Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ; (3)

  Συνέχεια από: Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Του Enrico Berti.

2. Η τελευταία μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στη επιστημονική και τη φιλοσοφική λογική: Η διαμάχη του θετικισμού* (Positivismusstreit)

Στη σύγχρονη συζήτηση για την κρίση του ορθολογισμού μοιάζει να έχει χαθεί ακόμη και η ανάμνηση εκείνης της μεγάλης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη λογική της επιστήμης και τη φιλοσοφική λογική, που υπήρξε η περίφημη διαμάχη μεταξύ Πόππερ, Αντόρνο και των αντίστοιχων σχολών τους, σχετικά με τη μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, γνωστή ως Positivismusstreit (η διαμάχη του θετικισμού). Αν και αυτή ήταν επηρεασμένη από μια επιστημονιστική και αντιμεταφυσική προσέγγιση, που οδηγούσε στο να βλέπουμε τις κοινωνικές επιστήμες ως μοναδική εναλλακτική στις φυσικές επιστήμες, παραμελώντας εντελώς τη φιλοσοφία, η διαμάχη αυτή αφορούσε ουσιαστικά τη διαφορά μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας, δηλαδή μεταξύ των δύο αντίστοιχων μορφών ορθολογισμού.

Η υπεράσπιση του επιστημονικού ορθολογισμού υποστηρίχθηκε, φυσικά, από τον Πόππερ, ο οποίος πρότεινε τη γνωστή του μέθοδο της διαψευσιμότητας (falsificationism), παρουσιάζοντάς την ως έγκυρη για όλες τις επιστήμες, τόσο τις φυσικές όσο και τις κοινωνικές. Ορθώς επεσήμανε ο Πόππερ ότι η μέθοδος αυτή δεν έχει τα ελαττώματα της νεοθετικιστικής μεθόδου, η οποία βασιζόταν αποκλειστικά στην επαγωγή και την συνακόλουθη απαγωγή (παραγωγή), αλλά ξεκινά αντιθέτως από προβλήματα, από υποθέσεις, και χρησιμοποιεί τη τυπική λογική με κριτική λειτουργία. Έτσι, διατηρεί στην επιστήμη -αν και όχι στον επιστήμονα- μια «αντικειμενικότητα», εννοούμενη ακριβώς ως κριτικότητα, δυνατότητα κριτικής και δυνατότητα ελέγχου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η πιο εκσυγχρονισμένη, και συνεπώς η πιο κριτική (με τη θετική έννοια του όρου) εκδοχή του επιστημονικού ορθολογισμού, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονται, εν τέλει, και οι περαιτέρω εξελίξεις που εισήγαγαν οι Λάκατος, Κουν και Φεγιεράμπεντ (Lakatos, Kuhn και Feyerabend). Ενάντια στον άκαμπτο θετικισμό της νεοεμπειρικής επιστημολογίας, ο Πόππερ επαναφέρει στην επιστημονική λογική ένα πιο ελκυστικό πρόσωπο, επειδή είναι πιο ανοικτή, πιο προβληματική, πιο διαλεκτική. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρότυπο της λογικής του παραμένει αποκλειστικά αποτελούμενο από τις επιμέρους ειδικές επιστήμες, τις μόνες στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να εφαρμοστεί αποφασιστικά, ως τελική δοκιμασία για τη διάψευση μιας θεωρίας, το πείραμα - το οποίο, ωστόσο, εξακολουθεί να σχετίζεται πάντοτε με μερικά, συγκεκριμένα γεγονότα.

Από την άλλη πλευρά πρέπει να αναγνωριστεί ότι η υπεράσπιση της φιλοσοφικής ορθολογικότητας, έστω και με διαφορετική ονομασία και ενίοτε με αμφίβολη αποτελεσματικότητα, αναλήφθηκε σε εκείνη την περίπτωση από τον Αντόρνο, έναν στοχαστή με μόρφωση — όχι τυχαία — εγελιανή. Πράγματι, αυτός αντέταξε στη μέθοδο του Πόππερ μια κοινωνιολογία νοούμενη ως επιστήμη της ολότητας, και συνεπώς ως φιλοσοφία ή μεταφυσική, με την εγελιανή έννοια του όρου. Το βασικό επιχείρημα που προέβαλε ο Αντόρνο ενάντια στον Πόππερ ήταν ότι ούτε και στην περίπτωση της κοινωνίας μπορεί το μέρος να γίνει κατανοητό χωρίς να ληφθεί υπόψη το όλον, γιατί από το όλον αντλεί το νόημά του.

Για μια τέτοια κοινωνιολογία, ο Αντόρνο διεκδίκησε μια διαλεκτική μέθοδο, όχι μόνο επειδή είναι ακριβώς η διαλεκτική — πάντοτε με την εγελιανή έννοια — αυτή που καλείται να εξετάζει τα μέρη σε σχέση με το όλον, αλλά και επειδή η πραγματικότητα που εξετάζεται είναι εγγενώς αντιφατική, και οι αντιφάσεις της μπορούν να αναληφθούν και να εκφραστούν μόνο μέσω μιας λογικής διαλεκτικού τύπου.

Αυτό οδηγεί, σύμφωνα με τον Αντόρνο, σε μια κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις θεωρίες, όπως υποστηρίζει ο Πόππερ, αλλά και απέναντι στο ίδιο το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, δηλαδή την κοινωνία. Η κοινωνιολογία, επομένως, δεν μπορεί να είναι αξιολογικά ουδέτερη, όπως ήθελε να είναι εκείνη του Βέμπερ και όπως είναι η επιστήμη που περιγράφει ο Πόππερ, αλλά πρέπει να είναι κριτική με την έννοια του να στοχεύει στον μετασχηματισμό της υπάρχουσας κατάστασης.

Όπως είναι σαφές αλλού, ο Αντόρνο, ενώ απορρίπτει την τυπική λογική του νεοθετικισμού, την οποία ταύτισε με τη λογική που βασίζεται στην αρχή της μη αντίφασης, όταν μιλάει για αντιφάσεις, δεν εννοεί τις λογικές αντιφάσεις, αλλά τους ανταγωνισμούς, τις πραγματικές συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία, με την έννοια που υποδεικνύει ο Μαρξ. Επομένως, η διαλεκτική του συνιστά αναμφίβολα μια μορφή ορθολογισμού, διαφορετική από τον επιστημονικό ορθολογισμό και επομένως άξια να εξεταστεί ως παράδειγμα φιλοσοφικού ορθολογισμού. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της, στο οποίο ακριβώς συνίσταται ο φιλοσοφικός και μη επιστημονικός της χαρακτήρας, παραμένει το κάλεσμα στην ολότητα, το μόνο που που μας επιτρέπει να θέσουμε το πρόβλημα του νοήματος των εξεταζόμενων φαινομένων.

Αυτή η αναφορά επανέρχεται από τον Χάμπερμας, ο οποίος παρουσιάζει τη δική του οπτική, εκείνη του Αντόρνο και ολόκληρης της Σχολής της Φρανκφούρτης, ως διαλεκτική, και κριτικάρει υπό το φως αυτής την αναλυτική επιστημολογία, δηλαδή την άποψη της επιστημονικής λογικής, αρνούμενος την υποτιθέμενη αντικειμενικότητά της και υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μια ιδεολογία, την ιδεολογία της κυριαρχίας. Σε αυτό το σημείο, δεν επαναλαμβάνει μόνο τις πιο γνωστές θέσεις της σχολής, και ιδιαίτερα του Χορκχάιμερ, αλλά και τις θέσεις του καλύτερου Λούκατς — εκείνου του έργου Ιστορία και ταξική συνείδηση —, του Χάιντεγγερ και του ύστερου Χούσσερλ όσον αφορά την επιστήμη και την τεχνική, που ηχούν ως διεκδίκηση της ανεπάρκειας της επιστημονικής ορθολογικότητας και της ανάγκης για μια φιλοσοφική ορθολογικότητα. Η αναφορά στην ολότητα δηλώνεται μάλιστα ρητά από τον ίδιο ως η μόνη κατάλληλη να καταστήσει δυνατή την ερμηνευτική εναργή έκφραση και την κατανόηση του νοήματος, η οποία καλείται να πάρει τη θέση της υποθετικο-παραγωγικής σύνδεσης. Μάλιστα, όσον αφορά αυτή την ερμηνευτική, παραπέμπει ρητά στον Γκάνταμερ.

Η απάντηση του ποππεριανού Άλμπερτ, ο οποίος κατηγορεί τις θέσεις του Χάμπερμας και του Αντόρνο για ακαταληψία και μη δυνατότητα ελέγχου, λόγω της χρήσης μεταφορών, υπαινιγμών και απλών ισχυρισμών, δεν καταφέρνει να απαντήσει πειστικά στις κριτικές του Χάμπερμας, παρόλο που έχει το προτέρημα να υπογραμμίζει την ανάγκη, ακόμη και για τη φιλοσοφία και τη διαλεκτική, να υποδεικνύουν κάποιο κριτήριο κρίσης, ώστε να είναι δυνατό να διαχωριστούν οι τεκμηριωμένες και δικαιολογημένες δηλώσεις από εκείνες που είναι απλώς αυθαίρετες και αβάσιμες.

Όταν, σωστά, ασκεί κριτική στον μύθο της απόλυτης λογικής, ο Άλμπερτ δίνει την εντύπωση ότι πιστεύει πως η αναφορά στην ολότητα ταυτίζεται με την αξίωση να γνωρίζουμε τα πάντα, να εξηγούμε τα πάντα, να αποδεικνύουμε τα πάντα· ενώ αυτή η ιδέα, ακόμα κι αν μπορεί να έχει ερμηνευτεί έτσι από κάποιους (τον Χέγκελ ή, καλύτερα, ορισμένους ερμηνευτές του), σίγουρα δεν έχει αυτό το νόημα.

Ωστόσο, και ο ίδιος ο Χάμπερμας, στην επόμενη απαντητική του παρέμβαση προς τον Άλμπερτ, φαίνεται να χάνει σε επιχειρηματική δύναμη, μετατοπίζοντας σταδιακά την έμφαση από τον διαλεκτικό στον ερμηνευτικό χαρακτήρα της προτεινόμενης μεθόδου του. Για να απαντήσει στην απαίτηση του Άλμπερτ για δυνατότητα ελέγχου, επιμένει πράγματι σε θέματα όπως η προκατανόηση, η στάση, η επιχειρηματολογική και όχι η παραγωγική δικαιολόγηση και η κατανοητική ορθολογικότητα — χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ερμηνευτικής του Γκάνταμερ.

Ακριβώς αυτά, εξάλλου, είναι που του επιτρέπουν να αρνηθεί το ακατανόητο του λόγου του, επικαλούμενος την κοινή προκατανόηση και κατηγορώντας τον Άλμπερτ ότι απλώς προσπαθεί να τον εξαναγκάσει να αποδεχθεί τη δική του γλωσσική ορολογία.

Πέρα από την ερμηνευτική, ο λόγος του Χάμπερμας δίνει την εντύπωση ότι γλιστρά επίσης προς εκείνη τη φιλοσοφία της πράξης, η πρόσφατη αποκατάσταση της οποίας αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γεγονότα στον χώρο της γερμανικής φιλοσοφικής κουλτούρας. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται όχι μόνο από την περαιτέρω απάντηση του Άλμπερτ, στην οποία κατηγορεί τον Χάμπερμας για πραγματισμό, αλλά και από την παρέμβαση του Χάραλντ Πάιλοτ, ο οποίος είναι σαφώς κοντά στον Χάμπερμας, και ο οποίος, παρουσιάζοντας τη φιλοσοφία της ιστορίας του τελευταίου, υπογραμμίζει τις κριτικές που αυτός άσκησε προς την καθαρή ερμηνευτική, δηλαδή τη μη στραμμένη προς την πράξη, θεωρώντας την ιδεολογική, και επιμένει στον πρακτικό χαρακτήρα της θέσης του Χάμπερμας.

Αυτή η θέση θα ήταν, ουσιαστικά, ένα πρόγραμμα για το μέλλον, βασισμένο στην κριτική του παρόντος μέσω της εγελιανής «καθορισμένης άρνησης». Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί η διευκρίνιση που κάνει ο Pilot σχετικά με τη σημασία της αντίφασης στο πλαίσιο της διαλεκτικής του Χάμπερμας. Πράγματι, επισημαίνει ότι η κριτική ή η “καθορισμένη άρνηση” είναι δυνατή επειδή οι αντιφάσεις που υπάρχουν στην κοινωνική πραγματικότητα —οι οποίες είναι ουσιαστικά συγκρούσεις μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων— εκφράζονται με αντίθετες προτάσεις, οι οποίες μπορούν και οι δύο να είναι ψευδείς, και κατά συνέπεια να επιδέχονται ως αληθή την άρνηση και των δύο. Αυτή είναι μια κομψή εφαρμογή, στο πλαίσιο της διαλεκτικής, της αριστοτελικής λογικής.

Η διαλεκτική του Χάμπερμας, ωστόσο, σύμφωνα με τον Pilot, είναι ενδεχομενική, με την έννοια ότι προορίζεται να εξαφανιστεί, δηλαδή να αντικατασταθεί από τον ελεύθερο από κυριαρχία διάλογο. Το κοινό στοιχείο μεταξύ της παρούσας διαλεκτικής και του μελλοντικού διαλόγου είναι η γλώσσα, η οποία αποκαλύπτει εκείνο το ενδιαφέρον για την απελευθέρωση/χειραφέτηση που αποτελεί την προϋπόθεση της αντικειμενικότητας, δηλαδή της μη ιδεολογικής φύσης της κριτικής (και της ίδιας της επιστήμης).

Η σαφώς πρακτική προοπτική στην οποία προσανατολίζεται η διαλεκτική του Χάμπερμας και ο χαρακτήρας του ενδιαφέροντος για απελευθέρωση ως ένα «a priori» στοιχείο (δηλ. εκ των προτέρων δεδομένο), άρα μη δικαιολογήσιμο, εκφράζουν, κατά τη γνώμη μου, την παραίτηση του Χάμπερμας από την απόπειρα να δικαιολογήσει θεωρητικά τη φιλοσοφία του. Έτσι, η φιλοσοφική λογική, αφενός, επιβεβαιώνεται ως μη αναγώγιμη στη λογική της επιστήμης και συνεπώς ως αναντικατάστατη, αφετέρου όμως κινδυνεύει να δει να υπονομεύεται ο αυστηρά ορθολογικός της χαρακτήρας, και επομένως ο επιστημονικός της χαρακτήρας κατά τον δικό της τρόπο — με την έννοια της αρχαίας επιστήμης (episteme) περισσότερο παρά της σύγχρονης επιστήμης.

Αυτό, εξάλλου, όπως θα δούμε αμέσως στη συνέχεια, υπήρξε και το αποτέλεσμα της ερμηνευτικής του Γκάνταμερ.

(συνεχίζεται)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η σφαγή των νηπίων της Σάντας...
Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων.

«Έναν μαύρον ημέραν εκούιξεν εις απες σο σπέλ’:
Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’».
Μία μάνα διηγείται ότι μια μαύρη μέρα ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά να βγουν έξω από τη σπηλιά…

Έτσι ξεκινάει η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου να ντύνει με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων. Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση ο οπλαρχηγός Ευκλείδης.
Ο αδερφός του, Κώστας Κουρτίδης, θα γράψει στο ημερολόγιό του για την νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1921:
«... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».

Η Σφαγή των παιδιών

Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογένειες τους. Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων-ειδικά τα μικρά κορίτσια όπου πολλαπλώς βιαζόταν πριν ξεψυχήσουν- γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους.

Στο ημερολόγιο του ο Κώστας Κουρτίδης γράφει για το σχετικό περιστατικό:

«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου.
Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη.
Γυναίκες και παιδιά (τριακόσιοι περίπου) μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου εκατόν είκοσι νέοι άοπλοι.
Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».

«Άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ».

Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Τότε έπρεπε, πριν ξημερώσει, να βρεθεί μια λύση:
ν’ απομακρύνονταν εντελώς αθόρυβα από εκείνη τη θέση, γιατί αλλιώς θα γινόταν ο τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αμάχων.
Εκείνες τις τραγικές ώρες, μοιραίες, απελπισμένες μάνες αναγκάστηκαν να θανατώσουν βρέφη και μικρά παιδιά που έκλαιγαν, για να μην προδώσουν τις θέσεις τους.

Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν επτά βρέφη σφαγμένα!
Τότε ο ίδιος ο μέραρχος επικεφαλής έδωσε διαταγή στον τουρκικό στρατό να γυρίσει πίσω στη Σάντα λέγοντας: άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ...»

Πηγή: Pontos-News

Ανώνυμος είπε...

https://images.app.goo.gl/jB94yAJHQgxqVD1V6