Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (19)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                            
                               Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                    –    ΙΙ  –
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
2. ΣΠΑΡΤΗ (συνέχεια 4η)
     
Ιδιαίτερα παράδοξο φαινόμενο αποτελεί η τοποθέτηση της Σπάρτης απέναντι στο πνεύμα τού ελληνικού κάλλους. Οι άνθρωποι αυτοί που είχαν εκπαιδευτεί να αναγνωρίζουν μια μονόπλευρη όψη τών πραγμάτων, προσαρμοσμένοι σε έναν απόλυτα μονοδιάστατο τρόπο ζωής και μια μόνιμη υποβάθμιση των υποδουλωμένων φυλών, δεν έπαυαν να είναι Έλληνες και να έχουν ανάγκη την τέχνη, στον ίδιο βαθμό με τους αδελφούς τής φυλής τους, έστω και για την εκδήλωση της λατρείας που απέδιδαν στους θεούς τους. Το Κράτος τους διέθετε αρκετούς πόρους για να διακοσμήσει τούς ναούς του με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια. Δεν θα πρέπει να παρεξηγήσουμε τους Σπαρτιάτες που δεν είχαν γλύπτες και που ένας Γιτιάδας, ένας  Δορυκλείδης, ένας Θεοκλής και ένας Μένων ανήκαν στην κάστα τών περιοίκων· είναι αλήθεια ότι και στους υπόλοιπους Έλληνες οι μεγαλύτεροι δεξιοτέχνες της γλυπτικής θεωρούνταν απλοί τεχνίτες, επειδή ακριβώς δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι μια προσπάθεια που απαιτεί σωματικό μόχθο εμπεριέχει ευγενή χαρακτηριστικά, ακόμη και όταν πηγάζει από την ισχυρότερη παρόρμηση του πνεύματος. Κατά τα λοιπά οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι αρκετά σαφείς.
     Έκπληξη κατ’ αρχήν προκαλούν ορισμένες δυσάρεστες λεπτομέρειες του σπαρτιατικού συμβολισμού. Ο θεός τού πολέμου αναπαρίσταται αλυσοδεμένος για να τους είναι πιστός, ενώ η Αθηνά εξέφραζε το ίδιο σύμβολο με πιο καλαίσθητο τρόπο, αναπαριστώντας απλώς τη θεά τής νίκης χωρίς φτερά. Στη Σπάρτη ακόμη και η Αφροδίτη είναι αλυσοδεμένη ως σύμβολο της συζυγικής πιστότητας, για την οποία δεν θα έπρεπε κανονικά να γίνεται λόγος, δεδομένων όσων αναφέραμε προηγουμένως σχετικά μ’ αυτό θέμα. Μερικοί φρικώδεις μύθοι συναντώνται μόνο σε σχέση με τη Σπάρτη, και είναι ο μοναδικός τόπος που τιμούσε την Ήρα Αιγοφάγο· η συνήθεια να προσφέρονται ερίφια ως θυσία σε διάφορους θεούς υπήρχε σχεδόν παντού στην Ελλάδα, αλλά μόνον οι Σπαρτιάτες τα πρόσφεραν ως γεύμα στην  Ήρα.
   

  Όλα αυτά όμως μπορούν εύκολα να τα αναπληρώσουν οι άφθονες πληροφορίες περί τής πρακτικής στην ποίηση και τη μουσική στη Σπάρτη. Είναι αλήθεια ότι, δεδομένου τού καθαρά ‘ιθαγενούς’ πολιτισμού, τις τέχνες αυτές αναγκάστηκαν να τις αναθέσουν αποκλειστικά σε ξένους. Διότι, αν είχαν αφήσει να αναπτυχθούν στην ίδια τη χώρα οι ιδιότητες που απαιτούνται, αυτό θα προϋπέθετε ή θα είχε ήδη δημιουργήσει μια διαφορετική Σπάρτη · αλλά οι αναρίθμητες και επίμονες ενδείξεις αντιστοιχούν κατ’ αρχήν ήδη σε έναν λαό που λάτρευε το κάλλος. Είναι σχεδόν γοητευτικό το γεγονός ότι όχι μόνον η πόλη διέθετε μια λατρεία και έναν βωμό αφιερωμένο στις Μούσες, αλλά και επιπλέον, πριν από τις μάχες οι βασιλείς θυσίαζαν στις Μούσες. Η αναχώρηση για τον πόλεμο συνοδευόταν εδώ όχι από τούς ήχους τής τρομπέτας, αλλά από τη μελωδία τού φλάουτου, της λύρας και της κιθάρας. Ορισμένοι από τους πλέον διάσημους έλληνες ποιητές και μουσικούς τής αρχαίας εποχής έγιναν διάσημοι εξ αιτίας τής σχέσης τους με τη Σπάρτη και της διαμονής τους σ’ αυτήν την πόλη, και ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτούς συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά μαζί της. Όπως και για όλες τις αποφάσεις τού σπαρτιατικού Κράτους, οι επιλογές αυτές συνδέονται κατ’ αρχήν με αποφάσεις τού Μαντείου τών Δελφών και αποβλέπουν στην καταστολή εσωτερικών αναταραχών. Ο Κρητικός Θαλήτας συνδέεται ήδη άμεσα με τον Λυκούργο· οι ύμνοι του, με τον ρυθμό και τη μελωδία τους καλούσαν τον λαό στην υπακοή και την ειρηνική διαβίωση και είχαν στοιχεία ευλάβειας και καταλλαγής. Την εποχή τού 2ου Μεσσηνιακού πολέμου εμφανίζονται ο Τέρπανδρος από τη Λέσβο και ο Αθηναίος Τυρταίος. Ο Τέρπανδρος, που εισήγαγε την κιθάρα με επτά χορδές, κλήθηκε σε εποχή που υπήρχαν σοβαρές αναταραχές, διότι ο χρησμός έλεγε ότι θα επέλθει συμφιλίωση αν ο άνθρωπος από τη Μήθυμνα κρούσει τις χορδές του, και πράγματι αμέσως οι εχθροί αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας. Στους σπάνιους στίχους που διασώθηκαν πλέκει το εγκώμιο της Σπάρτης, «όπου ανθούν το δόρυ τών νεαρών πολεμιστών, η αρμονική Μούσα και η δικαιοσύνη που προστατεύει τις πόλεις». Προσκαλώντας πάντως τον Τυρταίο, δεν απευθύνθηκαν μόνο σε έναν συνθέτη ύμνων αλλά και σε έναν δεινό υποκινητή, που παρόμοιό του η Σπάρτη δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να δημιουργήσει. Η δράση του στη Σπάρτη είναι ασφαλώς εμπνευσμένη από θρύλους, αλλά διαθέτουμε σημαντικά αποσπάσματα από τις ελεγείες του και διδασκόμαστε επίσης με ποιον τρόπο ένας Αθηναίος μπορούσε να αφιερωθεί στην υπηρεσία τής Σπάρτης και να ειρωνευτεί τούς ηττημένους για τη μοίρα τους. Δεν γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούσαν δωρική μετάφραση ή μπορούσαν να χειριστούν σωστά την αττική διάλεκτο. Σε  κάθε περίπτωση, περί τα τέλη τού 7ου αιώνα ο Λύδιος Αλκμάν (απελευθερώθηκε και εκπαιδεύτηκε στη Σπάρτη) συνέθεσε τα ποιήματά του στην τοπική διάλεκτο και, όπως βεβαιώνεται, «η ελάχιστα αρμονική γλώσσα τών ύμνων του δεν επηρέασε καθόλου αρνητικά τη χάρη τους». Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αναφορές οι Σπαρτιάτες υποστήριζαν πολύ αργότερα, ότι έσωσαν τουλάχιστον τρείς φορές την ελληνική μουσική από την αφάνεια. Ήταν την εποχή που η εδαφική τους περιοχή δεν είχε ακόμη αποκοπεί με τόσο υπεροπτικό τρόπο από την υπόλοιπη Ελλάδα, διότι αργότερα οι φημισμένοι ποιητές απέφευγαν τη Σπάρτη, και οι νεώτεροι μουσικοί, όπως ο Τιμόθεος, δεν υπήρξαν πάντοτε καλοδεχούμενοι, αλλά η μουσική υπήρξε και παρέμεινε στην πρώτη θέση τού δημοσίου βίου και διατήρησε εξέχουσα θέση στην επαρχία επ’ ευκαιρία τών εορτών. Οι παλαιοί ύμνοι παρέμεναν επίκαιροι και συνήθιζαν να τους αποστηθίζουν. Διατηρήθηκαν όλες οι μορφές τών αρχαίων χορικών, ενώ τα τραγούδια και η μουσική που συνόδευαν γυμναστικούς και πολεμικούς χορούς αποτέλεσαν μέρος τής καθημερινότητας. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο, η Σπάρτη να αντιπροσωπεύεται αλληγορικά από μια γυναικεία μορφή που κρατά τη λύρα.
     Όλα αυτά πάντως δεν μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Σπαρτιάτες είχαν μεγαλύτερη κλίση και πάθος για τη μουσική από ό,τι οι υπόλοιποι Έλληνες. Η μουσική είχε τόσο μεγάλη επίδραση στην ζωή τών Ελλήνων, ασκούσε τόσο μεγάλη εξουσία και γοητεία, ώστε η πόλη όφειλε να της υποταχθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο· και η Σπάρτη, η κατ’ εξοχήν πόλη, παρακολουθούσε με ανησυχία την τόσο διεγερτική και ταυτόχρονα καταπραϋντική επίδραση αυτού τού στοιχείου έτσι, ώστε να μην ξεπεραστεί στις επιδόσεις της από τούς περίοικους και τους είλωτες. Επιπλέον σ’ αυτούς τούς μακρινούς αιώνες ένας παράδοξος ανεμοστρόβιλος διέσχιζε κατά καιρούς τούς αιθέρες, ο διονυσιακός ανεμοστρόβιλος, που επηρέαζε κυρίως τις γυναίκες, και έτσι κάποια μέρα – που δεν προσδιορίζεται ακριβώς – η βακχική έκσταση καταλάμβανε τις Λακεδαιμόνιες. Εκείνη την εποχή όμως η μουσική ασκούσε κυρίως θεραπευτική επίδραση και ένας μεταγενέστερος συγγραφέας, που όμως κατείχε έγκυρες πληροφορίες για την αρχαιότητα, συνοψίζει το φαινόμενο με τον ακόλουθο τρόπο: «Οι Σπαρτιάτες δεν κατανοούσαν καθόλου τη μουσική, διότι απέδιδαν σημασία μόνο στη σωματική άσκηση και τα όπλα. Όταν όμως είχαν ανάγκη τη βοήθεια των Μουσών για τη θεραπεία κάποια σωματικής ή πνευματικής ασθένειας ή προβλημάτων κάποιας άλλη μορφής, καλούσαν, συμβουλευόμενοι του Δελφούς, ξένους θεραπευτές ή ιερείς εξαγνιστές» (Αιλιανός), πράγμα που σημαίνει ότι οι μουσικοί ήρθαν στη Σπάρτη μετά από τον Τέρπανδρο. Η θέση αυτής τής τέχνης ήταν πάντως σημαντική και ο Αλκμάν τόλμησε να ομολογήσει ότι «η δεξιοτεχνία στην κιθάρα προέχει τού ξίφους», αλλά κατά βάθος οι Σπαρτιάτες εκτιμούσαν ελάχιστα την ποίηση και τη δόξα που προσφέρει. Όσο για τη μουσική, την εκλάμβαναν, αντιθέτως, κατ’ αρχήν μεν ως μιαν ανώδυνη τέχνη, και στη συνέχεια ως επωφελή.  
     Στη θέση τής λογοτεχνίας χρησιμοποιούσαν τον συνοπτικό λόγο, τη βραχυλογία, η οποία καθιερώθηκε με τον όρο ‘λακωνίζειν’. Ήταν μια επιλογή που υιοθετήθηκε άμεσα με πολύ συγκεκριμένες προθέσεις και χρησιμοποιήθηκε ως μέσον αγωγής από την παιδική ηλικία· σ’ αυτό το πλαίσιο τουλάχιστον εντάσσεται το σκληρό μάθημα που έδωσε η σπαρτιατική υπεροψία το 527 π. Χ. στους πρόσφυγες της Σάμου. Όταν αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη χειμαρρώδη δεινότητα του λόγου τών υπολοίπων Ελλήνων, η Σπάρτη κατέφυγε σκόπιμα στον συνοπτικό λόγο, υποψιαζόμενη πιθανότατα τα αποτελέσματα στα οποία θα οδηγούσαν τις άλλες πόλεις η ρητορική και η ευφράδεια. Στο πολιτικό επίπεδο οι επιδόσεις τού Λάκωνα ρήτορα μάς είναι γνωστές μόνο μέσα από αναφορές μη-Σπαρτιατών χρονικογράφων, μεταξύ τών οποίων ο σημαντικότερος, ο Θουκυδίδης, δεν μας βοήθησε καθόλου, διότι και ο ίδιος αναζητά γενικά έναν εντυπωσιακά συνοπτικό λόγο, τον οποίον αποδίδει επίσης και σε άλλα Κράτη. Μας λέει όμως τουλάχιστον ότι ο Βρασίδας, παρότι Λακεδαιμόνιος, ήταν προικισμένος ομιλητής, επιβεβαιώνοντας ότι αυτός ο λαός δεν διακρινόταν για την ικανότητά του στον λόγο. Κάποιοι άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν κατά κανόνα τη βραχυλογία όταν αναφέρονται σε ομιλίες Σπαρτιατών.
     Το μοναδικό λογοτεχνικό μνημείο που μας κληροδότησε επομένως η Σπάρτη είναι οι λακωνικές προτάσεις, των οποίων υπάρχει μια ολόκληρη συλλογή στα Ηθικά Έργα τού Πλούταρχου. Αυτά τα αποφθέγματα απηχούν κατά βάθος ένα μοναδικό ύφος και ένα μοναδικό περιεχόμενο: τον κοινό τρόπο σκέψης ολόκληρης της σπαρτιατικής κοινωνίας απέναντι στο Κράτος και την ζωή, ο οποίος εκφράζεται άλλοτε με ύφος αυστηρό και ρωμαλέο, και άλλοτε με αυτήν τη χαρακτηριστική αίσθηση υπεροχής σε όλους τούς τομείς τής ειρωνείας, διότι «το χλευάζει και χλευάζεσθαι» αποτελεί απαραίτητο συστατικό κάθε ανθρώπινης συναλλαγής. Τρόποι έκφρασης που επιδιώκουν να αποτυπώσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα και ακρίβεια την πραγματικότητα ή μια παρατήρηση, από τους οποίους ορισμένοι έχουν μιαν αναντίρρητη ομορφιά και απηχούν ένα τυπικά σπαρτιατικό πνεύμα. Οι συλλογές είναι καθαυτές αξιόλογες: ανταποκρίνονται στην ανάγκη, οι λόγοι που προφέρονται με ευστοχία να συναντούν άμεσα ακροατές ικανούς να εκτιμήσουν την αξία τους, ενώ μερικοί απ’ αυτούς, που έχουν τις ρίζες τους στο μακρινό παρελθόν, αποδεικνύουν ότι για μεγάλο διάστημα μεταδόθηκαν αποκλειστικά δια του προφορικού λόγου. Αργότερα, και κυρίως την εποχή ενός Λύσανδρου και ενός Αγησίλαου, βρέθηκε κάποιος που τους κατέγραψε άμεσα. Είναι αλήθεια ότι οι διεργασίες που γνωρίζουμε είχαν ήδη ξεκινήσει αυτήν την εποχή από την Κόρινθο, διότι μια λεπτομερής προσφυγή τών Σπαρτιατών κατά τών Θηβαίων έδωσε την ευκαιρία στον Επαμεινώνδα να αναφωνήσει: «Κατορθώσαμε λοιπόν να βάλουμε τέλος στη  βραχυλογία σας». 
     Σε ό,τι αφορά στον ιδιαίτερο χαρακτήρα που απέκτησε η ελληνική θρησκεία σ’ αυτό το Κράτος, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Κυρίαρχη εξουσία σε θέματα λατρείας ήταν κατ’ αρχήν οι Δελφοί· αλλά σ’ αυτό το Κράτος, οι θρησκευτικές τελετές χωρίς καμμιά καλλιτεχνική ή πολιτική εκδήλωση, χωρίς συμπόσια, χωρίς αγορά, λαϊκές συνελεύσεις και δικαστήρια, απεικόνιζαν ακριβώς την ζωή μ’ έναν τρόπο που σπάνια θα συναντούσε κανείς αλλού στην Ελλάδα. Τα Υακίνθεια, τα Κάρνεια και οι φάσεις τής Σελήνης μπορούσαν να γίνουν αφορμή για την αναβολή σημαντικής στρατιωτικής εκστρατείας· ακόμα και σε καιρό πολέμου, η λατρεία που σχετιζόταν μ’ αυτές τις γιορτές έπρεπε να τηρηθεί με μεγάλη ακρίβεια. Ο Παυσανίας μάς περιγράφει την ύπαρξη στη Σπάρτη αναρίθμητων ναών και μνημείων αφιερωμένων σε τοπικούς ήρωες, συνήθως αφανείς, σε βαθμό που να διεγείρουν τη δεισιδαιμονία τών Σπαρτιατών. Διότι συνέβαινε κάποτε το φάντασμα κάποιου από αυτούς τούς ήρωες να κάνει την εμφάνισή του με τη μορφή ενός εφιαλτικού δαίμονα. Στη Σπάρτη ενταφίαζαν τους νεκρούς μέσα στην ίδια την πόλη και όχι στην εξοχή, ακριβώς για να συνηθίσουν τα παιδιά στην επαφή μαζί τους και στους περιπάτους ανάμεσα στα μνήματα, ενώ και οι ίδιοι οι τάφοι – ηρώων ή κοινών θνητών – θα έπρεπε να προστατεύονται από την οργή τών υποδουλωμένων πληθυσμών που κατοικούσαν έξω από την πόλη. Αλλά το ότι στη Σπάρτη βασίλευε ένα είδος κοντόφθαλμής δεισιδαιμονίας, που ήταν πιθανότατα το τίμημα της μονομερούς εκπαίδευσης του σώματος και του πνεύματος, το αποδεικνύουν χωρίς αμφιβολία η στάση ενός Κλεομένους και ενός Παυσανία, και κυρίως οι υπολογισμοί που είχε την ευχέρεια να κάνει ένας Λύσανδρος, επωφελούμενος από τη δεισιδαιμονία που κατείχε τη Σπάρτη, κάτι που εκείνην την εποχή, τουλάχιστον στην Αθήνα θα ήταν αδιανόητο· βλέπουμε εδώ να εναλλάσσονται η δεισιδαιμονία με την ύπουλη εκμετάλλευση της δεισιδαιμονίας τού άλλου. Εξίσου παράδοξη είναι η ένθερμη λατρεία τού Άμμωνος Διός, του οποίου το Αμμώνιο μαντείο στη Λιβύη συμβουλεύονταν από τούς αρχαίους χρόνους οι Λακεδαιμόνιοι πολύ συχνότερα από τούς υπόλοιπους Έλληνες. Και φαίνεται ότι ο θεός τών Δελφών δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου γι’ αυτόν τον λιβυκό ανταγωνισμό. Το Αμμώνιο μαντείο υπήρξε το αρχαιότερο μαντείο τών πληθυσμών τής νότιας Ελλάδας, ενός μεγάλου μέρους τών Πελοποννησίων και των νησιωτών, μια Δωδώνη τού νότου, κυρίως την εποχή που βρισκόταν ακόμη στις ακτές, πριν αποτραβηχτεί η θάλασσα· το μαντείο τών Δελφών αναδεικνύεται με την έλευση των Δωριέων, αλλά χωρίς να κατέχει την αποκλειστικότητα.
     Μένει να εξετάσουμε όσο πιο συνοπτικά μπορούμε την εξέλιξη αυτού τού Κράτους και αυτού τού λαού, το πώς πορεύθηκε στη διάρκεια των αιώνων. Είδαμε ήδη γιατί η Σπάρτη θα έπρεπε να παραιτηθεί από την προσπάθεια  υποδούλωσης και νέων εδαφών τής Πελοποννήσου· αφού αφαίρεσε από τούς Αρκάδες την Τεγέα και από τούς Αργείους την περιοχή τής Θυρέας, έπρεπε να περιοριστεί στην εξασφάλιση της κυριαρχίας της στον μεγαλύτερο αριθμό τών Πελοποννησίων και να τους εκπαιδεύσει στον πόλεμο. Κράτη πολύ διαφορετικά ως προς την έκταση, την προέλευση και την πολιτική δραστηριότητα τέθηκαν σε θέματα πολέμου και εξωτερικής πολιτικής υπό τις διαταγές τής Σπάρτης, η οποία, παρότι δεν υπερίσχυε απέναντι τους στρατιωτικά, είχε περισσότερη πολιτική δύναμη και εσωτερική συνοχή. Κατά τον 6ον αιώνα οι Σπαρτιάτες ανέτρεψαν σε διάφορες περιοχές ένα καθεστώς που θεωρούσαν απαράδεκτο, δηλαδή την τυραννία, και όχι μόνο στην Πελοπόννησο (όπως τούς Κυψέλιδες στην Κόρινθο, τον Αισχίνη στη Σικυώνα), αλλά και σε αρκετά νησιά τής Ελλάδας και των Ιονικών ακτών. Οι τύραννοι είχαν σχηματίσει ένα είδος αλυσιδωτής σχέσης μεταξύ τους, την οποία το κυριαρχικό πνεύμα τής Σπάρτης όφειλε να διαρρήξει. Η σχετικά ήπια στάση απέναντι στους φτωχούς λαούς τών περισσοτέρων τυραννικών καθεστώτων σε σύγκριση με αυτήν απέναντι στους περίοικους και τους είλωτες αποτελούσε πρόκληση· αλλά τα ολιγαρχικά καθεστώτα που αντικατέστησαν τους έκπτωτους τυράννους βρήκαν αρχικά στη Σπάρτη το μοναδικό τους στήριγμα· και αν η πτώση τού τυραννικού καθεστώτος δεν οφειλόταν ακριβώς στη Σπάρτη, ήταν πάντως αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής ανατροπής. Παρεμβαίνοντας όμως κατά τών Πεισιστρατίδων στην Αθήνα, οι Σπαρτιάτες αναμείχθηκαν σε μιαν υπόθεση που ξεπερνούσε την κατανόησή τους· οι βλέψεις τους ανατράπηκαν, η Αθήνα έγινε δημοκρατική και μεγάλωσε σε ισχύ και κύρος. Επομένως, όπως λέει ο Ηρόδοτος, θρήνησαν μια διπλή αποτυχία: όχι μόνο στέρησαν από τα αγαθά τούς ανθρώπους που είχαν σταθεί στο πλευρό τους (Ιππίας), αλλά οι Αθηναίοι δεν τους ευχαρίστησαν ποτέ για τη βοήθειά τους· τότε αντιλήφθηκαν οι Σπαρτιάτες ότι μόνον οι τύραννοι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μιαν ανίσχυρη και υποταγμένη Αθήνα, όπως το επιθυμούσε η Σπάρτη. Για να τους δημιουργήσουν μάλιστα προσκόμματα, ή τουλάχιστον κάποιου είδους δυσκολίες, ώθησαν σκόπιμα τους Πλαταιείς να συμμετάσχουν στην Αθηναϊκή συνομοσπονδία, προκαλώντας την οργή όλων τών υπολοίπων Βοιωτών.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου