ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Πέμπτη,4 Ιουλίου 2019
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
1. ΣΠΑΡΤΗ (συνέχεια 2η)
Σε ό,τι αφορά στην αποφασιστική καμπή,
στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, και αποτελεί μοναδικό γεγονός,
χρονολογούμενη κατά το 9ον αιώνα, είναι περιττό να καταγράψουμε
ποιοι ήταν οι θεσμοί που κληρονομήθηκαν και τί επιπλέον προστέθηκε αργότερα.
Ασφαλώς επέζησε η ηρακλειδική διαρχική
βασιλεία, όπως μεταφέρθηκε από τη δωρική επιδρομή: πολιτικά εύθραυστη
εξαιτίας τής δυαδικότητάς της, που απαιτούσε ξεχωριστές τελετές, κηδείες και
χρονικά και την απαγόρευση οποιασδήποτε συγγενικής σχέσης ανάμεσα στους
βασιλείς, διότι αυτή θα οδηγούσε ενδεχομένως σε αιμομικτικούς γάμους, με
συνέπεια τον εκφυλισμό. Η βασιλεία διατηρούσε ταυτόχρονα το δικαίωμα στην
κληρονομική διαδοχή για το σύνολο του Κράτους, γεγονός που απέκλειε τη
δυνατότητα στους φιλόδοξους να επιδιώξουν την απόλυτη εξουσία. Το δικαίωμα αυτό
βασιζόταν στην κληρονομική πολεμική δεινότητα, όπως το απέδειξαν στην συνέχεια
οι Ηρακλείδες. Εκτός τού στρατεύματος οι βασιλείς είχαν, όπως γνωρίζουμε,
περιορισμένες πολιτικές εξουσίες, οι οποίες αργότερα περιορίστηκαν σε σχεδόν
αποκλειστικά τιμητικές διακρίσεις· μόνον η ταφή τους συνοδεύονταν από βασιλικές
τιμές, διότι μετά θάνατον αποκτούσαν τον τίτλο τού ήρωα.
Μετά τούς βασιλείς υπήρχε η γερουσία, ένα
Συμβούλιο γερόντων αποτελούμενο από 28 μέλη, που κατείχε αρχικά την πραγματική
εξουσία τού Κράτους, αλλά μετά τη δημιουργία τού θεσμού τών εφόρων (για τους
οποίους θα μιλήσουμε στη συνέχεια) η δικαιοδοσία του περιορίστηκε σε τρέχοντα
ζητήματα. Ο τρόπος τής εκλογής τους δεν μάς είναι γνωστός· ξέρουμε μόνον ότι ο
Αριστοτέλης τη χαρακτήρισε «παιδαριώδη» και κατέκρινε το γεγονός ότι κάποιοι υποχρεώθηκαν να διεκδικήσουν αυτόν τον
τίτλο. Κάποιοι άλλοι συγγραφείς, που θεωρούν τον Λυκούργο σκεπτόμενο πολιτικό
με τη δυνατότητα να επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικά πρότυπα, θαυμάζουν τη
δεξιοτεχνία με την οποία κατόρθωσε να αναμείξει τη μετριοπάθεια της γερουσίας
με τον ενθουσιώδη ζήλο τής βασιλείας, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα να προστατευθεί
από τη δεύτερη, καθώς και από μιαν ενδεχόμενη δημοκρατία· θεωρούσαν ήδη
εξαιρετικό το γεγονός ότι ο αριθμός 28 προκύπτει από τον τετραπλασιασμό τού
επτά. Τέλος υπήρχε η συνέλευση του λαού, στην οποία συμμετείχαν περιοδικά όλοι
οι Δωριείς άνω τών 31ος ετών
και αποδέχονταν ή απέρριπτε δια βοής τις προτάσεις τών βασιλέων ή τής
γερουσίας· αν ο δωρικός λαός έκανε ωστόσο τη «λάθος επιλογή», μπορούσαν να του
αντιταχθούν και να την παρακάμψουν. Η υποταγή του λαού ήταν εξασφαλισμένη λόγω
τής συμμετοχής ολόκληρης της φυλής στην εξουσία κατέναντι στους υπόλοιπους
υπηκόους της.
Ο ίδιος ο λαός δεν υπήρξε παρά ένας ετοιμοπόλεμος στρατός, που διατηρούσε την
Πελοπόννησο υποταγμένη ή σε κατάσταση πολιορκίας, και απειλούσε την ευρύτερη
περιοχή στη μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια που του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Αλλά
για να γίνουν κατανοητά τα συμβάντα που ακολούθησαν, θα πρέπει να σταθούμε σε
ένα μέγα γεγονός που αφορά στη φυσιολογία,
και είναι η απίστευτη γονιμότητα του ελληνικού έθνους κατά τον 8ον
αιώνα και, χωρίς αμφιβολία, ακόμη και κατά τον 7ο, χωρίς την οποία
δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί η μαζική του εξάπλωση. Υποθέτουμε ότι η Σπάρτη
την εποχή τής νέας της πολιτικής θεσμοθέτησης αριθμούσε 9.000 ενήλικες Δωριείς,
στους οποίος παραδόθηκε από ένας κλήρος· υπήρχε επιπλέον μια εκτίμηση, ότι η
πόλη αριθμούσε κάποτε 10.000 κατοίκους. Σύμφωνα όμως με όλες τις ενδείξεις
υπήρχαν ήδη πολύ περισσότεροι, έτσι που οι οικογένειες θα πρέπει να αισθάνονταν
ιδιαίτερα περιορισμένες στα εδάφη τους. Επομένως, γιατί να μην ορμήσουν πάνω σε
έναν γειτονικό αδελφό λαό, που δεν ήταν εξίσου ισχυρός και του οποίου η
μετριοπαθής πολιτική απέναντι στους αυτόχθονες υπήρξε αντικείμενο συνεχούς
επίκρισης, αν όχι και απειλής, για την ίδια τη Σπάρτη ; Ασφαλώς και υπήρχαν
παλαιές συμβάσεις ειρήνης μεταξύ τών διαφόρων δωρικών πληθυσμών, στις οποίες
όμως γινόταν αναφορά μόνο μετά την καταπάτησή τους· μήπως η Κρήτη, που
απαρτίζονταν μόνον από δωρικές πόλεις, δεν υπήρξε πάντοτε μια χώρα θύμα άγριων συμπλοκών και λεηλασίας ; Μετά
την καταπάτηση μερικών ανεξάρτητων νησίδων στην κοιλάδα τού Ευρώτα (όπως οι
Αμύκλες) επιδιώχθηκε το μέγα εγχείρημα: τη στιγμή που οι υπόλοιποι Έλληνες
εγκαθίδρυαν αποικίες, η Σπάρτη εισέβαλε
στη Μεσσηνία.
Επρόκειτο για τους προς δυσμάς γείτονές
τους , εξίσου Δωριείς, οι οποίοι είχαν υποτάξει έναν αρχαιότερο λαό και είχαν
εγκατασταθεί σε μια περιοχή ασύγκριτα πλουσιότερη και ευφορότερη. Όταν στην
αρχή τού πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου (743 – 724
π. Χ.) ρώτησαν τον βασιλιά Πολύδωρο, αν πραγματικά είχε την πρόθεση να
πολεμήσει τούς αδελφούς του, είπε: «Θέλουμε απλώς να καταλάβουμε εκτάσεις που
δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί, που δεν έχουν δηλαδή ακόμη καταστεί κλήροι, για
τους δικούς μας ανθρώπους». Η Σπάρτη δεν έστειλε στους Μεσσήνιους ούτε κήρυκες
ούτε κάποιου είδους κήρυξη πολέμου, αλλά όλοι οι Σπαρτιάτες είχαν μυστικά
ορκιστεί ότι : όσο και αν βαστούσε ο πόλεμος, όποιες θυσίες και αν απαιτούσε,
δεν θα τον εγκατέλειπαν πριν
καθυποτάξουν τη Μεσσηνία. Σε περιόδους ανάπαυλας στη διάρκεια αυτού τού
μεγάλου αδελφοκτόνου πολέμου ανανεωνόταν με επιμονή η επίκληση αυτού τού όρκου.
Φυσικά στη Μεσσηνία δεν αφάνισαν τα μνημεία και τους οικισμούς, όπως συνήθως σε
άλλες περιοχές τής Ελλάδας, διότι οι κατακτητές θεωρούσαν ήδη δική τους αυτή τη
γη. Την μοίρασαν σε κλήρους για τους Σπαρτιάτες, και όσοι κάτοικοι δεν
σκοτώθηκαν ή εκδιώχθηκαν έγιναν σκλάβοι τών νέων κατακτητών. Αλλά αυτά τα νέα
εδάφη δεν στάθηκαν αρκετά για να
απορροφήσουν τον πλεονάζοντα σπαρτιατικό πληθυσμό, και έτσι λίγο αργότερα
χρειάστηκε να εκδιωχθεί ένας μεγάλος αριθμός άστεγων Δωριέων, τους οποίους
αποκάλεσαν Παρθένιους· αυτοί κατέλαβαν τον Τάραντα. Σε όλη τη διάρκεια του
πολέμου οι χρησμοί τών Δελφών υποστήριζαν ασφαλώς τις ενέργειες των κατακτητών.
Η
εξέγερση των Μεσσήνιων οδήγησε στον δεύτερο πόλεμο (περί το 685 π. Χ.), και εδώ
παρατηρείται για πρώτη φορά πτώση τής γεννητικότητας
στους Σπαρτιάτες, έτσι που αναγκάστηκαν να εντάξουν στο δυναμικό τού
στρατού τους είλωτες, και όχι μόνον ως μεταφορείς όπλων, αλλά μεταξύ τών
μάχιμων Σπαρτιατών. Επιπλέον, υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στη διπλωματία. Η
Σπάρτη εξαγόρασε τις υπηρεσίες ενός Αρκάδα,
συμμάχου τών Μεσσηνίων, του βασιλιά Αριστοκράτη, και έτσι «υπήρξε η πρώτη
δύναμη που κατέβαλε χρυσάφι για την εξασφάλιση μιας υπεροχής, που είχε ως τότε
αποκτηθεί μόνο δια των όπλων». Τελικά κατέκτησε τη νίκη (περί το 668 π. Χ.) και
όλοι οι Μεσσήνιοι που δεν πρόλαβαν να εξοριστούν, μετατράπηκαν σε είλωτες, που
σημαίνει ότι ολόκληρη η ιδιοκτησία τής γης πέρασε στους Σπαρτιάτες. Αλλά τώρα
ήταν απαραίτητο να αυξηθεί το δυναμικό τών
Σπαρτιατών μέσα στην ίδια τους τη χώρα, όπως είχε προηγουμένως χρειαστεί
να γίνει και στο στρατό, επιστρατεύοντας αυτή τη φορά σκόπιμα, όχι πλέον τούς
περίοικους, αλλά τούς ίδιους τους είλωτες, οι οποίοι με τον καιρό κατέστησαν
πολίτες με πλήρη δικαιώματα.
Η εξέλιξη όμως αυτή κατέστησε αδύνατη την
περεταίρω επέκταση του σπαρτιατικού κράτους σε νέες περιοχές τής Πελοποννήσου
και έτσι η εξουσία του περιορίστηκε πλέον στην εξασφάλιση της κυριαρχίας και
της κηδεμονίας του, καθώς και στην εξαναγκαστική στράτευση πολεμιστών. Από εδώ
και στο εξής αρχίζει η ιστορία μιας τεχνητής Σπάρτης,
που επιβιώνει χάρη στις πιο παράδοξες μεθόδους, των οποίων οι αρχαίοι
συγγραφείς δεν παρέλειψαν να αναδείξουν τα χαρακτηριστικά. Ένα είδος οργάνωσης
που αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν αυτοί που αποτελούσαν πλέον μειοψηφία για να
επιβληθούν στη μάζα τών σκλαβωμένων πληθυσμών, να αποτρέψουν τούς εξωτερικούς
κινδύνους και να δημιουργήσουν στους υπόλοιπους Έλληνες συναισθήματα έκπληξης
και τρόμου. Είναι ζήτημα αν υπήρχαν 8.000 Σπαρτιάτες την εποχή τών μηδικών
πολέμων, όπως υποθέτει, ίσως καθ’ υπερβολήν, ο Ηρόδοτος, διασκορπισμένοι στην
κοιλάδα τού Ευρώτα και στη Μεσσηνία· είναι επίσης πιθανό ο Δημάρατος, στον
οποίον ο αφηγητής αποδίδει αυτό το νούμερο, να επεδίωξε να ξεγελάσει τον Ξέρξη,
με τον οποίον διαπραγματευόταν, και οπωσδήποτε ο αριθμός αυτός μειώθηκε αμέσως
μετά, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Δεν θα είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι υπάρχει
άμεση σχέση ανάμεσα σ’ αυτήν την εξέλιξη και την εμφάνιση του θεσμού τών
εφόρων.
Η παρουσία τους ήταν ήδη γνωστή από την
εποχή τού πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου
αντικαθιστούσαν τούς απόντες βασιλείς, κυρίως σε ό,τι αφορά θέματα δικαιοσύνης.
Αλλά στις αρχές τού 6ου αιώνα παρατηρείται μια ριζική μετατροπή τών
θεσμών, η οποία συνοδεύτηκε από μια σειρά σημαντικών εξελίξεων. Η επιλογή τών
πέντε εφόρων παύει να αποτελεί προνόμιο των βασιλέων, και ανατίθεται στον λαό
σε ετήσια βάση. Το λειτούργημα αυτό αποκτά έναν τόσο επίσημο χαρακτήρα, που
παρόμοιό του δεν γνώρισε ποτέ η βασιλεία· τους επιτρεπόταν μάλιστα να
συμβουλεύονται τον ουρανό, προκειμένου να καταγγείλουν κάποιον βασιλέα. Δεν
ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται όρθιοι παρουσία τών βασιλέων· το μόνο
πλεονέκτημα γι’ αυτούς τούς τελευταίους ήταν το ότι μπορούσαν να αναμένουν
μέχρι την τρίτη προειδοποίηση, όταν καλούνταν να καταθέσουν σε δίκη, ενώ
οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, στο πρώτο σήμα ενός εφόρου όφειλε να σπεύσει να
παρουσιαστεί στην αγορά με εξαιρετική ταχύτητα και προθυμία. Κάθε μήνα
αντάλλασαν όρκους: οι βασιλείς ορκίζονταν να σεβαστούν το σύνταγμα, οι έφοροι,
στο όνομα τους Κράτους, να σεβαστούν τη βασιλεία υπό τον όρο ότι κι αυτή θα
παρέμενε πιστή στον όρκο της. Ο πρώτος μεταξύ τών εφόρων έδινε το όνομά του στο
νέο έτος. Η αλλαγή αυτή μάς οδηγεί εκ πρώτη όψεως στο συμπέρασμα, ότι είχε
στόχο της την αποφυγή επιβολής τυραννίας από κάποιον βασιλέα· παρότι όμως
υπήρξε ειδική ρύθμιση για την εκδίκαση των βασιλικών παραπτωμάτων ενώπιον μιας
ευρείας επιτροπής, αποτελούμενης από τούς έφορους, τη γερουσία και τον
αντιβασιλέα, ερευνώντας καλύτερη την κατάσταση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι
επρόκειτο για γενικότερο μέτρο. Ο φόβος ανατροπής τού πολιτεύματος επεκτεινόταν
σε όλους τούς φιλόδοξους Σπαρτιάτες, και ιδιαίτερα τους εύπορους, χωρίς να
εξαιρούνται και οι κατώτερες τάξεις, και ο θεσμός τών εφόρων, παρότι μπορεί να
δημιουργήθηκε για να αποτρέψει τις
βλέψεις εξουσίας ορισμένων ικανών και άπληστων πολιτών, ή τις επαναστατικές
προθέσεις ορισμένων οικονομικά κατεστραμμένων τάξεων, υπήρξε ένα είδος
δαμόκλειας σπάθης, την οποία η άρχουσα τάξη στο σύνολό της τοποθέτησε πάνω από
την ίδια την κεφαλή της· θα μπορούσε θαυμάσια να εκφράζει τον φθόνο τών Δωριέων
που επένοντο, απέναντι σε όσους έγιναν εύποροι κληρονομώντας πλούσια εδάφη. Η
συνθήκη αυτή πυροδότησε μιαν επίμονη προσπάθεια εξασφάλισης ισότιμης συμμετοχής
στην αναψυχή και σε έναν κοινό τρόπο ζωής,
καθώς και στο να καταστεί αδύνατη και χωρίς αξία η συσσώρευση κινητής
περιουσίας. Μόνον οι προνομιούχες κάστες ήταν σε θέση να αποκτήσουν τέτοια
οφέλη, και μόνον επειδή – και για όσο διάστημα – η επιθυμία τους να επιβάλουν
την εξουσία τους στη μάζα τών υπηκόων υπερίσχυε των προσωπικών τους διενέξεων.
Πόσο φτωχή σε επιχειρήματα φαντάζει, σε σύγκριση με αυτήν την στρατηγική, η
συμπεριφορά όσων προσπάθησαν να
συκοφαντήσουν τη δημοκρατία !
Οι έφοροι δεν ενεργούσαν σύμφωνα με
νόμους και καταστατικά, αλλά κατά την προσωπική τους άποψη και την έμπνευση της
στιγμής· δεν επέτρεπαν, για παράδειγμα, σε έναν ένοχο δικαστή να περατώσει τη
θητεία του, αλλά μπορούσαν να τον ανακαλέσουν, να τον φυλακίσουν και να τον
θανατώσουν. Μπορούσαν να συγκαλέσουν τη συνέλευση του λαού, να προεδρεύουν σ’
αυτή και να δέχονται τους ξένους πρεσβευτές. Στη διάρκεια του πολέμου
αναλάμβαναν όλες τις σημαντικές εξουσίες· αποφάσιζαν μεταναστεύσεις,
επικοινωνούσαν με τους αρχηγούς μέσω τών περίφημων κωδικοποιημένων ράβδων
(σκυτάλες) και περιόριζαν τα προνόμια των βασιλέων, οι οποίοι διατηρούσαν
θεωρητικά την ευθύνη τής διεξαγωγής τών επιχειρήσεων, προσκολλώντας στους
βασιλείς «συμβούλους»· αργότερα μάλιστα, δύο έφοροι συνόδευαν πάντοτε τους
βασιλείς. Έτσι ο «λαός», δηλαδή η κάστα, αισθανόταν απόλυτα ασφαλής, δεδομένου
ότι η εκλογή τών εφόρων εξαρτιόταν απ’ αυτήν και ανανεωνόταν κάθε έτος.
Την εγγύτερη ιστορικά αναλογία μάς προσφέρει το Συμβούλιο των Δέκα τής
Βενετίας, το οποίο επίσης εκλεγόταν από τη διοικούσα κοινωνική τάξη σε ετήσια
βάση και διέθετε εξίσου απόλυτη εξουσία.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου