Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

«Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στη κλασική φιλοσοφία» Μάθημα 1

 

«Οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στη κλασική φιλοσοφία» Μάθημα 1
Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=OIzOh7S6NK8&list=PL9K0fytNF28OMDvMNXN4-stjFU07Twl6s&index=7


Με τον όρο κλασική φιλοσοφία εννοώ τη μεγάλη δυτική φιλοσοφική παράδοση, και ιδιαίτερα εκείνους τους φιλοσόφους που ασχολήθηκαν περισσότερο με τις αποδείξεις, με τις αποδεικτικές διαδικασίες για την ύπαρξη του Θεού, δηλαδή, όπως είδατε στο φυλλάδιο (Depliant), τον Αριστοτέλη, τον Ανσέλμο του Άοστα, τον Θωμά Ακινάτη, αλλά και νεότερους φιλοσόφους όπως ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς, ο Καντ και ο Χέγκελ.
Στις δύο τελευταίες διαλέξεις, την Πέμπτη, θα μιλήσω επίσης για τη συζήτηση που διεξήχθη κατά τον 20ό αιώνα σχετικά με αυτές τις αποδείξεις, στο πλαίσιο της λεγόμενης κλασικής μεταφυσικής, δηλαδή εκείνης της φιλοσοφικής σχολής ή ρεύματος που αναφέρεται στην κλασική παράδοση.
Όταν η Θεολογική Σχολή του Λουγκάνο μου πρότεινε να ασχοληθώ με αυτό το θέμα, το αποδέχτηκα πολύ ευχαρίστως, διότι πρόκειται ασφαλώς για ένα ενδιαφέρον θέμα. Στην πορεία της σταδιοδρομίας μου ασχολήθηκα αρκετές φορές με αυτό, αλλά ποτέ δεν είχα διδάξει ένα ολοκληρωμένο και συνεχές μάθημα πάνω στις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού.
Έτσι, βρέθηκα αμέσως μπροστά στο πρόβλημα της εύρεσης κατάλληλης βιβλιογραφίας, και επομένως και υλικού για την προετοιμασία της εξέτασης. Ομολογώ ότι συνάντησα κάποια δυσκολία, διότι δεν έχω γράψει ποτέ μια πλήρη μονογραφία για το θέμα αυτό, αν και το έχω εξετάσει σε ορισμένα άρθρα μου.
Δεν βρήκα –τουλάχιστον στη βιβλιογραφία με την οποία είμαι πιο εξοικειωμένος– πλήρεις μελέτες για το θέμα, και έτσι ανέφερα στη βιβλιογραφία που περιέχεται σε αυτό το φυλλάδιο κάποιες εργασίες, οι οποίες όμως δεν εξαντλούν το θέμα. Δηλαδή, διαπίστωσα ότι υπάρχει μια σχετικά πρόσφατη έκδοση των αποδείξεων του Θωμά Ακινάτη για την ύπαρξη του Θεού· αυτή είναι που ανέφερα εδώ, με ιταλική μετάφραση, εισαγωγή και σχόλιο του Giovanni Zuanazzi, εκδοθείσα από τις Εκδόσεις Scuola di Brescia το 2003. Αυτή αφορά τον Άγιο Θωμά. Διαπίστωσα ότι είναι μια καλή μετάφραση, με ένα σχόλιο ωστόσο πολύ εκτενές, τεράστιο, και δεν μπορώ να απαιτήσω από όποιον προετοιμάζεται για την εξέταση να δει και να μάθει όλα όσα αναφέρονται σε αυτό το σχόλιο.
Στη συνέχεια, ανέφερα έναν τόμο της Sofia Vanni Rovighi. Η Sofia Vanni Rovighi είναι μια μελετήτρια με τομιστικό προσανατολισμό, η οποία έχει γράψει ένα έργο μεγάλης αξίας, τα Στοιχεία φιλοσοφίας, σε διάφορους τόμους· και ο δεύτερος από αυτούς, αφιερωμένος στη μεταφυσική, εξετάζει τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού στον Ανσέλμο και στον Θωμά Ακινάτη. Όμως και αυτό το έργο δεν αποτελεί μια πλήρη έκθεση όλων όσων πρόκειται να εξετάσουμε σε αυτό το μάθημα.
Τέλος, ανέφερα και μια συλλογή άρθρων μου με τίτλο Συναντήσεις με τη σύγχρονη φιλοσοφία, που είναι σχετικά πρόσφατη (2006), αλλά δυστυχώς εκδόθηκε από έναν μικρό εκδοτικό οίκο της Πιστόια που ονομάζεται Petite Plaisance, και αυτό καθιστά δύσκολη την ανεύρεση του βιβλίου.
Και εδώ υπάρχουν διάφορες μελέτες, μερικές από τις οποίες αφορούν άμεσα τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, αλλά κυρίως εκφράζουν τη δική μου προσωπική θέση, τη δική μου άποψη για αυτό το θέμα.
Πρέπει, λοιπόν, να πω ότι, συνολικά, όλα τα κείμενα που ανέφερα –ακόμη και αν διαβαστούν όλα– δεν θα έδιναν μια πλήρη και ακριβή εικόνα του θέματος που θέλουμε να εξετάσουμε. Αυτό καθιστά, θα έλεγα, ιδιαίτερα αναγκαία την παρακολούθηση αυτών των μαθημάτων των τριών αυτών ημερών, διότι ακριβώς σε αυτά τα μαθήματα θα προσπαθήσω να δώσω μια πλήρη παρουσίαση του θέματος.
Όπως βλέπετε, τα μαθήματα είναι επίσης μαγνητοσκοπημένα, ελπίζω σύντομα να μπορέσουν να αναρτηθούν στο διαδίκτυο, έτσι ώστε όποιος δεν μπόρεσε να τα παρακολουθήσει ή να κρατήσει σημειώσεις ή επιθυμεί να ξανακούσει αυτά που είπα, να μπορεί να το κάνει συνδεόμενος απευθείας με τον ιστότοπο όπου θα είναι διαθέσιμα. Θα ζητήσω μετά από τους τεχνικούς να μου υποδείξουν ποιος είναι ακριβώς αυτός ο ιστότοπος.

Λοιπόν, αφού είπαμε αυτά ως εισαγωγή, θα ήθελα να αφιερώσω το σημερινό πρωινό στην ανάλυση τριών συγγραφέων: του Αριστοτέλη, του Ανσέλμου του Άοστα και του Θωμά Ακινάτη.
Έχουμε στη διάθεσή μας τέσσερις ώρες, είναι ένα κάπως κοπιαστικό και απαιτητικό έργο, τόσο για εμένα όσο και για εσάς, αλλά ελπίζουμε να καταφέρουμε να δώσουμε τουλάχιστον μια αρκετά σαφή εικόνα του τι είπαν αυτοί οι φιλόσοφοι σχετικά με τις αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού.
Ας ξεκινήσουμε με τον Αριστοτέλη.
Γιατί ο Αριστοτέλης; Αυτή η απόφαση να ξεκινήσουμε από τον Αριστοτέλη είναι κάπως συζητήσιμη, διότι πιστεύω ότι ο Αριστοτέλης δεν είχε ποτέ ως ρητό σκοπό να δώσει αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού.
Ωστόσο, επειδή οι φιλόσοφοι του σχολαστικισμού, οι οποίοι είχαν ρητά αυτόν τον σκοπό –ιδίως ο Θωμάς Ακινάτης–, αναφέρθηκαν στον Αριστοτέλη και χρησιμοποίησαν επιχειρήματα που είχε διατυπώσει ο Αριστοτέλης, γι’ αυτό είναι σωστό να ξεκινήσουμε από αυτόν όταν μιλάμε για αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού.
Όπως σας έλεγα, ο Αριστοτέλης ποτέ δεν επιδίωξε να διατυπώσει μια απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, και αυτό εν μέρει επειδή η έννοια του Θεού που είχε ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που έγινε χαρακτηριστική των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ.
Ο Αριστοτέλης, όπως όλοι οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν πολυθεϊστής, δηλαδή πίστευε στην ύπαρξη μιας πολλαπλότητας θεών, και οι θεοί δεν νοούνταν από αυτόν ως απόλυτες αρχές· δεν είχε την ιδέα ενός Θεού δημιουργού, Κυρίου του ουρανού και της γης, παντοδύναμου, νομοθέτη, που μπορεί να σχετίζεται με τον άνθρωπο μέσω κάποιας αποκάλυψης.
Όχι· για τον Αριστοτέλη, όπως και για όλους τους αρχαίους Έλληνες, οι θεοί ήταν έμβια όντα – οι Έλληνες έλεγαν "ζῷα", αλλά όχι με τη σημασία των «θηρίων», αλλά με την έννοια των εμψύχων όντων, δηλαδή αυτών που έχουν ψυχή. Ήταν αθάνατοι, και αυτό είναι που τους διαφοροποιούσε από τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι θνητοί· ήταν μακάριοι και ευτυχισμένοι, και αυτό επίσης τους διέκρινε από τους ανθρώπους, που είναι κατά κανόνα δυστυχισμένοι.
Το γεγονός ότι είναι αθάνατοι καθιστά τους θεούς προφανώς ανώτερους από τους ανθρώπους, και αυτή η υπεροχή τους φαίνεται και στο ότι –για παράδειγμα– δεν είναι ορατοί ή δεν είναι πάντοτε ορατοί. Οι Έλληνες πίστευαν ότι μερικές φορές οι θεοί εμφανίζονταν· για παράδειγμα, στα ομηρικά έπη, όταν γίνεται λόγος για τον πόλεμο μεταξύ Τρώων και Ελλήνων, βλέπουμε να επεμβαίνει η Αθηνά, να επεμβαίνει ο Απόλλωνας.
Αλλά αυτά είναι μύθοι, αφηγήσεις βασισμένες στη φαντασία· κανένας όμως από τους Έλληνες δεν αμφέβαλλε για την ύπαρξη των θεών.

Για τους Έλληνες οι θεοί ήταν ένα είδος έμβιων όντων, όπως οι άνθρωποι, όπως τα ανθρώπινα όντα· δεν υπήρχε ανάγκη να αποδειχθεί η ύπαρξή τους.
Το πρόβλημα της απόδειξης της ύπαρξης του Θεού προκύπτει μόνο όταν γεννιέται η αμφιβολία σχετικά με αυτήν την ύπαρξη· και τότε, για να ξεπεραστεί η αμφιβολία, αναζητείται μια απόδειξη.

Και η αμφιβολία αυτή γεννιέται όταν, σε έναν πολιτισμό ή σε μια κοινωνία, αρχίζει να διαδίδεται ο αθεϊσμός, δηλαδή η πεποίθηση ότι οι θεοί δεν υπάρχουν.
Ο αθεϊσμός είναι ένα τρόπος σκέψης αρκετά διαδεδομένος στη δυτική φιλοσοφία, περισσότερο στη νεότερη εποχή απ’ ό,τι στον Μεσαίωνα· αλλά και στον Μεσαίωνα υπήρξαν άθεοι. Στην αρχαιότητα φαίνεται ότι δεν υπήρχαν, ή τουλάχιστον υπήρξε ένας φιλόσοφος, ένας ορισμένος Θεόδωρος, που αρνιόταν την ύπαρξη των θεών, και για αυτό τον λόγο ονομαζόταν Θεόδωρος ο Άθεος.
Αλλά το γεγονός ότι του έδιναν αυτό το προσωνύμιο, «ο Άθεος», σημαίνει ότι ήταν ο μόνος, διότι με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να αναγνωριστεί.

Επομένως, το να είναι κάποιος άθεος δεν ήταν κάτι συνηθισμένο, ήταν ένα εξαιρετικό φαινόμενο, τόσο που, όταν ένας φιλόσοφος ήταν πράγματι άθεος, τον αποκαλούσαν «ο Άθεος», όπως ο Θεόδωρος ο Άθεος.
Όλα αυτά για να πω ότι στον Αριστοτέλη δεν υπάρχει ο σκοπός να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού.
Ωστόσο, στα έργα του Αριστοτέλη υπάρχουν κάποια επιχειρήματα τα οποία προσφέρονται και θα χρησιμοποιηθούν αργότερα στη θεολογία, όχι μόνο τη χριστιανική αλλά και τη μουσουλμανική – θα έλεγα μάλλον πρώτα στη μουσουλμανική θεολογία – για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
Πρόκειται κυρίως για δύο επιχειρήματα, τα οποία εκτίθενται:
το ένα στη Φυσική, στο όγδοο βιβλίο της Φυσικής – που είναι ένα έργο του Αριστοτέλη·
και το άλλο στη Μεταφυσική, στο δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής.


Φυσικά, για να δούμε με σαφήνεια τι λέει ο Αριστοτέλης, θα έπρεπε να έχουμε μπροστά μας τα κείμενα, τις σελίδες.
Θεωρητικά, θα μπορούσα να είχα συγκεντρώσει σε φωτοτυπία όλα τα αποσπάσματα και τις σελίδες που χρειαζόμαστε για αυτό το μάθημα, δηλαδή να είχα ετοιμάσει ένα είδος ανθολογίας.
Δεν το έκανα, επίσης επειδή στην Ιταλία έχω επιμεληθεί μια ανθολογία φιλοσοφίας για τα λύκεια, που έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο La Terza, και περιέχει διάφορα αποσπάσματα, μεταξύ των οποίων και εκείνα που θα διαβάσουμε αυτές τις μέρες· αλλά δεν μπορούσα να ζητήσω από εσάς να αγοράσετε όλη αυτή την ανθολογία, η οποία αποτελείται από διάφορα τεύχη – αν και υπάρχει και μια συμπαγής έκδοση.
Εγώ θα διαβάσω κάποια αποσπάσματα, και ίσως τα ηχογραφήσουμε ή εσείς θα κρατήσετε σημειώσεις.
Σας λέω, σε περίληψη, πρώτα απ’ όλα το επιχείρημα της Φυσικής.
Αυτό βρίσκεται, όπως είπαμε, στο όγδοο βιβλίο. Αν έχετε στη διάθεσή σας στη βιβλιοθήκη ή στο σπίτι τη Φυσική του Αριστοτέλη, σημειώστε το όγδοο βιβλίο, κεφάλαια 4 και 5. Σε αυτό το βιβλίο, ο Αριστοτέλης ερευνά ποια είναι η πρώτη αιτία της κίνησης, δηλαδή η λεγόμενη κινητήρια αιτία.
Ξέρετε ότι ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερα είδη αιτιών:

Η υλική αιτία, δηλαδή η ύλη από την οποία αποτελείται ένα πράγμα.
Η μορφική αιτία, που είναι η ουσία, αυτό που εκφράζει τη φύση, το τι είναι ένα ορισμένο πράγμα· συχνά είναι και η λειτουργία του· και όταν πρόκειται για ένα έμβιο ον, η ζωή του, δηλαδή η ψυχή.
Η κινητήρια αιτία, που είναι αυτό που εξηγεί την κίνηση, τη μεταβολή στην οποία υπόκειται ένα πράγμα.
Η τελική αιτία, που δηλώνει προς ποιο σκοπό κατευθύνεται η μεταβολή.

Λοιπόν, στο όγδοο βιβλίο της Φυσικής, ο Αριστοτέλης αναζητά την πρώτη από τις κινητήριες αιτίες, και ξεκινά με μια διατύπωση που έχει σχεδόν αξιωματικό χαρακτήρα:
«Κάθε τι που κινείται, κινείται από κάτι άλλο».
Επομένως, η κίνηση χρειάζεται εξήγηση, η κίνηση έχει αιτία· η κίνηση, κατά τον Αριστοτέλη, θέτει ένα πρόβλημα, γεννά το ερώτημα του «γιατί», δηλαδή: γιατί κάτι κινείται;
Για να κατανοήσετε πώς γεννιέται αυτό το ερώτημα, δεν πρέπει να σκεφτείτε μόνο την κίνηση στο χώρο, όπως όταν εγώ μετακινώ, ας πούμε, ένα αντικείμενο από έναν τόπο σε έναν άλλο. Ναι, και αυτό είναι κίνηση· αλλά ο Αριστοτέλης, με τον όρο κίνησις (kinesis) – στα ελληνικά – εννοούσε κάθε είδους μεταβολή:
την χωρική μετακίνηση,
αλλά και την αλλοίωση, δηλαδή την αλλαγή ποιότητας,
τη μεγέθυνση ή τη σμίκρυνση,
καθώς και τη γέννηση και τη φθορά· δηλαδή το να έρθει κάτι στην ύπαρξη που πριν δεν υπήρχε, ή το να πάψει να υπάρχει κάτι που πριν υπήρχε.


Λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, η μεταβολή ή κίνηση γενικά, θέτει ένα πρόβλημα, γεννά ένα ερώτημα:
Όταν κάποιος βλέπει ότι κάτι πριν δεν υπήρχε και τώρα υπάρχει, βρίσκεται μπροστά σε κάτι καινούργιο, και το καινούργιο, η νεότητα, προκαλεί πάντα θαυμασμό.
Κάποιος λέει: Μα πώς γίνεται αυτό να μην υπήρχε πριν και τώρα να υπάρχει; Γιατί;
Να λοιπόν το ερώτημα για την κινητήρια αιτία. Εδώ, η «αιτία» λαμβάνεται με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή ως εξήγηση, ως απάντηση στο ερώτημα "γιατί".

Και επομένως, η αιτία, το γιατί, δεν μπορεί να είναι το ίδιο το πράγμα που κινείται, γιατί εφόσον δεν υπήρχε πριν, και τώρα υπάρχει, αυτό σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από το ίδιο. Και τότε γεννιέται η αναζήτηση της αιτίας.
Ό,τι κινείται, κινείται από κάτι άλλο.
Αυτό το "κάτι άλλο", με τη σειρά του, μπορεί επίσης να κινείται. Και αν κινείται, τότε και αυτό κινείται από κάτι άλλο ακόμη.
Ο Αριστοτέλης όμως λέει:
Δεν μπορούμε να προχωρούμε στο άπειρο, να αναγόμαστε επ’ άπειρον στη σειρά των κινητήριων αιτιών· διότι, αν δεν υπάρχει ποτέ ένα πρώτο σημείο από το οποίο αρχίζει η κίνηση, τότε η κίνηση δεν εξηγείται, δεν υπάρχει, η αιτία δεν εντοπίζεται, η εξήγηση δεν δίνεται.
Άρα, πρέπει να αναχθούμε σε μία πρώτη αιτία.
Αυτή η πρώτη αιτία, λέει ο Αριστοτέλης, θα μπορούσε να κινείται και η ίδια, και να είναι αιτία της δικής της κίνησης, δηλαδή να είναι αυτοκίνητη.
Στα ελληνικά, λέει ο Αριστοτέλης, αὐτοκίνητον.

Αν μεταφράζαμε το αὐτοκίνητον στα ιταλικά, θα έπρεπε να πούμε: αυτοκίνητο (automobile). Η λέξη «αυτοκίνητο» δηλώνει ακριβώς αυτό που κινείται από μόνο του.
Αλλά, φυσικά, ο Αριστοτέλης δεν σκεφτόταν μηχανές.

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν η πρώτη αιτία να είναι αυτοκίνητη·
διότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη –και εδώ παρεμβαίνει ένα δόγμα θεμελιώδους σημασίας τόσο στη φυσική όσο και στη μεταφυσική του–, το να κινείσαι, το να μεταβάλλεσαι, σημαίνει να περνάς από τη δύναμη στην ενέργεια (εκ δυνάμει εἰς ἐνέργειαν).

Δηλαδή, ένα πράγμα, πριν κινηθεί, είναι εν δυνάμει – έχει τη δυνατότητα να κινηθεί, να γίνει κάτι άλλο. Τώρα, λέει ο Αριστοτέλης, αν η κίνηση είναι μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια, τότε ένα πράγμα δεν μπορεί να κινήσει τον εαυτό του·
διότι, για να κινηθεί, πρέπει να είναι εν δυνάμει (να μην έχει ακόμη την κίνηση), αλλά για να κινεί, πρέπει ήδη να είναι εν ενεργεία, να έχει ήδη την κίνηση σε πράξη.

Με άλλα λόγια, αν ένα πράγμα ήταν αυτοκίνητο, από τη μία πλευρά θα έπρεπε να μην έχει ακόμη την κίνηση, δηλαδή να είναι μόνο εν δυνάμει, αλλά από την άλλη πλευρά, ταυτόχρονα, θα έπρεπε να την έχει ήδη, δηλαδή να είναι εν ενεργεία.

Αυτό είναι αδύνατο· δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα εν δυνάμει και εν ενεργεία.
Συνεπώς, καταλήγει ο Αριστοτέλης:

Η πρώτη κινητήρια αιτία, αυτό από το οποίο ξεκινά η κίνηση, είναι ακίνητη, είναι ο λεγόμενος ακίνητος κινητήρας ή κινούν ακίνητον.
Για να καταλάβουμε τι εννοούσε ο Αριστοτέλης, πρέπει να ανατρέξουμε στη αρχαία αντίληψη του σύμπαντος. Για τους αρχαίους –τον Πλάτωνα, αλλά πριν απ’ αυτόν και τους Πυθαγορείους, και βεβαίως τον Αριστοτέλη– το σύμπαν ήταν σαν μια τεράστια σφαίρα. Αυτή η σφαίρα ήταν ο ουρανός.
Στο κέντρο της βρισκόταν η Γη, και αυτή μια σφαίρα, τοποθετημένη στο κέντρο του ουρανού. Αυτό είναι το μοντέλο που ένας μεγάλος ιστορικός της επιστήμης, ο Thomas Kuhn, αποκάλεσε "μοντέλο του σύμπαντος με τις δύο σφαίρες":
η μεγάλη σφαίρα είναι ο ουρανός, η μικρότερη εσωτερική σφαίρα είναι η Γη.

Για τους αρχαίους, όπως γνωρίζετε, η Γη παρέμενε ακίνητη, και ο ουρανός περιστρεφόταν, και ήταν ακριβώς η ημερήσια περιστροφή του ουρανού που εξηγούσε την φαινομενική κίνηση του ήλιου, ο οποίος ανατέλλει το πρωί, δύει το βράδυ και ξανανατέλλει την επομένη, με αυτή την φαινομενικά κυκλική κίνηση.
Έτσι, για τον Αριστοτέλη, η εξήγηση της κίνησης, όλων των κινήσεων που συμβαίνουν στη Γη, εξαρτάται κατά κάποιον τρόπο από την κίνηση του ουρανού.
Γιατί; Λόγω του ήλιου...
Ο ήλιος καθορίζει την εναλλαγή φωτός και σκότους, την εναλλαγή ζέστης και κρύου, την εναλλαγή των εποχών· και αν δεν υπήρχε η εναλλαγή των εποχών, δεν θα υπήρχε η γέννηση των φυτών, που ανθίζουν την άνοιξη και πεθαίνουν τον χειμώνα· και χωρίς φυτά δεν θα υπήρχε ζωή για τα ζώα. Με λίγα λόγια, ό,τι συμβαίνει στη Γη, ό,τι συμβαίνει στον κόσμο μας, εξαρτάται κατά κάποιον τρόπο από την κίνηση του ουρανού.

Και τότε, να αναζητήσουμε την πρώτη αιτία σήμαινε να αναζητήσουμε τι είναι αυτό που κινεί τον ουρανό, ποια είναι η αιτία που κινεί τον ουρανό.

Αυτό ήταν, για τον Αριστοτέλη, ο ακίνητος κινητήρας – δηλαδή ο κινητήρας του ουρανού, μια αρχή ικανή να κινεί, να κάνει τον ουρανό να περιστρέφεται· και ο ουρανός με τη σειρά του έκανε να κινούνται όλα όσα βρίσκονται μέσα του, όλα όσα υπάρχουν στο υπόλοιπο σύμπαν· ώστε, με κάποιον τρόπο – άμεσα ή έμμεσα – ο ακίνητος κινητήρας(τό κινητό ακίνητο) κινούσε τα πάντα.
Προσοχή όμως: κινούσε, όχι δημιουργούσε!
Εδώ βρισκόμαστε πολύ μακριά από την ιδέα ενός Θεού δημιουργού.
Στη Φυσική, ο Αριστοτέλης ούτε καν αποκαλεί αυτό το ον “Θεό”· λέει ότι είναι ένας κινητήρας που κινεί τον ουρανό.

Αναφέρει μάλιστα και τη δυνατότητα να υπάρχουν περισσότεροι του ενός.
Γιατί; Επειδή, πάντα μέσα στο αρχαίο κοσμολογικό μοντέλο, δεν είναι μόνο η κίνηση του ήλιου και των άστρων που χρειάζεται εξήγηση, αλλά και οι κινήσεις των πλανητών, οι οποίες φαίνονται ακανόνιστες.
Σήμερα πλέον δεν συνηθίζουμε να κοιτάμε τον ουρανό – διότι τη νύχτα όλα είναι φωτισμένα – αλλά οι αρχαίοι, που δεν είχαν τεχνητό φωτισμό, παρατηρούσαν τον ουρανό, έβλεπαν τις κινήσεις των πλανητών.
Δεν ξέρω αν τους έχετε ποτέ παρατηρήσει· οι πλανήτες φαίνεται να προχωρούν λίγο μπροστά, μετά να γυρίζουν πίσω, και μετά ξανά να συνεχίζουν προς τα εμπρός.
Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεχθούμε μία και μόνο κυκλική κίνηση.

Έτσι, οι αρχαίοι αστρονόμοι, και ιδιαίτερα ένας σύγχρονος του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ο Εύδοξος ο Κνίδιος, είχε μια ευφυή ιδέα:
φαντάστηκε ότι δεν υπήρχε μόνο ένας ουρανός, δηλαδή μια σφαίρα, αλλά πολλές ομόκεντρες σφαίρες, οι ουρανοί· και ότι αυτές οι σφαίρες ήταν διατεταγμένες και συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι κινήσεις των πλανητών να προκύπτουν ως αποτέλεσμα του συνδυασμού των κινήσεων διαφόρων σφαιρών.


Εδώ δεν μπορώ να σταθώ να εξηγήσω αυτόν τον μηχανισμό – που είναι πολύ περίπλοκος αλλά και ευφυής – όμως δεν μας ενδιαφέρει και τόσο πολύ σε αυτή τη φάση.
Αρκεί να ξέρετε ότι για να εξηγηθεί όλο αυτό, ο Εύδοξος και επίσης ο Αριστοτέλης, δέχονταν την ύπαρξη πολλών ουρανών·
και κάθε ουρανός είχε ανάγκη από τον δικό του κινητό ακίνητο·
άρα, υπήρχαν και πολλοί ακίνητοι κινητήρες.

Αυτό συμφωνούσε απολύτως με την ελληνική κοσμοθεωρία, διότι σε μια πολυθεϊστική αντίληψη υπάρχουν πολλοί θεοί, και αυτοί οι πολλοί ακίνητοι κινητήρες μπορούσαν κατά κάποιο τρόπο να συσχετιστούν με τους πολλούς θεούς.
Και, εξάλλου, ακόμη και σήμερα οι πλανήτες φέρουν τα ονόματα των ελληνικών θεών:
Άρης, Αφροδίτη, Ερμής, Δίας, Κρόνος – είναι ονόματα θεών.
Εμείς τα χρησιμοποιούμε στις λατινικές μορφές τους, αλλά είναι μεταφράσεις των αντίστοιχων ελληνικών ονομάτων.

Βλέπετε, λοιπόν, αυτή η ιδέα ότι οι θεοί συνδέονται με τους πλανήτες, με τα άστρα, με τους ουρανούς, αυτή είναι η θεώρηση που κάνει ο Αριστοτέλης στο όγδοο βιβλίο της Φυσικής, κεφάλαια 4 και 5.

Αλλά το πιο γνωστό επιχείρημα είναι εκείνο της Μεταφυσικής, στο δωδέκατο βιβλίο, κεφάλαιο 6. Αν έχετε κάπου την Μεταφυσική του Αριστοτέλη, διαβάστε το και θα το βρείτε.
Εδώ ο λόγος είναι κάπως διαφορετικός σε σχέση με τη Φυσική, διότι ενώ στη Φυσική ο Αριστοτέλης λέει: «Αυτό που κινείται, κινείται από κάτι άλλο,
αυτό το άλλο από κάτι άλλο ακόμη, και αυτό πάλι από άλλο» –
δεν μπορεί κανείς να πηγαίνει επ’ άπειρον· πρέπει να υπάρχει μια πρώτη αιτία,

στη Μεταφυσική λέει ότι υπάρχουν ορισμένα πράγματα αιώνια.
Ας προσέξουμε: Η πλειονότητα των ουσιών που γνωρίζουμε δεν είναι αιώνιες, είναι φθαρτές· δηλαδή όλα όσα βλέπουμε πάνω στη Γη – οι άβιες ουσίες, τα φυτά, τα ζώα – είναι όλα φθαρτά.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι αργά ή γρήγορα φθείρονται, δηλαδή παύουν να υπάρχουν.
Τίποτα στη Γη δεν είναι αιώνιο.

Εκτός από ένα πράγμα, λέει ο Αριστοτέλης: την κίνηση.
Γιατί; Διότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η κίνηση είχε μια αρχή·
και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ούτε ότι η κίνηση θα έχει ένα τέλος.

Όπως είπα και πριν, ο Αριστοτέλης κατανοεί με ευρύ τρόπο την έννοια της κίνησης:
κατανοεί κάθε είδος μεταβολής. Αν, λοιπόν, λάβετε την κίνηση στο σύνολό της, περιλαμβάνοντας κάθε είδος μεταβολής, θα δείτε ότι αυτό το σύνολο δεν μπορεί να είχε αρχή.

Γιατί;
Διότι, λέει ο Αριστοτέλης, αν είχε αρχή, τι θα σήμαινε αυτό;
Ότι πριν δεν υπήρχε κίνηση, και μετά υπήρχε.
Αλλά αυτή η μετάβαση από το "πριν δεν υπάρχει" στο "μετά υπάρχει"
είναι μια μεταβολή, είναι αλλαγή.

Άρα, για να δεχτούμε την αρχή της κίνησης, θα έπρεπε να δεχτούμε μια μεταβολή πριν από τη μεταβολή. Αλλά και αυτή, με τη σειρά της, για να ξεκινήσει, θα απαιτούσε ένα «πριν», και έτσι δεν βρίσκουμε ποτέ αρχή, γιατί πάντα υπάρχει μια προηγούμενη μεταβολή.

Ένα παρόμοιο επιχείρημα ισχύει και για το τέλος.
Τι σημαίνει ότι η μεταβολή τελειώνει;
Ότι πριν υπήρχε και μετά παύει να υπάρχει.
Αλλά η μετάβαση από την ύπαρξη στην ανυπαρξία είναι μια μεταβολή.
Άρα υπάρχει μεταβολή ακόμη και μετά τη μεταβολή.

Η λήξη της μεταβολής είναι και αυτή μια μεταβολή.
Και επομένως δεν υπάρχει τέλος, διότι υπάρχει πάντα μεταβολή, τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος.

Άρα η μεταβολή είναι αιώνια.
Κατόπιν, λέει ο Αριστοτέλης, υπάρχει και κάτι ακόμη αιώνιο:
ο χρόνος.Και ο χρόνος δεν μπορεί να έχει αρχή και δεν μπορεί να έχει τέλος.

Προσέξτε, είναι ένα σπουδαίο επιχείρημα αυτό·
ο Αριστοτέλης ήταν ιδιοφυΐα.
Αν ο χρόνος είχε μια αρχή, θα σήμαινε ότι υπήρχε ένα “πριν” στο οποίο ο χρόνος δεν υπήρχε. Αλλά το να πεις ότι υπήρχε ένα πριν, σημαίνει να παραδέχεσαι την ύπαρξη χρόνου, διότι το πριν είναι χρονική κατηγορία.
Το ίδιο και για τη μεταβολή:
δεν μπορεί να τελειώσει, γιατί αν τελείωνε, θα έπρεπε να υπάρχει ένα “μετά” όπου δεν υπάρχει πλέον χρόνος –αλλά το μετά είναι επίσης χρόνος.

Επομένως, υπάρχει πάντα χρόνος πριν από τον χρόνο και χρόνος μετά τον χρόνο·
δηλαδή ο χρόνος είναι πάντοτε παρών.

Συνεπώς, τόσο η μεταβολή όσο και ο χρόνος είναι αιώνια.
Δεν είναι τυχαίο ότι είναι αυτά τα δύο, γιατί είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους:
για τον Αριστοτέλη, ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά το μέτρο της μεταβολής·
και άρα, αφού η μεταβολή είναι αιώνια, αναγκαστικά είναι αιώνιος και ο χρόνος.

Αυτό, για τον Αριστοτέλη, σήμαινε ότι ο κόσμος είναι αιώνιος,
ότι το σύμπαν είναι αιώνιο· υπήρχε πάντα, πάντα θα υπάρχει, και θα είναι πάντα σε κίνηση,
και αυτή η κίνηση θα μετριέται πάντα με τον χρόνο.


Καταλαβαίνετε ότι με αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης αποκλείει ήδη την πιθανότητα ενός δημιουργού Θεού.
Πράγματι, όταν για παράδειγμα συζητά τις θεωρίες του Πλάτωνα,
ο Πλάτωνας είχε δεχτεί στον Τίμαιο έναν Δημιουργό, δηλαδή ένα είδος τεχνίτη που κατασκεύασε τον κόσμο.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι αυτό δεν είναι δυνατόν: ο κόσμος είναι αιώνιος, είναι υπερβολικά τέλειος για να πει κανείς ότι κατασκευάστηκε από κάποιον.

Το να φανταστούμε κάποιον που κατασκεύασε τον κόσμο σημαίνει να προβάλλουμε σε μια απόλυτη αρχή την ανθρώπινη εικόνα του δημιουργού, του τεχνίτη, του σιδηρουργού, του ξυλουργού, του χτίστη, του ανθρώπου που φτιάχνει κάτι.
Αλλά αυτό, λέει ο Αριστοτέλης, είναι μια ανθρωπομορφική αντίληψη που δεν ταιριάζει στη θεότητα, και γι’ αυτό απορρίπτει την πλατωνική ιδέα ενός δημιουργού, ενός Δημιουργού του κόσμου (Δημιουργού / Demiurgo).

Να λοιπόν, αυτή είναι η αρχή του επιχειρήματος στο δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής:
Υπάρχει μια αιώνια κίνηση, και όμως μια αιώνια κίνηση, για να εξηγηθεί, έχει ανάγκη μιας αιτίας· και εδώ ισχύει η ίδια αρχή που είχε διατυπώσει στη Φυσική:


«Ό,τι κινείται πρέπει να έχει αιτία, πρέπει να έχει κινητήρα».

Αλλά μια αιώνια κίνηση – και η αιώνια κίνηση είναι, για τον Αριστοτέλη, αυτή του ουρανού – πρέπει να έχει έναν κινητήρα που να τον κινεί συνεχώς, αδιάκοπα·
όχι μόνο αυτό, αλλά πρέπει να έχει έναν κινητήρα που να μην μπορεί να σταματήσει,
να μην μπορεί να πάψει, ούτε για ένα μόνο στιγμιότυπο, να τον κινεί.


Για να καταλάβετε αυτό το συλλογισμό, επιτρέψτε μου μια παρένθεση:
όταν μελετά κανείς αυτά τα επιχειρήματα των αρχαίων ή μεσαιωνικών φιλοσόφων,
για να τα καταλάβει πρέπει να μπει στη δική τους οπτική, να φανταστεί ότι ζει στο δικό τους κόσμο, στο σύμπαν όπως το έβλεπαν εκείνοι.


Τώρα, ένας άνθρωπος όπως ο Αριστοτέλης, που έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ., δηλαδή στο απόγειο της κλασικής Ελλάδας, έβλεπε τον ουρανό να περιστρέφεται γύρω του·
θεωρούσε ότι αυτή η κίνηση υπήρχε ανέκαθεν και προοριζόταν να υπάρχει για πάντα,
και για εκείνον ήταν απολύτως παράλογο να δεχτεί την πιθανότητα ότι αυτή η κίνηση θα μπορούσε να σταματήσει, έστω και για ένα μόνο στιγμιότυπο.

Ποιος άνθρωπος έχει δει ποτέ τον ήλιο ή τα αστέρια να σταματούν;
Όχι. Είναι μια συνεχής, ασταμάτητη κίνηση.

Άρα, μια αδιάκοπη και αιώνια κίνηση χρειάζεται μια αιτία που όχι μόνο να δρα πάντοτε, να την κινεί πάντοτε, αλλά και να μην μπορεί ποτέ να σταματήσει.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι αυτή η αιτία πρέπει να είναι “καθαρή ενέργεια” (ἐνέργεια) και καθόλου δυνατότητα (δύναμις). Γιατί; Διότι αν είχε έστω και την ελάχιστη δυναμικότητα, την παραμικρή πτυχή δυνάμει, υπήρχε η πιθανότητα, έστω η απειροελάχιστη, αυτό το κομμάτι να μη δρα πλέον,δηλαδή να μην περάσει στην ενέργεια· γιατί το δυνάμει δεν συνεπάγεται αναγκαστικά το πέρασμα στο ενεργεία.
Για τον Αριστοτέλη, αυτό που είναι εν δυνάμει είναι κάτι που μπορεί να περάσει στο ενεργεία, αλλά μπορεί και να μη περάσει. Άρα, αν στον κινητήρα του ουρανού υπήρχε έστω και ένα ίχνος δυνάμεως, θα υπήρχε μια μικρή πιθανότητα ότι δεν θα κινούσε πια, και επομένως ο ουρανός θα σταματούσε. Αλλά αυτό, λέει ο Αριστοτέλης, είναι αδύνατο. Συνεπώς, ο κινητήρας του ουρανού πρέπει να είναι καθαρή ενέργεια, μόνο ενεργεία, χωρίς καθόλου δύναμη, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ακίνητος, αμετάβλητος· διότι για να κινηθεί ή να μεταβληθεί, πρέπει να υπάρχει μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια. Αυτό όμως που είναι μόνο ενεργεία, καθαρή ενέργεια, δεν μπορεί να μεταβληθεί, είναι αμετάβλητο. Είναι όμορφο, γιατί στη συνέχεια ο Αριστοτέλης συνεχίζει στο δωδέκατο βιβλίο, και από αυτό το σημείο η σκέψη του απέκτησε τεράστια επιρροή. Λέει, λοιπόν: «Υπάρχει μία αρχή που είναι καθαρή ενέργεια». Η λέξη ἐνέργεια στα ελληνικά, λέει ο Αριστοτέλης, σημαίνει και δράση, ενεργός κατάσταση.
Αλλά τι είδους δραστηριότητα είναι αυτή; Ε, λοιπόν, λέει ο Αριστοτέλης, πρόκειται για τη μοναδική δραστηριότητα που δεν συνεπάγεται μεταβολή, διότι πρέπει να είναι αμετάβλητη. Πρέπει να ασκεί κάποια δραστηριότητα – δεν είναι δηλαδή μια αδρανής, στατική αρχή, είναι ακίνητη με την έννοια ότι δεν μεταβάλλεται, αλλά είναι ενεργή, μια ενεργητική αρχή, γιατί κινεί. Άρα, ασκεί μια δραστηριότητα, μια ἐνέργεια (ἐνέργεια = ενεργεία). Και τι δραστηριότητα μπορεί να είναι αυτή; Λέει ο Αριστοτέλης: Η μοναδική δραστηριότητα που γνωρίζουμε και δεν περιέχει καμία μεταβολή: η σκέψη. Οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα κάνουμε, πρέπει με κάποιον τρόπο να κινηθούμε ή να υποστούμε κάποια αλλοίωση, κάποια μεταβολή. Μόνο όταν σκεφτόμαστε – και μάλιστα ένα συγκεκριμένο είδος σκέψης. Πρέπει να φανταστούμε όχι μια σκέψη που αλλάζει διαρκώς αντικείμενο, που μεταπηδά από το ένα στο άλλο· όχι, αλλά μια σκέψη που παραμένει σταθερή πάνω σε μια αλήθεια. Μπορούμε να σκεφτούμε μια από τις πιο απλές αλήθειες που υπάρχουν. Για παράδειγμα: 2 + 2 = 4.

Αυτή είναι μια αλήθεια. Αν την έχουμε μπροστά μας, την κρατάμε σταθερή, και παραμένουμε με τη σκέψη μας σταθερά προσηλωμένοι σε αυτήν, δεν συμβαίνει καμία μεταβολή. Αυτή είναι η δραστηριότητα που αρμόζει στον ακίνητο κινητήρα:
η σκέψη, η καθαρή σκέψη. Και αυτό, κατά τον Αριστοτέλη, ταιριάζει απολύτως, γιατί, όντας φιλόσοφος, θεωρούσε ότι η ύψιστη ευδαιμονία που μπορεί να έχει κανείς είναι να φιλοσοφεί εν ειρήνη, χωρίς να ενοχλείται από προβλήματα, δουλειές, πολέμους... Για εκείνον, το να σκέφτεσαι είναι η ανώτατη ευτυχία. Και επομένως του φαινόταν δίκαιο ότι ο ακίνητος κινητήρας, αυτός από τον οποίο εξαρτάται ολόκληρο το σύμπαν, απολαμβάνει την ανώτατη ευτυχία, και είναι σκέψη.

Αλλά, λέει ο Αριστοτέλης, Η σκέψη είναι μια μορφή ζωής. Αυτό που δεν ζει, δεν μπορεί να σκεφτεί. Αν κάποιος σκέφτεται, σημαίνει ότι ζει, ότι έχει ζωή. Η σκέψη είναι ζωή. Επομένως, ο ακίνητος κινητήρας, αφού σκέφτεται, είναι ζωντανός. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί και ο Πλάτων είχε παραδεχτεί μια ανώτατη αρχή. Αν θυμάστε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, ο Πλάτων ανέφερε ότι ο αισθητός κόσμος προέρχεται από τον κόσμο των Ιδεών. Αλλά έλεγε επίσης ότι ο κόσμος των Ιδεών εξαρτάται από μία ανώτατη Ιδέα: την Ιδέα του Αγαθού, την οποία ο Πλάτων παραλλήλιζε με τον ήλιο.
Όπως ο ήλιος θερμαίνει και ζωογονεί τον αισθητό κόσμο, έτσι και η Ιδέα του Αγαθού είναι αιτία ύπαρξης και γνωσιμότητας για όλες τις Ιδέες. Άρα, με μια έννοια, η Ιδέα του Αγαθού ήταν για τον Πλάτωνα η υπέρτατη πραγματικότητα. Αλλά η Ιδέα του Αγαθού, όσο ανώτατο αγαθό κι αν είναι, δεν σκέφτεται, δεν ζει· είναι αδρανής, είναι καθαρό αντικείμενο – θα λέγαμε σήμερα με σύγχρονους όρους: δεν είναι υποκείμενο, δεν δρα.

Να η μεγάλη διαφορά. Επομένως, ο ακίνητος κινητήρας, για τον οποίο μιλά ο Αριστοτέλης στο βιβλίο ΙΒʹ της Μεταφυσικής, δεν είναι μόνο καθαρή ενέργεια, άρα ακίνητος, αλλά σκέφτεται, άρα ζει, και μέσα από αυτή τη σκέψη επιτελεί τη δραστηριότητα που, για τον Αριστοτέλη, είναι η ευχάριστη δραστηριότητα κατ’ εξοχήν, άρα είναι ευτυχής. Και τότε, αφού είναι ζωντανός, αιώνιος και ευτυχής, είναι Θεός· διότι έχει ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που οι Έλληνες απέδιδαν στους θεούς.
Ποιοι είναι οι θεοί για τους Έλληνες; Είναι έμβια όντα, αθάνατα. (Παρεμπιπτόντως – δημιουργώ πρόβλημα αν κινηθώ στην κάμερα ή όχι; Γιατί όταν υπάρχει μια μικρή κίνηση, είναι και πιο ευχάριστο στην εικόνα. Εμείς δεν είμαστε ο ακίνητος κινητήρας!) Να γιατί ο Αριστοτέλης τελικά καταλήγει να λέει ότι αυτός ο ακίνητος κινητήρας είναι ένας θεός. Δεν λέει ότι είναι "ο Θεός". Ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί τη λέξη "Θεός" με κεφαλαίο και χωρίς άρθρο, όπως κάνουμε εμείς.
Λέει "ο θεός", "ένας θεός", όπως λέμε "ο άνθρωπος", "ένας άνθρωπος", δηλαδή για να δηλώσουμε ένα ον που ανήκει σε μια κατηγορία. Επομένως, ο ακίνητος κινητήρας είναι ένας θεός. Και αν υπάρχουν πολλοί, όπως έλεγε ο Εύδοξος ότι υπάρχουν πολλοί ουρανοί, τότε υπάρχουν πολλοί θεοί.
Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι υπάρχουν. Μετά όμως λέει: δεν είναι όλοι ισότιμοι, δεν λειτουργούν σαν σε ένα είδος δημοκρατικού καθεστώτος – όχι. Διότι και οι ουρανοί είναι ο ένας μέσα στον άλλον· και επομένως εκείνος που βρίσκεται εξωτερικά, που περιλαμβάνει όλους, ο ουρανός των απλανών αστέρων – όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες – αυτός συμπαρασύρει όλους τους άλλους με την κίνησή του· άρα είναι πιο σημαντικός από τους άλλους, προηγείται από τους άλλους.
Γι’ αυτό και ο κινητήρας που κινεί τον πρώτο ουρανό είναι ο πρώτος κινητήρας. Άρα, ακόμη και ανάμεσα στους κινητήρες, υπάρχουν πολλοί, αλλά υπάρχει ιεραρχία, και υπάρχει ένας που είναι πρώτος. Από εδώ γεννήθηκε η ιδέα – όχι του ίδιου του Αριστοτέλη, αλλά των ερμηνευτών του στην Ύστερη Αρχαιότητα και κατόπιν στο Μεσαίωνα – ότι ο πρώτος ακίνητος κινητήρας είναι "ο Θεός", με κεφαλαίο το Θ, ο Θεός του Αριστοτέλη, δηλαδή η υπέρτατη αρχή που κυβερνά ολόκληρο το σύμπαν. Έτσι, το δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής είχε μεγάλη απήχηση ήδη από την αρχαιότητα. Ο Θεμίστιος, που ήταν ειδωλολάτρης (ειδωλολάτρης με θρησκευτικότητα), βλέπει στον ακίνητο κινητήρα τον Θεό του Αριστοτέλη.

Οι Νεοπλατωνικοί, η τελευταία μεγάλη φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας,
που ήταν διάχυτα θρησκευτική, και μάλιστα προσπαθούσε να ανταγωνιστεί τον Χριστιανισμό (ο οποίος εκείνη την εποχή εξαπλωνόταν σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), θεωρούσαν κι αυτοί ότι ο ακίνητος κινητήρας είναι ο Θεός. Και στα σχόλιά τους πάνω στη Μεταφυσική του Αριστοτέλη, ονομάζουν αυτό το βιβλίο, το δωδέκατο, "Η Θεολογία του Αριστοτέλη".
Έκφραση η οποία δεν υπάρχει στον ίδιο τον Αριστοτέλη. Για τον Αριστοτέλη, θεολογία είναι αυτή που κάνουν οι ποιητές, όταν διηγούνται τους μύθους για τους θεούς, όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Αντίθετα, για τους νεοπλατωνικούς σχολιαστές – αλλά ήδη για τον Θεμίστιο – το δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής είναι η "Θεολογία του Αριστοτέλη". Κατά τον Μεσαίωνα, τόσο στον ισλαμικό όσο και στον χριστιανικό κόσμο – όπως γνωρίζετε, οι Άραβες ήταν οι πρώτοι που "ξαναβρήκαν" τον Αριστοτέλη – ο Αλ-Φαράμπι, ο Αβικέννας, ο Αβερρόης, όλοι θεωρούν το δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής ως "Η Θεολογία του Αριστοτέλη".
Το ίδιο κάνουν αργότερα και οι Χριστιανοί φιλόσοφοι· αυτοί που, ενώ στην αρχή κρατούσαν αποστάσεις από τον Αριστοτέλη, επειδή εκείνος δεχόταν την αιωνιότητα του κόσμου και αυτό φαινόταν να έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία της δημιουργίας, τελικά, όταν βλέπουν ότι οι Άραβες τον υιοθετούν και με κάποιον τρόπο τον ερμηνεύουν έτσι ώστε να συμβιβάζεται με τη θρησκεία, τότε και οι πιο προοδευτικοί Χριστιανοί φιλόσοφοι – όπως ο Άλμπερτ ο Μέγας (Albertus Magnus) και κυρίως ο Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d’Aquino) – λένε:

Ε, τότε μπορούμε κι εμείς να χρησιμοποιήσουμε τον Αριστοτέλη.

Και βλέπουν και αυτοί στο δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής τη Θεολογία του Αριστοτέλη. Σκεφτείτε ότι συμβαίνει και κάτι ενδιαφέρον κατά τον Μεσαίωνα:
σχολιάζουν όλα τα έργα του Αριστοτέλη.
Ο Άγιος Θωμάς, μάλιστα, μη ικανοποιημένος από τις τότε διαθέσιμες μεταφράσεις – (ο Θωμάς δεν ήξερε ελληνικά, αλλά γνώριζε τόσο καλά τον Αριστοτέλη, που καταλάβαινε πότε μια μετάφραση δεν ήταν σωστή,
επειδή δεν συμφωνούσε με όσα έλεγε ο Αριστοτέλης αλλού) – ανέθεσε σε έναν αδελφό του, έναν Δομινικανό μοναχό όπως και ο ίδιος, τον Γουλιέλμο της Μοραμπέκης (Guglielmo di Moerbeke), που ήταν Φλαμανδός, να του φτιάξει μια νέα μετάφραση όλων των έργων του Αριστοτέλη, απευθείας από τα ελληνικά στα λατινικά. Και πάνω σε αυτή τη νέα μετάφραση, ο Θωμάς έγραψε τα εκπληκτικά του σχόλια· σχολίασε πολλά έργα, όχι όλα, γιατί πέθανε νέος – σκεφτείτε ότι ο Θωμάς πέθανε στα 50 του χρόνια. Σχολίασε και τη Μεταφυσική.

Η Μεταφυσική του Αριστοτέλη – αν την έχετε δει – περιλαμβάνει 14 βιβλία.
Άρα το δωδέκατο βιβλίο, όπου βρίσκεται η απόδειξη του ακίνητου κινητήρα,
δεν είναι το τελευταίο – υπάρχουν άλλα δύο μετά, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο.

Λοιπόν, τόσο ο Άλμπερτ ο Μέγας όσο και ο Θωμάς Ακινάτης, δηλαδή οι δύο κορυφαίοι φιλόσοφοι του Σχολαστικισμού, που ανέκτησαν και σχολίασαν τον Αριστοτέλη, σχολιάζουν τη Μεταφυσική μέχρι το δωδέκατο βιβλίο· μετά σταματούν –δεν σχολιάζουν τα τελευταία δύο βιβλία.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι για εκείνους, το αποκορύφωμα, το σημείο κορύφωσης της Μεταφυσικής, ήταν το δωδέκατο βιβλίο, διότι περιείχε τη "Θεολογία του Αριστοτέλη".

Δεν υπάρχουν σχόλια: