιλόδημο, τα μέλη της Ακαδημίας θεωρούσαν τον Ξενοκράτη περισσότερο αξιόλογο όσο πιο πολύ απουσίαζε.
Σε αυτό, λοιπόν, ο Ξενοκράτης θα είχε αποκαλύψει χαρακτήρα αντίθετο από εκείνον του Σπευσίππου, δείχνοντας επίσης αξιοσημείωτη σωματική αντοχή, η οποία του επέτρεψε να πιει ένα μεγάλο αγγείο κρασί και να νικήσει έτσι σε έναν αγώνα με έπαθλο ένα στεφάνι από χρυσό, που είχε θέσει ως έπαθλο ο Διονύσιος (στις Συρακούσες;), το οποίο ωστόσο τοποθέτησε σε άγαλμα του Ερμή, δείχνοντας έτσι την αποστασιοποίησή του από τα πλούτη.
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, που καταγράφει και εδώ μια εχθρική βιογραφική παράδοση, ο Ξενοκράτης, επειδή έγινε πρόωρα μαθητής του Πλάτωνα και τον ακολούθησε στα ταξίδια του στη Σικελία, δεν χαίρονταν την εκτίμηση του δασκάλου του, ο οποίος τον παρομοίαζε με «γαϊδούρι που χρειάζεται μαστίγιο», ενώ τον Αριστοτέλη με «άλογο που χρειάζεται χαλινάρι».
Η ίδια παράδοση αναφέρει ότι ο Ξενοκράτης αντιστάθηκε σε πειρασμούς που του είχαν οργανώσει οι ίδιοι του οι μαθητές, οι οποίοι — προεξαγγέλλοντας κατά χιλιετίες την πλοκή του “Γαλάζιου Αγγέλου” του Χάινριχ Μαν — του έβαλαν στο κρεβάτι του μία φορά την εταίρα Φρύνη, γνωστή για την ομορφιά και τη γυμνότητά της, και άλλη μια φορά την εταίρα Λαΐδα.
Επειδή δεν υπέκυψε ούτε τότε, ο Ξενοκράτης θεώρησε την προσβολή ότι δεν είναι άνδρας, αλλά, σύμφωνα με τους βιογράφους, κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε αυτοευνουχιστεί για να μπορέσει να αντισταθεί στους πειρασμούς.
Σε αντίθεση με τον Σπεύσιππο (και τον Αριστοτέλη), φαίνεται ότι ο Ξενοκράτης δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τη μακεδονική αυλή, γιατί, αν και είχε σταλεί ως πρεσβευτής σε αποστολή προς τον Φίλιππο, δεν δέχθηκε να διαφθαρεί με κανέναν τρόπο, δείχνοντας έτσι απόλυτη ανεξαρτησία από τα χρήματα· επίσης λέγεται ότι πρόσφερε θυσία στις Μούσες κατά τη διάρκεια της μακεδονικής κατοχής της Αθήνας, και ότι ο Μακεδόνας διοικητής Αντίπατρος, που είχε καταλάβει την εξουσία, του πρότεινε συμφωνία, κατά την οποία ο ίδιος ο Ξενοκράτης αρνήθηκε την απελευθέρωση σκλάβων εάν αυτό γινόταν με αντάλλαγμα την απεμπόληση της ελευθερίας της πόλης.
Μια παράδοση εχθρική προς τον Αριστοτέλη και ευνοϊκή προς τον Ξενοκράτη διηγείται ότι, κατά την απουσία του τελευταίου από την Αθήνα, ενώ ο Σπεύσιππος ήταν άρρωστος, ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στο να αντιλέγει στον Πλάτωνα, ο οποίος ήταν πλέον ογδοηκοντούτης, μέχρι του σημείου να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τον “εξωτερικό περίπατο” — δηλαδή τον χώρο περίπατου που βρισκόταν στην Ακαδημία — και να αποσυρθεί στο σπίτι του με τους μαθητές του, παίρνοντας μαζί του τη θέση που είχε στον περίπατο.
Όταν ο Ξενοκράτης επέστρεψε στην Ακαδημία και αντιλήφθηκε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, επανέφερε τον Αριστοτέλη στη θέση του με βίαιο τρόπο και επανέδωσε στον Πλάτωνα την καθιερωμένη του θέση.
Από όλη αυτή την ιστορία, πιθανόν το μόνο αληθινό στοιχείο είναι ότι ο Αριστοτέλης είχε αντιτεθεί στον Πλάτωνα πριν ακόμη αποχωρήσει από την Ακαδημία, και ότι ο Ξενοκράτης πήρε το μέρος του Πλάτωνα.
Όπως είδαμε ήδη στην περίπτωση του Σπευσίππου, ο Πλάτωνας δεν απαιτούσε από τους μαθητές του πλήρη αποδοχή της σκέψης του, οπότε δεν υπήρχε λόγος να μετατραπεί η διαφωνία του Αριστοτέλη σε προσωπική σύγκρουση.
Ο Ξενοκράτης, που έζησε 82 χρόνια, δηλαδή έως το 314 π.Χ., επέζησε του Αριστοτέλη, επειδή ήταν μεγαλύτερός του· συνεπώς, ήταν παρών στην Ακαδημία καθ’ όλη τη διάρκεια που ο Αριστοτέλης δίδασκε στο Λύκειο, δηλαδή στον Περίπατο στην Αθήνα (334–323 π.Χ.), και έτσι κατέστη ο αληθινός του αντίπαλος, πολύ περισσότερο από τον Πλάτωνα, τον οποίο ο ίδιος ο Αριστοτέλης φαίνεται να εκτιμούσε, παρά τις διαφωνίες.
Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε ορισμένους Ακαδημαϊκούς, κατά την περίοδο αυτή, να προσπαθήσουν να συμφιλιώσουν τη διδασκαλία της Ακαδημίας — ή τουλάχιστον του Πλάτωνα — με εκείνη του Λυκείου, δηλαδή του Αριστοτέλη.
Μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη, ο Φιλόδημος αναφέρει, πολύ πριν από τον Αριστοτέλη, τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, πιθανότατα λίγο νεότερο από τον Ξενοκράτη αλλά λίγο μεγαλύτερο από τον Αριστοτέλη, από τον οποίο ωστόσο επέζησε. Ο Φιλόδημος τον θεωρεί μαθητή του Πλάτωνα, και ο Διογένης Λαέρτιος τον παρουσιάζει, εκτός από μαθητή του Πλάτωνα, και ακροατή του Αριστοτέλη, αν και δεν είναι σαφές αν τον άκουσε στην Πλατωνική Ακαδημία, όπου δίδαξε πρώτα ο Αριστοτέλης, ή στο Λύκειο.
Σίγουρα ο Ηρακλείδης ανήκε στην πρώτη Ακαδημία, μάλιστα λέγεται ότι αντικατέστησε τον Πλάτωνα κατά το τρίτο ταξίδι του στις Συρακούσες, μαζί με τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη.
Αναμφίβολα έπρεπε να απολαμβάνει κάποιο κύρος στη σχολή, αφού το όνομά του καταγράφεται με λιγότερες ψήφους από τον Ξενοκράτη στην εκλογή του διαδόχου του Σπευσίππου. Πιθανόν αποχώρησε από την Ακαδημία εκείνη τη στιγμή — ή ίσως όταν ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα για να ιδρύσει τη δική του σχολή — και συνδέθηκε ξανά με τον Αριστοτέλη, περισσότερο ως συνάδελφος παρά ως μαθητής.
Αν και οι βιογράφοι τον παρουσίαζαν με όχι πολύ κολακευτικό τρόπο — π.χ. τον εμφάνιζαν να προσποιείται τον νεκρό ή να προσποιείται στρατηγήματα, ή ακόμα και να είναι γυναικωπός — ο Ηρακλείδης πρέπει να ήταν μεγάλος μαθηματικός και αστρονόμος, γιατί πρώτος διατύπωσε ένα σύστημα που δεχόταν την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της και την περιστροφή κάποιων πλανητών γύρω από τον Ήλιο· ιδέα που επαναλήφθηκε στους νεότερους χρόνους από τον Tycho Brahe, στην προσπάθεια να συνδυάσει το παλαιό γεωκεντρικό σύστημα με το κοπερνίκειο.
Μετά τον Ηρακλείδη, ανάμεσα στους άμεσους μαθητές του Πλάτωνα, ο Φιλόδημος αναφέρει τον Άμινα, συμπατριώτη του Ηρακλείδη, τον Μενέδημο από την Πύρρα, ο οποίος φαίνεται να έλαβε μέρος στην εκλογή του διαδόχου του Σπευσίππου και λέγεται ότι είχε γράψει ένα είδος συντάγματος παρόμοιο με τους Νόμους του Πλάτωνα· τον Αισχίνη από το Πέρινθο, τον οποίο άλλες πηγές αναφέρουν μαζί με τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, ανάμεσα σε όσους παρακολούθησαν τη διάλεξη του Πλάτωνα "Περί του Αγαθού"· τον Αριστοτέλη από τα Στάγειρα και τον Χαιρών από την Πέλλενα.
Ο τελευταίος, αφού παρακολούθησε την Ακαδημία, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς και Πυθικούς αγώνες, όπου έλαβε μέρος σε αγώνες πάλης. Δυστυχώς για τον ίδιο, αργότερα συνελήφθη αιχμάλωτος, επέστρεψε στην πόλη του, καταδικασμένος να ζει με φτώχεια, αφού του κατασχέθηκαν όλα τα αγαθά του και η γυναίκα του πουλήθηκε ως σκλάβα (το 331 π.Χ.).
Έπειτα, ο Φιλόδημος αναφέρει τον Δίωνα από τις Συρακούσες, γαμπρό του Διονυσίου του Πρεσβύτερου, τον οποίο ο Πλάτωνας γνώρισε στο πρώτο του ταξίδι στις Συρακούσες (το 387 π.Χ.), και ο οποίος πείστηκε από την ιδέα του Πλάτωνα για μια διακυβέρνηση της πόλης βασισμένη στη φιλοσοφία.
Μετά τον θάνατο του Διονυσίου του Πρεσβύτερου (367 π.Χ.), ο Δίωνας προσκάλεσε ξανά τον Πλάτωνα στις Συρακούσες, για να συνεργαστεί με τον νέο τύραννο, τον Διονύσιο τον Νεότερο, γιο του προηγούμενου· όμως, ο Διονύσιος τον υποψιάστηκε για συνωμοσία και τον εξόρισε από την πόλη. Ο Δίωνας κατέφυγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε την Ακαδημία.
Το 360 π.Χ., όταν ο Πλάτωνας μετέβη για τρίτη φορά στις Συρακούσες, ο Δίωνας δεν τον κάλεσε ξανά, προδίδοντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον φιλόσοφο. Ο Πλάτωνας, μη μπορώντας να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές, έφυγε από τις Συρακούσες.
Κατά την επιστροφή του στην πατρίδα, συνάντησε στην Ολύμπια τον Δίωνα, ο οποίος τον προσκάλεσε να συμμετάσχει σε εκστρατεία εναντίον του Διονυσίου. Ο Πλάτωνας αρνήθηκε, επικαλούμενος την φιλοξενία που του είχε προσφέρει ο τύραννος.
Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν άλλοι Ακαδημαϊκοί, όπως ο Σπεύσιππος και ο Εύδημος από την Κύπρο, ο φίλος στον οποίο — σύμφωνα με την παράδοση — ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τον ομώνυμο διάλογο.
Με αυτούς τους Ακαδημαϊκούς, ο Δίωνας κατέλαβε τις Συρακούσες μόλις ο Διονύσιος έφυγε για την Ιταλία (357 π.Χ.), και το 354 π.Χ., δολοφονήθηκε από συνωμοσία που οργάνωσαν δύο Αθηναίοι, ο Καλλίππος και ο Φιλόστρατος, οι οποίοι ήταν επίσης Ακαδημαϊκοί.
Ο Πλάτωνας έγραψε την Επιστολή VII στους φίλους του Δίωνα, για να αποστασιοποιηθεί από τους δολοφόνους του.
Ο Ερμόδωρος από τις Συρακούσες, που πιθανόν ήρθε σε επαφή με τον Πλάτωνα κατά μία από τις διαμονές του τελευταίου στη Σικελία, ακολούθησε τον Πλάτωνα στην Ακαδημία, όπου παρακολούθησε και αυτός τη διάλεξη "Περί του Αγαθού" — για την οποία μιλήσαμε — και λέγεται ότι έγραψε ένα σύγγραμμα σχετικό με αυτό το θέμα και με τη φιλοσοφία του δασκάλου του.
Από αυτό το έργο, μάλιστα, προέρχεται το ότι αυτός θεωρείται ο πρώτος βιογράφος του Πλάτωνα.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι ο ίδιος, όπως και άλλοι μαθητές του Πλάτωνα, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, κατέφυγε στα Μέγαρα ή στη Φώκαια από φόβο διωγμών από την αθηναϊκή κυβέρνηση, η οποία εχθρευόταν τους Σωκρατικούς.
Σύμφωνα με τον Φιλόδημο, ο Ερμόδωρος επέστρεψε αργότερα στη Σικελία και έγραψε “Λόγους” του Πλάτωνα.
Αυτή η πληροφορία, που προέρχεται από το ίδιο το έργο, πιθανόν σχετίζεται με την πρώτη ή δεύτερη παραμονή του Πλάτωνα στις Συρακούσες, και ότι οι λόγοι που αναφέρονται δεν ήταν ακριβώς διάλογοι, αλλά μάλλον γραπτές αναπαραστάσεις του προφορικού λόγου του Πλάτωνα, όπως ο ίδιος υποστηρίζει στην Επιστολή VII, όπου δηλώνει ότι ποτέ δεν έγραψε ρητά τις διδασκαλίες του, αλλά μόνο υπαινιγμούς και συμβολισμούς.
Συνεχίζεται
«Από τη μαθήτριά σου την Αρκάδα είναι δυνατόν να διδαχτεί κανείς τη σοφία σου».
Ο ίδιος ο Διογένης Λαέρτιος επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την εικόνα, αναφέροντας από άλλη πηγή ότι ο Σπεύσιππος ερωτεύτηκε παράφορα μια πολύ όμορφη αλλά άτακτη και ανίκανη γυναίκα, και ότι του είπαν:
«Τι να την κάνεις; Βρες κάποια που να έχει τουλάχιστον λίγα χαρίσματα!»
Ευτυχώς, ο Πλούταρχος διορθώνει αυτή την αρνητική εικόνα, εξηγώντας ότι ο Σπεύσιππος ήταν ασυγκράτητος και ασυλλόγιστος στη νεότητά του, αλλά ότι ο Πλάτωνας τον ενέπνευσε να αλλάξει, δίνοντάς του το καλό παράδειγμα, και ότι εκείνος στράφηκε στη φιλοσοφία.
Άλλη αρχαία πηγή φτάνει στο σημείο να λέει πως ο ίδιος ο Πλάτωνας έδωσε για σύζυγο στον Σπεύσιππο τη νεότερη και πιο όμορφη από τις τέσσερις ανιψιές του, με προίκα τριάντα μνών!
Ο Πλούταρχος διηγείται επίσης ότι ο Σπεύσιππος, ο οποίος είχε ταξιδέψει στις Συρακούσες με τον Πλάτωνα κατά το δεύτερο ταξίδι του φιλοσόφου, και είχε γίνει στενός του φίλος, συμμετείχε στον πόλεμο του Δίωνα εναντίον του Διονυσίου για την απελευθέρωση της Σικελίας. Πόλεμο στον οποίο συμμετείχαν και άλλοι Ακαδημικοί, αλλά όχι ο ίδιος ο Πλάτωνας, επειδή ήταν πια πολύ ηλικιωμένος για να φιλοξενηθεί στο παλάτι του Διονυσίου.
Υπέρ της πολιτικής δράσης του Σπευσίππου είναι και η πληροφορία, από άλλη πηγή, ότι έστειλε επιστολή στον Φίλιππο της Μακεδονίας, στην οποία κατέκρινε τη χρήση βίας και θυμόταν τα λόγια του Πλάτωνα, ενώ προσπάθησε να πείσει τον Περδίκκα (προκάτοχο του Φιλίππου στον μακεδονικό θρόνο) να μοιραστεί το βασίλειο με τον Φίλιππο.
Σε κάθε περίπτωση, η μετάνοια του Σπευσίππου για τις νεανικές του ελευθεριότητες δεν τον βοήθησε να διατηρήσει την υγεία του, επειδή λέγεται ότι προς το τέλος της ζωής του ήταν τόσο παράλυτος ώστε τον μετέφεραν στην Ακαδημία με φορείο — πράγμα που σημαίνει ότι δεν κατοικούσε εκεί — και ότι κάποιος τον συνάντησε στη διαδρομή, και του είπε ειρωνικά, με τρόπο κυνικό, «υγεία στον Σπεύσιππο!» (salute!), γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να ευχηθεί το ίδιο και για τον εαυτό του, αφού επέμενε να ζει σε τέτοιες συνθήκες. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, ο Σπεύσιππος, βυθισμένος στη θλίψη, θα είχε θέσει εθελοντικά τέλος στη ζωή του.
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Σπεύσιππος θα είχε γράψει πολυάριθμους διαλόγους για τον πλούτο, την ηδονή, τη δικαιοσύνη, τη φιλοσοφία, τη φιλία, για τους θεούς, για την ψυχή, και διάφορες πραγματείες (διαιρέσεις, υποθέσεις, ορισμούς), αφιερωμένες συχνά στο θέμα των «ομοίων».
Μετά τον θάνατο του Σπευσίππου έγινε στην Ακαδημία ένα είδος ψηφοφορίας για την εκλογή του νέου σχολάρχη και, σύμφωνα με τον Φιλόδημο, «οι νέοι εξέλεξαν τον Ξενοκράτη από τη Χαλκηδόνα, ενώ ο Αριστοτέλης βρισκόταν σε ταξίδι στη Μακεδονία και αντιθέτως οι Μενέδημος από την Πύρρα και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός ηττήθηκαν με λίγες μόνο ψήφους».
Κανείς από τους υποψηφίους δεν ήταν Αθηναίος, άρα η Ακαδημία θα περνούσε έτσι κι αλλιώς στα χέρια ενός ξένου. Ο Ξενοκράτης πιθανότατα ήταν ο πιο ηλικιωμένος, αφού γεννήθηκε το 395/396 π.Χ., και συνεπώς ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Αριστοτέλη. Το γεγονός πάντως ότι η ψήφος του ονόματός του αναφέρεται αμέσως μετά από εκείνο του Αριστοτέλη, με τη διευκρίνιση ότι εκείνος τότε δεν βρισκόταν στην Αθήνα, σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να είναι υποψήφιος για τη διαδοχή του Σπευσίππου, απόδειξη αυτής της ελευθερίας κρίσης που φαίνεται να χαρακτήριζε την Ακαδημία.
Αυτή όμως η ελευθερία δεν ωφέλησε τον Ξενοκράτη, ο οποίος, όπως θα δούμε, προσπάθησε να ερμηνεύσει τη φιλοσοφία του Πλάτωνα με εκείνη του Σπευσίππου, δηλαδή να συμφιλιώσει τις αντίθετες απόψεις των προκατόχων του, ταυτίζοντας τις Ιδέες με τους μαθηματικούς αριθμούς. Σύμφωνα με τον Φιλόδημο, τα μέλη της Ακαδημίας θεωρούσαν τον Ξενοκράτη περισσότερο αξιόλογο όσο πιο πολύ απουσίαζε.
Σε αυτό, λοιπόν, ο Ξενοκράτης θα είχε αποκαλύψει χαρακτήρα αντίθετο από εκείνον του Σπευσίππου, δείχνοντας επίσης αξιοσημείωτη σωματική αντοχή, η οποία του επέτρεψε να πιει ένα μεγάλο αγγείο κρασί και να νικήσει έτσι σε έναν αγώνα με έπαθλο ένα στεφάνι από χρυσό, που είχε θέσει ως έπαθλο ο Διονύσιος (στις Συρακούσες;), το οποίο ωστόσο τοποθέτησε σε άγαλμα του Ερμή, δείχνοντας έτσι την αποστασιοποίησή του από τα πλούτη.
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, που καταγράφει και εδώ μια εχθρική βιογραφική παράδοση, ο Ξενοκράτης, επειδή έγινε πρόωρα μαθητής του Πλάτωνα και τον ακολούθησε στα ταξίδια του στη Σικελία, δεν χαίρονταν την εκτίμηση του δασκάλου του, ο οποίος τον παρομοίαζε με «γαϊδούρι που χρειάζεται μαστίγιο», ενώ τον Αριστοτέλη με «άλογο που χρειάζεται χαλινάρι».
Η ίδια παράδοση αναφέρει ότι ο Ξενοκράτης αντιστάθηκε σε πειρασμούς που του είχαν οργανώσει οι ίδιοι του οι μαθητές, οι οποίοι — προεξαγγέλλοντας κατά χιλιετίες την πλοκή του “Γαλάζιου Αγγέλου” του Χάινριχ Μαν — του έβαλαν στο κρεβάτι του μία φορά την εταίρα Φρύνη, γνωστή για την ομορφιά και τη γυμνότητά της, και άλλη μια φορά την εταίρα Λαΐδα.
Επειδή δεν υπέκυψε ούτε τότε, ο Ξενοκράτης θεώρησε την προσβολή ότι δεν είναι άνδρας, αλλά, σύμφωνα με τους βιογράφους, κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε αυτοευνουχιστεί για να μπορέσει να αντισταθεί στους πειρασμούς.
Σε αντίθεση με τον Σπεύσιππο (και τον Αριστοτέλη), φαίνεται ότι ο Ξενοκράτης δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τη μακεδονική αυλή, γιατί, αν και είχε σταλεί ως πρεσβευτής σε αποστολή προς τον Φίλιππο, δεν δέχθηκε να διαφθαρεί με κανέναν τρόπο, δείχνοντας έτσι απόλυτη ανεξαρτησία από τα χρήματα· επίσης λέγεται ότι πρόσφερε θυσία στις Μούσες κατά τη διάρκεια της μακεδονικής κατοχής της Αθήνας, και ότι ο Μακεδόνας διοικητής Αντίπατρος, που είχε καταλάβει την εξουσία, του πρότεινε συμφωνία, κατά την οποία ο ίδιος ο Ξενοκράτης αρνήθηκε την απελευθέρωση σκλάβων εάν αυτό γινόταν με αντάλλαγμα την απεμπόληση της ελευθερίας της πόλης.
Μια παράδοση εχθρική προς τον Αριστοτέλη και ευνοϊκή προς τον Ξενοκράτη διηγείται ότι, κατά την απουσία του τελευταίου από την Αθήνα, ενώ ο Σπεύσιππος ήταν άρρωστος, ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στο να αντιλέγει στον Πλάτωνα, ο οποίος ήταν πλέον ογδοηκοντούτης, μέχρι του σημείου να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τον “εξωτερικό περίπατο” — δηλαδή τον χώρο περίπατου που βρισκόταν στην Ακαδημία — και να αποσυρθεί στο σπίτι του με τους μαθητές του, παίρνοντας μαζί του τη θέση που είχε στον περίπατο.
Όταν ο Ξενοκράτης επέστρεψε στην Ακαδημία και αντιλήφθηκε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, επανέφερε τον Αριστοτέλη στη θέση του με βίαιο τρόπο και επανέδωσε στον Πλάτωνα την καθιερωμένη του θέση.
Από όλη αυτή την ιστορία, πιθανόν το μόνο αληθινό στοιχείο είναι ότι ο Αριστοτέλης είχε αντιτεθεί στον Πλάτωνα πριν ακόμη αποχωρήσει από την Ακαδημία, και ότι ο Ξενοκράτης πήρε το μέρος του Πλάτωνα.
Όπως είδαμε ήδη στην περίπτωση του Σπευσίππου, ο Πλάτωνας δεν απαιτούσε από τους μαθητές του πλήρη αποδοχή της σκέψης του, οπότε δεν υπήρχε λόγος να μετατραπεί η διαφωνία του Αριστοτέλη σε προσωπική σύγκρουση.
Ο Ξενοκράτης, που έζησε 82 χρόνια, δηλαδή έως το 314 π.Χ., επέζησε του Αριστοτέλη, επειδή ήταν μεγαλύτερός του· συνεπώς, ήταν παρών στην Ακαδημία καθ’ όλη τη διάρκεια που ο Αριστοτέλης δίδασκε στο Λύκειο, δηλαδή στον Περίπατο στην Αθήνα (334–323 π.Χ.), και έτσι κατέστη ο αληθινός του αντίπαλος, πολύ περισσότερο από τον Πλάτωνα, τον οποίο ο ίδιος ο Αριστοτέλης φαίνεται να εκτιμούσε, παρά τις διαφωνίες.
Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε ορισμένους Ακαδημαϊκούς, κατά την περίοδο αυτή, να προσπαθήσουν να συμφιλιώσουν τη διδασκαλία της Ακαδημίας — ή τουλάχιστον του Πλάτωνα — με εκείνη του Λυκείου, δηλαδή του Αριστοτέλη.
Μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη, ο Φιλόδημος αναφέρει, πολύ πριν από τον Αριστοτέλη, τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, πιθανότατα λίγο νεότερο από τον Ξενοκράτη αλλά λίγο μεγαλύτερο από τον Αριστοτέλη, από τον οποίο ωστόσο επέζησε. Ο Φιλόδημος τον θεωρεί μαθητή του Πλάτωνα, και ο Διογένης Λαέρτιος τον παρουσιάζει, εκτός από μαθητή του Πλάτωνα, και ακροατή του Αριστοτέλη, αν και δεν είναι σαφές αν τον άκουσε στην Πλατωνική Ακαδημία, όπου δίδαξε πρώτα ο Αριστοτέλης, ή στο Λύκειο.
Σίγουρα ο Ηρακλείδης ανήκε στην πρώτη Ακαδημία, μάλιστα λέγεται ότι αντικατέστησε τον Πλάτωνα κατά το τρίτο ταξίδι του στις Συρακούσες, μαζί με τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη.
Αναμφίβολα έπρεπε να απολαμβάνει κάποιο κύρος στη σχολή, αφού το όνομά του καταγράφεται με λιγότερες ψήφους από τον Ξενοκράτη στην εκλογή του διαδόχου του Σπευσίππου. Πιθανόν αποχώρησε από την Ακαδημία εκείνη τη στιγμή — ή ίσως όταν ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα για να ιδρύσει τη δική του σχολή — και συνδέθηκε ξανά με τον Αριστοτέλη, περισσότερο ως συνάδελφος παρά ως μαθητής.
Αν και οι βιογράφοι τον παρουσίαζαν με όχι πολύ κολακευτικό τρόπο — π.χ. τον εμφάνιζαν να προσποιείται τον νεκρό ή να προσποιείται στρατηγήματα, ή ακόμα και να είναι γυναικωπός — ο Ηρακλείδης πρέπει να ήταν μεγάλος μαθηματικός και αστρονόμος, γιατί πρώτος διατύπωσε ένα σύστημα που δεχόταν την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της και την περιστροφή κάποιων πλανητών γύρω από τον Ήλιο· ιδέα που επαναλήφθηκε στους νεότερους χρόνους από τον Tycho Brahe, στην προσπάθεια να συνδυάσει το παλαιό γεωκεντρικό σύστημα με το κοπερνίκειο.
Μετά τον Ηρακλείδη, ανάμεσα στους άμεσους μαθητές του Πλάτωνα, ο Φιλόδημος αναφέρει τον Άμινα, συμπατριώτη του Ηρακλείδη, τον Μενέδημο από την Πύρρα, ο οποίος φαίνεται να έλαβε μέρος στην εκλογή του διαδόχου του Σπευσίππου και λέγεται ότι είχε γράψει ένα είδος συντάγματος παρόμοιο με τους Νόμους του Πλάτωνα· τον Αισχίνη από το Πέρινθο, τον οποίο άλλες πηγές αναφέρουν μαζί με τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, ανάμεσα σε όσους παρακολούθησαν τη διάλεξη του Πλάτωνα "Περί του Αγαθού"· τον Αριστοτέλη από τα Στάγειρα και τον Χαιρών από την Πέλλενα.
Ο τελευταίος, αφού παρακολούθησε την Ακαδημία, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς και Πυθικούς αγώνες, όπου έλαβε μέρος σε αγώνες πάλης. Δυστυχώς για τον ίδιο, αργότερα συνελήφθη αιχμάλωτος, επέστρεψε στην πόλη του, καταδικασμένος να ζει με φτώχεια, αφού του κατασχέθηκαν όλα τα αγαθά του και η γυναίκα του πουλήθηκε ως σκλάβα (το 331 π.Χ.).
Έπειτα, ο Φιλόδημος αναφέρει τον Δίωνα από τις Συρακούσες, γαμπρό του Διονυσίου του Πρεσβύτερου, τον οποίο ο Πλάτωνας γνώρισε στο πρώτο του ταξίδι στις Συρακούσες (το 387 π.Χ.), και ο οποίος πείστηκε από την ιδέα του Πλάτωνα για μια διακυβέρνηση της πόλης βασισμένη στη φιλοσοφία.
Μετά τον θάνατο του Διονυσίου του Πρεσβύτερου (367 π.Χ.), ο Δίωνας προσκάλεσε ξανά τον Πλάτωνα στις Συρακούσες, για να συνεργαστεί με τον νέο τύραννο, τον Διονύσιο τον Νεότερο, γιο του προηγούμενου· όμως, ο Διονύσιος τον υποψιάστηκε για συνωμοσία και τον εξόρισε από την πόλη. Ο Δίωνας κατέφυγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε την Ακαδημία.
Το 360 π.Χ., όταν ο Πλάτωνας μετέβη για τρίτη φορά στις Συρακούσες, ο Δίωνας δεν τον κάλεσε ξανά, προδίδοντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον φιλόσοφο. Ο Πλάτωνας, μη μπορώντας να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές, έφυγε από τις Συρακούσες.
Κατά την επιστροφή του στην πατρίδα, συνάντησε στην Ολύμπια τον Δίωνα, ο οποίος τον προσκάλεσε να συμμετάσχει σε εκστρατεία εναντίον του Διονυσίου. Ο Πλάτωνας αρνήθηκε, επικαλούμενος την φιλοξενία που του είχε προσφέρει ο τύραννος.
Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν άλλοι Ακαδημαϊκοί, όπως ο Σπεύσιππος και ο Εύδημος από την Κύπρο, ο φίλος στον οποίο — σύμφωνα με την παράδοση — ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τον ομώνυμο διάλογο.
Με αυτούς τους Ακαδημαϊκούς, ο Δίωνας κατέλαβε τις Συρακούσες μόλις ο Διονύσιος έφυγε για την Ιταλία (357 π.Χ.), και το 354 π.Χ., δολοφονήθηκε από συνωμοσία που οργάνωσαν δύο Αθηναίοι, ο Καλλίππος και ο Φιλόστρατος, οι οποίοι ήταν επίσης Ακαδημαϊκοί.
Ο Πλάτωνας έγραψε την Επιστολή VII στους φίλους του Δίωνα, για να αποστασιοποιηθεί από τους δολοφόνους του.
Ο Ερμόδωρος από τις Συρακούσες, που πιθανόν ήρθε σε επαφή με τον Πλάτωνα κατά μία από τις διαμονές του τελευταίου στη Σικελία, ακολούθησε τον Πλάτωνα στην Ακαδημία, όπου παρακολούθησε και αυτός τη διάλεξη "Περί του Αγαθού" — για την οποία μιλήσαμε — και λέγεται ότι έγραψε ένα σύγγραμμα σχετικό με αυτό το θέμα και με τη φιλοσοφία του δασκάλου του.
Από αυτό το έργο, μάλιστα, προέρχεται το ότι αυτός θεωρείται ο πρώτος βιογράφος του Πλάτωνα.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι ο ίδιος, όπως και άλλοι μαθητές του Πλάτωνα, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, κατέφυγε στα Μέγαρα ή στη Φώκαια από φόβο διωγμών από την αθηναϊκή κυβέρνηση, η οποία εχθρευόταν τους Σωκρατικούς.
Σύμφωνα με τον Φιλόδημο, ο Ερμόδωρος επέστρεψε αργότερα στη Σικελία και έγραψε “Λόγους” του Πλάτωνα.
Αυτή η πληροφορία, που προέρχεται από το ίδιο το έργο, πιθανόν σχετίζεται με την πρώτη ή δεύτερη παραμονή του Πλάτωνα στις Συρακούσες, και ότι οι λόγοι που αναφέρονται δεν ήταν ακριβώς διάλογοι, αλλά μάλλον γραπτές αναπαραστάσεις του προφορικού λόγου του Πλάτωνα, όπως ο ίδιος υποστηρίζει στην Επιστολή VII, όπου δηλώνει ότι ποτέ δεν έγραψε ρητά τις διδασκαλίες του, αλλά μόνο υπαινιγμούς και συμβολισμούς.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου