SUMPHILOSOPHEIN 6
H ζωή στην Ακαδημία του Πλάτωνος.
Του Enrico Berti.
3. Τα πρόσωπα
Όσον αφορά τον Έραστο από τις Σκέψις, αυτός αναφέρεται επίσης στην Έκτη Επιστολή, που αποδίδεται στον Πλάτωνα· η αυθεντικότητά της είναι αμφίβολη, αλλά η αξιοπιστία της ως ιστορικής πηγής μπορεί σε κάθε περίπτωση να θεωρηθεί αποδεκτή.
Σε αυτήν, ο Πλάτωνας θα συμβούλευε τον Ερμία, άρχοντα των Ατάρνων, να εμπιστεύεται τον Έραστο και τον Κορίσκο ως δύο αληθινούς φίλους και αληθινούς φιλοσόφους, και θα συμβούλευε και τους δύο να συνάψουν φιλία με τον Ερμία.
Από τις βιογραφίες του Αριστοτέλη — ο οποίος συχνά αναφέρει τον Κορίσκο ως όνομα συγκεκριμένου ατόμου — προκύπτει ότι μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης μετέβη με τον Έραστο και τον Κορίσκο στην Άσσο, πόλη κοντά στα Άταρνα και στη Σκέψι, την οποία ο Ερμίας τούς είχε παραχωρήσει για να ιδρύσουν, όπως έχει υποστηρίξει ο Werner Jaeger, ένα είδος παραρτήματος της Ακαδημίας.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται και από τον Φιλόδημο, ο οποίος γράφει:
"[...] Οι φιλόσοφοι μετέβησαν στον Ερμία, επειδή ο Ερμίας, που ήδη προηγουμένως τους είχε προσκαλέσει με τη μέγιστη καλοσύνη, είχε τώρα μεγαλύτερη ανάγκη απ’ αυτούς λόγω του θανάτου του Πλάτωνα. Με εκείνους που τον συνόδευαν (τον Ερμία), μοιράστηκε τα σπίτια του και τις άλλες πόλεις που είχε υπό την κατοχή του (και διοικούσε), μεταξύ των οποίων η Άσσος, όπου οι φιλόσοφοι, ενωμένοι σε μια κοινή σχολαστική κοινότητα, ζούσαν μαζί. Για όλα αυτά που είχαν ανάγκη, και όλα όσα είχαν ανάγκη ο Ερμίας ασφαλώς τους τα είχε θέσει στη διάθεσή τους. Πίστευαν ότι, υπό την καθοδήγηση της φιλοσοφίας, ήταν δυνατόν να μεταμορφώσουν τη μοναρχία [...] — ο λόγος του Πλάτωνα.
Από τους άλλους μαθητές του Πλάτωνα που αναφέρει στη συνέχεια ο Φιλόδημος — με εξαίρεση τον Αρχύτα από τον Τάραντα, τον διάσημο Πυθαγόρειο, ο οποίος όμως μάλλον δεν ήταν ποτέ μέλος της Ακαδημίας (δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα σχετικό, και πάντως δεν φέρεται να τη φοιτά μετά τον θάνατο του Πλάτωνα) — οι περισσότεροι από αυτούς μάλλον προσέγγισαν την Ακαδημία μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, άρα δεν ανήκουν στην περίοδο που εξετάζουμε.
Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ο Φιλόδημος θα είχε αναφέρει μεταξύ των μαθητών του Πλάτωνα και τον Φίλιππο από τους Όπουντες, ως τον άνθρωπο που αφηγήθηκε στον Πλάτωνα την επίσκεψη του Χαλδαίου.
Κατοπινές παραδόσεις λένε ότι εκείνος επιμελήθηκε το έργο "Νόμοι" του Πλάτωνα σε 12 βιβλία, και συνέγραψε τον "Επινομίδα", προσπαθώντας να τον παρουσιάσει ως 13ο βιβλίο των Νόμων.
Φαίνεται ότι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αστρονομία, ότι έδωσε μια εξήγηση για τις διαστάσεις της Σελήνης και τις εκλείψεις της, και ότι υποστήριξε, προς το τέλος της ζωής του, την άποψη πως η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του Σύμπαντος, θέση που καταλάμβανε αντίθετα μια κεντρική φωτιά, όπως είχε υποστηρίξει ο Πυθαγόρειος Φιλόλαος.
Έχουμε ήδη πει ότι την Ακαδημία την είχε παρακολουθήσει και ο Εύδοξος από την Κνίδο. Αυτός, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες, θα είχε γεννηθεί γύρω στο 390 π.Χ., και, αφού σπούδασε μαθηματικά με τον Αρχύτα και ιατρική με τον Φιλιστίωνα, θα είχε φοιτήσει στην Ακαδημία για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του Πλάτωνα στις Συρακούσες (367–366 π.Χ.) — και, σύμφωνα με κάποιους, ίσως να είχε ακόμη και διευθύνει τη σχολή, αν και άλλοι λένε πως τότε είχε τη διεύθυνση κάποιος Σωκράτης ο Νεότερος.
Κατόπιν, ο Εύδοξος δημιούργησε τη δική του σχολή στην Κύζικο, αλλά επέστρεψε στην Αθήνα με τους μαθητές του μεταξύ 355 και 350 π.Χ., όπου θα είχε ξαναρχίσει τις σχέσεις με τον Πλάτωνα και την Ακαδημία, και πιθανόν θα είχε γράψει κάποια έργα υπέρ του Πλάτωνα. Στην παραμονή του Εύδοξου στην Αθήνα θα πρέπει να επιστρέψουμε αργότερα.
Όσο για τον Σωκράτη τον Νεότερο, που αναφέρεται πολλές φορές τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Αριστοτέλη, κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν λίγο νεότερος από τον Πλάτωνα, και ότι ο Πλάτωνας τού ανέθεσε τη διεύθυνση της Ακαδημίας κατά το δεύτερο του ταξίδι στις Συρακούσες, έτσι ώστε ο Αριστοτέλης, που εισήλθε τότε στη σχολή, να είχε ως πρώτο του δάσκαλο τον Σωκράτη τον Νεότερο και όχι τον Πλάτωνα. Αλλά πρόκειται για εικασίες που βασίζονται σε όχι απολύτως αξιόπιστες πηγές, καθώς υπάρχουν και άλλες που αναφέρουν ότι την ίδια περίοδο διηύθυνε την Ακαδημία ο Εύδοξος.
Παραλείψαμε να αναφέρουμε τον Αριστοτέλη, που είναι ο πιο σημαντικός απ’ όλους, και για τον οποίο θα θυμηθούμε λίγα βιογραφικά στοιχεία, πριν μιλήσουμε εκτενώς γι’ αυτόν στα επόμενα κεφάλαια. Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα, πόλη της Βόρειας Ελλάδας, το 384 π.Χ., γιος του Νικομάχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, ενός από τους προκατόχους του Φιλίππου Β΄.
Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, και έτσι ο Αριστοτέλης ανατράφηκε από τον Πρόξενο από τα Άταρνα, χήρο της αδερφής του. Σε ηλικία 17 ετών, το 367 π.Χ., ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα και εισήλθε στην Ακαδημία, ενώ ο Πλάτωνας βρισκόταν στο δεύτερο του ταξίδι στις Συρακούσες. Κατά συνέπεια, η σχολή τότε διευθυνόταν είτε από τον Εύδοξο από την Κνίδο, είτε, κατά άλλους, από τον Σωκράτη τον Νεότερο.
Το 362 π.Χ., δηλαδή σε ηλικία 22 ετών, ο Αριστοτέλης έγραψε έναν διάλογο περί ρητορικής, με τίτλο Γρύλλος, όπως ονομαζόταν ο γιος του Ξενοφώντα που σκοτώθηκε στη μάχη της Μαντίνειας· σε αυτόν τον διάλογο πολεμά με τους ρητορικούς συγγραφείς όπως τον Ισοκράτη, οι οποίοι είχαν γράψει υπερβολικούς επαίνους για τον Γρύλλο για να κερδίσουν την εύνοια του πατέρα του.
Ότι ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τη ρητορική βεβαιώνεται και από τον Φιλόδημο, ο οποίος αναφέρει ότι είχε ξεκινήσει μια διδασκαλία πάνω σε αυτήν τη θεματική με τη φράση:
«Είναι αισχρό να σιωπά κανείς και να αφήνει να μιλά ο Ισοκράτης».
Για αυτή την πολεμική ενάντια στον Ισοκράτη υπάρχει και άλλο τεκμήριο: ένας λόγος που έγραψε ο Αριστοτέλης κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Ακαδημία, με τίτλο Προτρεπτικός, παρότρυνση προς τη φιλοσοφία, στον οποίο εγκωμιάζει την ιδέα της φιλοσοφικής παιδείας όπως διδασκόταν στην Ακαδημία, σε αντιπαράθεση με το ρητορικό πρόγραμμα που πρόβαλλε ο Ισοκράτης και η σχολή του.
Η στενή σχέση με ένα έργο του Ισοκράτη που συντάχθηκε το 353 π.Χ., με τον τίτλο Αντόδοσις, μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε και τον Προτρεπτικό του Αριστοτέλη στην ίδια περίοδο.
Κατά την παραμονή του στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης έγραψε και άλλους διαλόγους, όπως τον Εύδημο, εις μνήμην του φίλου του που σκοτώθηκε στη μάχη του Δίωνα κατά του Διονυσίου (το 354 π.Χ.), τον διάλογο Περί δικαιοσύνης, τον διάλογο Περί φιλοσοφίας, και άλλους ακόμη, μιμούμενος τους διαλόγους του Πλάτωνα, αλλά με κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως την παρουσία του ίδιου του συγγραφέα (του Αριστοτέλη) ή και προσωπικοτήτων της εποχής του (που σίγουρα δεν ήταν ο Πλάτωνας).
Έγραψε επίσης την Πραγματεία περί Ιδεών, στην οποία, όπως θα δούμε, επιτίθεται στη θεωρία των Ιδεών — έντονη συζήτηση που τότε διεξαγόταν στην Ακαδημία — και το έργο Περί του Αγαθού, στο οποίο προσπαθούσε να απαντήσει στην Πλατωνική θεωρία του Αγαθού, με βάση το τι έλεγε ο ίδιος ο Πλάτωνας στην Επιστολή II, ή έστω έτσι όπως την ερμήνευε ο Αριστοτέλης.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω συγγράμματα, ο Αριστοτέλης εν μέρει συμμεριζόταν τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και εν μέρει της ασκούσε κριτική, εκμεταλλευόμενος το πνεύμα ελευθερίας σκέψης που επικρατούσε στην Ακαδημία.
Αυτό όμως δεν επηρέασε καθόλου τον σεβασμό του προς τον Πλάτωνα, παρά τα όσα διαδίδει μια εχθρική βιογραφική παράδοση, η οποία κάνει λόγο για εξεγέρσεις του Αριστοτέλη εναντίον του δασκάλου του και για παράπονα του Πλάτωνα εξαιτίας αυτών· σε αυτή την παράδοση αντιτίθεται μία άλλη, εξίσου αναξιόπιστη, σύμφωνα με την οποία ο Πλάτων θα είχε αποκαλέσει τον Αριστοτέλη “ο νους” (nous).
Πιο αξιόπιστη φαίνεται η πληροφορία ότι τον αποκαλούσαν “ο αναγνώστης”, είτε επειδή είχε διαβάσει πολλά βιβλία, είτε επειδή είχε τη συνήθεια να διαβάζει φωναχτά μπροστά στους άλλους (σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια).
Η στοργή του Αριστοτέλη για τον Πλάτωνα μαρτυρείται όχι μόνο από τη διάσημη φράση στα Ηθικά Νικομάχεια, όπου ο Αριστοτέλης ζητά συγγνώμη για την κριτική του στην Πλατωνική αντίληψη περί του Αγαθού, δηλώνοντας ότι οι υποστηρικτές της ήταν φίλοι του, αλλά πιο φίλη ακόμη είναι η αλήθεια.
Το ίδιο αποδεικνύεται και από την λεγόμενη Ελεγεία στον Εύδημο, στην οποία ο Αριστοτέλης αφηγείται ότι, επιστρέφοντας στο έδαφος της Αττικής για να ιδρύσει τη δική του σχολή, ανέγειρε βωμό προς τιμήν της φιλίας του με τον Πλάτωνα, τον οποίο αποκαλεί:
«ο άνθρωπος που, ενώ δεν επιτρέπεται να επαινείται κανένας κακός, μόνος αυτός έδειξε για πρώτη φορά ξεκάθαρα στους θνητούς, με τη ζωή του και με τη διδασκαλία των λόγων του, πώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ταυτόχρονα καλός και ευτυχισμένος».
Ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Ακαδημία το 347 π.Χ., δηλαδή μετά τον θάνατο του Πλάτωνα — γεγονός που δείχνει, αφενός, ότι επιθυμούσε να μείνει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον δάσκαλό του, και αφετέρου ότι μετά τον θάνατο του Πλάτωνα δεν είχε πλέον λόγο να παραμείνει στη σχολή, αφού την ηγεσία της ανέλαβε ο Σπεύσιππος, του οποίου τη φιλοσοφία ο Αριστοτέλης δεν συμμεριζόταν.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης παρέμεινε στη σχολή για είκοσι χρόνια, δηλαδή ως την ώριμη ηλικία των 37 ετών, δείχνει ότι δεν υπήρξε μόνο μαθητής του Πλάτωνα, όπως και άλλοι μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές του (όπως ο Εύδοξος), αλλά και συνεργάτης του — θα λέγαμε σήμερα: συνάδελφος — καθώς και των άλλων Ακαδημαϊκών.
Αυτό αποδεικνύεται από το ότι έγραψε διαλόγους, πραγματείες, πήρε μέρος στη διαμάχη κατά του Ισοκράτη, δίδαξε ρητορική και πιθανόν και διαλεκτική, και, αφού έφυγε από τη σχολή λίγα χρόνια αργότερα, δηλαδή το 339 π.Χ., χρονιά θανάτου του Σπευσίππου, δεν εξελέγη σχολάρχης, απλώς και μόνο επειδή δεν βρισκόταν τότε στην Αθήνα.
Εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Β΄, ο οποίος τον είχε καλέσει να αναλάβει την εκπαίδευση του νεαρού γιου του, του Αλέξανδρου, του μελλοντικού κατακτητή ολόκληρης της Ελλάδας και της Περσίας — γεγονός που δείχνει την εκτίμηση που έτρεφαν οι σύγχρονοί του στον Αριστοτέλη.
Συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Τα πράγματα»
Σε αυτήν, ο Πλάτωνας θα συμβούλευε τον Ερμία, άρχοντα των Ατάρνων, να εμπιστεύεται τον Έραστο και τον Κορίσκο ως δύο αληθινούς φίλους και αληθινούς φιλοσόφους, και θα συμβούλευε και τους δύο να συνάψουν φιλία με τον Ερμία.
Από τις βιογραφίες του Αριστοτέλη — ο οποίος συχνά αναφέρει τον Κορίσκο ως όνομα συγκεκριμένου ατόμου — προκύπτει ότι μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης μετέβη με τον Έραστο και τον Κορίσκο στην Άσσο, πόλη κοντά στα Άταρνα και στη Σκέψι, την οποία ο Ερμίας τούς είχε παραχωρήσει για να ιδρύσουν, όπως έχει υποστηρίξει ο Werner Jaeger, ένα είδος παραρτήματος της Ακαδημίας.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται και από τον Φιλόδημο, ο οποίος γράφει:
"[...] Οι φιλόσοφοι μετέβησαν στον Ερμία, επειδή ο Ερμίας, που ήδη προηγουμένως τους είχε προσκαλέσει με τη μέγιστη καλοσύνη, είχε τώρα μεγαλύτερη ανάγκη απ’ αυτούς λόγω του θανάτου του Πλάτωνα. Με εκείνους που τον συνόδευαν (τον Ερμία), μοιράστηκε τα σπίτια του και τις άλλες πόλεις που είχε υπό την κατοχή του (και διοικούσε), μεταξύ των οποίων η Άσσος, όπου οι φιλόσοφοι, ενωμένοι σε μια κοινή σχολαστική κοινότητα, ζούσαν μαζί. Για όλα αυτά που είχαν ανάγκη, και όλα όσα είχαν ανάγκη ο Ερμίας ασφαλώς τους τα είχε θέσει στη διάθεσή τους. Πίστευαν ότι, υπό την καθοδήγηση της φιλοσοφίας, ήταν δυνατόν να μεταμορφώσουν τη μοναρχία [...] — ο λόγος του Πλάτωνα.
Από τους άλλους μαθητές του Πλάτωνα που αναφέρει στη συνέχεια ο Φιλόδημος — με εξαίρεση τον Αρχύτα από τον Τάραντα, τον διάσημο Πυθαγόρειο, ο οποίος όμως μάλλον δεν ήταν ποτέ μέλος της Ακαδημίας (δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα σχετικό, και πάντως δεν φέρεται να τη φοιτά μετά τον θάνατο του Πλάτωνα) — οι περισσότεροι από αυτούς μάλλον προσέγγισαν την Ακαδημία μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, άρα δεν ανήκουν στην περίοδο που εξετάζουμε.
Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ο Φιλόδημος θα είχε αναφέρει μεταξύ των μαθητών του Πλάτωνα και τον Φίλιππο από τους Όπουντες, ως τον άνθρωπο που αφηγήθηκε στον Πλάτωνα την επίσκεψη του Χαλδαίου.
Κατοπινές παραδόσεις λένε ότι εκείνος επιμελήθηκε το έργο "Νόμοι" του Πλάτωνα σε 12 βιβλία, και συνέγραψε τον "Επινομίδα", προσπαθώντας να τον παρουσιάσει ως 13ο βιβλίο των Νόμων.
Φαίνεται ότι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αστρονομία, ότι έδωσε μια εξήγηση για τις διαστάσεις της Σελήνης και τις εκλείψεις της, και ότι υποστήριξε, προς το τέλος της ζωής του, την άποψη πως η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του Σύμπαντος, θέση που καταλάμβανε αντίθετα μια κεντρική φωτιά, όπως είχε υποστηρίξει ο Πυθαγόρειος Φιλόλαος.
Έχουμε ήδη πει ότι την Ακαδημία την είχε παρακολουθήσει και ο Εύδοξος από την Κνίδο. Αυτός, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες, θα είχε γεννηθεί γύρω στο 390 π.Χ., και, αφού σπούδασε μαθηματικά με τον Αρχύτα και ιατρική με τον Φιλιστίωνα, θα είχε φοιτήσει στην Ακαδημία για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του Πλάτωνα στις Συρακούσες (367–366 π.Χ.) — και, σύμφωνα με κάποιους, ίσως να είχε ακόμη και διευθύνει τη σχολή, αν και άλλοι λένε πως τότε είχε τη διεύθυνση κάποιος Σωκράτης ο Νεότερος.
Κατόπιν, ο Εύδοξος δημιούργησε τη δική του σχολή στην Κύζικο, αλλά επέστρεψε στην Αθήνα με τους μαθητές του μεταξύ 355 και 350 π.Χ., όπου θα είχε ξαναρχίσει τις σχέσεις με τον Πλάτωνα και την Ακαδημία, και πιθανόν θα είχε γράψει κάποια έργα υπέρ του Πλάτωνα. Στην παραμονή του Εύδοξου στην Αθήνα θα πρέπει να επιστρέψουμε αργότερα.
Όσο για τον Σωκράτη τον Νεότερο, που αναφέρεται πολλές φορές τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Αριστοτέλη, κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν λίγο νεότερος από τον Πλάτωνα, και ότι ο Πλάτωνας τού ανέθεσε τη διεύθυνση της Ακαδημίας κατά το δεύτερο του ταξίδι στις Συρακούσες, έτσι ώστε ο Αριστοτέλης, που εισήλθε τότε στη σχολή, να είχε ως πρώτο του δάσκαλο τον Σωκράτη τον Νεότερο και όχι τον Πλάτωνα. Αλλά πρόκειται για εικασίες που βασίζονται σε όχι απολύτως αξιόπιστες πηγές, καθώς υπάρχουν και άλλες που αναφέρουν ότι την ίδια περίοδο διηύθυνε την Ακαδημία ο Εύδοξος.
Παραλείψαμε να αναφέρουμε τον Αριστοτέλη, που είναι ο πιο σημαντικός απ’ όλους, και για τον οποίο θα θυμηθούμε λίγα βιογραφικά στοιχεία, πριν μιλήσουμε εκτενώς γι’ αυτόν στα επόμενα κεφάλαια. Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα, πόλη της Βόρειας Ελλάδας, το 384 π.Χ., γιος του Νικομάχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, ενός από τους προκατόχους του Φιλίππου Β΄.
Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, και έτσι ο Αριστοτέλης ανατράφηκε από τον Πρόξενο από τα Άταρνα, χήρο της αδερφής του. Σε ηλικία 17 ετών, το 367 π.Χ., ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα και εισήλθε στην Ακαδημία, ενώ ο Πλάτωνας βρισκόταν στο δεύτερο του ταξίδι στις Συρακούσες. Κατά συνέπεια, η σχολή τότε διευθυνόταν είτε από τον Εύδοξο από την Κνίδο, είτε, κατά άλλους, από τον Σωκράτη τον Νεότερο.
Το 362 π.Χ., δηλαδή σε ηλικία 22 ετών, ο Αριστοτέλης έγραψε έναν διάλογο περί ρητορικής, με τίτλο Γρύλλος, όπως ονομαζόταν ο γιος του Ξενοφώντα που σκοτώθηκε στη μάχη της Μαντίνειας· σε αυτόν τον διάλογο πολεμά με τους ρητορικούς συγγραφείς όπως τον Ισοκράτη, οι οποίοι είχαν γράψει υπερβολικούς επαίνους για τον Γρύλλο για να κερδίσουν την εύνοια του πατέρα του.
Ότι ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τη ρητορική βεβαιώνεται και από τον Φιλόδημο, ο οποίος αναφέρει ότι είχε ξεκινήσει μια διδασκαλία πάνω σε αυτήν τη θεματική με τη φράση:
«Είναι αισχρό να σιωπά κανείς και να αφήνει να μιλά ο Ισοκράτης».
Για αυτή την πολεμική ενάντια στον Ισοκράτη υπάρχει και άλλο τεκμήριο: ένας λόγος που έγραψε ο Αριστοτέλης κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Ακαδημία, με τίτλο Προτρεπτικός, παρότρυνση προς τη φιλοσοφία, στον οποίο εγκωμιάζει την ιδέα της φιλοσοφικής παιδείας όπως διδασκόταν στην Ακαδημία, σε αντιπαράθεση με το ρητορικό πρόγραμμα που πρόβαλλε ο Ισοκράτης και η σχολή του.
Η στενή σχέση με ένα έργο του Ισοκράτη που συντάχθηκε το 353 π.Χ., με τον τίτλο Αντόδοσις, μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε και τον Προτρεπτικό του Αριστοτέλη στην ίδια περίοδο.
Κατά την παραμονή του στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης έγραψε και άλλους διαλόγους, όπως τον Εύδημο, εις μνήμην του φίλου του που σκοτώθηκε στη μάχη του Δίωνα κατά του Διονυσίου (το 354 π.Χ.), τον διάλογο Περί δικαιοσύνης, τον διάλογο Περί φιλοσοφίας, και άλλους ακόμη, μιμούμενος τους διαλόγους του Πλάτωνα, αλλά με κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως την παρουσία του ίδιου του συγγραφέα (του Αριστοτέλη) ή και προσωπικοτήτων της εποχής του (που σίγουρα δεν ήταν ο Πλάτωνας).
Έγραψε επίσης την Πραγματεία περί Ιδεών, στην οποία, όπως θα δούμε, επιτίθεται στη θεωρία των Ιδεών — έντονη συζήτηση που τότε διεξαγόταν στην Ακαδημία — και το έργο Περί του Αγαθού, στο οποίο προσπαθούσε να απαντήσει στην Πλατωνική θεωρία του Αγαθού, με βάση το τι έλεγε ο ίδιος ο Πλάτωνας στην Επιστολή II, ή έστω έτσι όπως την ερμήνευε ο Αριστοτέλης.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω συγγράμματα, ο Αριστοτέλης εν μέρει συμμεριζόταν τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και εν μέρει της ασκούσε κριτική, εκμεταλλευόμενος το πνεύμα ελευθερίας σκέψης που επικρατούσε στην Ακαδημία.
Αυτό όμως δεν επηρέασε καθόλου τον σεβασμό του προς τον Πλάτωνα, παρά τα όσα διαδίδει μια εχθρική βιογραφική παράδοση, η οποία κάνει λόγο για εξεγέρσεις του Αριστοτέλη εναντίον του δασκάλου του και για παράπονα του Πλάτωνα εξαιτίας αυτών· σε αυτή την παράδοση αντιτίθεται μία άλλη, εξίσου αναξιόπιστη, σύμφωνα με την οποία ο Πλάτων θα είχε αποκαλέσει τον Αριστοτέλη “ο νους” (nous).
Πιο αξιόπιστη φαίνεται η πληροφορία ότι τον αποκαλούσαν “ο αναγνώστης”, είτε επειδή είχε διαβάσει πολλά βιβλία, είτε επειδή είχε τη συνήθεια να διαβάζει φωναχτά μπροστά στους άλλους (σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια).
Η στοργή του Αριστοτέλη για τον Πλάτωνα μαρτυρείται όχι μόνο από τη διάσημη φράση στα Ηθικά Νικομάχεια, όπου ο Αριστοτέλης ζητά συγγνώμη για την κριτική του στην Πλατωνική αντίληψη περί του Αγαθού, δηλώνοντας ότι οι υποστηρικτές της ήταν φίλοι του, αλλά πιο φίλη ακόμη είναι η αλήθεια.
Το ίδιο αποδεικνύεται και από την λεγόμενη Ελεγεία στον Εύδημο, στην οποία ο Αριστοτέλης αφηγείται ότι, επιστρέφοντας στο έδαφος της Αττικής για να ιδρύσει τη δική του σχολή, ανέγειρε βωμό προς τιμήν της φιλίας του με τον Πλάτωνα, τον οποίο αποκαλεί:
«ο άνθρωπος που, ενώ δεν επιτρέπεται να επαινείται κανένας κακός, μόνος αυτός έδειξε για πρώτη φορά ξεκάθαρα στους θνητούς, με τη ζωή του και με τη διδασκαλία των λόγων του, πώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ταυτόχρονα καλός και ευτυχισμένος».
Ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Ακαδημία το 347 π.Χ., δηλαδή μετά τον θάνατο του Πλάτωνα — γεγονός που δείχνει, αφενός, ότι επιθυμούσε να μείνει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον δάσκαλό του, και αφετέρου ότι μετά τον θάνατο του Πλάτωνα δεν είχε πλέον λόγο να παραμείνει στη σχολή, αφού την ηγεσία της ανέλαβε ο Σπεύσιππος, του οποίου τη φιλοσοφία ο Αριστοτέλης δεν συμμεριζόταν.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης παρέμεινε στη σχολή για είκοσι χρόνια, δηλαδή ως την ώριμη ηλικία των 37 ετών, δείχνει ότι δεν υπήρξε μόνο μαθητής του Πλάτωνα, όπως και άλλοι μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές του (όπως ο Εύδοξος), αλλά και συνεργάτης του — θα λέγαμε σήμερα: συνάδελφος — καθώς και των άλλων Ακαδημαϊκών.
Αυτό αποδεικνύεται από το ότι έγραψε διαλόγους, πραγματείες, πήρε μέρος στη διαμάχη κατά του Ισοκράτη, δίδαξε ρητορική και πιθανόν και διαλεκτική, και, αφού έφυγε από τη σχολή λίγα χρόνια αργότερα, δηλαδή το 339 π.Χ., χρονιά θανάτου του Σπευσίππου, δεν εξελέγη σχολάρχης, απλώς και μόνο επειδή δεν βρισκόταν τότε στην Αθήνα.
Εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Β΄, ο οποίος τον είχε καλέσει να αναλάβει την εκπαίδευση του νεαρού γιου του, του Αλέξανδρου, του μελλοντικού κατακτητή ολόκληρης της Ελλάδας και της Περσίας — γεγονός που δείχνει την εκτίμηση που έτρεφαν οι σύγχρονοί του στον Αριστοτέλη.
Συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Τα πράγματα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου