Ή πώς εισήγαγε ο Ζηζιούλας τον νοητό κόσμο στην Αγία Τριάδα και τα ταύτισε.
Ο δεσμός ταυτότητος και διαφοράς υπολογίζεται απο τον Πλάτωνα στον ορίζοντα του θέματος τής ενότητος και πολλαπλότητος ή της ενότητος στην πολλαπλότητα.
Ο δεσμός ενότητος και πολλαπλότητος ή ταυτότητος και διαφοράς χρησιμεύει στον Πλάτωνα στην μέθοδο της διαλεκτικής. Αυτή η διαλεκτική μέθοδος είναι η απάντηση του Πλάτωνος στην αυστηρή και σκληρή έννοια της ενότητος ή του Είναι, σαν μία ακίνητη και αμετάβλητη ενότητα, η οποία αποκλείει την πολλαπλότητα, του Παρμενίδη. Έτσι για τον Πλάτωνα το Είναι είναι η ιδέα: κατανοημένη σαν νοητή μορφή υπάρχουσα καθ’εαυτή, καθ’εαυτή αμετάβλητη. Η ιδέα η ίδια είναι μία μορφή της ενότητος στην πολλαπλότητα ή η ταυτότης χωρίς χρόνο, του διαφορετικού, το οποίο φανερώνεται στον χρόνο. Ξεκινώντας απο το οποίο κάθε ιδιαίτερο και ξεχωριστό πράγμα μπορεί να κατανοηθεί, μπορεί να ταυτοποιηθεί στον δεσμό του με το καθόλου. Το αγαθό εξασφαλίζει την ενότητα κάθε ιδέας. Η ιδέα του αγαθού σε μία γραμμική προοπτική είναι αρχή ανυπόθετος του όλου.
Η νόησις ή η καθαρή σκέψη σαν διαλεκτικό έργο, συνδυάζεται ουσιαστικώς με τις ιδέες και μέσω αυτών, μ’αυτό που είναι ανυπόθετο, που δέν έχει προϋποθέσεις και το οποίο σαν θεμέλιο δέν περιέχει τίποτε άλλο που να είναι δυνατόν να συλληφθεί και γνωσθεί. Έτσι η παρέμβαση της διαλεκτικής δέν είναι ευθεία, λειτουργεί σαν ένας μεσάζων ανάμεσα στην γνώση του καθολικού θεμελίου της γνώσης και την διαλογική σκέψη, την συνεχή ροή σκέψεως που προκαλούν οι ιδέες.
Η διαλεκτική αυτή του Πλάτωνος, όπως και του Σωκράτη, έχει σαν σκοπό της την γνώση του καθολικού σαν το θεμέλιο του ιδιαιτέρου, του ξεχωριστού και επομένως τον δεσμό ενότητος και πολλαπλότητος, ταυτότητος και διαφοράς. Πώς ακριβώς ένα πράγμα είναι ένα και πολλά, καί πώς πολλά πράγματα είναι ένα ή πώς μπορούν να επαναοδηγηθούν σε μία καθολικότητα, η οποία τα θεμελιώνει και τα καθιστά κατανοητά. Μέσω αυτού του δεσμού, τα πολλαπλά πράγματα, τα οποία φαίνονται, σώζονται και νομιμοποιούνται. Αυτή η καθολικότης είναι ό,τι αληθινό υπάρχει σ’ένα όν (σ’ ένα πράγμα) ή σε μία σκέψη.
Ο Πλάτων ελευθερώνεται απο την ακινησία και την αμεταβλητότητα του Παρμενίδη (μόνον η ταυτότης υπάρχει, είναι, η διαφορά δέν νοείται ούτε λέγεται). Ας σημειώσουμε δέ πώς αυτή η αρχή τού Παρμενίδη γέννησε την Σοφιστική (κάθε κρίση είναι αληθινή διότι εκφράζει το μοναδικό είναι που νοείται και λέγεται, διότι τό μή είναι δέν υπάρχει, άρα δέν υπάρχει τό ψέμα), και ενεργοποίησε την Ελληνική φιλοσοφία στην υπέρβασή της.
Σοφιστής: 248 d 6-249 a 2 «Θα πιστέψουμε πραγματικά τόσο εύκολα πώς το καθολικό όν δέν έχει ούτε κίνηση, ούτε ζωή, ούτε ψυχή, ούτε φρόνηση, ούτε ζεί ούτε στοχάζεται, παρά στέκεται ακίνητο, σεβαστό και άγιο. Χωρίς να’χει νού;»!
Κάθε ιδέα λοιπόν, είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της, και αποκλείει πρώτα απ’όλα τις άλλες και μ’αυτό προσδιορίζεται θετικά. Σύμφωνα δέ με τον τρόπο τής υπάρξεώς της προσδιορίζει και τις άλλες, ακριβώς απορρίπτοντάς τες απο τον εαυτό της σαν μή είναι της. Μ’αυτή την ανακάλυψη ο Πλάτων προσδιορίζει και την έννοια της σχέσεως στην σύσταση των ιδεών και τοιουτοτρόπως οι ιδέες τής στάσεως και της κινήσεως μπορούν να φθάσουν σε κοινωνία. Σε μία ενότητα ή σε μία ανάμιξη. Ο δεσμός ή η σχέση αυτών των εννοιών κατανοείται και σαν συμμετοχή (μέθεξη).
Έτσι η ετερότης μετά τον Σοφιστή του Πλάτωνος δέν είναι μόνον μία τυπική, λογική, ιδιότητα ή μία στιγμή διακρίσεως, αλλά θεμελιώνεται στο γεγονός πώς κάτι είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του.
Ο αυτοκαθορισμός τού όντος μέσω της ταυτότητος τού επιτρέπει λοιπόν, σ’αυτό που είναι άλλο, να φανερωθεί μέσα στο ίδιο το πλαίσιο τού Είναι. Το μή-όν, υπερβαθέν στο Είναι, που το διαφοροποιεί, καθιστά δυνατή την έννοια μιάς ενότητος που επανενώνει και κρατά συνδεμένη την ενότητα ή την ετερότητα: την ταυτότητα στην διαφορά.
Φτάνουμε λοιπόν στον Αρεοπαγίτη, ο οποίος μεταμορφώνει την προβληματική τής ταυτότητας και διαφοράς ορίζοντάς τες σαν κατηγορήματα του Θεού.
Ένας απο τους κεντρικούς του στόχους είναι η εξήγηση των θείων ονομάτων. Αυτά τα ονόματα μπορούν να εξασφαλίσουν την φιλοσοφική θεμελίωση τής δυνατότητος αποδόσεως στην αρχή του ΕΝΟΣ κατηγορήματα, ή χαρακτήρες του Είναι ή αρνήσεως τους. Επειδή τα θεία ονόματα αντιπροσωπεύουν, με τρόπο καθολικό, την ουσία του Θεού, εμπεριέχουν τόσο την ερώτηση για την σχέση που υπάρχει στον θεό, όσο και την ερώτηση για τον θεμελιώδη δεσμό με το όν με την Δημιουργία.
Σύμφωνα με τον Διονύσιο, ο Θεός είναι καθεαυτός ταυτότης και ταυτόχρονα διαφορά (περί Θείων ονομάτων IX 4και 5). Με ταυτότητα υπονοείται πρώτα απ’όλα, το αμετάβλητο του Είναι του, το γεγονός ότι είναι αμεταβλήτως ίσος με τον εαυτό του, και επομένως η άπειρη τελειότητα του.
Η έννοια της ταυτότητας εξηγείται μέσω της στάσεως. Ο Διονύσιος την κατανοεί σαν παραμονή του Θεού στον εαυτό του (μονή). Σαν ένα μόνιμο Είναι, σταθερά και αμετάβλητα σε μία αμετάβλητη και ακίνητη ισότητα. Ο Θεός είναι ο εστώς. Σ’αυτούς τους προσδιορισμούς διακρίνουμε ήδη την παρουσία κατηγορημάτων που αφορούν το φιλοσοφικό Ένα. Η πλατωνική έννοια του Είναι σαν αιωνιότης, υφίσταται μία θεολογική μεταμόρφωση. Η αιωνιότης χαρακτηρίζει τον ΝΟΥ σαν ένα Είναι ταυτόσημο, το οποίο παρά τις ιδέες που βρίσκονται σ’αυτόν, και είναι ή μία διαφορετική απο την άλλη, είναι χωρίς απόσταση ενοποιημένος και άχρονος.
Η σκέψη του Νού διαθέτει το διαφορετικό μέσα στην ενότητα, δηλαδή μέσα στην αλήθεια του, η οποία επιβάλλεται στην μορφή τΉς αρμονίας του Νού.
Η διαφορά ή το άλλο, σαν θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Είναι, και της Θείας ενέργειας, σημαίνει κατ’αρχάς : την δυνατότητα ενέργειας πρός τα έξω, ένα αυτόνομο πέρασμα, ένα Είναι ενεργώς θεμελιωνόμενο και ενεργώς διατηρούμενο στο άλλο, που τίθεται απο τον ίδιο τον θεό. Γι’αυτό η διαφορά αντιπροσωπεύει την σχέση του Θεού με την γήινη πολλαπλότητα, εξωτερική σ’Αυτόν, οπωσδήποτε. Αυτή η πολλαπλότης όμως έχει το θεμέλιΌ της στην θεία ουσία. Η διαφορά γίνεται κατανοητή αναλόγως της Θείας αγαθότητος: αφορά τον κόσμο αλλά είναι θεμελιωμένη σ’Αυτόν.
Σάν διαφορά ο Θεός είναι δημιουργικός (πρόοδος), φωτοφάνεια, έκστασις, που δέν ξεπερνά βεβαίως την ταυτότητα του, την παραμονή αυτού του ιδίου σ’αυτόν τον ίδιο (μονή). Η διαφορά έχει λοιπόν το θεμέλιο της στην ταυτότητα, είναι μία εσωτερική στιγμή της Ενότητος του Θεού. Η διαφορά είναι και θεμελιώνει την κίνηση, ή την κινητικότητα του Θεού, η οποία δέν αλλάζει την ουσία του. Δέν είναι κίνηση στον χώρο, ούτε διαλογική κίνηση της σκέψης. Η κίνηση είναι αυτό που είναι αιτία του Είναι και περιλαμβάνει το όλον. Η κίνηση και η διαφορά είναι εξίσου πρωτογενή.
Ο Θεός είναι και εστώς και κινούμενος. Είναι πρόοδος που θέτει την διαφορά (ανάλογη του νού του Πλωτίνου), δηλαδή θέτει πραγματικά το Είναι που υπάρχει σ’Αυτόν σαν ιδανικό μοντέλο (προορισμός, παράδειγμα, λόγος). Το Είναι του Θεού είναι μία μόνιμη πρόοδος ή δημιουργική μονιμότης, η οποία ενώνει την στιγμή της παραμονής με την στιγμή της κινήσεως και ταυτοχρόνως οδηγεί την επιστροφή στον εαυτό του, μέσω της καθολικής κατανοήσεως και διατηρήσεως όλου εκείνου που προόδευσε. Επομένως εάν η ουσία του είναι δημιουργική μεταβολή μόνιμη, βασισμένη στην ταυτότητα και την διαφορα, Αυτός είναι η ενότης της μονής -προόδου- και επιστροφής.
Η διαφορά σαν ενέργεια του Θεού και σάν ουσία της κτίσεως, εξηγείται απο τον Διονύσιο και με τους όρους του ΕΝΟΣ και των ΠΟΛΛΩΝ. Οι όροι που χρησιμοποιούνται και είναι διαλεκτικά συνδεδεμένοι είναι ένωσις και διάκρισις. Εάν η ενότης είναι ταυτόσημη με την παραμονή εις εαυτόν (μονιμότης) ή με την ταυτότητα του Θεού, τότε με διάκριση εννοείται η ενέργεια με την οποία ο Θεός παραμένοντας ο ίδιος διακρίνεται απο τον ίδιο, τον εαυτό του, ή το ίδιο. Στον εαυτό του σαν Πατέρας-Υιός και Άγιο Πνεύμα, έξω απο τον εαυτό του, σαν Δημιουργός.
Αναλόγως της αγαθότητος του, η δημιουργική διάκρισις του Θεού είναι αγαθοπρεπής πρόοδος, η φανέρωση του στην πολλαπλότητα (έκφανσις, ένωσις...εαυτήν αγαθότητι πληθύουσα τέ και πολλαπλασιάζουσα), η μετοχή του στον εαυτό του. Έτσι οι θείες υποστάσεις συστήνουν παρόλες τις διαφορές μία αδιαχώριστη ενότητα (ηνωμένα τη διακρίσει και τη ενώσει διακεκριμένα). Έτσι στην Δημιουργία ο Θεός δέν διακρίνεται απο τον εαυτό του με μία δεύτερη ουσία, δέν αλλοτριώνεται.
Μία πραγματική ετερότης, σαν μία ενότητα που είναι οργανική και χωρισμένη καθ’εαυτή, είναι μόνον η κτίσις. Η πραγματική διαφορά λοιπόν υπάρχει μέσω της δημιουργίας και δέν έχει το θεμέλιο της σε μία παρόμοια διάκριση παρούσα στον Θεό. Η διαφορά ή η διάκριση συμβαίνει για πρώτη φορά μέσω της υπάρξεως της Δημιουργίας. Το όν είναι αυτό το ίδιο αυτή η διαφορά.
Σ’αυτή την θεολογία στηρίχθηκε και η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί των Ακτίστων ενεργειών. Καί είναι στενά συνδεδεμένη με τήν Δημιουργία, άς τό σημειώσουμε. Καί όχι μέ τήν οικονομία τής Σωτηρίας.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Ο δεσμός ταυτότητος και διαφοράς υπολογίζεται απο τον Πλάτωνα στον ορίζοντα του θέματος τής ενότητος και πολλαπλότητος ή της ενότητος στην πολλαπλότητα.
Ο δεσμός ενότητος και πολλαπλότητος ή ταυτότητος και διαφοράς χρησιμεύει στον Πλάτωνα στην μέθοδο της διαλεκτικής. Αυτή η διαλεκτική μέθοδος είναι η απάντηση του Πλάτωνος στην αυστηρή και σκληρή έννοια της ενότητος ή του Είναι, σαν μία ακίνητη και αμετάβλητη ενότητα, η οποία αποκλείει την πολλαπλότητα, του Παρμενίδη. Έτσι για τον Πλάτωνα το Είναι είναι η ιδέα: κατανοημένη σαν νοητή μορφή υπάρχουσα καθ’εαυτή, καθ’εαυτή αμετάβλητη. Η ιδέα η ίδια είναι μία μορφή της ενότητος στην πολλαπλότητα ή η ταυτότης χωρίς χρόνο, του διαφορετικού, το οποίο φανερώνεται στον χρόνο. Ξεκινώντας απο το οποίο κάθε ιδιαίτερο και ξεχωριστό πράγμα μπορεί να κατανοηθεί, μπορεί να ταυτοποιηθεί στον δεσμό του με το καθόλου. Το αγαθό εξασφαλίζει την ενότητα κάθε ιδέας. Η ιδέα του αγαθού σε μία γραμμική προοπτική είναι αρχή ανυπόθετος του όλου.
Η νόησις ή η καθαρή σκέψη σαν διαλεκτικό έργο, συνδυάζεται ουσιαστικώς με τις ιδέες και μέσω αυτών, μ’αυτό που είναι ανυπόθετο, που δέν έχει προϋποθέσεις και το οποίο σαν θεμέλιο δέν περιέχει τίποτε άλλο που να είναι δυνατόν να συλληφθεί και γνωσθεί. Έτσι η παρέμβαση της διαλεκτικής δέν είναι ευθεία, λειτουργεί σαν ένας μεσάζων ανάμεσα στην γνώση του καθολικού θεμελίου της γνώσης και την διαλογική σκέψη, την συνεχή ροή σκέψεως που προκαλούν οι ιδέες.
Η διαλεκτική αυτή του Πλάτωνος, όπως και του Σωκράτη, έχει σαν σκοπό της την γνώση του καθολικού σαν το θεμέλιο του ιδιαιτέρου, του ξεχωριστού και επομένως τον δεσμό ενότητος και πολλαπλότητος, ταυτότητος και διαφοράς. Πώς ακριβώς ένα πράγμα είναι ένα και πολλά, καί πώς πολλά πράγματα είναι ένα ή πώς μπορούν να επαναοδηγηθούν σε μία καθολικότητα, η οποία τα θεμελιώνει και τα καθιστά κατανοητά. Μέσω αυτού του δεσμού, τα πολλαπλά πράγματα, τα οποία φαίνονται, σώζονται και νομιμοποιούνται. Αυτή η καθολικότης είναι ό,τι αληθινό υπάρχει σ’ένα όν (σ’ ένα πράγμα) ή σε μία σκέψη.
Ο Πλάτων ελευθερώνεται απο την ακινησία και την αμεταβλητότητα του Παρμενίδη (μόνον η ταυτότης υπάρχει, είναι, η διαφορά δέν νοείται ούτε λέγεται). Ας σημειώσουμε δέ πώς αυτή η αρχή τού Παρμενίδη γέννησε την Σοφιστική (κάθε κρίση είναι αληθινή διότι εκφράζει το μοναδικό είναι που νοείται και λέγεται, διότι τό μή είναι δέν υπάρχει, άρα δέν υπάρχει τό ψέμα), και ενεργοποίησε την Ελληνική φιλοσοφία στην υπέρβασή της.
Σοφιστής: 248 d 6-249 a 2 «Θα πιστέψουμε πραγματικά τόσο εύκολα πώς το καθολικό όν δέν έχει ούτε κίνηση, ούτε ζωή, ούτε ψυχή, ούτε φρόνηση, ούτε ζεί ούτε στοχάζεται, παρά στέκεται ακίνητο, σεβαστό και άγιο. Χωρίς να’χει νού;»!
Κάθε ιδέα λοιπόν, είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της, και αποκλείει πρώτα απ’όλα τις άλλες και μ’αυτό προσδιορίζεται θετικά. Σύμφωνα δέ με τον τρόπο τής υπάρξεώς της προσδιορίζει και τις άλλες, ακριβώς απορρίπτοντάς τες απο τον εαυτό της σαν μή είναι της. Μ’αυτή την ανακάλυψη ο Πλάτων προσδιορίζει και την έννοια της σχέσεως στην σύσταση των ιδεών και τοιουτοτρόπως οι ιδέες τής στάσεως και της κινήσεως μπορούν να φθάσουν σε κοινωνία. Σε μία ενότητα ή σε μία ανάμιξη. Ο δεσμός ή η σχέση αυτών των εννοιών κατανοείται και σαν συμμετοχή (μέθεξη).
Έτσι η ετερότης μετά τον Σοφιστή του Πλάτωνος δέν είναι μόνον μία τυπική, λογική, ιδιότητα ή μία στιγμή διακρίσεως, αλλά θεμελιώνεται στο γεγονός πώς κάτι είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του.
Ο αυτοκαθορισμός τού όντος μέσω της ταυτότητος τού επιτρέπει λοιπόν, σ’αυτό που είναι άλλο, να φανερωθεί μέσα στο ίδιο το πλαίσιο τού Είναι. Το μή-όν, υπερβαθέν στο Είναι, που το διαφοροποιεί, καθιστά δυνατή την έννοια μιάς ενότητος που επανενώνει και κρατά συνδεμένη την ενότητα ή την ετερότητα: την ταυτότητα στην διαφορά.
Φτάνουμε λοιπόν στον Αρεοπαγίτη, ο οποίος μεταμορφώνει την προβληματική τής ταυτότητας και διαφοράς ορίζοντάς τες σαν κατηγορήματα του Θεού.
Ένας απο τους κεντρικούς του στόχους είναι η εξήγηση των θείων ονομάτων. Αυτά τα ονόματα μπορούν να εξασφαλίσουν την φιλοσοφική θεμελίωση τής δυνατότητος αποδόσεως στην αρχή του ΕΝΟΣ κατηγορήματα, ή χαρακτήρες του Είναι ή αρνήσεως τους. Επειδή τα θεία ονόματα αντιπροσωπεύουν, με τρόπο καθολικό, την ουσία του Θεού, εμπεριέχουν τόσο την ερώτηση για την σχέση που υπάρχει στον θεό, όσο και την ερώτηση για τον θεμελιώδη δεσμό με το όν με την Δημιουργία.
Σύμφωνα με τον Διονύσιο, ο Θεός είναι καθεαυτός ταυτότης και ταυτόχρονα διαφορά (περί Θείων ονομάτων IX 4και 5). Με ταυτότητα υπονοείται πρώτα απ’όλα, το αμετάβλητο του Είναι του, το γεγονός ότι είναι αμεταβλήτως ίσος με τον εαυτό του, και επομένως η άπειρη τελειότητα του.
Η έννοια της ταυτότητας εξηγείται μέσω της στάσεως. Ο Διονύσιος την κατανοεί σαν παραμονή του Θεού στον εαυτό του (μονή). Σαν ένα μόνιμο Είναι, σταθερά και αμετάβλητα σε μία αμετάβλητη και ακίνητη ισότητα. Ο Θεός είναι ο εστώς. Σ’αυτούς τους προσδιορισμούς διακρίνουμε ήδη την παρουσία κατηγορημάτων που αφορούν το φιλοσοφικό Ένα. Η πλατωνική έννοια του Είναι σαν αιωνιότης, υφίσταται μία θεολογική μεταμόρφωση. Η αιωνιότης χαρακτηρίζει τον ΝΟΥ σαν ένα Είναι ταυτόσημο, το οποίο παρά τις ιδέες που βρίσκονται σ’αυτόν, και είναι ή μία διαφορετική απο την άλλη, είναι χωρίς απόσταση ενοποιημένος και άχρονος.
Η σκέψη του Νού διαθέτει το διαφορετικό μέσα στην ενότητα, δηλαδή μέσα στην αλήθεια του, η οποία επιβάλλεται στην μορφή τΉς αρμονίας του Νού.
Η διαφορά ή το άλλο, σαν θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Είναι, και της Θείας ενέργειας, σημαίνει κατ’αρχάς : την δυνατότητα ενέργειας πρός τα έξω, ένα αυτόνομο πέρασμα, ένα Είναι ενεργώς θεμελιωνόμενο και ενεργώς διατηρούμενο στο άλλο, που τίθεται απο τον ίδιο τον θεό. Γι’αυτό η διαφορά αντιπροσωπεύει την σχέση του Θεού με την γήινη πολλαπλότητα, εξωτερική σ’Αυτόν, οπωσδήποτε. Αυτή η πολλαπλότης όμως έχει το θεμέλιΌ της στην θεία ουσία. Η διαφορά γίνεται κατανοητή αναλόγως της Θείας αγαθότητος: αφορά τον κόσμο αλλά είναι θεμελιωμένη σ’Αυτόν.
Σάν διαφορά ο Θεός είναι δημιουργικός (πρόοδος), φωτοφάνεια, έκστασις, που δέν ξεπερνά βεβαίως την ταυτότητα του, την παραμονή αυτού του ιδίου σ’αυτόν τον ίδιο (μονή). Η διαφορά έχει λοιπόν το θεμέλιο της στην ταυτότητα, είναι μία εσωτερική στιγμή της Ενότητος του Θεού. Η διαφορά είναι και θεμελιώνει την κίνηση, ή την κινητικότητα του Θεού, η οποία δέν αλλάζει την ουσία του. Δέν είναι κίνηση στον χώρο, ούτε διαλογική κίνηση της σκέψης. Η κίνηση είναι αυτό που είναι αιτία του Είναι και περιλαμβάνει το όλον. Η κίνηση και η διαφορά είναι εξίσου πρωτογενή.
Ο Θεός είναι και εστώς και κινούμενος. Είναι πρόοδος που θέτει την διαφορά (ανάλογη του νού του Πλωτίνου), δηλαδή θέτει πραγματικά το Είναι που υπάρχει σ’Αυτόν σαν ιδανικό μοντέλο (προορισμός, παράδειγμα, λόγος). Το Είναι του Θεού είναι μία μόνιμη πρόοδος ή δημιουργική μονιμότης, η οποία ενώνει την στιγμή της παραμονής με την στιγμή της κινήσεως και ταυτοχρόνως οδηγεί την επιστροφή στον εαυτό του, μέσω της καθολικής κατανοήσεως και διατηρήσεως όλου εκείνου που προόδευσε. Επομένως εάν η ουσία του είναι δημιουργική μεταβολή μόνιμη, βασισμένη στην ταυτότητα και την διαφορα, Αυτός είναι η ενότης της μονής -προόδου- και επιστροφής.
Η διαφορά σαν ενέργεια του Θεού και σάν ουσία της κτίσεως, εξηγείται απο τον Διονύσιο και με τους όρους του ΕΝΟΣ και των ΠΟΛΛΩΝ. Οι όροι που χρησιμοποιούνται και είναι διαλεκτικά συνδεδεμένοι είναι ένωσις και διάκρισις. Εάν η ενότης είναι ταυτόσημη με την παραμονή εις εαυτόν (μονιμότης) ή με την ταυτότητα του Θεού, τότε με διάκριση εννοείται η ενέργεια με την οποία ο Θεός παραμένοντας ο ίδιος διακρίνεται απο τον ίδιο, τον εαυτό του, ή το ίδιο. Στον εαυτό του σαν Πατέρας-Υιός και Άγιο Πνεύμα, έξω απο τον εαυτό του, σαν Δημιουργός.
Αναλόγως της αγαθότητος του, η δημιουργική διάκρισις του Θεού είναι αγαθοπρεπής πρόοδος, η φανέρωση του στην πολλαπλότητα (έκφανσις, ένωσις...εαυτήν αγαθότητι πληθύουσα τέ και πολλαπλασιάζουσα), η μετοχή του στον εαυτό του. Έτσι οι θείες υποστάσεις συστήνουν παρόλες τις διαφορές μία αδιαχώριστη ενότητα (ηνωμένα τη διακρίσει και τη ενώσει διακεκριμένα). Έτσι στην Δημιουργία ο Θεός δέν διακρίνεται απο τον εαυτό του με μία δεύτερη ουσία, δέν αλλοτριώνεται.
Μία πραγματική ετερότης, σαν μία ενότητα που είναι οργανική και χωρισμένη καθ’εαυτή, είναι μόνον η κτίσις. Η πραγματική διαφορά λοιπόν υπάρχει μέσω της δημιουργίας και δέν έχει το θεμέλιο της σε μία παρόμοια διάκριση παρούσα στον Θεό. Η διαφορά ή η διάκριση συμβαίνει για πρώτη φορά μέσω της υπάρξεως της Δημιουργίας. Το όν είναι αυτό το ίδιο αυτή η διαφορά.
Σ’αυτή την θεολογία στηρίχθηκε και η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί των Ακτίστων ενεργειών. Καί είναι στενά συνδεδεμένη με τήν Δημιουργία, άς τό σημειώσουμε. Καί όχι μέ τήν οικονομία τής Σωτηρίας.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου