ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ
Συνέχεια από: Τρίτη, 23 Ιουλίου 2019
Έκθεσις και ανασκευή των ρήσεων του Ακίνδυνου, δια των οποίων κατασκευάζει ότι η χάρις είναι η ίδια η ουσία του Θεού, κατά τις οποίες, δυσσεβέστερος και του Ευνομίου ακόμη, αποδεικνύεται άθεος και πολύθεος συγχρόνως, διότι συνθέτει το θείο και θεωρεί το ίδιο και κατά τον ίδιο τρόπο κτιστό και άκτιστο
26. Αλλά αυτά μεν τα αποδείξαμε σε πολλά σημεία των λόγων. Τώρα δε, επειδή ο Ακίνδυνος στους λόγους του Περι χάριτος παρουσιάζει φανερά ότι η χάρις τούτη είναι η ίδια η ουσία του θεού, αν και άλλοτε την δεικνύει κτιστή με περισσότερα επιχειρήματα, ας το δούμε και αυτό· πώς και με ποια μέσα νομίζει αυτός ότι το αποδεικνύει εδώ. Αφού λοιπόν είπε ότι «η πάντοτε υπάρχουσα από τον πάντοτε όντα χάρις είναι ο Υιός και το άγιο Πνεύμα», παραπάνω δε ότι «τούτη είναι και ο ίδιος ο Πατήρ και η ίδια η ουσία τούτων», διότι κατ’ αυτήν τα ονομάζει αυτά χάρι άκτιστη, δεν θεωρεί δε τίποτε άλλο άκτιστο κοινό με τούτα, παρά μόνο την ουσία, αφού λοιπόν αυτός έτσι εξήγησε τούτο, προσθέτει· «αν ο άγιος (Μάξιμος) είπε αυτό το πράγμα, όχι ονομαστικά, όμως δεν το αποσιώπησε διότι ήθελε να δηλώσει κάτι άλλο, αλλά διότι αρκετά ήταν γι’ απόδειξή του τα γνωρίσματα που λέχθηκαν». Αφού είπε τούτο, ο ίδιος φανερώνει τα γνωρίσματα του ότι η από τον Θεό άκτιστη χάρις είναι η ίδια η ουσία του Θεού, γράφοντας, «επειδή πότε κατ’ αρχήν ο άγιος υπονόησε ότι αυτό που είπε πάντοτε ον, αυτό είναι ουσία (διότι από το είναι παράχθηκε και το όνομα της ουσίας), πολύ περισσότερο που δεν είπε απλώς όν, αλλά ‘πάντοτε όν’, και δεν σταμάτησε ούτε έως τούτο το σημείο, αλλά προσέθεσε· ‘από τον πάντοτε όντα Θεό’; Θα ευρεθεί ποτέ κανείς που θα εννοήσει τούτο το πράγμα ανούσιο;».
27. Τo να αρνείται ότι είναι δυνατό ο θείος Μάξιμος να εννοούσε το πράγμα διαφορετικά από τη φαυλότατη και δυσσεβή τούτη εισήγηση, είναι γνώρισμα της θρασυστομίας και αναίδειας του Ακίνδυνου, αλλά συγχρόνως και της ορμής και δεινότητάς του στο να εξαπατά. Διότι αποτρέπει τους αφελέστερους να εννοήσουν κάτι άλλο και με μόνη τη μορφή της λέξεως, διότι τάχα είναι εντελώς αδύνατο να σημαίνει τίποτε άλλο από ό,τι αυτός σκέπτεται και κατασκευάζει. Εμείς όμως, αφού του καθαιρέσουμε τούτο το κατά κάποιον τρόπο πονηρό προτείχισμα, θα διερευνήσουμε κι’ αυτά τα, όπως αυτός νομίζει, άδηλα βάθη τού ψεύδους. Διότι λέγει· «πώς ο άγιος θα υπονοούσε κατ’ αρχήν ότι αυτό που είπε πάντοτε ον, αυτό είναι ουσία;». Πόσο φιλοσοφική είναι και η κατασκευή και η απόδειξη! Διότι λέγει· «από το είναι παράχθηκε και της ουσίας το όνομα».
28. Πώς, ω σοφότατε, ακούοντας το ον, εννοείς την ουσία; Διότι εσύ χρησιμοποιείς τη λέξη, ‘πώς’ με θαυμασμό και απορία για το ότι δεν είναι το ον ουσία· εμείς δε καταλαμβανόμαστε από θαυμασμό για τούτο, πώς είναι το ον ουσία, αφού είναι κοινό όνομα των οπωσδήποτε όντων, ώστε η μεν ουσία κατ’ ανάγκη να είναι ον, το δε ον όχι κατ’ ανάγκη ουσία. «Αλλά», λέγει, «έχω συναρτημένη με το πρόβλημα και την απόδειξη τού ότι το ον είναι ουσία». Ποιά λοιπόν είναι η απόδειξη, ποιά; «Ότι από το είναι παράχθηκε και της ουσίας το όνομα».
29. Αλλοίμονο, επιστημονική απόδειξη! Εσύ βέβαια θα μάς αποδείξεις ότι και οι λόγοι σου τούτοι είναι αστέρες, επειδή άλλοτε λέγουν ότι είναι η θεοποιός χάρις του Πνεύματος, άλλοτε ότι είναι η ίδια η υπόσταση, άλλοτε ότι είναι κτίσμα κι’ έτσι, φερόμενοι από άλλο σε άλλο, αστατούν τελείως, λέγοντας, ότι το άστατο είναι αστήρ, διότι από το αστατώ παράχθηκε και το όνομα του αστέρος, και δεν αντιλαμβάνεσαι ούτε εκείνο που διδάσκονται τα παιδάκια από την αρχή, μόλις εισαχθούν στην εγκύκλιο εκπαίδευση από τους επιμελητές τους, ότι οι ετυμολογίες δεν αντιστρέφονται. Παραλείπω να πω ότι δεν γνωρίζεις ουτ’ εκείνο (το οποίο δεν είναι ανήκουστο για τους ήδη αφιερωμένους σε φιλοσοφικούς όρους, να τείνουν τα αυτιά τους σε μειράκια), ότι τα επάνω γίνονται κατηγορούμενα στα κάτω κατά τις διαιρέσεις και όχι τα κάτω στα επάνω. Αλλά, λέγει, «ο άγιος Μάξιμος δεν είπε απλώς όν, αλλά πάντοτε ον. Και δεν σταμάτησε έως το σημείο τούτο, αλλά πρόσθεσε και το από τον πάντοτε όντα».
30. Αλλά τούτο, ώ μεγαλόφρον και θεολογικώτατε, δεν υπερασπίζεται την αμάθειά σου για τα κάτω ερχόμενα από το γεγονός ότι φρονείς τα άνω, αλλά και την αποδεικνύει δυσσεβεστάτη. Αν πράγματι το πάντοτε όν είναι ουσία κατ’ ανάγκην, καλώς λέγει ο Ευνόμιος ονομάζοντας ουσία το αγέννητον επί του Θεού, επιπλέον δε και το γεννητό. Το μεν αγέννητο είναι πάντοτε ον και κατ’ εκείνον, το δε γεννητό είναι και πάντοτε ον, όσο τουλάχιστο εμείς γνωρίζουμε και πιστεύουμε, και από τον πάντοτε όντα. Επειδή δε και κατά τον θείο Ιωάννη Δαμασκηνό, όπως δηλώσαμε και στον προηγούμενο λόγο, «έργο θείας φύσεως είναι η προαιώνια και αΐδια γέννησις», αν δε αυτή, τότε είναι και η εκπόρευση -διότι πώς θα μπορούσε αλλιώς;-, εσύ δε κάθε τι που είναι πάντοτε λέγεις ότι είναι ουσία από τον πάντοτε όντα, τότε κατά την άποψή σου ουσία θα είναι και η γέννησις και η εκπόρευσις. Ότι βέβαια διαφέρει η εκπόρευσις από τη γέννησις δεν θα διαφωνήσει κανείς, ότι δε «άλλο είναι ο γεννών και άλλο η γέννησις», το λέγει και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος. Και πάντως δεν είναι μόνο «άλλο γεννών και άλλο γέννησις», αλλά και ο γεννηθείς είναι άλλο από την γέννησιν και άλλος από τον γεννώντα. Εάν αυτά είναι έτσι, τότε και η εκπόρευσις είναι άλλο από τον εκπορεύοντα και από το εκπορευόμενο, και το εκπορευόμενο πάλι άλλο και από τα δύο. Αν και όλα αυτά είναι πάντοτε όντα και άκτιστα, δεν αναιρείται από αυτά το να είναι ένας άκτιστος Θεός. Γι’ αυτό και κινδυνεύει και από εδώ ο Ακίνδυνος να θεωρηθεί ότι είναι άθεος και πολύθεος συγχρόνως και ότι φρονεί το ίδιο και κατά τον ίδιο τρόπο κτιστό και άκτιστο. Δογματίζοντας δηλαδή (ο Ακίνδυνος) ότι το καθένα από τα απαριθμηθέντα, ως πάντοτε ον, είναι θεία ουσία, δεικνύει ότι δέχεται πολλές και διάφορες μεταξύ τους θείες ουσίες. Επειδή δε πάλι αυτός αποφαίνεται ότι είναι κτιστό κάθε τι πού διαφέρει οπωσδήποτε από τη θεία φύσιν, αποδεικνύει ότι θεωρεί κτιστά τα έργα αυτά της θείας φύσεως, δηλαδή τη γέννησιν και την εκπόρευσιν, κι’ έτσι ο ταλαίπωρος παριστάνει κτιστόν και όχι Θεό τον Θεό.
31. Εμείς όμως μαζί με τους θείους πατέρες άκτιστα θεωρώντας τόσο τη φύσιν αυτή όσο και τα της φύσεως έργα του Θεού, δηλαδή τα φυσικώς προσόντα στον Θεό, ένα λατρεύουμε άκτιστον Θεόν και τίποτε άλλο έκτος από αυτόν δεν δεχόμαστε άκτιστο. Διότι και η της φύσεως λαμπρότητά του, καθώς και η δύναμις και ενέργεια και θέλησις, δεν είναι εκτός της φύσεως· αλλά δεν είναι τίποτε από αυτά ούτε ανούσιο και ανυπόστατο, όχι διότι το καθένα από αυτά υπάρχει ως ουσία και υπόστασις, αλλά διότι δεν είναι χωριστά από εκείνη την τρισυπόστατη φύσιν, αν και ο λόγος επιχειρώντας να πει κάτι γι’ αυτά, φαίνεται να χωρίζει τα αχώριστα, όπως και ότι διαπραγματεύεται περί υποστάσεως· και όμως πώς θα υπήρχε υπόστασις ανούσια; Ώστε αυτά τα εναντίον μας προβαλλόμενα από τον Ακίνδυνο αποτελούν φλυαρία. Αυτός όμως, αφού λέγει και κατασκευάζει ότι κάθε τι που υπάρχει πάντοτε είναι ουσία (παν το αεί ον ουσίαν είναι), είναι φανερό ότι ομοφρονεί με τον Άρειο και τον Ευνόμιο και τον Μακεδόνιο, η μάλλον ότι αυξάνει προς το χειρότερο κι’ αυτών την δυσσέβεια. Διότι παρουσιάζεται να δέχεται όχι μία ουσία θεία, όπως εκείνοι την αγεννησία, αλλά και τη γέννησιν και την εκπόρευσιν, καθώς επίσης και τη λαμπρότητα της θείας φύσεως και τη δύναμιν και την ενέργεια τη θεία και άκτιστη. Μπορεί λοιπόν άραγε αυτός, που λέγει ουσίες όλα αυτά που τόσο πολύ διαφέρουν μεταξύ τούς, να προσκυνεί μια και απλή θεότητα; Και μάλιστα, ενώ ο σοφός στα θεία Κύριλλος γράφει, «αν ό,τι υπάρχει μόνο στο Θεό, τούτο είναι πάντως και ουσία του, ο Θεός θα αποτελείται για εμάς από πολλές ούσίες», και πάλι, «αν λοιπόν το καθένα από τα προσόντα στο Θεό τοποθετηθεί στην τάξη τής ουσίας, πώς δεν θα είναι σύνθετος ο απλός, πράγμα που και να το σκεφθεί κανείς είναι ατοπώτατο;».
(Συνεχίζεται)
ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΝΕΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΕΛΑΒΕ Ο ΜΠΑΛΤΑΣΑΡ ΥΠΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ 2η ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΙΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΕΝ ΠΟΛΛΟΙΣ.
ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ Η ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΟΥΣ ΙΔΕΕΣ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ ΚΑΊ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΗ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου