Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (18)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2019
                            
                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
1. ΣΠΑΡΤΗ (συνέχεια 3η)
            
Την εγγύτερη ιστορικά αναλογία μάς προσφέρει το Συμβούλιο των Δέκα τής Βενετίας, το οποίο επίσης εκλεγόταν από τη διοικούσα κοινωνική τάξη σε ετήσια βάση και διέθετε εξίσου απόλυτη εξουσία. Μόνο που στη Βενετία, το να τεθεί φραγμός σε απόπειρες επιβολής τυραννίας, σε συνωμοσίες τών ξεπεσμένων ευγενών και σε εξωτερικούς κινδύνους ήταν αρκετό, ενώ η Σπάρτη θα έπρεπε να σηκώσει όχι μόνο το βάρος τών εξίσου εξαθλιωμένων Δωριέων, αλλά και της μεγάλης εσωτερικής απειλής που αντιπροσώπευαν οι περίοικοι και οι είλωτες. Η Βενετία είχε παραχωρήσει στους υπηκόους της αυτά που τους ανήκαν, ενώ η Σπάρτη είχε αρπάξει τα περισσότερα και τα σημαντικότερα αγαθά τους· η Βενετία ήταν αγαπητή στους υπηκόους της, τόσο μέσα στην ίδια την πόλη όσο και στα υπόλοιπα εδάφη της, ενώ η Σπάρτη ήταν αφόρητα μισητή· η Βενετία δεν φιλοδοξούσε κατά βάθος να αποκτήσει εξωτερικά μεγαλύτερη επιρροή από αυτήν που απαιτούσε η ασφάλειά της· η Σπάρτη ασκούσε όμως μιαν απειλητική εξωτερική πολιτική και στις προθέσεις της ήταν η υποδούλωση των υπολοίπων Ελλήνων, προκειμένου να εμποδίσει κάθε ξένη επιρροή επί τών πληθυσμών που είχε ήδη υποδουλώσει. Τέλος στη Βενετία οι δόγηδες ήταν το μοναδικό και εκλεγμένο σώμα, στο οποίο μετείχαν ηλικιωμένα άτομα, τα οποία είχαν συνήθως ήδη θητεύσει στο Συμβούλιο των Δέκα και παραιτηθεί από κάθε επιθυμία εξουσίας· στη Σπάρτη η βασιλεία ήταν κληρονομική και μοιρασμένη στα δύο, και επιπλέον ελεγχόμενη από τούς εφόρους κατά τρόπο εξοργιστικό για τους νεαρούς πρίγκιπες και διαδόχους τού θρόνου, που φάνταζαν απλώς ισχυροί. Το πιο αποκαρδιωτικό ήταν ωστόσο ο ζήλος, που έφτανε μέχρι την απειλή, και με τον οποίον οι έφοροι ήλεγχαν τη διαδοχή τών δυναστειών. Η πραγματική εξουσία τών δικαστών, η δημοτικότητά τους, οφείλεται ασφαλώς στο γεγονός ότι πρόσφεραν στη μάζα τών Σπαρτιατών την πλήρη εξασφάλιση απέναντι στη φιλοδοξία, τη θέληση και το ταλέντο ορισμένων ιδιαίτερα προικισμένων ατόμων, αναδιαμορφώνοντας το σύνολο του βίου σύμφωνα με το πνεύμα αυτής τίς ίδιας της σπαρτιατικής μάζας. Που με τη σειρά της γέννησε τη νέα και εξευγενισμένη Σπάρτη, αυτήν την κατ’ εξοχήν κορύφωση της τέλειας ελληνικής πόλης, με την απόλυτη ισότητα μεταξύ πολιτών στο ηθικό και μορφωτικό επίπεδο, με την κατά το δυνατόν πλήρη εξάλειψη του ατομικού βίου, με μιαν «αφθονία απολαύσεων», την περιφρόνηση του κέρδους, του κατ’ ιδίαν ζην, και με αποκλειστική στόχευση «εκείνου ακριβώς που μπορεί να παράσχει ελευθερία στα Κράτη». Η Σπάρτη λέγεται ότι υπήρξε η μόνη απ’ όλες τις πόλεις, που αναζήτησε προς το συμφέρον τού Κράτους αυτό που υπήρξε το κοινό ιδανικό όλων τών Ελλήνων, την ευγένεια της ψυχής.
     Κι ο στόχος αυτός έγινε εφικτός με την υπαγωγή τής οικογενειακής ζωής, των τέκνων και της μόρφωσής τους, ολόκληρης της ατομικής σταδιοδρομίας στην κοινότητα, με πολύ πιο απόλυτο τρόπο απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Σπαρτιάτης ήταν ένας άνδρας που ξεχώριζε από τούς υπόλοιπους Έλληνες και δεν θα μπορούσε να σχετισθεί μαζί τους ακόμα και μόνον εξαιτίας τής διαφορετικής νοοτροπίας, χωρίς να παραλείπουμε βέβαια εδώ και τη σπαρτιατική υπεροψία. Αν σε άλλες περιοχές το Κράτος επιβλήθηκε με τη βία, εδώ η ίδια η επιβολή ήταν αυτονόητη, γιατί ένας Σπαρτιάτης δεν θα μπορούσε να επιβιώσει πουθενά εκτός τής πατρίδας του, παρά μόνον ως νικηφόρος πολεμιστής. Για να παρηγορηθεί, επαναλάμβανε στον εαυτό του τη γνωστή ρήση: Σπάρταν έλαχες, ταύταν κόσμει (Τίμα το ότι εγεννήθης Σπαρτιάτης) ! Αλλά δεν ήταν και τόσο δύσκολο να αποφύγει ένας Σπαρτιάτης τούς ξένους, ακόμη και χωρίς καμμιάν απαγόρευση· γιατί αυτοί ασφαλώς θα αποχωρούσαν το συντομότερο δυνατόν, και όποιος δεν ήταν υποχρεωμένος να το κάνει, δεν θα ερχόταν ποτέ στον τόπο τους.
     Προς το συμφέρον της κοινότητας, ο γάμος συνοδευόταν από εντελώς παράδοξους κανονισμούς, σε μια προσπάθεια να τελειοποιηθεί κατά το δυνατόν η φυλή. Στην προοπτική αυτή, ακόμη και οι νεαρές κοπέλες προετοιμάζονταν σε φυσικό επίπεδο με στόχο την απόκτηση ρώμης και ευρωστίας. Εξετάζοντας όμως καλύτερα την κατάσταση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι γάμοι περνούσαν μεγάλη κρίση και ότι προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα με την επιβολή νομικών ρυθμίσεων και άλλου είδους πρακτικές. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι η αναπαραγωγή αμειβόταν πλουσιοπάροχα, ότι οι άγαμοι υποχρεώνονταν να πληρώνουν πρόστιμο, και κυρίως το ότι οι έγγαμοι επέτρεπαν και σε ‘άλλους’ Σπαρτιάτες να έχουν σχέση με τη σύζυγό τους. Πράγματι ο Λυκούργος διακήρυξε ότι η τεκνοποίηση θα πρέπει να είναι έργο συλλογικό, αποκλειστικά όμως γι’ αυτούς που θεωρούνται «αντάξιοι», παραμερίζοντας έτσι κάθε μάταιη (!) ζήλια· ήθελε να μη γεννιούνται πολίτες από τον πρώτο τυχόντα (δηλαδή από τον οποιοδήποτε σύζυγο), αλλά απ’ αυτόν που πληρούσε τις προϋποθέσεις τελειότητας. Είναι πάντως πιθανόν, ότι αυτό που επιδίωκαν ήταν η γέννηση πιστών πολιτών, όπως διαφαίνεται από τις σχετικές οδηγίες που περιέχουν οι πηγές, λαμβάνοντας υπόψη και τις αιτίες και τα αποτελέσματα όλων όσων ελέχθησαν μέχρι τώρα.
     Τα παιδιά ανήκαν κυρίως στην κάστα και όχι σε συγκεκριμένα άτομα, κι αυτή η χιλιοειπωμένη συλλογική εκπαίδευση, που ακολουθούσε τον Σπαρτιάτη σε ολόκληρη τη ζωή του, ξεκινούσε από πολύ νεαρή ηλικία. Σε κάθε ηλικία λειτουργούσε ο απαραίτητος έλεγχος, και δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για την επόμενη, έτσι που στην πραγματικότητα οι άνδρες να είναι πάντοτε υπό επιτήρηση. Σκληραγωγία, στρατολόγηση, σωματικές ασκήσεις, αθλητικοί αγώνες συνόδευαν τη ζωή τών νέων, και είναι προφανές πως πίσω απ’ όλα αυτά υπέβοσκε μια προσπάθεια αποχαύνωσης. Τα αιματηρά μαστιγώματα μπροστά στον βωμό τής Όρθιας Αρτέμιδος, μιας θεότητας που ενέπνεε την έκσταση και το έγκλημα, και που κανείς δεν είχε το θάρρος να τη ρίξει στην πυρά, αποτελούσαν εξαίρεση σε σχέση με ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και αντιπροσώπευαν μια πραγματική σχολή αγριότητας, όπως και η αιματηρή πάλη μεταξύ εφήβων. Σκοπός τής εκπαίδευσης ήταν κυρίως το να εξοικειώσει τον μελλοντικό πολεμιστή και φύλακα των υπόδουλων πληθυσμών με την τεχνική και τις στερήσεις που θα απαιτούσαν αργότερα απ’ αυτόν, και γι’ αυτόν τον λόγο η γυμναστική που αναπτύχθηκε και επικράτησε σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, ασκήθηκε εδώ μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Η άμιλλα, έλεγαν, δεν θα πρέπει να αναφέρεται στην τελειοποίηση της τεχνικής (δεξιοτεχνία), αλλά στις ικανότητες (στο πλαίσιο δεδομένων προδιαγραφών). Έτσι, παρά την ισχυρή παρουσία της στην Ολυμπία, η Σπάρτη  εμφάνισε ελάχιστους ολυμπιονίκες, και μέχρι την εποχή τού Ηρόδοτου μόνον έναν νικητή στο τέθριππο, τον βασιλιά Δημάρατο. Ο Πίνδαρος δεν ύμνησε ούτε έναν Σπαρτιάτη· η παιδεία ήταν προφορική και μουσική, κανείς δεν μάθαινε να διαβάζει και να γράφει. Αν όμως επιθυμούμε να γνωρίσουμε τί πίστευαν οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες για την παιδεία και την πολιτική τους εκπαίδευση, αυτά που γνωρίζουμε για τους μόθακες είναι όντως αποκαλυπτικά. Ασφαλώς όχι από την αρχή, αλλά όταν ρίζωσε η κοινωνική ανισότητα μεταξύ τών Σπαρτιατών, επικράτησε η συνήθεια, οι γιοί τών πλουσίων να πλαισιώνονται από συντρόφους (που προέρχονταν ασφαλώς από τούς περίοικους και τους είλωτες), οι οποίοι συμμετείχαν στην εκπαίδευσή τους και κυρίως στις σωματικές ασκήσεις. «Ο Λυκούργος», δηλαδή το σπαρτιατικό Κράτος, τους παρείχε στη συνέχεια την πλήρη ιδιότητα του πολίτη, όπως και είναι λογικό, δεδομένου ότι όχι μόνον είχαν συμμετάσχει στις γυμναστικές ασκήσεις, αλλά ενδεχομένως είχαν δει και ακούσει αρκετά άλλα πράγματα. Μερικοί από τούς πλέον διάσημους Σπαρτιάτες, όπως ο Καλλικρατίδας και ο Λύσανδρος, ήταν ακριβώς μόθακες.
     Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Σπαρτιάτης απολάμβανε μιαν «αφθονία ελεύθερου χρόνου», δηλαδή την απαλλαγή από εργασία, ένα πολύτιμο ιδανικό για τους υπόλοιπους Έλληνες, οι οποίοι ήταν επιπλέον επιφορτισμένοι με λαϊκές συνελεύσεις και ακροάσεις που δεν υπήρχαν στη Σπάρτη. Ο Σπαρτιάτης ζούσε μια ζωή χωρίς την επιδίωξη κέρδους, ασκώντας περιοδικό έλεγχο στον κλήρο γης που κατείχε η οικογένειά του, και το δικαίωμα ελεύθερης χρήσης τής κινητής περιουσίας (κοπάδια, εφόδια, είλωτες κ.τ.λ.) του γείτονα. Το χρυσάφι και το ασήμι ήταν ανύπαρκτα, ενώ για τις συναλλαγές τούς ήταν αρκετό το μεταλλικό νόμισμα, και αν οι περίοικοι κατόρθωναν να εξασφαλίσουν χρυσάφι και ασήμι εξάγοντας τα εργαλεία και τη συγκομιδή τους, η ποσότητα δεν θα έπρεπε να ξεπεράσει ένα όριο ασφαλείας. Για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε αυτές τις επιλογές και να διακρίνουμε το λογικό από το παράλογο υπάρχει ένα ασφαλές κριτήριο, κι αυτό είναι η αρχή κατά την οποία η χώρα θα έπρεπε να κυβερνάται σύμφωνα με το πνεύμα τής μάζας τών Σπαρτιατών· και η μάζα ακριβώς είχε σε εκτίμηση αυτόν τον ημι-κομμουνισμό, αυτή την απαγόρευση κατοχής πολύτιμων μετάλλων, αυτόν τον ισότιμο τρόπο ζωής, ακόμη και για τους πλούσιους. Είναι φυσικό οι υπόλοιποι Έλληνες να έβλεπαν σε όλα αυτά μια σχετική δόση υπερβολής, και κυρίως σε ό,τι αφορούσε στους μελλοντικούς κυβερνήτες.
     Οι Σπαρτιάτες, όταν δεν ήταν σε πόλεμο, κατανάλωναν όλον τον χρόνο τους, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε χορούς, γιορτές, απολαύσεις, κυνήγι, ασκήσεις και συζητήσεις. Ανάμεσα σε όλα αυτά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις απαραίτητες επιδρομές στην ίδια τους τη χώρα, που εξασφάλιζαν τη μόνιμη υποταγή τών Λακεδαιμονίων και Μεσσηνίων περιοίκων και ειλώτων. Ένα πιθανότατα σταθερό ποσοστό Σπαρτιατών πολεμιστών παρέμενε πάντοτε στην πρωτεύουσα,  στις όχθες τού Ευρώτα, αλλά όλοι οι υπόλοιποι μετακινούνταν συνεχώς, και αυτό το καθεστώς διαρκούς κατάστασης πολέμου υπήρξε ίσως πιο σημαντικό από τούς πραγματικούς πολέμους που διεξήγαγε η Σπάρτη· αντιπροσώπευε όμως ταυτόχρονα μια πάγια πολεμική προετοιμασία, κάτι που δεν διέθετε ο υπόλοιπος ελληνισμός. Ακόμη και αυτοί που παρέμεναν στη Σπάρτη, ήταν συνεχώς ετοιμοπόλεμοι. Αυτόν ακριβώς τον σκοπό εξυπηρετούσαν τα περίφημα κοινά γεύματα σε ομάδες τών δεκαπέντε ατόμων, τα συσσίτια (όπως στην Κρήτη τα ανδρεία). Οι συνεστιάσεις, που στις άλλες πόλεις αντικαθιστούσαν τα συμπόσια, και η αγορά απαρτίζονταν εδώ από μιαν, κατά κάποιον τρόπο, πνευματική συνάθροιση φρουρών, στους οποίος επιτρεπόταν η διασκέδαση μέσα στα όρια μιας ελεγχόμενης ανοχής. Εκτός από τον μέλανα ζωμό, ένα είδος δυναμωτικού και θρεπτικού εκχυλίσματος, που παρασκεύαζαν ακόμη και στην Αθήνα για τους γευσιγνώστες, σέρβιραν επίσης και τα θηράματα του κάθε κυνηγού, και δεν είναι απίθανο ο Σπαρτιάτης να τρεφόταν καλύτερα από τον μέσο πολίτη τής Αθήνας. Μόνο σε έναν τομέα υπήρχε αυστηρός περιορισμός: η χρήση τού οίνου ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, διότι η ασφάλεια του Κράτους εξαρτιόταν από την απόλυτη νηφαλιότητα σε κάθε στιγμή. Ακόμη και στα Διονύσια, ενώ στην Αθήνα μετέφεραν τους μεθυσμένους με τα κάρα, και στον Τάραντα η μέθη κατελάμβανε ολόκληρη την πόλη, στη Σπάρτη καμμιά εξαίρεση δεν ήταν αποδεκτή, γιατί ακριβώς σε περιόδους γιορτής αυτού τού είδους θα μπορούσε να εκδηλωθεί ανταρσία. Όπως ακριβώς, ακόμη και μια συμμορία ληστών είναι απαραίτητο να παραμένει σε κατάσταση νηφαλιότητας. Ως αντιστάθμισμα μετέφεραν στα συσσίτια μεθυσμένους είλωτες, τους οποίους μάλιστα επεδείκνυαν στους νέους, για να τους προκαλέσουν απέχθεια προς το πιοτό.
     Έτσι καλλιεργείτο η εικόνα ενός λαού πολεμιστών και ενός Κράτους-στρατοπέδου. Οι μεγαλοπρεπείς πομπές, η είσοδος στο πεδίο τής μάχης, οι πολεμικές τελετές, η φήμη ενός απόλυτα αήττητου λαού, τροφοδότησαν σε τέτοιο βαθμό τη φαντασία όλων τών Ελλήνων, ώστε οι Σπαρτιάτες δεν χρειάστηκε να προσθέσουν κάτι περισσότερο: χιλιάδες άλλες φωνές τούς εγκωμίαζαν σε όλα τα μήκη και πλάτη. Το ποσοστό συμμετοχής τών μεταναστών αποτελούσε κάθε φορά κρατικό μυστικό· επίσης δεν ήταν εύκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός τών νεκρών την επομένη μιας νίκης, και ακόμη λιγότερο  μιας ήττας, όταν δεν υπήρχε ένας Επαμεινώνδας για να ανακοινώσει τους αριθμούς. Μετά τη μάχη τών Λεύκτρων, ο στρατηγός διέταξε τους συμμάχους τών Λακεδαιμονίων να συλλέξουν πρώτοι τούς νεκρούς τους, και κατόπιν οι Λακεδαιμόνιοι τους δικούς τους· έτσι μόνο μπόρεσε να αποκαλυφθεί, ότι οι χίλιοι εναπομείναντες νεκροί στο πεδίο τής μάχης ήταν Σπαρτιάτες και περίοικοι. Χωρίς μια τέτοια απτή απόδειξη η ήττα θα είχε διαψευσθεί ή αποσιωπηθεί, όπως επίσης και η έκταση της ξένης βοήθειας απ’ την οποία επωφελούνταν η Σπάρτη, όποτε ήταν δυνατό.
     Στη σπαρτιατική παράδοση ανήκουν, όπως γνωρίζουμε, ο έπαινος των οικογενειών τών θυμάτων και οι ηρωικοί επιτάφιοι των μητέρων, που περιλαμβάνονται σε μια ξεχωριστή συλλογή έργων τού Πλούταρχου. Σε όσους είχαν «αποσκιρτήσει», είχαν δηλαδή τραπεί σε φυγή από το πεδίο τής μάχης, το έθιμο επέβαλε ένα είδος ατίμωσης, που περιγράφεται προκαλώντας ένα ιδιαίτερα παράδοξο  συναίσθημα φρίκης. Δεν τους επέβαλαν κάποια συγκεκριμένη ποινή, αλλά ο σπαρτιατικό λαός είχε το δικαίωμα να τους κακοποιεί κατά βούληση, ακόμη και να τους λυντσάρει, και ταυτόχρονα να ωθήσει τούς συγγενείς τους στην απελπισία. Ο Αριστόδημος, που αποσκίρτησε και ήταν ο μόνος που επέζησε από τη μάχη τών Θερμοπυλών, πολέμησε με ιδιαίτερη ανδρεία στη μάχη τών Πλαταιών και έπεσε ηρωικά, αλλά δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τη γνώμη τών επικριτών του, που αποφάνθηκαν  ότι αναζητούσε τον θάνατο «για ιδιαίτερους, προσωπικούς λόγους». Αλλά μετά τη Σφακτηρία (425 π. Χ.) η ατίμωση αντιμετωπίστηκε με κάποια μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα. Και αργότερα το Κράτος αποφάσισε να την αντικαταστήσει με ένα βαρύ πρόστιμο.
(συνεχίζεται) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: