Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στη κλασική φιλοσοφία Μάθημα 2

 Συνέχεια από: Τρίτη 5 Αυγούστου 2025


Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στη κλασική φιλοσοφία Μάθημα 2
Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=7KRHidwpzcM&list=PL9K0fytNF28OMDvMNXN4-stjFU07Twl6s&index=14


Σ’ αυτό το δεύτερο μάθημα θα ασχοληθούμε με την περίφημη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού που πρότεινε ο Άνσελμος της Άοστα, ή Άνσελμος του Καντέρμπουρι, όπως λένε οι Άγγλοι, επειδή στο τελευταίο μέρος της ζωής του υπήρξε αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι στην Αγγλία. Με τον Άνσελμο βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον Αριστοτέλη· βρισκόμαστε στο απόγειο του Μεσαίωνα, δηλαδή στον 12ο αιώνα, στην περίοδο που συνήθως αποκαλείται σχολαστικισμός ή απαρχές του σχολαστικισμού, επειδή η φιλοσοφία γίνεται αντικείμενο διδασκαλίας στα σχολεία· αρχικά στα σχολεία των μοναστηριών, έπειτα στα σχολεία των καθεδρικών ναών, και τελικά στα πανεπιστήμια, τα οποία όμως θα εμφανιστούν τον 13ο αιώνα. Με τον Άνσελμο δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην εποχή των πανεπιστημίων και, κυρίως, δεν έχουμε φτάσει ακόμη στη στιγμή κατά την οποία η ανακάλυψη του Αριστοτέλη θα αλλάξει ριζικά το τοπίο της σχολαστικής φιλοσοφίας.

Ωστόσο, με τον Άνσελμο βρισκόμαστε ήδη στην απαρχή της περιόδου κατά την οποία γίνεται προσπάθεια να οικοδομηθεί μία λογική θεολογία, δηλαδή μία επιστήμη του Θεού που δεν βασίζεται πλέον μόνο στην πίστη, αλλά και στη λογική, δηλαδή στη φιλοσοφία. Ο Άνσελμος είχε ήδη ασχοληθεί με την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού σε ένα έργο με τίτλο Monologion, στο οποίο παρουσιάζονται ορισμένα επιχειρήματα που, ξεκινώντας από τον στοχασμό και την παρατήρηση του δημιουργημένου κόσμου, προσπαθούν να δείξουν την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός δημιουργού. Πρόκειται για επιχειρήματα του είδους που αργότερα θα αποκαλούνται a posteriori, δηλαδή ξεκινούν από τον κόσμο της εμπειρίας, ο οποίος είναι μια μεταγενέστερη πραγματικότητα σε σχέση με τον Θεό – δεν είναι η πρωταρχική πραγματικότητα. Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον κόσμο της εμπειρίας, σύμφωνα και με την ένδειξη που βρίσκουμε στην επιστολή προς Ρωμαίους του Αγίου Παύλου, κατά την οποία τα έργα του Θεού που είναι ορατά σε μας αποτελούν την καλύτερη απόδειξη της ύπαρξής του, ο Άνσελμος στο Monologion είχε ήδη παρουσιάσει κάποια επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού. Όμως η φήμη του οφείλεται κυρίως σε ένα επιχείρημα που εκθέτει σε άλλο του έργο, το Proslogion, το οποίο για τον Άνσελμο αποτελεί το Unum Argumentum, δηλαδή το μοναδικό και πραγματικά καθοριστικό επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού.

Όπως είπα προηγουμένως, το γεγονός ότι στον χριστιανικό πολιτισμό αισθάνεται κανείς την ανάγκη να διατυπώσει αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς την αμφιβολία· πρέπει να αντιμετωπίσει ακόμη και την άρνηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, της ύπαρξης του Θεού. Και πράγματι, ο Άνσελμος είχε αυτήν την ευφυή ιδέα: να ξεκινήσει το Unum Argumentum, το μοναδικό και καθοριστικό επιχείρημα, ακριβώς από την άρνηση της ύπαρξης του Θεού. Και παίρνει την αφορμή από ένα χωρίο ενός Ψαλμού, ο οποίος λέει – ο ίδιος το παρέθετε στα λατινικά, καθώς έγραφε στα λατινικά – insipiens· αυτό είναι το αντίθετο του sapiens, δηλαδή ο sapiens είναι αυτός που γνωρίζει, ενώ insipiens είναι αυτός που δεν γνωρίζει, δηλαδή ο αμαθής ή, αν θέλετε, ο μωρός. Αυτός λέει: non est Deus – δεν υπάρχει Θεός, ο Θεός δεν υπάρχει. Υπάρχει, λοιπόν, κάποιος που αρνείται την ύπαρξη του Θεού· αυτός ο κάποιος είναι ο insipiens.
Από εδώ ξεκινά ο Άνσελμος για την απόδειξή του. Αυτή όμως δεν θα ήθελα πλέον να την συνοψίσω απλώς, όπως έκανα με τα επιχειρήματα του Αριστοτέλη, αλλά να τη διαβάσουμε απευθείας – φυσικά σε μετάφραση. Έχω φωτοτυπήσει μερικές σελίδες από τη μετάφραση των έργων του Άνσελμου της Αόστα που επιμελήθηκε η Σοφία Βάννη Ροβίγκι (Sofia Vanni Rovighi) για τις εκδόσεις La Terza – πρόκειται για τα Φιλοσοφικά έργα του Άνσελμου. Στο Proslogion, στο δεύτερο κεφάλαιο, διαβάζουμε:

«Ο μωρός είπε μέσα στην καρδιά του: Δεν υπάρχει Θεός.
Όμως, βεβαίως», γράφει ο Άνσελμος, «ο ίδιος αυτός μωρός, όταν ακούει αυτό που λέω – δηλαδή τη φράση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τον Θεό: “κάποιος πέρα από τον οποίο δεν μπορεί να νοηθεί τίποτα μεγαλύτερο” – κατανοεί αυτό που ακούει.
Και αυτό που κατανοεί βρίσκεται στον νου του, ακόμα κι αν δεν κατανοεί ότι αυτό το ον υπάρχει».

Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η εισαγωγή, γιατί ο Άνσελμος λέει: ας ξεκινήσουμε από εκείνον που αρνείται την ύπαρξη του Θεού, δηλαδή τον μωρό. Ο μωρός, για να μπορέσει να πει ότι ο Θεός δεν υπάρχει, πρέπει να έχει κάποια ιδέα για τον Θεό· δηλαδή πρέπει να αποδίδει κάποιο νόημα στη λέξη «Θεός», αλλιώς, αν αυτή η λέξη δεν είχε απολύτως κανένα νόημα, το να πει κανείς «ο Θεός δεν υπάρχει» θα ήταν σαν να μην έλεγε τίποτα – δηλαδή θα έλεγε κάτι χωρίς νόημα.
Αλλά ποιο νόημα δίνει ο μωρός, ο insipiens, στη λέξη «Θεός»; Αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο.

Άρα, ο insipiens παραδέχεται ότι η λέξη «Θεός» σημαίνει: αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο. Εδώ θα είχε ενδιαφέρον να δούμε γιατί ο Άνσελμος επιλέγει αυτόν τον ορισμό. Προφανώς, βρισκόμαστε σε χριστιανική εποχή, στην καρδιά μιας από τις μεγαλύτερες μονοθεϊστικές θρησκείες, όπου ο Θεός είναι ακριβώς το απόλυτο, η υπέρτατη αρχή, εκείνο από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα, και καθετί εξαρτάται από αυτόν εντελώς και ολοκληρωτικά· επομένως, είναι η μέγιστη πραγματικότητα – εκείνο ακριβώς από το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο.
Ακόμα και ο insipiens, ακόμα και ο μωρός, όταν χρησιμοποιεί τη λέξη «Θεός», της δίνει αυτό το νόημα· και άρα, εφόσον αποδίδει αυτή τη σημασία στη λέξη, σημαίνει ότι μέσα στο πνεύμα του, στον νου του, υπάρχει αυτή η ιδέα ενός όντος για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο. Για τον insipiens αυτό το ον δεν υπάρχει στην πραγματικότητα· όμως, αφού το σκέφτεται, τότε υπάρχει τουλάχιστον μέσα στον νου του. Άρα, για τον insipiens, ο Θεός υπάρχει στον νου, αλλά όχι στην πραγματικότητα.
Συνεχίζει ο Άνσελμος: άλλο πράγμα είναι να υπάρχει κάτι στον νου και άλλο πράγμα είναι να κατανοούμε ότι αυτό υπάρχει – δηλαδή ότι υπάρχει και στην πραγματικότητα. Πράγματι, όταν ο ζωγράφος φαντάζεται αυτό που πρόκειται να ζωγραφίσει, έχει το έργο του μέσα στο πνεύμα του, αλλά δεν εννοεί ακόμη ότι το έργο αυτό υπάρχει, αφού δεν το έχει ακόμα δημιουργήσει.
Ο ζωγράφος, λοιπόν, πριν φτιάξει έναν πίνακα, τον έχει στο μυαλό του· αλλά αυτός ο πίνακας δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Το ίδιο, λοιπόν, και ο μωρός – πάντα ο Άνσελμος είναι που γράφει – πρέπει να πειστεί ότι υπάρχει τουλάχιστον στον νου μια πραγματικότητα για την οποία δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο· αφού κατανοεί αυτή τη φράση όταν την ακούει, και κάθε τι που κατανοούμε βρίσκεται στον νου. Δηλαδή, όταν εγώ λέω «ο Θεός δεν υπάρχει», καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτή η πρόταση· άρα αποδίδω νόημα στις λέξεις που τη συνθέτουν. Αν, λοιπόν, την καταλαβαίνω – και την καταλαβαίνω μέσω του νου μου – τότε σημαίνει ότι μέσα στον νου μου αυτό το νόημα υπάρχει. Άρα, ο Θεός υπάρχει τουλάχιστον στον νου μου, προκειμένου εγώ να μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει.

Και ιδού η απόδειξη: «Αλλά ασφαλώς», γράφει ο Άνσελμος, «αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο, δεν μπορεί να υπάρχει μόνο στον νου. Γιατί αν υπήρχε μόνο στον νου, τότε θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει και στην πραγματικότητα· και αυτό θα ήταν κάτι μεγαλύτερο».

Δηλαδή, αν εγώ σκέφτομαι τον Θεό ως εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε μεγαλύτερο και λέω ότι αυτό υπάρχει μόνο στον νου μου, τότε στην πραγματικότητα μπορώ να σκεφτώ κάτι μεγαλύτερο· γιατί μπορώ να σκεφτώ το ίδιο αυτό ον, που τώρα υπάρχει μόνο στον νου μου, να υπάρχει και στην πραγματικότητα. Επομένως, αν εκτός από το ότι υπάρχει στον νου, υπάρχει και στην πραγματικότητα, τότε αυτό που υπάρχει και στην πραγματικότητα έχει κάτι παραπάνω από εκείνο που υπάρχει μόνο στον νου· γιατί υπάρχει τόσο στον νου όσο και στην πραγματικότητα. Άρα, αυτό που υπάρχει και στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερο από εκείνο που υπάρχει μόνο στον νου.

Όμως δεν είπαμε ότι ο Θεός είναι εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο; Άρα, εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο δεν είναι αυτό που υπάρχει μόνο στον νου, αλλά αυτό που, εκτός από το ότι υπάρχει στον νου, υπάρχει και στην πραγματικότητα. Άρα, υπάρχει και στην πραγματικότητα.

Γιατί λοιπόν, αν αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο υπάρχει μόνο στον νου, τότε στην πραγματικότητα είναι κάτι για το οποίο μπορεί να σκεφτεί κανείς κάτι μεγαλύτερο· και αυτό είναι αντιφατικό. Αν υπάρχει μόνο στον νου, είναι αντιφατικό· γιατί τότε δεν είναι πλέον εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο. Άρα, υπάρχει.

Ιδού, λοιπόν, το συμπέρασμα: «Υπάρχει λοιπόν, χωρίς καμία αμφιβολία, κάτι για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο· αυτό υπάρχει τόσο στον νου όσο και στην πραγματικότητα», δηλαδή δεν υπάρχει μόνο στον νου, αλλά υπάρχει και στην πραγματικότητα. Και κατόπιν ο λόγος συνεχίζεται λέγοντας ότι Proslogion σημαίνει «λόγος απευθυνόμενος σε κάποιον», και ο κάποιος στον οποίο απευθύνεται ο Άνσελμος είναι ο ίδιος ο Θεός. Και πράγματι συνεχίζει λέγοντας:
«Και αυτό, ω Κύριε, αυτό είσαι εσύ, ω Κύριε, ο Θεός μας» — δηλαδή αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο, που πρέπει να υπάρχει όχι μόνο στον νου αλλά και στην πραγματικότητα, είσαι εσύ, Κύριε, ο Θεός μας.
Δηλαδή, είναι ο Θεός – ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε.


Ο Άνσελμος ήταν βενεδικτίνος μοναχός, ο οποίος, όπως σας είπα, έγινε αργότερα και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι. Και αυτή είναι όλη η απόδειξη: είναι λίγες μόνο γραμμές. Unum argumentum, ένα μόνο επιχείρημα. Έχετε ερωτήσεις; Μου φαίνεται πως... Τώρα, εδώ δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε αν η απόδειξη είναι έγκυρη ή μη, αν ο Άνσελμος κατάφερε πραγματικά ή όχι να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να διαπιστώσουμε είναι αν την καταλάβαμε. Υπάρχει κανείς που έχει απορίες σχετικά με την κατανόηση; Δεν μιλάω για την εγκυρότητα – η εγκυρότητα θα εξεταστεί αμέσως μετά και, προφανώς, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις.


Σας επισημαίνω για ακόμη μία φορά τη δομή του επιχειρήματος:
Ξεκινάει από την άρνηση της ύπαρξης του Θεού, δηλαδή από τη φράση του insipiens, «ο Θεός δεν υπάρχει».
Αλλά επισημαίνεται ότι, ακόμη και για να αρνηθεί κανείς κάτι, πρέπει να έχει μια ιδέα αυτού του πράγματος. Και η ιδέα που έχει κανείς για τον Θεό είναι τέτοια, ώστε από μόνη της να συνεπάγεται την ύπαρξη του Θεού· δηλαδή, δεν μπορεί να αρνηθείτε. Από την άρνηση προκύπτει η αδυναμία άρνησης.

Αυτό δεν είναι η κλασική δομή μιας απόδειξης. Τι εννοούμε συνήθως με τον όρο «απόδειξη»; Για άλλη μία φορά, αυτός που την όρισε είναι ο Αριστοτέλης.
Ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά Ύστερα λέει ότι απόδειξη είναι ένας συλλογισμός, δηλαδή ένα επιχείρημα που ξεκινά από αληθείς αρχές και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα.
Στην περίπτωση του Άνσελμου, όμως, πρόκειται για μια ιδιόμορφη απόδειξη, γιατί δεν ξεκινά από μια αληθή αρχή, αλλά ξεκινά από την άρνηση και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που είναι το αντίθετο του σημείου εκκίνησης – δηλαδή στην αδυναμία άρνησης.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα που έχει – με σύγχρονους όρους – έναν διαλεκτικό χαρακτήρα (αν και ο όρος «διαλεκτική» μπορεί να παρεξηγηθεί), ή καλύτερα έχει τη μορφή μιας αντιλογίας, ενός αντίλογου.
Η αντιλογία, όπως την περιέγραψε ήδη ο Αριστοτέλης, συνίσταται στο να ξεκινά κανείς από τη θέση του αντιπάλου ή του συνομιλητή του και να δείχνει ότι από τη θέση αυτή απορρέει αντίφαση, δηλαδή ότι αυτός που την υποστηρίζει αντιφάσκει με τον εαυτό του.
Και αυτό ακριβώς κάνει ο Άνσελμος: Ξεκινά από τη θέση του αρνητή, του insipiens, του μωρού, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μωρός αντιφάσκει με τον εαυτό του· γιατί, για να πει κανείς ότι ο Θεός δεν υπάρχει, πρέπει να δώσει έναν ορισμό του Θεού: «εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο». Αλλά αυτός ο ορισμός συνεπάγεται αναγκαστικά ότι ο Θεός υπάρχει. Δηλαδή, συνεπάγεται το αντίθετο από αυτό που ήθελε να υποστηρίξει. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Τόσο ώστε ακόμα και μέσα στο ίδιο του το μοναστικό τάγμα, ο Άνσελμος συνάντησε αντίλογο από έναν άλλο μοναχό: τον Γκαουνιλόνε της Μαρμουτιέ, ο οποίος είπε:
«Όχι, κύριε, εγώ δεν συμφωνώ. Δεν βρίσκω ότι αυτή η θέση, αυτή η απόδειξη, είναι έγκυρη.» Προσέξτε: ο Γκαουνιλόνε δεν είναι ο μωρός, δεν είναι ο insipiens. Ο Γκαουνιλόνε πιστεύει, είναι μοναχός, είναι χριστιανός, πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, αλλά θεωρεί ότι το επιχείρημα του Άνσελμου δεν είναι επαρκές για να την αποδείξει.


Και τότε διαβάζουμε μερικές γραμμές – εδώ η Σοφία Βάννη Ροβίγκι πολύ σωστά έχει συμπεριλάβει και μερικές σελίδες από ένα έργο του Γκαουνιλόνε, που τιτλοφορείται Liber pro Insipiente – δηλαδή Βιβλίο υπέρ του Μωρού (του insipiens που ανέφερε ο Άνσελμος).
Δηλαδή, ενώ ο Άνσελμος καταρρίπτει τον insipiens, ο Γκαουνιλόνε τον υπερασπίζεται.
Όχι επειδή ο ίδιος δεν πιστεύει, αλλά επειδή ο insipiens θα μπορούσε, λέει ο Γκαουνιλόνε, να αντιτάξει στον Άνσελμο ότι η απόδειξη που προσφέρει δεν είναι μια πραγματική απόδειξη. Και τώρα αναζητώ τις καθοριστικές γραμμές – εκείνες όπου ο Γκαουνιλόνε λέει:
«Εντάξει, Ανσέλμε· εσύ υποστηρίζεις ότι ο insipiens έχει μέσα στον νου του, στη σκέψη του, την ιδέα του Θεού, επειδή λέει ότι ο Θεός είναι εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο — και ότι, επομένως, ο Θεός πρέπει να υπάρχει και στην πραγματικότητα— αλλά υπάρχουν πολλές ιδέες που έχουμε στο μυαλό μας και που είναι ψευδείς ιδέες. Τι σημαίνει «ψευδείς»; Ότι δεν αντιστοιχούν σε κανένα υπαρκτό αντικείμενο στην πραγματικότητα.
Δεν αρκεί, δηλαδή, μια ιδέα να υπάρχει μέσα στον νου μας για να είναι αληθινή ιδέα.
Τι σημαίνει «αληθινή»; Ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ότι αντιστοιχεί σε κάτι που πράγματι υπάρχει στον εξωτερικό κόσμο — είναι μια ιδέα που αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων.

Και εδώ ο Γκαουνιλόνε φέρνει ένα παράδειγμα που έμελλε να μείνει διάσημο. Σας το διαβάζω: «Για παράδειγμα», λένε μερικοί, «ότι υπάρχει κάπου στον ωκεανό ένα νησί που το αποκαλούν "το χαμένο νησί", εξαιτίας της δυσκολίας — ή καλύτερα, της αδυνατότητας — να βρεθεί αυτό που δεν υπάρχει. Και λένε πως είναι γεμάτο με ανεκτίμητο πλούτο και απολαύσεις, πολύ περισσότερα απ’ όσα λέγονται για τις Νήσους των Μακάρων· και μολονότι δεν υπάρχει, και δεν έχει ούτε κάτοχο ούτε κάτοικο, ξεπερνά όλα τα άλλα κατοικημένα εδάφη σε αφθονία αγαθών.»
Είναι προφανές ότι στο παράδειγμα του Γκαουνιλόνε υπάρχει η προσπάθεια να επινοηθεί μια ιδέα με ιδιαίτερη αξία. Λέει λοιπόν: Μιλάμε για ένα νησί – αλλά όχι ένα συνηθισμένο νησί – ένα νησί γεμάτο πλούτη και απολαύσεις. Το ωραιότερο νησί, ακόμη πιο ωραίο και από τις μυθικές Νήσους των Μακάρων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
Όχι, αυτό εδώ είναι ακόμα ωραιότερο· είναι το καλύτερο νησί που υπάρχει, που υπερέχει όλων των άλλων κατοικημένων τόπων σε αφθονία αγαθών. Κι αν κάποιος μου πει αυτό, γράφει ο Γκαουνιλόνε, εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά τα λόγια του· δεν υπάρχει καμία δυσκολία σε αυτά. Αν σας πω: «το πιο ωραίο νησί που υπάρχει», το καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι; Άρα είστε σε θέση να σκεφτείτε αυτό το νησί. Άρα, μέσα στο μυαλό σας υπάρχει αυτό το νησί. Αλλά αν ύστερα, ως συμπέρασμα, σας πω: «Δεν μπορείς να αμφιβάλλεις ότι αυτό το νησί — που είναι το καλύτερο απ’ όλα, και που σίγουρα έχεις στο μυαλό σου — υπάρχει πραγματικά, επειδή είναι καλύτερο να υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μόνο στον νου, άρα είναι αναγκαίο να υπάρχει στην πραγματικότητα, γιατί, αν δεν υπήρχε, οποιαδήποτε άλλη υπαρκτή γη θα ήταν καλύτερή του»... Αν λοιπόν κάποιος με αυτά τα λόγια προσπαθούσε να μου αποδείξει ότι δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την ύπαρξη αυτού του νησιού, θα πίστευα είτε ότι αστειεύεται, είτε δεν θα ήξερα ποιον να θεωρήσω πιο ανόητο: εκείνον που νομίζει ότι μου απέδειξε την ύπαρξη του νησιού, ή εμένα που τον πιστεύω.
Εκτός αν μπορεί να μου δείξει ότι η υπεροχή αυτού του νησιού είναι πραγματική και δεν είναι όπως εκείνα τα ψεύτικα και αβέβαια πράγματα που μπορεί να υπάρχουν μόνο στον νου μου.
Δηλαδή, λέει εδώ ο Γκαουνιλόνε: Δεν αρκεί να είμαι ικανός να το σκεφτώ. Κι αν κάποιος έρθει και μου πει: «Αφού είσαι ικανός να το σκεφτείς, τότε πρέπει να υπάρχει, γιατί, αν δεν υπήρχε, δεν θα ήταν το καλύτερο όλων, και τότε θα μπορούσες να σκεφτείς ένα ακόμα καλύτερο»... Τότε εγώ του απαντώ:
«Μα... αστειεύεσαι! Δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεις ότι μόνο και μόνο επειδή εγώ σκέφτομαι αυτό το νησί, αυτό πρέπει να υπάρχει και στην πραγματικότητα».


Και αυτή είναι μια βαθιά παρατήρηση, γιατί τι θέλει να πει, τελικά, ο Γκαουνιλόνε;

Ότι δεν αρκεί κάτι να υπάρχει στον νου, για να συμπεράνουμε ότι υπάρχει και στην πραγματικότητα. Δηλαδή, λέει: Πρέπει να κάνεις το αντίθετο: Πρώτα πρέπει να μου δείξεις ότι κάτι υπάρχει στην πραγματικότητα, και έπειτα να πεις ότι υπάρχει και στον νου. Δηλαδή: από την πραγματικότητα προς τη σκέψη μπορούμε να περάσουμε. Αλλά αυτό δεν μας επιτρέπει να κάνουμε το αντίστροφο και να πούμε ότι ό,τι σκεφτόμαστε πρέπει και να υπάρχει.

Από το είναι στο σκέπτεσθαι, η μετάβαση είναι λογικά επιτρεπτή. Από το σκέπτεσθαι στο είναι, όχι. Και εδώ πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Γκαουνιλόνε επιδεικνύει κοινό νου – κάνει μια σοβαρή ένσταση, μια ένσταση που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Και ο Άνσελμος πράγματι έλαβε υπόψη του το βιβλίο του Γκαουνιλόνε. Ο Άνσελμος απαντά στο Liber pro Insipiente του Γκαουνιλόνε γράφοντας ένα νέο έργο, με τίτλο Liber Apologeticus, δηλαδή Απολογητικό Βιβλίο κατά εκείνου που απαντά για λογαριασμό του insipiens, δηλαδή κατά του Γκαουνιλόνε. Βλέπετε, λοιπόν, πώς διαλέγονταν μεταξύ τους: ήταν όλοι μοναχοί, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, ήταν όλοι πιστοί, αλλά έγραφαν ο ένας εναντίον του άλλου.
Και αυτή είναι ίσως η πιο διάσημη μεσαιωνική διαμάχη ανάμεσα σε υπερασπιστές αντίθετων θέσεων, οι οποίοι και οι δύο επιχειρηματολογούν.
Και προσέξτε: εδώ δεν πρόκειται για θεολογία, αλλά για φιλοσοφία — βασίζονται σε λογικά επιχειρήματα. Ο Άνσελμος ξεκινά έτσι: «Αφού δεν μου φέρνει αντιρρήσεις εκείνος ο μωρός, κατά του οποίου μίλησα στο μικρό μου έργο» — δηλαδή στο Proslogion —
«αλλά κάποιος που δεν είναι μωρός, είναι καθολικός, που υποδύεται τον μωρό,
μου αρκεί να απαντήσω στον καθολικό», δηλαδή **στον Γκαουνιλόνε.


Και του λέει: «Εσύ, όποιος κι αν είσαι, που αποδίδεις όλα αυτά στον μωρό,
λες ότι το ον για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο δεν βρίσκεται στον νου, και διαφέρει από οτιδήποτε άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς με αλήθεια,
και ότι δεν μπορεί να συναχθεί πως αυτό το ον υπάρχει και στην πραγματικότητα απλώς και μόνο επειδή υπάρχει στον νου, περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να συναχθεί ότι υπάρχει πράγματι η “χαμένη νήσος”, απλώς και μόνο επειδή, όταν την περιγράφω με λόγια, εκείνος που με ακούει είναι βέβαιος ότι την έχει στο μυαλό του».»

Εδώ ο Άνσελμος επαναλαμβάνει την ένσταση του Γκαουνιλόνε. Και ιδού η απάντησή του:
«Εγώ λέω το εξής: αν εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο δεν γίνεται κατανοητό, δεν είναι νοητό, και δεν βρίσκεται στον νου ή στη σκέψη, τότε σημαίνει ότι ή – ο Θεός δεν είναι αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο, ή – δεν κατανοείται, δεν στοχάζεται, δεν υπάρχει στον νου και στη σκέψη.» Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, εδώ ο Άνσελμος απαντά στον Γκαουνιλόνε ότι δεν έχει πραγματικά καταλάβει τι σημαίνει το «ο Θεός είναι αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο». Και, αν δεν το έχει καταλάβει, σημαίνει ότι στον νου του δεν υπάρχει αυτή η ιδέα του Θεού· και γι’ αυτό δεν την βλέπει να υπάρχει ούτε στην πραγματικότητα. Γιατί δεν την έχει ούτε καν στο μυαλό του, δηλαδή δεν την έχει κατανοήσει. Και λέει παρακάτω: «Αλλά το πόσο λανθασμένο είναι αυτό που λες, μου το αποδεικνύει η πίστη σου και η συνείδησή σου». Δηλαδή, εφόσον πιστεύεις, τότε σίγουρα έχεις στον νου σου την ιδέα του Θεού. Και επομένως, ή δεν είναι αληθινά αυτά που προσπαθείς να αποδείξεις, ή δεν ακολουθεί από αυτά αυτό που νομίζεις ότι μπορείς να συμπεράνεις.

Δηλαδή εδώ ο Άνσελμος καταφεύγει σε αυτό που οι σχολαστικοί αποκαλούσαν ad hominem επιχείρημα. Του λέει: «Μα εσύ, Γκαουνιλόνε, είσαι πιστός! Άρα έχεις την ιδέα του Θεού στον νου σου! Άρα δεν θα έπρεπε να προβάλλεις τέτοιες αντιρρήσεις, που δείχνουν ότι δεν έχεις καταλάβει ποιος είναι ο Θεός». Το κρίσιμο σημείο — συγγνώμη, το αναζητώ γιατί υπάρχουν πολλές σελίδες και δεν μπορούμε να τις διαβάσουμε όλες —το κρίσιμο σημείο είναι το εξής: Το παράδειγμα της νήσου δεν είναι κατάλληλο.

Γιατί; Γιατί όσο όμορφη και πλούσια σε αγαθά και απολαύσεις κι αν είναι η νήσος που φαντάζομαι, ποτέ δεν θα είναι εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο — δηλαδή το απόλυτο. Σας διαβάζω τα λόγια του Άνσελμου: «Εσύ λες πως είναι σαν να έλεγε κανείς ότι δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλει για την ύπαρξη ενός νησιού που υπερέχει σε γονιμότητα κάθε άλλη γη, και που ονομάζεται “χαμένη νήσος” λόγω της δυσκολίας — ή μάλλον της αδυναμίας — να βρεθεί εκείνο που δεν υπάρχει· και επειδή κάποιος την αναπαριστάται εύκολα, όταν του την περιγράφουν με λέξεις…
Απαντώ ήρεμα: αν κάποιος μου έβρισκε, είτε στην πραγματικότητα είτε μόνο στον νου,
ένα άλλο ον στο οποίο να μπορεί να εφαρμοστεί το επιχείρημά μου, εκτός από εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο, θα του παραχωρούσα — και μαζί της και τη “χαμένη νήσο” που πια δεν θα είναι χαμένη.»

Σας το συνοψίζω: Ο Άνσελμος θέλει να πει ότι το επιχείρημά του δεν ισχύει για οποιαδήποτε ιδέα, αλλά μόνο για μία ιδέα — την ιδέα του όντος για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο. Η «ομορφότερη νήσος» ή οποιαδήποτε άλλη φανταστική ιδέα δεν συγκρίνεται με αυτή, γιατί ποτέ δεν είναι η ιδέα του απολύτου. Με άλλα λόγια, ο Άνσελμος απαντά στον Γκαουνιλόνε: Δεν υποστηρίζω ότι από οποιαδήποτε ιδέα μπορούμε να περάσουμε στην πραγματικότητα· Δεν υποστηρίζω ότι ό,τι σκεφτόμαστε πρέπει και να υπάρχει.
Το επιχείρημά μου ισχύει μόνο για εκείνο το μοναδικό, απόλυτο ον – τον Θεό – του οποίου η ίδια η έννοια συνεπάγεται την ύπαρξη. Το επιχείρημα του Άνσελμου ισχύει μόνο σε μία περίπτωση – μια μοναδική περίπτωση: όταν σκεφτόμαστε αυτό για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο. Ειπωμένο με άλλα λόγια – και εδώ δεν είμαι σίγουρος αν το καταλαβαίνω πλήρως, αλλά το εξηγώ έτσι όπως εγώ το ερμηνεύω:
Ο Άνσελμος λέει, στην ουσία:
«Το επιχείρημά μου ισχύει μόνο για την ιδέα του απολύτου».

Δηλαδή: το απόλυτο δεν μπορεί να μην υπάρχει. Γιατί; Οποιοδήποτε πράγμα υπάρχει – τώρα αυτό που λέω δεν είναι ακριβώς το επιχείρημα του Άνσελμου, αλλά έτσι το έχω μεταφράσει εγώ μέσα μου – οποιοδήποτε πράγμα υπάρχει ή δεν εξαρτάται από τίποτα, και τότε είναι το απόλυτο, ή εξαρτάται από κάτι άλλο, και τότε υπάρχει αυτό το άλλο, το οποίο είναι το απόλυτο. Σε κάθε περίπτωση, ένα απόλυτο υπάρχει. Ας κάνουμε ένα άλλο παράδειγμα, και πάλι δικό μου: Η μερικότητα και το όλον.
Το όλον υπάρχει αναγκαστικά, γιατί ό,τι κι αν σκεφτεί κανείς ή είναι το όλον, οπότε το όλον υπάρχει, ή είναι μέρος – και αν είναι μέρος, τότε προϋποθέτει ένα όλον στο οποίο ανήκει. Άρα και πάλι υπάρχει το όλον. Ή ένα ακόμα παράδειγμα: Το πρώτο. Το πρώτο δεν μπορεί να μην υπάρχει, γιατί είτε υπάρχει μόνο αυτό και είναι πρώτο, είτε υπάρχει κάτι πριν από αυτό, και τότε αυτό δεν είναι το πρώτο – αλλά τότε υπάρχει κάτι άλλο που είναι το πρώτο.

Ξαναλέω: πριν αποφασίσουμε αν το επιχείρημα είναι έγκυρο ή μη, πρέπει πρώτα να είμαστε σίγουροι ότι το έχουμε καταλάβει. Και μου φαίνεται ότι κατανοείται καλύτερα με αυτόν τον τρόπο.

Δηλαδή: η απάντηση του Άνσελμου στον Γκαουνιλόνε είναι ότι,
ο Γκαουνιλόνε είχε προβάλλει την ένσταση: «Δεν μπορεί να γίνει μετάβαση από τη σκέψη στο είναι»
. Και ο Άνσελμος του απαντά: «Εγώ δεν ισχυρίστηκα ότι μπορούμε να περάσουμε από τη σκέψη στο είναι για κάθε ιδέα. Το επιχείρημά μου ισχύει μόνο για μία περίπτωση: για τη μοναδική ιδέα του όντος για το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο». Κάθε άλλη ιδέα – όσο μεγαλειώδης κι αν είναι – όπως «το ωραιότερο νησί», «το πλουσιότερο νησί» κ.λπ., ή είναι η ιδέα του απολύτου, οπότε ισχύει το επιχείρημα,
ή δεν είναι, και τότε δεν ισχύει. Αλλά το επιχείρημα συνεχίζει να ισχύει για την ιδέα του απολύτου. Και αν θέλουμε τώρα να μπούμε στην ουσία, μετά θα κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα, και θα πάμε στον Θωμά Ακινάτη. Και εγώ – αυτό θα το δούμε καλύτερα στο επόμενο μάθημα – προσωπικά νιώθω πιο κοντά στον Θωμά. Δηλαδή, νομίζω πως έχει δίκιο στην κριτική του προς το επιχείρημα του Άνσελμου.


Όμως, πιστεύω ότι το επιχείρημα του Άνσελμου, παρόλο που δεν είναι αποφασιστικό,
περιέχει στοιχεία μεγάλης φιλοσοφικής σημασίας. Πρώτα απ’ όλα, η λογική του δομή. Όπως σημείωνα προηγουμένως: δεν είναι μια τυπική απόδειξη· γιατί δύσκολα μπορεί κανείς να αποδείξει τον Θεό με αυστηρά δεδομένα συλλογιστικής. Αν μπορούσε να αποδειχθεί, αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει κάτι πριν απ’ αυτόν, κάτι απ’ το οποίο εξαρτάται – και τότε δεν είναι πια Θεός.

Συνήθως, στις αποδείξεις – π.χ. στις γεωμετρικές – τα θεωρήματα αποδεικνύονται με βάση αρχές, αξιώματα, ορισμούς.
Αλλά τα αξιώματα προηγούνται των θεωρημάτων· τα θεωρήματα εξαρτώνται από τα αξιώματα, όχι το αντίστροφο. Άρα, αν μπορούσε να υπάρξει μια γνήσια αποδεικτική διαδικασία για την ύπαρξη του Θεού, όπως στη γεωμετρία, θα σήμαινε ότι υπάρχει μια αρχή προγενέστερη του Θεού.
Ένας Θεός όμως που συνάγεται από κάτι άλλο, δεν είναι πια Θεός – δεν είναι πια το Πρώτο. Αυτό είναι ακριβώς το επιχείρημα που αργότερα θα κάνει ο Χέγκελ κατά όλων των αποδείξεων της ύπαρξης του Θεού – και αυτό θα το δούμε αύριο.

Ο Άνσελμος, όμως, απέφυγε έξυπνα αυτή τη δυσκολία. Γιατί δεν ξεκίνησε από μια αρχή προγενέστερη του Θεού. Ξεκίνησε από την άρνηση της ύπαρξής του — και έδειξε ότι αυτή η άρνηση είναι εσωτερικά αντιφατική.

Δηλαδή, χρησιμοποίησε έναν τύπο επιχειρήματος παρόμοιο με εκείνον που είχε χρησιμοποιήσει ο Αριστοτέλης για να υπερασπιστεί την αρχή της μη αντίφασης.

Θυμάστε την αρχή της μη αντίφασης; Ο Αριστοτέλης λέει: Δεν μπορεί να αποδειχθεί, γιατί είναι η πρώτη αρχή. Δεν υπάρχει κάτι πριν από αυτήν για να την στηρίξει. Όμως, αν και δεν αποδεικνύεται άμεσα, αποδεικνύεται με αντιλογία – per confutationem.

Δηλαδή: πρέπει κάποιος να την αρνηθεί, κι έπειτα να δείξουμε ότι αυτός που την αρνείται, δεν μπορεί στην πράξη να την αρνηθεί, γιατί, για να αρνηθεί κάτι, πρέπει να πει κάτι — και για να πει κάτι με νόημα, χρειάζεται να ισχύει ήδη η αρχή της μη αντίφασης.
Άρα, δεν την αρνείται, αλλά την προϋποθέτει. Όμως για να δούμε ότι την προϋποθέτει, πρέπει πρώτα να προσπαθήσει να την αρνηθεί. Κατά την άποψή μου, αυτή είναι η δομή του επιχειρήματος του Άνσελμου: είναι ένα επιχείρημα δια της αντιφάσεως, ένα επιχείρημα μέσω αντιλόγου.
Νομίζω ότι η ένσταση του Γκαουνιλόνε έχει γενικό κύρος:
δηλαδή, ότι από τη σκέψη δεν μπορεί να συναχθεί το είναι.
Δεν αρκεί, λέει, να έχουμε μια ιδέα στο μυαλό μας για να καταλήγουμε ότι το αντικείμενό της υπάρχει και στην πραγματικότητα.
Όμως, βρίσκω εύστοχη και την απάντηση του Άνσελμου: «Δεν λέω ότι από οποιαδήποτε ιδέα μπορούμε να περάσουμε στο είναι· αλλά μόνο για εκείνη την ιδέα για την οποία δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τίποτε μεγαλύτερο». Βαθιά μέσα της, αυτή η ιδέα είναι η ιδέα του απολύτου, είναι η ιδέα του όλου. Είναι το παν, το όλον, το μέγιστο. Άρα, αν το επιχείρημα του Άνσελμου αποδεικνύει κάτι, αποδεικνύει την ύπαρξη του απολύτου, την ύπαρξη του όλου. Ίσως όμως εκεί βρίσκεται και το όριό του. Γιατί αν με τον Θεό εννοούμε έναν απολύτως υπερβατικό Θεό — δηλαδή έναν Θεό διαφορετικό από τον κόσμο της εμπειρίας, τότε αυτό το επιχείρημα δεν καταφέρνει να αποδείξει αυτήν την υπερβατικότητα. Αποδεικνύει ότι ένα απόλυτο υπάρχει, αλλά όχι ότι είναι υπερβατικό.

Είναι σαν να λέμε:
«Το όλον υπάρχει πάντα», αλλά άλλο είναι να το νοούμε ως υπερβατικό όλον,
κι άλλο ως το σύνολο των πραγμάτων — δηλαδή το σύμπαν.
Και στην ουσία, ακόμα και αυτοί που σήμερα αρνούνται την ύπαρξη του Θεού, λέγοντας:
«Το σύμπαν δεν χρειάζεται δημιουργό, εξηγείται από μόνο του, έχει πάντα υπάρξει», είτε μιλούν για Big Bang, είτε για στατικό σύμπαν κ.λπ., στην πράξη τι λένε; Ότι το σύμπαν είναι αυτάρκες — είναι το απόλυτο. Άρα: ένα απόλυτο υπάρχει, και είναι το σύμπαν. Όμως αυτό δεν είναι ακόμη ο Θεός — ή τουλάχιστον δεν είναι ο Θεός των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, γιατί αυτός ο Θεός είναι υπερβατικός, δεν είναι το σύμπαν. Και τώρα, λοιπόν, έρχεται ο Θωμάς Ακινάτης, και θα διατυπώσει μια νέα ένσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: