Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4)

Συνέχεια από:Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 
Του Enrico Berti.
          
Τί είναι η γνώση;

2. Η επιστήμη σάν απόδειξη!
          

Στην αρχή τών Αναλυτικών ύστερων ο Αριστοτέλης ξαναπαίρνει την έννοια που είχε ήδη χρησιμοποιήσει στο πρώτο κεφάλαιο τής Μεταφυσικής, δηλαδή ότι η γνώση είναι γνώση τής αιτίας, δηλώνοντας: « πιστεύουμε ότι έχουμε επιστήμη τού κάθε πράγματος, όταν είμαστε βέβαιοι ότι γνωρίζουμε τήν αιτία λόγω τής οποίας το πράγμα είναι, ότι αυτή είναι αιτία εκείνου τού πράγματος και ότι δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι διαφορετικά» (Αναλ. Ύστερα, Ι, 2,71 b 9-12). Το νέο σε σχέση με τον ορισμό στην Μεταφυσική, είναι ο χαρακτήρας τής αναγκαιότητος ο οποίος προστίθεται για να χαρακτηρίζει τις προτάσεις τής επιστήμης. Συνεπώς για να έχουμε επιστήμη σημαίνει να έχουμε μία τέτοια γνώση, ώστε να αποκλείουμε με τον πιο απόλυτο τρόπο να είναι διαφορετικά τα πράγματα από την γνώση που διαθέτουμε γι’ αυτά, να έχουμε δηλαδή μία αναγκαία γνώση. Αυτός ο χαρακτήρας τής αναγκαιότητος ξεχωρίζει τον επιστημονικό λόγο από όλες τις άλλες μορφές λόγου, και του προσδίδει εκείνη την σταθερότητα, εκείνη την στεγανότητα, η οποία όπως έχουμε ήδη δει είναι μία ουσιώδης απαίτηση!
          Αμέσως μετά ο Αριστοτέλης δέχεται την δυνατότητα διαφόρων τύπων επιστήμης, υπονοώντας ιδιαιτέρως τόν ΝΟΥ (έτερος τού επίστασθαι τρόπος), για τον οποίο θα μιλήσει στο τέλος τού έργου. Τώρα όμως βιάζεται να δηλώσει ότι υπάρχει και ένας τύπος επιστήμης, ο οποίος πραγματοποιείται δι’ αποδείξεως. Αυτή η διάκριση μας επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ευρύτερης έννοιας, σύμφωνα με την οποία επιστήμη σημαίνει απλώς γνώση εφοδιασμένη με αναγκαιότητα, δηλαδή σταθερή σίγουρη και μία έννοια πιο περιορισμένη και ακριβής, η οποία καθιερώνει την αναγκαιότητα και την σταθερότητα της επιστήμης σε έναν καθορισμένο τύπο δομής, που ονομάζεται απόδειξη. Η πρώτη έχει την διαπραγμάτευσή της στο πρώτο βιβλίο τής Μεταφυσικής, ενώ η δεύτερη μελετάται στα Αναλυτικά ύστερα.
          Σαν απόδειξη ο Αριστοτέλης εννοεί τον επιστημονικό συλλογισμό (Αν. ύστ. Ι, 2,71 b 17-18). Όπως είναι γνωστό ο συλλογισμός, με την τεχνική του έννοια, είναι «μία ομιλία στην οποία αφού τεθούν ορισμένα πράγματα, από το γεγονός ότι αυτά είναι, προκύπτει εξ ’ανάγκης κάτι διαφορετικό από αυτά». Τα πράγματα που τίθενται είναι τα προκαταρκτικά, δηλαδή δύο προτάσεις διαφορετικής εκτάσεως, οι οποίες έχουν έναν όρο κοινό, λεγόμενο μεσαίο, ο οποίος χρησιμεύει σαν υποκείμενο. Αυτό που προκύπτει αναγκαστικά είναι το συμπέρασμα, δηλαδή μία πρόταση στην οποία ενώνονται μεταξύ τους οι δύο άλλοι όροι, λεγόμενοι και ακραίοι. Για τον Αριστοτέλη ένας ουσιαστικός χαρακτήρας τού συλλογισμού, όταν είναι ορθός, όταν είναι δηλαδή ένας αληθινός συλλογισμός, είναι η αναγκαιότης  με την οποία το συμπέρασμα προκύπτει από τα προκαταρκτικά. Και γι’ αυτό λέει πώς κάθε συλλογισμός είναι αναγκαίος. Αλλά αμέσως μετά συμπληρώνει ότι δεν είναι κάθε αναγκαιότης συλλογισμός, δηλαδή η αναγκαιότης έχει μία μεγαλύτερη έκταση από τον συλλογισμό. Αυτό σημαίνει ότι σ ’εκείνον τον ιδιαίτερο τόπο γνώσεως που είναι η απόδειξη, η αναγκαιότης τής συνέχειας δίνεται ακριβώς από την συλλογιστική δομή. Αλλά μπορεί να υπάρξει μία γνώση εξίσου αναγκαία, η οποία δεν θα είναι δομημένη από συλλογισμούς.
          Η σχέση που διατρέχει ανάμεσα στην γνώση των αιτίων, στην οποία συνίσταται η επιστήμη και ο συλλογισμός, με τον οποίο δομείται η αποδεικτική επιστήμη, αναπτύσσεται από τον Αριστοτέλη στην συνέχεια τών Αναλυτικών. Εδώ αναφέρεται στον προσδιορισμό τής επιστήμης σαν γνώσης τής αιτίας, εξηγεί ποιοι είναι οι διάφοροι τύποι των αιτίων, και τέλος δηλώνει ότι στην απόδειξη αυτοί οι τύποι παίζουν τον ρόλο τού μεσαίου όρου! Ο συλλογισμός επιτρέπει λοιπόν να αντλήσουμε ένα πράγμα από την αιτία του με την ίδια αναγκαιότητα με την οποία φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα από τις προϋποθέσεις του, δηλαδή από την μεσότητα, τον μέσο που τις συνιστά. Να λοιπόν με ποια έννοια η αποδεικτική επιστήμη αντιπροσωπεύει μία κάθοδο από το γιατί στο τί. Μιλώντας άμεσα, δεν συνίσταται στην γνώση τού γιατί, αλλά στην γνώση τής αναγκαιότητος τού τί λόγω τού γιατί!
          Όπως έχει επισημανθεί, παρότι δεν μπορούν να εισαχθούν όλες οι αιτίες στην απόδειξη, καθότι δεν παράγουν όλες αναγκαίως το αποτέλεσμά τους, εκείνες οι οποίες συμμετέχουν μπορούν να είναι όλων τών τύπων, όχι μόνον τού τύπου τού ουσιαστικού αιτίου και επομένως η αποδεικτική δομή εφαρμόζεται σε διάφορους τύπους τής επιστήμης. Παρ ’όλα αυτά αναντίρρητα το μοντέλο της συνίσταται από τις γεωμετρικές προόδους, οι οποίες υπάρχουν κατ’ουσίαν στην συλλογιστική απόδειξη τών θεωρημάτων, ξεκινώντας από αξιώματα ή από θεωρήματα τα οποία έχουν ήδη αποδειχθεί!
          Δεν είναι όμως όλοι οι συλλογισμοί επιστημονικοί, δηλαδή δεν προσφέρουν αποδείξεις. Προκειμένου ένας συλλογισμός να αποδεικνύει, δηλαδή να συνιστά επιστήμη, είναι απαραίτητες συγκεκριμένες απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν τις προϋποθέσεις, τις οποίες ελέγχει ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά ύστερα.
          Είναι αναγκαίο δηλαδή οι προϋποθέσεις από τις οποίες κινείται η επιστήμη, να είναι δομημένες από αληθινές προτάσεις, πρώτες, άμεσες, οι οποίες είναι οι πιο γνωστές, προηγούμενες και αιτίες τού συμπεράσματος. Οι προτάσεις οι οποίες διαθέτουν αυτά τα ζητούμενα είναι οι οικείες αρχές αυτού που αποδεικνύεται. Σ ’αυτή την έννοια επιστρέφει αμέσως στην συνέχεια, δηλώνοντας ότι οι πρώτες προτάσεις, δηλαδή οι αναπόδεικτες, από τις οποίες ξεκινά η επιστήμη, είναι ακριβώς οι πραγματικές αρχές, διότι πρώτο είναι συνώνυμο τής αρχής!

Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: