Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ γιὰ κοσμολογικὲς συσχετίσεις Ἐκκλησίας-Θεοῦ-κόσμου καὶ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ ἰσχυρὸ καὶ μάλιστα ὄχι μόνον στὴ Μυσταγωγία του. Καὶ τοῦτο συμβαίνει φυσικὰ ἐφ’ ὅσον οἱ λόγοι τῶν ὄντων διαθέτουν ἐγγενῶς τὴν «ἀναφορικότητα» ἐκείνη ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερες «ἑνώσεις», ὅπου τὰ «εἰδικότερα» εἴδη περιέχονται στὰ «γενικότερα» μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ λόγου τῆς κτίσεως, διότι «ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν πᾶσα ἡ κτίσις ἐπιδέξασθαι δύναται λόγον παντελῶς ἀδιάκριτον».
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ὅμως μπορεῖ νὰ συμβεῖ μόνον ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα μόνον μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ἡ σύναψη τῶν «φυσικῶν ρηγμάτων» ἀπὸ τὸν Χριστό, μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς διαθέτει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση: «ὡς σῶμα καὶ αἴσθησιν καὶ ψυχὴν καθ’ ἠμᾶς ἔχων καὶ νοῦν, οἷς ὡς μέρεσι καθ’ ἕκαστον τὸ ἐκάστῳ καθόλου συγγενὲς οἰκειωσάμενος ἄκρον, (…) θεοπρεπῶς τὰ πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνεκεφαλαιώσατο, μίαν ὑπάρχουσαν τὴν ἅπασαν κτίσιν δείξας καθάπερ ἄνθρωπον ἄλλον». Ὁ Χριστὸς ἐργάζεται μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του, τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ψυχή Του, οἰκειοποιούμενος μὲ αὐτὰ τὰ ἀντίστοιχα μέρη τῆς κτίσεως καὶ ἀνακεφαλαιώνοντας ἐν τέλει τὰ πάντα στὸν ἑαυτό Του. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Μαξίμου: ὁ Χριστὸς ἑνοποιεῖ τὴ σύμπασα κτίση, τὴν καθιστὰ μία «καθάπερ ἄνθρωπον ἄλλον». Ἡ ἐνοποίηση τῆς κτίσεως ταυτίζεται λοιπὸν μὲ τὴν τρόπον τινὰ «ἀνθρωποποίησή» της, μὲ τὴν ἔννοια πὼς «τὰ πολλὰ ἀλλήλων κατὰ τὴν φύσιν διεστηκότα περὶ τὴν μίαν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν ἀλλήλοις συννεύουσι». Στὸν ἄνθρωπο συγκλίνει ὅλη ἡ ὑπόλοιπη κτίση καὶ ἐμπεριέχεται· μὲ τὴ μεσολάβησή του, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ νὰ καταστεῖ ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα καὶ μέσῳαὐτοῦ γιὰ τὸν κόσμο ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ψυχή, ἁγιάζει ὁ Θεὸς δι’ αὐτῆς καὶ διὰ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ἐν συνέχειᾳ, τὸν σύμπαντα κόσμο. Ἔτσι μὲ τὴ σάρκωσή Του ὁ Λόγος κυριολεκτικὰ «πάντα περιέλαβε καὶ ἐαυτῷ ἐνυπέστησεν», γινόμενος «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι αὐτὸς ὁ Θεός», ἀκριβῶς μέσῳ τῆς ἀληθινῆς καὶ πλήρους ἀνθρωπίνης φύσεως ποὺ προσέλαβε. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἐξ ἀρχῆς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξέπεσε, καὶ ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ: νὰ φτιάξει αὐτὸς ὁ «μικρόκοσμος» ἀπὸ τὸν κόσμο ἕναν «μακράνθρωπο» ἐνυποστασιασμένο στὸν Λόγο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀγάπη του,ἑνοποιώντας τὸν κόσμο καὶ προσάγοντάς τον κατὰ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ σ’ Αὐτόν, θὰ ἐξεπλήρωνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ὁδηγώντας τον στὴν ἐσχατολογικὴ πληρότητα, «ὅταν ἐμφερῆ τῇ τε ψυχὴ τὸ σῶμα, καὶ τοῖς νοητοὶς τὰ αἰσθητά, κάτ΄ εὐπρέπειαν καὶ δόξαν γενήσεται, μιᾶς ὅλοις κατ’ ἐναργῇ τεκαὶ ἐνεργὸν παρουσίαν, ἀναλόγως ἐκάστῳ θείας ἐπιφαινομένης δυνάμεως, καὶ δι’ ἑαυτῆς τὸν τῆς ἑνώσεως ἄλυτον εἰς τοὺς ἀπείρους αἰώνας συντηρούσης δεσμόν».
Ὁπωσδήποτε ἡ σύγκριση καὶ ὁ παραλληλισμὸς ἀνθρώπου καὶ κόσμου δὲν εἶναι πρωτότυπη· συνιστᾶ, ὅπως λέει ὁ Riou, ἕναν κοινὸ τόπο, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἤδη τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας. Καὶ πράγματι, νομίζουμε πὼς γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸ ἐνδιαφέρον δὲν βρίσκεται τόσο στὴ φιλοσοφικὴ ἀξία τέτοιων συγκρίσεων, ἀλλὰ στὴ θεολογικὴ θεμελίωση τῆς κοσμολογικῆς κοινωνίας μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου. Εἴχαμε δεῖ [σὲ ἄλλο σημεῖο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου] πὼς ἡ κοινωνία εἶναι καρπὸς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς στὴν κοινωνικὴ-εὐχαριστιακὴ κλήση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Στὸν ἅγιο Μάξιμο λοιπὸν ἡ κοσμολογικὴ ἑνότητα εἶναι γεγονὸς ποὺ συμβαίνει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑπομένως ἡ σχετικὴ δραστηριοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καρπὸς ἀποκλειστικὰ τῆς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς του στὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς ζωοποιήσεως τοῦ κόσμου μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Συνεπῶς ἡ κοσμολογικὴ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς ἀλλὰ καὶ τὸ πλαίσιο τῆς προσωπικῆς ἀσκητικῆς πορείας πρὸς ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ καθολικότητα. Αὐτὸ συνιστᾶ μιὰ καθολικὴ προσωποποίηση τοῦ κόσμου, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν ἑπόμενη παράγραφο, καθὼς ἡ ἑνότητα τῶν ὄντων εἶναι δυνατὴ μόνον ὡς ὁλοκληρωτικὴ προσφορά τους, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο-ἱερέα στὸν Θεό, μέσα σ΄ ἕνα πλέγμα σχέσεων κοινωνικῆς ἀμοιβαιότητας.
Τὸ πρόσωπο ὡς ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος τῆς κοινωνίας τῶν ὄντων
Ἡ ἀφομοίωση τῆς ταυτίσεως ὑποστάσεως καὶ προσώπου στὴν τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν πατέρων, ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, θεωροῦμε πὼς τὸν ὁδήγησε στὴ βαρυσήμαντη θεώρηση τοῦ προσώπου ὡς αὐθεντικοῦ τόπου καὶ τρόπου ὑπάρξεως, δηλαδή, ἐν τέλει, σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου ἐν Χριστῷ. Παρακολουθήσαμε ἤδη τὸν ἱερὸ συγγραφέα νὰ ἐφαρμόζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ καθολικότητα στὴ συγκεκριμένη ὑπαρξιακὴ δομὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, στὸ τέταρτο κεφάλαιο τῆς Μυσταγωγίας, στὸ ἕβδομο κεφάλαιο τοῦ ἴδιου ἔργου εἴδαμε τὸν κόσμο ὡς «μακράνθρωπο» καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς «μικρόκοσμο», αὐτουργὸ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἱερατικὴ προσαγωγὴ τοῦ τελευταίου, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Ἤδη ἀπὸ τὴν τριαδολογικὴ προσωπολογία τῶν Καππαδοκῶν μεταβαίνουμε, διὰ τοῦ ἁγίου Μαξίμου, στὴν ἔξαρση τῆς σημασίας τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου· διότι τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ τόπος, ὑπαρξιακὸς καὶ ὀντολογικός, τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐνυποστάσεως. Πράγματι ὁ Χριστὸς προσέλαβε στὴν Ὑπόσταση τοῦ Λόγου, στὸ Πρόσωπό Του, τὴν ἀνθρώπινη φύση καί, μέσῳαὐτῆς, σύμπασα τὴν κτίση, «καθάπερ ἄνθρωπον ἄλλον».Ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ σύμπαντος κόσμου, μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στὸ μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως ἀνθρώπου καὶ Λόγου τὸν καθιστᾶ «ὁμοϋπόστατον» τοῦ Λόγου, ἐντάσσοντάς τον στὸ ὑπαρξιακὸ πλαίσιο τῆς προσωπικῆς κοινωνίας ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ Λόγου ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Λόγου. Αὐτὴ εἶναι βεβαίως καὶ ἡ ἔσχατη ἐκπλήρωση τῆς κοινωνικότητας τῶν λόγων τῶν ὄντων μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, διὰ τῆς συνάψεως τῶν ρηγμάτων καὶ διαιρέσεων τῆς φύσεως, ὅπως εἴδαμε στὰ προηγούμενα. Τὸ Πρόσωπο λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ τόπος τῆς συνάψεως τῶν φυσικῶν διαιρέσεων, καὶ ἑπομένως εἶναι ὁ τόπος τῆς πλήρους ἐπαληθεύσεως καὶ τῆς κατὰ φύσιν ὑπάρξεως τῶν λόγων τῶν ὄντων.Διότι ἀφοῦ τὰ ὄντα διαθέτουν, ἐκτὸς ἀπὸ λόγον, καὶ τρόπον ὑπάρξεως, ὁ αὐθεντικὸς τρόπος ὑπάρξεώς τους τοὺς δίνεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐνυποστάσεώς τους στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του.
Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου ἐκφράστηκε ὡς ἐλεύθερη ἀνιδιοτελὴς καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη ποὺ εἰρηνοποιεῖ «ἐν τῷ αἵματι τοῦ σταυροῦ» τὰ διαιρεμένα ὄντα καὶ βεβαιώνει στοὺς αἰῶνες τὴν «πανήγυριν» αὐτῆς τῆς ἑνώσεως, διὰ τῶν «θείων δώρων» τῆς Εὐχαριστίας. Διὰ τῆς θυσιαστικῆς καὶ κενωτικῆς του αὐτῆς ἀγάπης τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἔνσαρκος προσωπικὸς Θεὸς Λόγος, καθίσταται ἔτσι καὶ ὁ τρόπος τῆς αὐθεντικῆς κοινωνίας τῶν ὄντων, δηλαδὴ «ἡ ὁδὸς» τῶν ὄντων, κατὰ χάριν, πρὸς τὴν Τριαδικὴ κοινωνικὴ ἑνότητα. Ἔτσι, ὁ Χριστὸς εἶναι, διὰ τῆς ἀγάπης, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ ὁ μοναδικὸς τρόπος τῆς ἐκπληρώσεως τῆς καθολικῆς κοινωνικῆς ἑνώσεως τῶν πάντων μέσα στὴν Ἐκκλησία Του.
Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσχωρεῖ, μὲ τὴν ἀσκητικὴ ὑπακοή του, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ φανερώνει ὁ Χριστὸς ἐνεργούμενο μέσα στὴν καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Του Σώματος, ἐνσωματώνεται στὸ Κυριακὸ Σῶμα καὶ ἀπολαμβάνει κατὰ χάριν τὴν προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ τὸν καθιστᾶ πρόσωπο, μέσα σὲ μιὰ σχέση ἀληθινῆς ἀγαπητικῆς ἀμοιβαιότητας. Διότι ὁ Χριστὸς παρέχει στὸν πιστὸ κατὰ χάριν τὸν δικό Του τρόπο ὑπάρξεως, μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ὑποστατικῆς Τουἑνώσεως ὅπως αὐτὸ ἐπεκτείνεται, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ χάριν, στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση. Ἡ προσωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται λοιπὸν στὸ γεγονὸς ὅτι καθίσταται μὲ τὴ σειρά τουκάθ΄ ὁμοίωσιν τοῦ Χριστοῦ, ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος τῆς κοινωνίας τῶν ὄντων, δηλαδὴ ὕπαρξη προσωπική. Αὐτὸ ξεκινᾶ βεβαίως μὲ τὸ βάπτισμα, τὸ μυστήριο τῆς νέας γεννήσεως, τῆς υἱοθεσίας δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ τοῦ παρέχει μιὰ νέα ὑπόσταση, ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς βιολογικῆς του φύσεως, ὡς ἐνσωμάτωση προσωπικὴ στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχει χαρισματικὰ στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ κατὰ χάριν μετοχή του αὐτὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου κάνει τὸν ἄνθρωπο τόπο, στὸν ὁποῖο «τὰ πολλὰ ἀλλήλων κατὰ τὴν φύσιν διεστηκότα περὶ τὴν μίαν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν ἀλλήλοις συννεύουσι». Ὡς ἐλεύθερη καὶ αὐτεξούσια ἀποδοχή, ἔκφραση καὶ διαφύλαξη ὅμως τῆς προσωπικῆς του αὐτῆς ὑπάρξεως χρειάζεται στὸν ἄνθρωπο ἡ μετοχή του στὴ θυσιαστικὴ προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ποὺ γεννᾶται μὲ τὴν ὁριστικὴ νίκη πάνω στὴ φιλαυτία, καὶ τὴν προσχώρησή του στὸν κενωτικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται, κατὰ χάριν, ἡ μετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, ἀναδεικνύοντάς τον σὲ ὕπαρξη προσωπική, δηλαδὴ ἐκκλησιαστική, τόπο καὶ τρόπο αὐθεντικῆς ὑπάρξεως τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἱερουργὸ τῆς βαθιᾶς κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποία ἐγκαινίασε ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τότε τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο συντελεῖται «τοῦ ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς τήν τε τοῦ Πατρὸς ἐπὶ πᾶσαν εὐδοκίαν καὶ τὴν αὐτουργίαν τοῦ Υἱοῦ συμπληροῦντος». Μετέχει δηλαδὴ ἀσκητικὰ στὴν εὐχαριστιακὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμενος πρόσωπο μὲ τὴν κατὰ χάριν μετοχή, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, στὸν τρόπο ὑπάρξεως Ἐκείνου.
Τὸ γεγονὸς τοῦ προσώπου εἶναι καὶ θὰ παραμείνει στοὺς αἰῶνες ἐντελῶς ἀνεξιχνίαστο φιλοσοφικά, ὅσο κι ἂν ὑπῆρξαν κατὰ καιροὺς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως μεγαλοφυεῖς προαισθήσεις του. Εἶναι γεγονὸς βαθύτατα ἐκκλησιαστικό, ἐσχατολογικό, εὐχαριστιακό. Δὲν μπορεῖ νὰ παραχθεῖ λοιπὸν μιὰ φιλοσοφία περὶ προσώπου, μιὰ χριστιανική (λίγο ἢ πολὺ μεταφυσική) προσωποκρατία. Τὸ πρόσωπο εἶναι προσιτὸ μόνον στὴν ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὴν εὐχαριστιακὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν ἐσχατολογικὴ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μόνο ἡ θεία ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σώζεται μέσα στὴ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικότητά του. Τὸ πρόσωπο ὑπάρχει λοιπὸν μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ λόγοι τῶν ὄντωνκαθίστανται «δῶρα» τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ «δόματα» τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, καὶ τὰ ὄντα ἐκπληρώνουν ἔτσι τὴν κατὰ φύσιν λειτουργικότητά τους, τὸν αὐθεντικό τους «τρόπο ὑπάρξεως». Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ καθολικὴ προσωπο-ποίηση τοῦ κόσμου, ἐντὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς-εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας: τὰ ὄντα ἐντάσσονται σὲ μιὰ σχέση ἀγαπητικῆς προσωπικῆς ἀμοιβαιότητας μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ (καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους), καθιστάμενα ἀμοιβαῖα δῶρα τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀμοιβαία προσωπικὴ σχέση ἀγάπης ποὺ διασώζει τὴν «ἄκραν ἕνωσιν» ὄντων καὶ Θεοῦ, δηλαδή, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, «τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἑτερότητα» ταυτοχρόνως τῶν προσώπων. Ταυτότητα ποὺ σώζει τὴν ἑτερότητα· ἑτερότητα ποὺ σώζει τὴν ἀλήθεια τῆς ταυτότητας – τὰ νοηματικὰ πλαίσια τῆς σκέψεως τοῦ Ὁμολογητῆ εἶναι αὐτὰ τῆς Χαλκηδόνος, τὸ «ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως».
Ἔτσι ἡ ὑπαρξιακὴ φανέρωση τῶν λόγων τῶν ὄντων ὡς δυνάμεων τῆς ψυχῆς, γεγονὸς ἐσχατολογικό, βρίσκει τὸν πληρέστερο ὀντολογικὸ προσδιορισμό της στὴ διαδικασία αὐτὴ τῆς προσωπο-ποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου· οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς βρίσκουν τὴν ἔσχατη ἀλήθεια τους ταυτιζόμενες μὲ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, μέσῳ ἀκριβῶς τῆς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κατὰ χάριν ἀπόκτηση τοῦ προσωπικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσωπο–ποίηση λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ λογο-ποίησή του, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ εἴδαμε παραπάνω. Ὁ Χριστὸς εἶναι γιὰ τὴν κτίση ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἔναυσμα τῆς κοινωνίας, ἡ πηγὴ τῆς κοινωνίας, ὁ μόνος ὀντολογικὰ ἀπόλυτος ὅρος της – τὸ ἐν κοινωνίᾳ εἶναι τῶν ὄντων εἶναι βαθύτατα καὶ ἀπόλυτα Χριστοκεντρικό. Ἡ προσωπικὴ κοινωνία ὑπάρχει ἀποκλειστικὰ ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται σὲ κοινωνία προσωπικὴ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα. Ἡ ἐν Πνεύματι πρόοδος τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ βαθμιαία ἐνσωμάτωσή του στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ θέωση τοῦ πιστοῦ, ἡ «ἀτέλεστος» τελείωσή του, ὡς κατὰ χάριν μετοχή του στὴν προσωπική, ἀγαπητικὴ καὶ ζῶσα κοινωνικότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ὅμως μπορεῖ νὰ συμβεῖ μόνον ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα μόνον μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ἡ σύναψη τῶν «φυσικῶν ρηγμάτων» ἀπὸ τὸν Χριστό, μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς διαθέτει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση: «ὡς σῶμα καὶ αἴσθησιν καὶ ψυχὴν καθ’ ἠμᾶς ἔχων καὶ νοῦν, οἷς ὡς μέρεσι καθ’ ἕκαστον τὸ ἐκάστῳ καθόλου συγγενὲς οἰκειωσάμενος ἄκρον, (…) θεοπρεπῶς τὰ πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνεκεφαλαιώσατο, μίαν ὑπάρχουσαν τὴν ἅπασαν κτίσιν δείξας καθάπερ ἄνθρωπον ἄλλον». Ὁ Χριστὸς ἐργάζεται μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του, τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ψυχή Του, οἰκειοποιούμενος μὲ αὐτὰ τὰ ἀντίστοιχα μέρη τῆς κτίσεως καὶ ἀνακεφαλαιώνοντας ἐν τέλει τὰ πάντα στὸν ἑαυτό Του. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Μαξίμου: ὁ Χριστὸς ἑνοποιεῖ τὴ σύμπασα κτίση, τὴν καθιστὰ μία «καθάπερ ἄνθρωπον ἄλλον». Ἡ ἐνοποίηση τῆς κτίσεως ταυτίζεται λοιπὸν μὲ τὴν τρόπον τινὰ «ἀνθρωποποίησή» της, μὲ τὴν ἔννοια πὼς «τὰ πολλὰ ἀλλήλων κατὰ τὴν φύσιν διεστηκότα περὶ τὴν μίαν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν ἀλλήλοις συννεύουσι». Στὸν ἄνθρωπο συγκλίνει ὅλη ἡ ὑπόλοιπη κτίση καὶ ἐμπεριέχεται· μὲ τὴ μεσολάβησή του, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ νὰ καταστεῖ ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα καὶ μέσῳαὐτοῦ γιὰ τὸν κόσμο ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ψυχή, ἁγιάζει ὁ Θεὸς δι’ αὐτῆς καὶ διὰ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, ἐν συνέχειᾳ, τὸν σύμπαντα κόσμο. Ἔτσι μὲ τὴ σάρκωσή Του ὁ Λόγος κυριολεκτικὰ «πάντα περιέλαβε καὶ ἐαυτῷ ἐνυπέστησεν», γινόμενος «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι αὐτὸς ὁ Θεός», ἀκριβῶς μέσῳ τῆς ἀληθινῆς καὶ πλήρους ἀνθρωπίνης φύσεως ποὺ προσέλαβε. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἐξ ἀρχῆς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξέπεσε, καὶ ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ: νὰ φτιάξει αὐτὸς ὁ «μικρόκοσμος» ἀπὸ τὸν κόσμο ἕναν «μακράνθρωπο» ἐνυποστασιασμένο στὸν Λόγο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀγάπη του,ἑνοποιώντας τὸν κόσμο καὶ προσάγοντάς τον κατὰ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ σ’ Αὐτόν, θὰ ἐξεπλήρωνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ὁδηγώντας τον στὴν ἐσχατολογικὴ πληρότητα, «ὅταν ἐμφερῆ τῇ τε ψυχὴ τὸ σῶμα, καὶ τοῖς νοητοὶς τὰ αἰσθητά, κάτ΄ εὐπρέπειαν καὶ δόξαν γενήσεται, μιᾶς ὅλοις κατ’ ἐναργῇ τεκαὶ ἐνεργὸν παρουσίαν, ἀναλόγως ἐκάστῳ θείας ἐπιφαινομένης δυνάμεως, καὶ δι’ ἑαυτῆς τὸν τῆς ἑνώσεως ἄλυτον εἰς τοὺς ἀπείρους αἰώνας συντηρούσης δεσμόν».
Ὁπωσδήποτε ἡ σύγκριση καὶ ὁ παραλληλισμὸς ἀνθρώπου καὶ κόσμου δὲν εἶναι πρωτότυπη· συνιστᾶ, ὅπως λέει ὁ Riou, ἕναν κοινὸ τόπο, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἤδη τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας. Καὶ πράγματι, νομίζουμε πὼς γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸ ἐνδιαφέρον δὲν βρίσκεται τόσο στὴ φιλοσοφικὴ ἀξία τέτοιων συγκρίσεων, ἀλλὰ στὴ θεολογικὴ θεμελίωση τῆς κοσμολογικῆς κοινωνίας μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου. Εἴχαμε δεῖ [σὲ ἄλλο σημεῖο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου] πὼς ἡ κοινωνία εἶναι καρπὸς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς στὴν κοινωνικὴ-εὐχαριστιακὴ κλήση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Στὸν ἅγιο Μάξιμο λοιπὸν ἡ κοσμολογικὴ ἑνότητα εἶναι γεγονὸς ποὺ συμβαίνει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑπομένως ἡ σχετικὴ δραστηριοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καρπὸς ἀποκλειστικὰ τῆς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς του στὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς ζωοποιήσεως τοῦ κόσμου μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Συνεπῶς ἡ κοσμολογικὴ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς ἀλλὰ καὶ τὸ πλαίσιο τῆς προσωπικῆς ἀσκητικῆς πορείας πρὸς ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ καθολικότητα. Αὐτὸ συνιστᾶ μιὰ καθολικὴ προσωποποίηση τοῦ κόσμου, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν ἑπόμενη παράγραφο, καθὼς ἡ ἑνότητα τῶν ὄντων εἶναι δυνατὴ μόνον ὡς ὁλοκληρωτικὴ προσφορά τους, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο-ἱερέα στὸν Θεό, μέσα σ΄ ἕνα πλέγμα σχέσεων κοινωνικῆς ἀμοιβαιότητας.
Τὸ πρόσωπο ὡς ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος τῆς κοινωνίας τῶν ὄντων
Ἡ ἀφομοίωση τῆς ταυτίσεως ὑποστάσεως καὶ προσώπου στὴν τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν πατέρων, ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, θεωροῦμε πὼς τὸν ὁδήγησε στὴ βαρυσήμαντη θεώρηση τοῦ προσώπου ὡς αὐθεντικοῦ τόπου καὶ τρόπου ὑπάρξεως, δηλαδή, ἐν τέλει, σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου ἐν Χριστῷ. Παρακολουθήσαμε ἤδη τὸν ἱερὸ συγγραφέα νὰ ἐφαρμόζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ καθολικότητα στὴ συγκεκριμένη ὑπαρξιακὴ δομὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, στὸ τέταρτο κεφάλαιο τῆς Μυσταγωγίας, στὸ ἕβδομο κεφάλαιο τοῦ ἴδιου ἔργου εἴδαμε τὸν κόσμο ὡς «μακράνθρωπο» καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς «μικρόκοσμο», αὐτουργὸ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἱερατικὴ προσαγωγὴ τοῦ τελευταίου, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Ἤδη ἀπὸ τὴν τριαδολογικὴ προσωπολογία τῶν Καππαδοκῶν μεταβαίνουμε, διὰ τοῦ ἁγίου Μαξίμου, στὴν ἔξαρση τῆς σημασίας τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου· διότι τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ τόπος, ὑπαρξιακὸς καὶ ὀντολογικός, τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐνυποστάσεως. Πράγματι ὁ Χριστὸς προσέλαβε στὴν Ὑπόσταση τοῦ Λόγου, στὸ Πρόσωπό Του, τὴν ἀνθρώπινη φύση καί, μέσῳαὐτῆς, σύμπασα τὴν κτίση, «καθάπερ ἄνθρωπον ἄλλον».Ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ σύμπαντος κόσμου, μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στὸ μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως ἀνθρώπου καὶ Λόγου τὸν καθιστᾶ «ὁμοϋπόστατον» τοῦ Λόγου, ἐντάσσοντάς τον στὸ ὑπαρξιακὸ πλαίσιο τῆς προσωπικῆς κοινωνίας ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ Λόγου ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Λόγου. Αὐτὴ εἶναι βεβαίως καὶ ἡ ἔσχατη ἐκπλήρωση τῆς κοινωνικότητας τῶν λόγων τῶν ὄντων μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, διὰ τῆς συνάψεως τῶν ρηγμάτων καὶ διαιρέσεων τῆς φύσεως, ὅπως εἴδαμε στὰ προηγούμενα. Τὸ Πρόσωπο λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ τόπος τῆς συνάψεως τῶν φυσικῶν διαιρέσεων, καὶ ἑπομένως εἶναι ὁ τόπος τῆς πλήρους ἐπαληθεύσεως καὶ τῆς κατὰ φύσιν ὑπάρξεως τῶν λόγων τῶν ὄντων.Διότι ἀφοῦ τὰ ὄντα διαθέτουν, ἐκτὸς ἀπὸ λόγον, καὶ τρόπον ὑπάρξεως, ὁ αὐθεντικὸς τρόπος ὑπάρξεώς τους τοὺς δίνεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐνυποστάσεώς τους στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του.
Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου ἐκφράστηκε ὡς ἐλεύθερη ἀνιδιοτελὴς καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη ποὺ εἰρηνοποιεῖ «ἐν τῷ αἵματι τοῦ σταυροῦ» τὰ διαιρεμένα ὄντα καὶ βεβαιώνει στοὺς αἰῶνες τὴν «πανήγυριν» αὐτῆς τῆς ἑνώσεως, διὰ τῶν «θείων δώρων» τῆς Εὐχαριστίας. Διὰ τῆς θυσιαστικῆς καὶ κενωτικῆς του αὐτῆς ἀγάπης τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἔνσαρκος προσωπικὸς Θεὸς Λόγος, καθίσταται ἔτσι καὶ ὁ τρόπος τῆς αὐθεντικῆς κοινωνίας τῶν ὄντων, δηλαδὴ «ἡ ὁδὸς» τῶν ὄντων, κατὰ χάριν, πρὸς τὴν Τριαδικὴ κοινωνικὴ ἑνότητα. Ἔτσι, ὁ Χριστὸς εἶναι, διὰ τῆς ἀγάπης, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ ὁ μοναδικὸς τρόπος τῆς ἐκπληρώσεως τῆς καθολικῆς κοινωνικῆς ἑνώσεως τῶν πάντων μέσα στὴν Ἐκκλησία Του.
Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσχωρεῖ, μὲ τὴν ἀσκητικὴ ὑπακοή του, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ φανερώνει ὁ Χριστὸς ἐνεργούμενο μέσα στὴν καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Του Σώματος, ἐνσωματώνεται στὸ Κυριακὸ Σῶμα καὶ ἀπολαμβάνει κατὰ χάριν τὴν προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ τὸν καθιστᾶ πρόσωπο, μέσα σὲ μιὰ σχέση ἀληθινῆς ἀγαπητικῆς ἀμοιβαιότητας. Διότι ὁ Χριστὸς παρέχει στὸν πιστὸ κατὰ χάριν τὸν δικό Του τρόπο ὑπάρξεως, μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ὑποστατικῆς Τουἑνώσεως ὅπως αὐτὸ ἐπεκτείνεται, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ χάριν, στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση. Ἡ προσωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται λοιπὸν στὸ γεγονὸς ὅτι καθίσταται μὲ τὴ σειρά τουκάθ΄ ὁμοίωσιν τοῦ Χριστοῦ, ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος τῆς κοινωνίας τῶν ὄντων, δηλαδὴ ὕπαρξη προσωπική. Αὐτὸ ξεκινᾶ βεβαίως μὲ τὸ βάπτισμα, τὸ μυστήριο τῆς νέας γεννήσεως, τῆς υἱοθεσίας δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ τοῦ παρέχει μιὰ νέα ὑπόσταση, ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς βιολογικῆς του φύσεως, ὡς ἐνσωμάτωση προσωπικὴ στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχει χαρισματικὰ στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ κατὰ χάριν μετοχή του αὐτὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου κάνει τὸν ἄνθρωπο τόπο, στὸν ὁποῖο «τὰ πολλὰ ἀλλήλων κατὰ τὴν φύσιν διεστηκότα περὶ τὴν μίαν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν ἀλλήλοις συννεύουσι». Ὡς ἐλεύθερη καὶ αὐτεξούσια ἀποδοχή, ἔκφραση καὶ διαφύλαξη ὅμως τῆς προσωπικῆς του αὐτῆς ὑπάρξεως χρειάζεται στὸν ἄνθρωπο ἡ μετοχή του στὴ θυσιαστικὴ προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ποὺ γεννᾶται μὲ τὴν ὁριστικὴ νίκη πάνω στὴ φιλαυτία, καὶ τὴν προσχώρησή του στὸν κενωτικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται, κατὰ χάριν, ἡ μετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, ἀναδεικνύοντάς τον σὲ ὕπαρξη προσωπική, δηλαδὴ ἐκκλησιαστική, τόπο καὶ τρόπο αὐθεντικῆς ὑπάρξεως τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἱερουργὸ τῆς βαθιᾶς κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποία ἐγκαινίασε ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τότε τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο συντελεῖται «τοῦ ἁγίου Πνεύματος οὐσιωδῶς τήν τε τοῦ Πατρὸς ἐπὶ πᾶσαν εὐδοκίαν καὶ τὴν αὐτουργίαν τοῦ Υἱοῦ συμπληροῦντος». Μετέχει δηλαδὴ ἀσκητικὰ στὴν εὐχαριστιακὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμενος πρόσωπο μὲ τὴν κατὰ χάριν μετοχή, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, στὸν τρόπο ὑπάρξεως Ἐκείνου.
Τὸ γεγονὸς τοῦ προσώπου εἶναι καὶ θὰ παραμείνει στοὺς αἰῶνες ἐντελῶς ἀνεξιχνίαστο φιλοσοφικά, ὅσο κι ἂν ὑπῆρξαν κατὰ καιροὺς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως μεγαλοφυεῖς προαισθήσεις του. Εἶναι γεγονὸς βαθύτατα ἐκκλησιαστικό, ἐσχατολογικό, εὐχαριστιακό. Δὲν μπορεῖ νὰ παραχθεῖ λοιπὸν μιὰ φιλοσοφία περὶ προσώπου, μιὰ χριστιανική (λίγο ἢ πολὺ μεταφυσική) προσωποκρατία. Τὸ πρόσωπο εἶναι προσιτὸ μόνον στὴν ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὴν εὐχαριστιακὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν ἐσχατολογικὴ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μόνο ἡ θεία ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σώζεται μέσα στὴ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικότητά του. Τὸ πρόσωπο ὑπάρχει λοιπὸν μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ λόγοι τῶν ὄντωνκαθίστανται «δῶρα» τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ «δόματα» τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, καὶ τὰ ὄντα ἐκπληρώνουν ἔτσι τὴν κατὰ φύσιν λειτουργικότητά τους, τὸν αὐθεντικό τους «τρόπο ὑπάρξεως». Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ καθολικὴ προσωπο-ποίηση τοῦ κόσμου, ἐντὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς-εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας: τὰ ὄντα ἐντάσσονται σὲ μιὰ σχέση ἀγαπητικῆς προσωπικῆς ἀμοιβαιότητας μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ (καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους), καθιστάμενα ἀμοιβαῖα δῶρα τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀμοιβαία προσωπικὴ σχέση ἀγάπης ποὺ διασώζει τὴν «ἄκραν ἕνωσιν» ὄντων καὶ Θεοῦ, δηλαδή, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, «τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἑτερότητα» ταυτοχρόνως τῶν προσώπων. Ταυτότητα ποὺ σώζει τὴν ἑτερότητα· ἑτερότητα ποὺ σώζει τὴν ἀλήθεια τῆς ταυτότητας – τὰ νοηματικὰ πλαίσια τῆς σκέψεως τοῦ Ὁμολογητῆ εἶναι αὐτὰ τῆς Χαλκηδόνος, τὸ «ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως».
Ἔτσι ἡ ὑπαρξιακὴ φανέρωση τῶν λόγων τῶν ὄντων ὡς δυνάμεων τῆς ψυχῆς, γεγονὸς ἐσχατολογικό, βρίσκει τὸν πληρέστερο ὀντολογικὸ προσδιορισμό της στὴ διαδικασία αὐτὴ τῆς προσωπο-ποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου· οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς βρίσκουν τὴν ἔσχατη ἀλήθεια τους ταυτιζόμενες μὲ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, μέσῳ ἀκριβῶς τῆς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κατὰ χάριν ἀπόκτηση τοῦ προσωπικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσωπο–ποίηση λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ λογο-ποίησή του, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ εἴδαμε παραπάνω. Ὁ Χριστὸς εἶναι γιὰ τὴν κτίση ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἔναυσμα τῆς κοινωνίας, ἡ πηγὴ τῆς κοινωνίας, ὁ μόνος ὀντολογικὰ ἀπόλυτος ὅρος της – τὸ ἐν κοινωνίᾳ εἶναι τῶν ὄντων εἶναι βαθύτατα καὶ ἀπόλυτα Χριστοκεντρικό. Ἡ προσωπικὴ κοινωνία ὑπάρχει ἀποκλειστικὰ ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται σὲ κοινωνία προσωπικὴ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα. Ἡ ἐν Πνεύματι πρόοδος τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ βαθμιαία ἐνσωμάτωσή του στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ θέωση τοῦ πιστοῦ, ἡ «ἀτέλεστος» τελείωσή του, ὡς κατὰ χάριν μετοχή του στὴν προσωπική, ἀγαπητικὴ καὶ ζῶσα κοινωνικότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὴν διατριβὴ «Ἡ Εὐχαριστιακὴ Ὀντολογία», ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992. [σελ. 205-214]
ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΤΟΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΩΝ ΒΙΝΤΕΟ.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΝΕΚΕΝ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ-ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ-ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΟΜΟΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΘΕΟΣ.
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΜΕ ΤΟ ΕΜΒΡΥΟ; ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΒΑΠΤΙΣΘΕΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟς. ΑΝΕΥ ΛΟΓΟΥ ΓΑΡ. ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΧΕ ΑΝΟΙΞΕΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΚΤΡΩΣΕΩΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. ΤΟΥ ΞΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου