Συνέχεια από: Παρασκευή 16 Μαίου 2025
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» στη λατινική θεολογία
1.2.2 Το «δόγμα της analogia entis» στον κορυφαίο των σχολαστικών Θωμά τον Ακινάτη
Το «δόγμα» της αναλογίας του όντος, όπως παρουσιάζεται μέσα στη θεολογική σκέψη του Ακινάτη, καλύπτει τρία διακριτά γνωστικά επίπεδα: το οντολογικό, το γνωσιολογικό και το γλωσσικό. Στο πρώτο επίπεδο, ο Ακινάτης, ασχολείται με τον τρόπο συσχέτισης των όντων με το Θεό, στο δεύτερο με τον τρόπο συσχέτισης της ανθρώπινης σκέψης με το Θεό και στο τρίτο με τον τρόπο ομιλίας περί Θεού1. Αφορμή για την έναρξη της συζητήσεως για την αναλογία, δίνει στον Ακινάτη, το ζήτημα της απόδοσης ονομάτων στο Θεό. Η αναλογική απόδοση εξετάζεται πρώτα ως κατεξοχήν γλωσσικό ζήτημα και μόνο κατοπινά εξετάζεται ως γνωσιολογικό και θεολογικό2. Αυτό γίνεται φανερό, όπως θα δούμε, από το γεγονός ότι η ομωνυμία και η συνωνυμία εξετάζονται αρχικά ως γλωσσικά φαινόμενα, αργότερα ως λογικά και τέλος ως οντολογικά3. Εντούτοις, αυτό που θα παρατηρήσουμε είναι ότι ανάμεσα στα τρία πεδία, εκείνο που λαμβάνει εξέχουσα θέση στο θεολογικό σύστημα του Ακινάτη, είναι το γνωσιολογικό πεδίο, όπου το όλο ζήτημα εξετάζεται ως προς τον τρόπο λειτουργίας του μέσα στην ανθρώπινη διάνοια, διαμέσου της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει αναλογικά το Είναι του Θεού4. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ακινάτης προσπαθεί να παραμείνει πιστός στην αριστοτελική λογική την οποία όμως γνώριζε όπως είχε ήδη καθιερωθεί στο δυτικό κόσμο, με βάση τις αποσπασματικές μεταφράσεις των έργων του μεγάλου φιλοσόφου και τα έργα των αράβων υπομνηματιστών του. Για τον Ακινάτη, η αριστοτελική θεώρηση εξαντλείται στο γεγονός ότι το νόημα μίας λέξης αποτελεί μία έννοια η οποία προέρχεται από μία αφαίρεση από τα πράγματα, με τέτοιο τρόπο ώστε η αναλογία ανάμεσα στις λέξεις να αντανακλά την αναλογία ανάμεσα στα πράγματα5. Ο Ακινάτης, προσπαθεί να ορίσει, μέσα από μία εξαντλητική γνωσιολογική διαδικασία ποιο είναι εκείνο το είδος αναλογίας που είναι το πιο κατάλληλο για την περιγραφή της σχέσης ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των όντων6. Ωστόσο, όπως θα παρατηρήσουμε αμέσως παρακάτω, ο Ακινάτης δεν μένει ποτέ ικανοποιημένος από τις αναλύσεις του7 και εγκαταλείπει συνεχώς τις προηγούμενες θέσεις του για να υιοθετήσει άλλες πιο κατάλληλες. Μέσα στην προσπάθειά του αυτή, εντούτοις, παραμένει συνεπής ως προς εκείνο που πιστεύει και πρεσβεύει, την ύπαρξη δηλαδή αναλογίας ανάμεσα στα όντα και στο Θεό, σε οντολογικό επίπεδο.
1.2.2.1 Τα γνωσιολογικά θεμέλια της αναλογίας του όντος στη θεολογία του Θωμά Ακινάτη
Ο Ακινάτης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους μπορεί να ειπωθεί κάτι με βάση την αναλογία8: α) με βάση την έννοια και όχι σύμφωνα με το είναι9, β) με βάση το είναι και όχι σύμφωνα με την έννοια10, γ) με βάση την έννοια και σύμφωνα με το είναι11. Μ’ αυτό τον τελευταίο τρόπο, λέει ο Ακινάτης, μπορούμε να θεωρήσουμε σωστό ότι η αγαθότητα και όλοι οι παρόμοιοι όροι αποδίδονται στο Θεό και στα όντα με βάση την αναλογία12.
Ο Ακινάτης θεωρεί ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη ομοιομορφία ανάμεσα στα πράγματα που αντιστοιχούν με κάποιο τρόπο το ένα στο άλλο, βασισμένη σε μία αμοιβαίως καθορισμένη απόσταση ή άλλου είδους καθορισμένη σχέση ανάμεσά τους, όπως π.χ. το δύο είναι ανάλογο του ενός με το να είναι διπλάσιο από αυτό13. Άλλες φορές, ωστόσο, βρίσκουμε μία αμοιβαία ομοιομορφία δύο πραγμάτων, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει κάποια καθορισμένη συμμετρία, αλλά μία αμοιβαία ομοιότητα μεταξύ δύο συμμετριών14. Συνεπώς, το πρώτο είδος ομοιομορφίας αποτελεί μία συμμετρία, ενώ το δεύτερο είδος είναι μία συμμετρικότητα15. Ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι στα πράγματα τα οποία αποδίδονται αναλογικά με τον πρώτο τρόπο, είναι αναγκαίο να υπάρχει κάποια καθορισμένη σχέση ανάμεσα στις οντότητες που μοιράζονται τον κοινό όρο με βάση την αναλογία. Είναι συνεπώς αδύνατο, κάποιο πράγμα ή ιδιότητα να αποδοθεί αμοιβαία στο Θεό και στα όντα με αυτό το είδος αναλογίας. Διότι κανένα δημιούργημα δεν έχει μία συγκεκριμένη σχέση με το Θεό, σύμφωνα με την οποία μπορεί να καθοριστεί η θεϊκή τελειότητα. Με το δεύτερο όμως είδος αναλογίας, δεν υπάρχει κάποια καθορισμένη σχέση ανάμεσα στα πράγματα τα οποία μοιράζονται κάτι από κοινού, με βάση την αναλογία. Συνεπώς, τίποτα δεν εμποδίζει κάποιο όνομα να αποδοθεί στο Θεό και στα δημιουργήματα, όταν βασίζεται στο δεύτερο αυτό είδος αναλογίας16.
Ο Ακινάτης διακρίνει ανάμεσα σε δύο είδη αναλογίας, τα οποία βασίζονται σε κάποια σχέση. Στο πρώτο, η σχέση προς το πρωτεύον ανάλογο αποτελεί τόσο την αιτία (causa), όσο και το νόημα (ratio) του δευτερεύοντος αναλόγου17. Το ανάλογο όνομα, όταν αποδίδεται στο δευτερεύον ανάλογο δεν του μεταδίδει κάποια ενδογενή τελειότητα, αλλά αποτελεί μόνο μία εξωτερική αναφορά του δευτερεύοντος στο πρωτεύον ανάλογο. Στο δεύτερο είδος, η σχέση του δευτερεύοντος αναλόγου προς το πρωτεύον αποτελεί την αιτία, αλλά όχι το νόημα της απόδοσης του ανάλογου ονόματος στο δευτερεύον ανάλογο18. Το νόημα είναι ενδογενές χαρακτηριστικό του δευτερεύοντος αναλόγου19. Αυτό συμβαίνει π.χ., όταν το αγαθό αποδίδεται στα δημιουργήματα, ακριβώς επειδή είναι αποτελέσματα του υπέρτατου αγαθού, δηλ. του Θεού20.
Ο Ακινάτης θεωρεί ότι το πλήθος των θείων ονομάτων δεν αναιρεί την απλότητα του Θεού, διότι τα θεία ονόματα είναι όλα ταυτόσημα με τη θεία ουσία21. Υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε ανάμεσα στον τρόπο απόδοσης και στο πράγμα που σημαίνεται22. Το πράγμα που σημαίνεται μπορεί να αποδοθεί στο Θεό, αλλά ο τρόπος που σημαίνεται θα πρέπει να απορριφθεί23. Αυτό συμβαίνει διότι το αποτέλεσμα εμπεριέχει κάτι που μοιάζει στην αιτία του, όπως και κάτι με το οποίο διαφέρει από αυτήν. Υπάρχουν στα όντα διάφορες τελειότητες διαμέσου των οποίων ομοιάζουν στο Θεό, που ως προς αυτό που σημαίνουν δεν έχουν οποιαδήποτε ατέλεια, όπως είναι για παράδειγμα το είναι, η ζωή, η γνώση κ.α.. Αυτά αποδίδονται ορθά πρώτα στο Θεό κατά υπεροχή, σε μεγαλύτερο δηλαδή βαθμό από ότι στα δημιουργήματα. Υπάρχουν επίσης, συγκεκριμένες ιδιότητες στα όντα μέσω των οποίων διαφέρουν από το Θεό, τις οποίες κάθε ον οφείλει στη δημιουργία του εκ του μηδενός, όπως είναι για παράδειγμα η δυνητικότητα, η στέρηση, η κίνηση κ.α.. Αυτές οι ιδιότητες εσφαλμένα αποδίδονται στο Θεό. Οποιοιδήποτε όροι υποδηλώνουν τέτοιου είδους συνθήκες δεν μπορούν να αποδοθούν στο Θεό παρά μόνο μεταφορικά, όπως για παράδειγμα ο λέων, ο λίθος κτλ., διότι εμπεριέχουν ύλη στη φύση τους. Αποδίδονται στο Θεό μεταφορικά, ωστόσο, εξαιτίας της ομοιότητας που έχουν σε σχέση με κάποια αποτελέσματά τους24.
Ο Ακινάτης πιστεύει ότι τα θεία ονόματα δεν είναι συνώνυμα, όχι επειδή αποδίδονται στο Θεό με εξωγενή τρόπο, διότι ο Θεός δεν ονομάζεται σοφός απλά επειδή είναι η αιτία της σοφίας, αλλά επειδή είναι πράγματι σοφός25. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία της εξωτερικής επονομασίας, θα συνεπαγόταν ότι τα ονόματα των απόλυτων τελειοτήτων αποδίδονται στη δημιουργία πριν από το Δημιουργό. Αυτό όμως είναι ανυπόστατο26. Η αιτία της διαφορετικότητας ή πολλαπλότητας των θείων ονομάτων έγκειται στην ανθρώπινη διάνοια, η οποία δεν είναι ικανή να περιλάβει την όραση της θείας ουσίας καθεαυτής, αλλά την βλέπει διαμέσου πολλών ατελών ομοιοτήτων, δια των οποίων αντικατοπτρίζεται η θεία ουσία μέσα στα δημιουργήματα, σαν πάνω σε καθρέφτη27.
Σύμφωνα με τον Ακινάτη, τα θεία ονόματα δεν αποδίδονται στο Θεό ούτε συνωνύμως (επειδή ο Θεός δεν αποτελεί συνώνυμη αιτία), ούτε ομωνύμως (διότι τα καθαρά ομώνυμα δεν αποδίδονται με βάση μία σχέση ενός προς ένα άλλο. Τα ονόματα των απόλυτων τελειοτήτων, αποδίδονται στο Θεό και στα δημιουργήματα αναλογικά. Υπάρχουν ωστόσο, λέει ο Ακινάτης, δύο τρόποι αναλογικής απόδοσης. Ο πρώτος είναι όταν ένα πράγμα αποδίδεται σε δύο, τα οποία σχετίζονται όμως με ένα τρίτο28. Για παράδειγμα, το είναι αποδίδεται στην ποσότητα και την ποιότητα, σε σχέση όμως με την ουσία. Ο δεύτερος είναι όταν ένα πράγμα αποδίδεται σε δύο, εξαιτίας της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο29. Έτσι, το είναι αποδίδεται τόσο στην ουσία όσο και στην ποσότητα, η οποία αποτελεί ένα από τα κατηγορήματά της. Εφόσον, τώρα, τίποτα δεν είναι πρότερο του Θεού, σημαίνει ότι ο δεύτερος τρόπος αναλογικής απόδοσης και όχι ο πρώτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περίπτωσή των θείων ονομάτων30.
Επειδή τα δημιουργήματα απεικονίζουν το Θεό με ατελή τρόπο, το όνομα «αγαθός» δηλώνει το Θεό με ατελή τρόπο31. Τα θεία ονόματα αποδίδουν στο Θεό κάποιες τελειότητες οι οποίες ανήκουν σ’ Αυτόν πρωταρχικά, αλλά σημαίνουν αυτές τις τελειότητες με ατελή τρόπο. Επομένως, όσον αφορά τα θεία ονόματα, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο στοιχεία: (α) την τελειότητα η οποία σημαίνεται, (β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η σήμανση. Αυτό το οποίο σημαίνεται από τα θεία ονόματα, ανήκει πρωταρχικά στο Θεό και εφαρμόζεται πρώτα σ’ Αυτόν. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η σήμανση των θείων ονομάτων, όμως, δεν αρμόζει σωστά στο Θεό. Ο τρόπος σήμανσης προέρχεται από τα δημιουργήματα και εφαρμόζεται πρωταρχικά σ’ αυτά32. Έτσι, οτιδήποτε λέγεται για το Θεό και τα δημιουργήματα, βασίζεται στη σχέση των κτιστών όντων με το Θεό ως αρχή και αιτία τους, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι τελειότητες των πραγμάτων προϋπάρχουν στο Θεό υπεροχικά33. Αυτός ο τρόπος κοινωνίας μίας ιδέας αποτελεί ένα μέσο μεταξύ της ομωνυμίας και της απλής συνωνυμίας. Διότι σύμφωνα με την αναλογία, η ιδέα δεν είναι, όπως στην περίπτωση της συνωνυμίας μία και η ίδια, αλλά ούτε και ολότελα διαφορετική, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ομωνυμίας34. Τα ονόματα που αποδίδονται στο Θεό και στα άλλα όντα, αποδίδονται λοιπόν με βάση την αναλογία του ενός ως προς ένα άλλο35. Το θεμέλιο αυτής της αναλογίας είναι η αιτιολογική σχέση την οποία έχουν τα πράγματα ως προς το Θεό36. Σε σχέση με την τελειότητα που σημαίνεται, ο Θεός είναι το πρωτεύον ανάλογο. Σε σχέση όμως, με τον τρόπο που συμβαίνει αυτή η απόδοση, ο Θεός είναι το δευτερεύον ανάλογο.
(Συνεχίζεται)
ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. Η ΔΥΣΗ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΕΧΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ. ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΙΝΟΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΧΕΙΡΙΣΤΟΥΜΕ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου