Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΡΡΥΘΜΕΣ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ (ΟΥΝΙΤΙΚΕΣ) ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ


ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΡΡΥΘΜΕΣ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ (ΟΥΝΙΤΙΚΕΣ) ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
 Emeritus Professor Petros Vassiliadis Director of the Inter-Orthodox Post-Graduate Program on “Orthodox Ecumenical Theology” of the International Hellenic University (IHU)
 Μετάφραση Ιωάννης Λότσιος  Δρ. Θ

Μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, εκτός από την αποφασιστικότητά του να φέρει σε πέρας την Πανορθόδοξη Σύνοδο [1], ήταν η πατριαρχική και συνοδική απόφαση να θεραπεύσει το επώδυνο σχίσμα στην Ουκρανία, χορηγώντας αυτοκεφαλία σε μια ενιαία στην χώρα αυτή Εκκλησία. Αυτή η κίνηση, αν και έγινε σύμφωνα με όλες τις κανονικές προϋποθέσεις,[2] αντιστάθηκε σθεναρά και έντονα από η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε τέτοιο βαθμό που τελικά όχι απλώς απείλησε αλλά  και διέκοψε την ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έκανε λόγο για εισβολή στην επικράτειά της και χαρακτήρισε αυτή την ενέργεια τόσο επικίνδυνη, ώστε να οδηγήσει σε μεγαλύτερο σχίσμα από εκείνο του 1054, απειλώντας ακόμη ότι αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να οδηγήσει σε νέο θρησκευτικό πόλεμο. Για τους περισσότερους αντικειμενικούς παρατηρητές η όλη κατάσταση χαρακτηρίστηκε ως μια ενδο-Ορθόδοξη "ουκρανική κρίση", ίσως η πιο σοβαρή στην οικογένεια των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Αυτό που βρίσκεται πίσω από αυτή τη θλιβερή κρίση είναι η διαμάχη για τον τρόπο αποτελεσματικό άσκησης ενός «πρωτείου» για την αντιμετώπιση των δευτερευόντων δι-Ορθοδόξων θεμάτων, λόγω της άρνησης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να αποδεχτεί τα αρχαία κανονικά και οικουμενικά θεσπισμένα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου. Δυστυχώς, εδώ και πολλούς αιώνες, ειδικά από το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας, εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε αναπτύξει ασυνείδητα μια «αρνητική» Ορθόδοξη ταυτότητα: δεν είμαστε αυτό που η παράδοση μας έχει αφήσει ως κληρονομιά, αλλά αυτό που δεν είναι οι άλλοι, κυρίως οι Καθολικοί. Με άλλα λόγια, χωρίς πρωτείο, την ορατή έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας, συνοδευόμενο βεβαίως από τη συνοδικότητα.
Ωστόσο, η σημερινή κρίση της Ουκρανίας αποκάλυψε και έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμη πρόβλημα που συνδέεται έμμεσα με το πρωτείο: το θέμα της Ουνίας.[3] Αυτή η ιστορική δομή εντός της Καθολικής Εκκλησίας, ορθά ή λανθασμένα,[4] επηρέασε στην οικουμενική εποχή αρνητικά την πρόοδο του διμερούς διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου και της Καθολικής Εκκλησίας. Το θέμα της ύπαρξης των Ελληνόρρυθμων Καθολικών Εκκλησιών, που ιστορικά ξεκίνησε στην Ουκρανία, οδήγησε σε προσωρινή διακοπή τον επίσημο διμερή θεολογικό διάλογο μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικού καθεστώτος σε ολόκληρη σχεδόν την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.[5]
Το ακανθώδες για τις Ορθόδοξο-Καθολικές σχέσεις ζήτημα της Ουνίας αποδείχτηκε περίτρανα με την απόρριψη ενός τέλεια επεξεργασμένου κειμένου από την Κοινή Διεθνή Επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών Εκκλησιών κατά την 7η σύνοδο της Ολομέλειας, που πραγματοποιήθηκε το 1993 στην Θεολογική Σχολή του Μπαλαμάντ στο Λίβανο. Αυτό το κείμενο αυτό, με τίτλο «Η ουνία, ως μέθοδος της ενότητας του παρελθόντος, και η παρούσα αναζήτηση πλήρους κοινωνίας», ευρέως γνωστό ως «Διακήρυξη του Μπαλαμάντ», συντάχθηκε με την ελπίδα να εξομαλυνθούν οι εντάσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ πιστών των Ορθοδόξων (και Αρχαίων Ανατολικών) Εκκλησιών και της Καθολικής Εκκλησίας σε διάφορες χώρες, κυρίως στην Ουκρανία,[6] μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ανέλυε διεξοδικά τις εκκλησιαστικές αρχές και πρότεινε πρακτικούς κανόνες τόσο για τους Καθολικούς όσο και για τους Ορθόδοξους και τις τοπικές Εκκλησίες τους, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τις σχέσεις τους, αποφεύγοντας αμοιβαία παρέμβαση στις άλλες Εκκλησίες και μη χρησιμοποιώντας την πολεμική ιστορία. Σύμφωνα με τον καρδινάλιο Edward Cassidy, τον καθολικό συμπρόεδρο της Επιτροπής εκείνη την περίοδο, η έκθεση περιείχε τρεις αρχές: την ελευθερία τη συνειδήσεως, το δικαίωμα ύπαρξης Ελληνόρρυθμων Καθολικών Εκκλησιών, και ότι η Ουνία δεν αποτελεί σήμερα μέθοδος πλήρους κοινωνίας.[7]
 Οι Ουνίτες, ειδικά στην Ουκρανία, απέρριψαν τη Διακήρυξη του Μπαλαμάντ «γιατί υποδηλώνει ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν υπάρξει», ενώ οι περισσότεροι από τους Ορθόδοξους «επειδή δεν απαιτούσε την κατάργηση αυτών των Εκκλησιών»! Για να είμαστε ειλικρινείς, οι Ορθόδοξοι στο πλαίσιο του επίσημου θεολογικού διαλόγου, αλλά και πέρα ​​από αυτόν, πάντοτε πρότειναν πως έπρεπε είτε να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία είτε να απορροφηθούν πλήρως από την Καθολική Εκκλησία, χωρίς να ακολουθούν το ανατολικό τυπικό, που θεωρούσαν ως τον Δούρειο Ίππο έμμεσου προσηλυτισμού των Ορθοδόξων. Αυτή την απαίτηση τακτικά πρότεινε η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, επιμένοντας ότι το πρόβλημα της ‘Ουνίας’ έπρεπε να επιλυθεί πριν από οποιαδήποτε σημαντική πρόοδο στον Ορθόδοξο-Καθολικό διάλογο. Και αυτός ήταν ο λόγος της προσωρινής διακοπής του επίσημου διμερούς διαλόγου για μια σχεδόν δεκαετία, για να ξεκινήσει και πάλι με άλλη μια διαφωνία από την Ρωσική πλευρά, αυτή τη φορά  για το «Κείμενο της Ραβέννας», στην πραγματικότητα λόγω της διαφωνίας της σχετικά με τη σημασία του «πρωτείου»,[8] στην πραγματικότητα λόγω της διαφωνίας τους σχετικά με το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχη, με συνέπειες όμως και για την πρόοδο του Καθολικού-Ορθοδόξου θεολογικού διαλόγου.
Κατά την 25η επέτειο πέρσι αυτής της αποτυχημένης απόπειρας, της Διακήρυξης δηλαδή του Μπαλαμάντ, διεξήχθη ένα συνέδριο για να μελετήσει εκ νέου, μετά από 25 χρόνια, την έκθεση αυτή, διερευνώντας: (α) εάν η θεολογία περί «αδελφών εκκλησιών» έτυχε επαρκούς αποδοχής στην Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία, και β) κατά πόσο το «πρόβλημα της Ουνίας θα έπρεπε να εξεταστεί καλύτερα ανάλογα με συγκεκριμένα γεωγραφικά πλαίσια (ιδιαίτερα εκείνα της Ουκρανίας, αλλά και της Ρουμανίας,[9] των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής), παρά να δώσει μια γενική απάντηση στο πρόβλημα. Σε αυτό το συνέδριο, αυτό που παρουσίασε ένας Ουκρανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Loyola Marymount και το Οικουμενικό Ινστιτούτο Huffington, ο π. Κύριλλος Hovorun, ήταν αρκετά αποκαλυπτικός.[10] Συνδέθηκε το πρόβλημα της Ουνίας με την ενδο-Ορθόδοξη διαμάχη για το πρωτείο.[11]
***
Αυτή η μονόπλευρη αρνητική εκτίμηση του Uniatism,[12] παρά την κεντρική του θέση σε όλες τις εκκλησιολογικές και οικουμενικές συζητήσεις, ακόμη και στην προαναφερθείσα Διακήρυξη του Μπαλαμάντ, δεν ήταν τόσο διαδεδομένη μεταξύ των Ορθόδοξων θεολόγων, εκτός από εκείνους του λεγόμενου «ρωσικού αφηγήματος», και σε μικρότερο βαθμό εντός των άλλων τομέων που ανέφερα παραπάνω. Και δεν αναφέρομαι στο θέμα των «κλεμμένων εκκλησιών» του τίτλου αυτού του συνεδρίου,[13] που είναι μόνο το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία των Ουνιτών της Ουκρανίας. Πριν από λιγότερο από ένα χρόνο, ο γνωστός ιστορικός της Εκκλησίας π. Ιωάννης Erickson της ΟCΑ προειδοποίησε αυτοκριτικά τους Ορθοδόξους: «Θυμόμαστε την κατάλυψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 και πολλά άλλα γεγονότα του παρελθόντος πολύ έντονα .... Την ίδια στιγμή τείνουμε να ξεχνάμε τις φρικαλεότητες τις οποίες εμείς οι ίδιοι τελέσαμε, όπως η αναγκαστική προσάρτηση των  Ελληνόρρυθμων Καθολικών Εκκλησιών κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη».[14]
Η πιο σοβαρή εξέταση της θετικής συμβολής σε θεολογικό επίπεδο των ελληνικών καθολικών κοινοτήτων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας της Β΄Βατικανής Συνόδου.[15] Η θεολογική παρέμβαση του Νεοφύτου Edelby, Έλληνα Καθολικού (Μελxίτoυ) Αρχιεπίσκοπου Έδεσσας στο Οσροηνής, ο οποίος συμμετείχε από το 1962 έως το 1965 στις τέσσερις συνόδους του Β΄Βατικανής και συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην επαναφορά των θησαυρών την Ανατολική Ορθόδοξη παράδοση στη θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας.[16] Αν όλοι οι Ορθόδοξοι συμφωνούν ότι η ουσία της αυθεντικής ορθόδοξης παράδοσης εκφράστηκαν στη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογική σκέψη από τους θεολόγους της ρωσικής διασποράς (Florovsky, Meyendorff, Schmemann), οι θεολογικές απόψεις του Αρχιεπισκόπου Νεοφύτου που υποβλήθηκαν στις εργασίες της Β΄ Βατικανής συνόδου, όπως διασώζονται στα αρχεία της, έχει προκαλέσει την εύλογη απορία σχετικά με το ποιος αντιγράφει ποιον. Σε σημείο μάλιστα, μετά το πέρας της Β΄ Βατικανής, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας να αναγνωρίσει επίσημα κατά την συνάντησή με τον Μελχίτη Πατριάρχη Μάξιμο Δ',[17] ότι ο Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος «εκπροσώπησε τους Ορθοδόξους» στην Β΄ Βατικανή.[18]
Ο αείμνηστος Ελληνο-Ορθόδοξος λειτουργειολόγος Ιωάννης Φουντούλης, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θάρρος μετέφερε τις ιδέες του στην ελληνική Ορθόδοξη ακαδημαϊκή κοινότητα με το προ-διδακτορικό άρθρο του «Προς μίαν Μεταρρύθμισιν της Θείας Λειτουργίας»,[19] και σχεδόν ταυτόχρονα με ευνοϊκά σχόλια παρουσίασε  στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος,Θεολογία το βιβλίο του Liturgicon.[20]
Ο καθηγητής Φουντουλής δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και στους εκκλησιαστικούς κύκλους της Ελλάδος.[21] Την εποχή της ατυχούς διακοπής του επίσημου θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, κατόπιν αιτήματος των Ρώσων, ο γνωστός Ελληνόρρυθμος ελληνικής καταγωγής Καθολικός καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος των εν Ελλάδι απειροελάχιστων Ουνιτών, Δημήτριος Σαλαχάς, ήταν ένας τακτικός προσκεκλημένος επιστήμονας στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και ένας από τους πρωτεργάτες της συνέχισης του θεολογικού διαλόγου (σε επίπεδο πνευματικότητας, βέβαια) μεταξύ των Ορθοδόξων και Καθολικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Τμήματος Πνευματικότητας του Ποντιφικού Πανεπιστημίου Ateneo Antonianum της Ρώμης, στις αρχές της δεκαετίας του '90, μετά τη διακοπή του επίσημου θεολογικού διαλόγου. Η θετική αξιολόγηση της Διακήρυξης του Balamand από τον Σαλάχα μάλιστα δημοσιεύθηκε στο ανανεωτικό Ορθόδοξο περιοδικό Καθ’ Οδόν.[22]
Ένα άλλο δείγμα θετικής αναφοράς στην ελληνόρρυθμη Καθολική παράδοση, αυτή τη φορά από τη Δύση, είναι οι Ορθόδοξες μοναστικές κοινότητες της Νέας Σκήτης. Οι μοναχοί της, οι οποίοι αρχικά ανήκαν σε μια μικρή κοινότητα φραγκισκανών του Βυζαντινού τυπικού των ΗΠΑ, άρχισαν το 1966 υπό την ηγεσία του π. Λαυρεντίου να επιζητούν μια πιο αυθεντική μοναστική ζωή σύμφωνα με την Ανατολική χριστιανική παράδοση. Μετά από επισταμένη μελέτη της μοναχικής και λειτουργικής τους παράδοσης, τελικά αντιμετώπισαν ένα εκκλησιαστικό ζήτημα για το πού πραγματικά ανήκαν. Αν και τα ευρύτερα θέματα ανανέωσης και αυθεντικής παράδοσης που ξεκίνησαν με την Β΄ Βατικανή αποτέλεσαν έμπνευση για αυτούς, οι πραγματικές αλλαγές που εφαρμόστηκαν τελικά στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τη δεκαετία του '60 και του '70 δεν αφορούσαν άμεσα και την Ανατολική λειτουργική τους πρακτική. Αυτό τους οδήγησε, με την ευλογία των ανωτέρων τους, όπως ομολόγησαν, να αναζητήσουν την εκκλησιαστική υπαγωγή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Με τη μεσολάβηση των προικισμένων καθηγητών-ιερέων, π. Αλέξανδρου Schmemann και Ιωάννου Meyendorff αναζήτησαν και τελικά πέτυχαν την ενσωμάτωσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής (ΟCA) η οποία τους χορήγησε μάλιστα και καθεστώς των σταυροπηγιακών μονών. Το πιο σημαντικό όμως για το θέμα μας, είναι ότι απόλυτη εκτίμηση, εν μέσω της τότε αρνητικής κριτικής της Εκκλησίας μας, στην συμβολή για μια οικουμενική συμφιλίωση με την Ορθοδοξία των πρώην συναδέλφων τους μοναχών της Ουνιτικής παράδοσης, όπως διασώζονται σε ορισμένες πρώιμες εκδόσεις του Τυπικού τους και των λειτουργικών τους εκδόσεων.[23]
Και πριν από δύο δεκαετίες, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έκανε μια άλλη θαρραλέα δήλωση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται αυτό το φλέγον ζήτημα των Ουνιτικών Εκκλησιών: «Η επανεξέταση του παρελθόντος και η εξέταση των ανθρώπινων σφαλμάτων πρέπει να συνεχιστεί προς όλες τις κατευθύνσεις. . . γιατί όποιος συναινεί προς τα αρνητικά συμβάντα ενός άλλου ή τα ανέχεται με τη σιωπή του, έχει την ίδια ευθύνη με εκείνους που τα διέπραξαν».[24]
Το 2011, ο αρχιμανδρίτης Robert Taft, ο πλέον παγκοσμίως προβεβλημένος Ελληνόρρυθμος Καθολικός, επελέγη ως Συγκλητικό μέλος του Χριστιανικού Ορθοδόξου Ινστιτούτου του Αγίου Φιλαρέτου της Μόσχας. Η ακαδημαϊκή αυτή κοινότητα θεωρεί τον π. Ροβέρτο, «εκτός από εμπνευστή τους  σε εκκλησιαστικά και ακαδημαϊκά ζητήματα, και ότι ενισχύει την ελπίδα τους για υπέρβαση των διαιρέσεων μεταξύ των χριστιανών».[25]
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε, ότι η θρησκευτική ταυτότητα τόσο των Κιεβιτών όσο και των Μοσχοβιτών Ρώσων αναπτύχθηκε για γεωπολιτικούς, πολιτιστικούς και άλλους λόγους σε αντιπαράθεση με τους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς. Η εξέλιξη σε αυτή την γεωγραφική περιοχή, εκτός από την επίσημη επεκτατική πολιτική της Αγίας Έδρας κατά τον Μεσαίωνα, έρχεται σε αντίθεση με τη γενική Ελληνόφωνη Ορθοδοξία, η οποία καθοδηγείται από το διαρκές οικουμενικό όραμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου - εξ ου και η ελάχιστη έως σχεδόν μηδενική παρουσία των Ελλήνων Ουνιτών σε «ελληνόφωνα» περιβάλλοντα – είναι επίσης αντίθετη και με την εκπεφρασμένη και  διαρκή αντίθεση των Ουνιτών της Ουκρανίας, τόσο με τη «λατινοποίηση», όσο και με την «ρωσσοποίηση» της ταυτότητάς τους.
Η διακοπή ευχαριστιακής κοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το Πατριαρχείο Μόσχας - προσωρινά ελπίζουμε και προσευχόμαστε - που εκδηλώθηκε επισήμως με την απόφαση της 15.10.2018 με την αφορμή την Ουκρανική αυτοκεφαλία, δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Προηγήθηκε η άρνηση την τελευταία στιγμή συμμετοχής της Ρωσικής Εκκλησίας από το Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, όπως και της ολοκλήρωσης του προσυνοδικού κειμένου για την χορήγηση αυτοκεφαλίας, που αμφότερα είχαν διπλό στόχο: σε ιδεολογικό και γεωπολιτικό επίπεδο την αποτροπή της απώλειας της Ουκρανίας, κάτι που θα αποδυνάμωνε τη νέα θεωρία της ρωσικής ηγεσίας (πολιτικής και εκκλησιαστικής) για «Ρωσσικό λαό» (Russkii Mir), που φυσικά την ηγεμονία στα βόρεια και κατ' επέκταση νότια Σλαβικά έθνη. Και σε θεολογικό επίπεδο την αμφισβήτηση του πρωτείου του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κάτι που διαφοροποιείται από την σημερινή κανονική παράδοση της Ορθοδοξίας αναφορικά με την σχέση "ενός" και των "πολλών". Και αυτή η στάση σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε σταδιακά να οδηγήσει στην ηγεμονία της Ρωσικής Εκκλησίας πάνω σε όλη την Ορθοδοξία, κάτι δηλαδή παρόμοιο με την προηγούμενη θεωρία περί «Τρίτης Ρώμης».

Κάτι τέτοιο, φυσικά, θα καταστρέψει τη βάση της ενότητας της Εκκλησίας, δηλαδή την επιτακτική ανάγκη πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως ακριβώς υπάρχει σε μητροπολιτικό, επισκοπικό και ενοριακό επίπεδο. Η καινοφανής αντίληψή τους για την ενότητα της Εκκλησίας βασίζεται κυρίως στην κυριαρχία (sovereignty), την αριθμητική υπεροχή και στο γεγονός ότι επί του παρόντος το Πατριαρχείο Μόσχας συμβαίνει να είναι η εκκλησιαστική επαρχία μιας κυρίαρχης αυτοκρατορικής δύναμης, όπως κατά το παρελθόν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Νέα Ρώμη. Αυτές τις απόψεις δεν φαίνεται να μοιράζονται η ουκρανική Ορθοδοξία, ακόμη και η υπό το Πατριαρχείο Μόσχας Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (UOC-MP).[26]
***
Η νέα κατάσταση στην Ουκρανία με τη χορήγηση αυτοκεφαλίας στους Ορθόδοξους στη χώρα αυτή[27] έφερε απροσδόκητα και μια αναγέννηση του οικουμενικού πνεύματος στη χώρα. Και κατά τρόπο ειρωνικό, με τη συνολική συμβολή των Ουνιτών στη θρησκευτική συμφιλίωση στην Ουκρανία και τις επίσημα εκπεφρασμένες απόψεις τους υπέρ της ουκρανικής αυτοκεφαλίας. Η Ελληνόρρυθμη Ουκρανική Καθολική Εκκλησία, που για σχεδόν μισή χιλιετία αποτελούσε πρόβλημα στην Ουκρανική/Ρωσική ιστορία, και κατά την προσωπική μου άποψη το σοβαρότερο εμπόδιο για τον Ορθόδοξο-Καθολικό διάλογο στο παρελθόν (βλ. την Διακήρυξη του Μπαλαμάντ) εμφανίστηκε ξαφνικά ως ένας από τους πιο βασικούς παράγοντες στην προώθηση των οικουμενικών σχέσεων.[28]
Σε μια έρευνα που διεξήχθη στην Ουκρανία, με τίτλο «Τι μπορούν να διδαχθούν η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και η Ουκρανική Ελληνόρρυθμη Καθολική Εκκλησία η μία από την άλλη;»,[29] οι Ουκρανοί Ουνίτες δεν διστάζουν να απαντήσουν: «Την ευρεία συμμετοχή στην εκκλησιαστική διοίκηση», κάτι τόσο σημαντικό στην «Ορθόδοξη παράδοση». Μετά την πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που απευθύνθηκε σε λαϊκούς, μοναχούς, κληρικούς, εκτός από επισκόπους, για την ενοποιητική Σύνοδο της 15ης Δεκεμβρίου του 2018, δήλωσαν: «Χωρίς να παραθεωρεί την κανονική παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας, η Ελληνόρρυθμη Καθολική Εκκλησία της Ουκρανίας μπορεί επίσης να διδαχθεί από τις ισχυρές Ορθόδοξες παραδόσεις συνοδικότητας και λαϊκής συμμετοχής. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τη διεξαγωγή γενικών συνόδων, αλλά και για την εκλογή επισκόπων και ιερέων»,[30] και θα προσέθετα σε ολόκληρη την εκκλησιαστική ζωή, συμπεριλαμβανομένης και της λειτουργικής, από την ενοριακή μέχρι την οικουμενική έκφρασή της.[31]
Ο προκαθήμενος των Ουκρανών Ουνιτών Σβιατοσλάβ (Σεβτσούκ) υπογράμμισε ότι «στην Ουκρανία υπάρχει μια ενδιαφέρουσα προοπτική για οικουμενικό διάλογο στο πλαίσιο νέων δυνατοτήτων».[32] Και σε μια συνέντευξη[33] προχώρησε ακόμη πιο πολύ εκφράζοντας μια τολμηρή αισιόδοξη άποψη, ότι «η αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης δεν είναι ουτοπική σκέψη, όπως την αποκαλούν ορισμένοι. Αυτός είναι ο στόχος της οικουμενικής κίνησης. Αυτή είναι η εκπλήρωση της εντολής του Χριστού, «ίνα πάντες εν ώσιν».[34]
Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β απεκάλεσε πριν από μερικές δεκαετίες την Ουκρανία «εργαστήριο οικουμενισμού».[35] Ομοίως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων της θρονικής εορτής το 1991 στον καθεδρικό Ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, τόνισε: «Με τις ιστορικές αλλαγές , ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, δημιουργήθηκαν ευκαιρίες συνεργασίας για την κοινή μαρτυρία και για μια βαθύτερη ενότητα των ‘αδελφών Εκκλησιών΄ μας».[36] Το ίδιο και ο Προκαθήμενος της Ουνιτών της Ουκρανίας, που εξέφρασε την επιθυμία του «να συνεργαστεί με την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Συμφωνήσαμε μάλιστα και με τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Επιφάνιο, να επεξεργαστούμε έναν συγκεκριμένο ‘οδικό χάρτη’, αναγνωρίζοντας ότι η δική του Εκκλησία ‘φέρει την μυστική εκκλησιαστική μνήμη του αδιαίρετου Χριστιανισμού της πρώτης χιλιετίας ... θεωρούμε ότι Μητέρα Εκκλησία μας είναι η Εκκλησία της Νέας Ρώμης».[37]
Ομοίως, και από την Ορθόδοξη πλευρά, ο νεοεκλεγείς Προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Επιφάνιος, δήλωσε: «Θέλουμε να ξεκινήσουμε μια γόνιμη συνεργασία μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ελληνόρρυθμης Καθολικής Εκκλησίας της Ουκρανίας, που βέβαια υπάρχει, αλλά θέλουμε να την εμβαθύνουμε ώστε να συνεργαστούμε στο μέλλον».[38] Λίγο πριν από τις παραπάνω ενθαρρυντικές εξελίξεις στην Ουκρανία, παρόμοια ανησυχία εξέφρασαν ορισμένα μέλη μιας ad hoc επιστημονικής επιτροπής του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES), στην οποία ανατέθηκε η επιστημονική αξιολόγηση των θεολογικών επιχειρημάτων της ουκρανικής κρίσεως. Στην Τελική Έκθεσή της, που υιοθετήθηκε από το CEMES, κυρίως μετά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας να διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία με τη μητέρα Εκκλησία της, αναφέρεται: «ενόψει της δυνατότητας ένταξης της Ουκρανικής Ελληνόρρυθμης Καθολικής Εκκλησίας στη νέα προσπάθεια ενιαίας Ορθόδοξης παρουσίας στην Ουκρανία, με τις αναγκαίες φυσικά κανονικές προϋποθέσεις,[39] πολλοί οικουμενικά προσανατολισμένοι συνεπείς Ορθόδοξοι θα προτιμούσαν ενδεχομένως την ενότητα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ειδικά υπό τον παρόντα Πάπα, αντί της Ρωσικής Εκκλησίας, ειδικά με τo σημερινό της κυρίαρχο αφήγημα περί Russkii Mir, το οποίο από πολλές απόψεις είναι αντίθετο με το πιο ολιστικό κείμενο-απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, υπό τον τίτλο «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σημερινό κόσμο», ένα κείμενο για την οποίο άλλωστε η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει επίσημα εκφράσει τις περισσότερες επιφυλάξεις».[40]
***
Είναι δυνατόν, ή μπορούν, οι Ουνιτικές Εκκλησίες να διαδραματίσουν θετικό ρόλο στο σχέδιο του Θεού για την ενότητα του Χριστιανισμού, όπως το έπραξαν κατά τα προκαταρκτικά στάδια της Β΄ Βατικανής, μεταφέρνοντας τον θεολογικό θησαυρό και την πνευματικότητα της Νέας Ρώμης στο μεγάλο ρεύμα του δυτικού Χριστιανισμού, ειδικότερα την Παλαιά Ρώμης;[41] Μπορεί ένας από τους κύριους λόγους διάσπασης μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης, αν και όχι θεολογικού αλλά διοικητικού και δικαιοδοσιακού χαρακτήρα, να γίνει μέσον προς την ενότητα; Ειδικά μετά την απόρριψη της Διακήρυξης του Μπαλαμάντ της επίσημης Μικτής Ορθόδοξο-Καθολικής επιτροπής θεολογικού διαλόγου, τόσο από τους συντηρητικούς κύκλους στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο και από ορισμένους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς στην Ουκρανία; Γιατί όχι![42]
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το Άγιο Πνεύμα λειτουργεί, ειδικά σε σχέση με τις οικουμενικές σχέσεις, με απρόβλεπτο και πέρα από κάθε φαντασία τρόπο.[43] Άραγε θα πνεύσει τώρα στις Εκκλησίες μας, ειδικά στην Παλαιά και τη Νέα Ρώμη, το Άγιο Πνεύμα με παρόμοιο απρόβλεπτο και πέρα από κάθε φαντασία τρόπο; Οι δυο αυτοί κύριοι κλάδοι του χριστιανισμού είναι έτοιμοι να βαδίσουν εν Αγίω Πνεύματι; Μπορούν να μεταμορφωθούν σε μαθητές του Κυρίου μας και να γίνουν μάρτυρες σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού;[44] Προσευχόμαστε, ώστε ο Πάπας Φραγκίσκος, τον οποίο θεωρώ ως τον πλησιέστερο στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, μεταξύ σχεδόν όλων των προκατόχων του, να αφουγκραστεί προσεκτικά και προσευχητικά να αντιληφθεί αυτό το σημείο του Πνεύματος, όπως έκανε σχεδόν πριν από πέντε χρόνια στη Βασιλική του Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών, όταν έλεγε: «Η ενότητα των χριστιανών - είμαι πεπεισμένος για αυτό - δεν θα είναι ο καρπός των εκλεπτυσμένων θεωρητικών συζητήσεων, στις οποίες ο καθένας προσπαθεί να πείσει τον άλλον για την αλήθεια των απόψεών του. Ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει και θα μας βρει ακόμη να συζητούμε. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι για να φτάσουμε στο βάθος του μυστηρίου του Θεού χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον, να συναντηθούμε και να βαδίσουμε υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εναρμονίζει την ποικιλομορφία και ξεπερνά τις συγκρούσεις, συμφιλιώνει τις αντιθέσεις».[45] Προσευχόμαστε, όπως και στο Παγκόσμιο Ιεραποστολικό Συνέδριο των Αθηνών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών το 2005, το πρώτο σε μια κατ' εξοχήν Ορθόδοξη χώρα: «Ελθέ  Πνεύμα Άγιο, θεραπεύστε και συμφιλίωσέ μας».
***
Κατά την άποψή μου, ακόμα και αν μια τόσο ριζοσπαστική πρωτοβουλία η Παλαιά και η Νέα Ρώμη δεν είναι έτοιμες να πάρουν σε ανώτατο επίπεδο, κάτι που απαιτείται και από τις δύο πλευρές, το προηγούμενο και το παράδειγμα της Νέας Σκέτης αποτελεί ένα – αν και όχι το μοναδικό – ολοκληρωμένο οικουμενικό προηγούμενο ουσιαστικής προώθησης της πλήρους ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανών Ανατολής και Δύσης.
(Μετάφραση Ιωάννης Λότσιος  Δρ. Θ)

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ   ΕΔΩ

Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΓΟΥΡΙΔΗ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟ. ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΚΟ. ΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ  ειδικά σε σχέση με τις οικουμενικές σχέσεις, με απρόβλεπτο και πέρα από κάθε φαντασία τρόπο.
 FANTASTIC MAN.
 ΑΝΤΙ ΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΟΥ:

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ


Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
Ο κ. Βασιλειάδης προορίζεται να αντικαταστήσει τον Απόστολο των Εθνών, στην νέα εκκλησία που ετοιμάζεται! Όπως και στην κινηματογραφική ταινία «το πέταγμα του Φοίνικος», ένα μικρό ευκίνητο εκκλησιαστικό όχημα θα προκύψει απο το ναυαγισμένο όχημα της παραδοσιακής εκκλησίας, για να ανταποκριθεί καλύτερα στην νεωτερική εποχη! «Όπου το ζήτημα της ατομικότητος αναδεικνύεται επιτακτικά και το αίτημα ηθικής και κοινωνικής ευαισθησίας υπερκαλύπτει την υπαρξιακή αναγκαιότητα σωτηρίας».
Σε σημαντική του συνέντευξη στο αποκρυφιστικό περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ ο κ. Βασιλειάδης καταγγέλλει πως ο Απόστολος Παύλος διέστρεψε το μήνυμα του πρώτου Χριστιανισμού, το οποίο ήταν ηθικό και εσχατολογικό, όπως ακριβώς ξαναγεννιέται στην ευχαριστιακή εσχατολογία του κ. Ζηζιούλα, και επέβαλε την σωτηριολογική ερμηνεία της Οικονομίας. Καιρός να επανορθώσουμε το βαρύ λάθος για να συμβαδίσουμε με την εποχή μας! 
κ. Βασιλειάδη καταλαβαίνετε σε τί μπελάδες βάζετε την εκκλησία;
Και τί θα κάνουν κ. Βασιλειάδη τόσα νέφη αγίων που σώθηκαν με την λανθασμένη διδασκαλία του Απ. Παύλου; 

Θα πρέπει να επιστρέψουν όλοι τους σιγά - σιγά, με μετεμψυχώσεις και μετενσαρκώσεις για να πετύχουν την ηθική πρόοδο με την ευχαριστιακή εσχατολογία; 
Θα αδειάσετε κυριολεκτικά την Βασιλεία των Ουρανών κ. Βασιλειάδη!
Είμαστε σοβαροί;
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: