HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
11. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ» ΝΑ ΠΕΘΑΝΗΣ
Το δικαίωμα, να αρνηθής μια «θεραπεία»
Δεν υφίσταται, κανονικά και νόμιμα, καμμιά αμφιβολία σε μιαν ελεύθερη κοινωνία, ότι είναι ο καθένας εντελώς ελεύθερος (εκτός απ’ τους ανηλίκους και τους πνευματικά ασθενείς), να αναζητήση ή να μην αναζητήση ιατρική συμβουλή και θεραπεία για κάθε είδους ασθένεια, και εξίσου ελεύθερος να αποχωρήση οποιαδήποτε στιγμή (εκτός αν βρίσκεται σε μιαν εντελώς κρίσιμη κατάσταση) απ’ τη θεραπευτική αγωγή. Τη μοναδική εδώ εξαίρεση αποτελεί η ασθένεια εκείνη, που συνιστά κίνδυνο για τους άλλους, όπως είναι π.χ. οι διάφορες μεταδοτικές ασθένειες και ορισμένες ψυχοπνευματικές διαταραχές: εδώ μπορούν να καταστούν υποχρεωτικές τόσο η θεραπευτική αγωγή και η απομόνωση, όσο και ορισμένα προληπτικά μέτρα, όπως π.χ. ο εμβολιασμός (( Εδώ ο συγγραφέας μιλά για ατομικά και όχι για απολύτως αποκλειστικά κοινωνικά «δικαιώματα», όπως π.χ. συνέβη με την «πανδημία» τού Covid… )) . Αν δεν υπάρχη μια τέτοια άμεση εμπλοκή τού δημοσίου συμφέροντος, η ασθένεια ή η υγεία μου αποτελούν μιαν εντελώς ιδιωτική «υπόθεση», και είμαι εντελώς ελεύθερος ως προς την αναζήτηση της οποιασδήποτε ιατρικής βοήθειας. Αυτή είναι η «νόμιμη» εδώ και γενική, κατά τη γνώμη μου, κατάσταση σε μιαν οποιαδήποτε μη απολυταρχική πολιτεία.
Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι, από ηθικής πλευράς, τόσο μονοσήμαντο. Μπορεί να φέρω π.χ. ευθύνη και να είμαι υπεύθυνος για κάποιους άλλους, των οποίων η ευημερία εξαρτάται από μένα, να έχω π.χ. την ευθύνη μιας οικογένειας, να είμαι μητέρα ή πατέρας μικρών παιδιών, να έχω αναλάβει κάποιο δημόσιο καθήκον, κι αυτές οι ευθύνες να περιορίζουν, όχι νομικά, αλλά ηθικά την «ελευθερία» μου να αποποιηθώ μιαν ιατρική βοήθεια. Πρόκειται ουσιαστικά για τις ίδιες προϋποθέσεις που περιορίζουν από ηθικής πλευράς και το «δικαίωμά» μου στην αυτοκτονία, ακόμα κι αν δεν ισχύη πια για μένα εδώ καμμιά θρησκευτική «απαγόρευση». Για ορισμένα μάλιστα είδη θεραπευτικής αγωγής, όπως είναι π.χ. το ειδικό «διαλυτικό» μηχάνημα στην περίπτωση της νεφρικής ανεπάρκειας, η άρνηση ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Υφίσταται ωστόσο ακόμα κι εκεί μια σημαντική διαφορά ως προς το να αφαιρέση κανείς βίαια ο ίδιος την ζωή του: Έχουν άλλοι, συμπεριλαμβανομένων και δημοσίων εξουσιών, και στην πραγματικότητα ο καθένας απ’ το άμεσο περιβάλλον το δικαίωμα (το οποίο μπορεί να θεωρηθή μάλιστα και ως χρέος) να ματαιώσουν με μιαν έγκαιρη παρέμβαση μιαν οποιαδήποτε απόπειρα αυτοκτονίας, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα και η χρήση βίας. Κάτι που αποτελεί μιαν ανάμειξη ασφαλώς στην πιο ιδιωτική σφαίρα «ελευθερίας» τού υποκειμένου, που είναι όμως μόνο στιγμιαία, και συντελείται μάλιστα στο όνομα ακριβώς εκείνης της, μακρόπνοα θεωρουμένης, «ελευθερίας». Καθώς δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επαναφέρη στην πραγματική του κατάσταση ένα ελεύθερο ακριβώς υποκείμενο, που έχει πλέον τη δυνατότητα να το «ξανασκεφθή», και να αναθεωρήση ίσως την «τάση» που το κατέλαβε σε μια στιγμή απελπισίας – στην οποία μπορεί, αν θέλη, και να «επιμείνη». Η επιμονή θα τα «καταφέρη» δηλ. τελικά, και το μόνο που θα έχη εδώ εμποδισθή θα είναι μια ενδεχόμενη επίσπευση. Η χρονική εδώ παρέμβαση μεταχειρίζεται τη συνδεδεμένη επίσης με τον χρόνο πράξη (μιας επιδιωκόμενης αυτοκτονίας…) ως ένα «ατύχημα», εκλαμβάνοντας τη «διάσωση», ακόμα και αντίθετα στο ίδιο θέλημα, απ’ αυτήν ως τη διαρκέστερη (και βαθύτερη…) στην πραγματικότητα επιθυμία τού (επικειμένου…) «θύματος», χρονικά και στιγμιαία μόνο επισκιασμένης (κάτι που το «προδίδει» μερικές φορές και η μη εντελής και απόλυτη μυστικότητα της συγκεκριμένης πρόθεσης, λόγω τής οποίας κατέστη άλλωστε δυνατή και η όποια αποτρεπτική παρέμβαση). O διασωθείς μπορεί (πράγματι…) να αναιρέση την «απαγόρευση», διατηρώντας πάντα για τον εαυτό του τον τελευταίο λόγο. Και δεν συζητώ βέβαια εδώ καθόλου για την ηθική τής αυτοκτονίας, αλλά μόνο για τα δικαιώματα (ή και τις υποχρεώσεις) που έχουν οι άλλοι να παρέμβουν σ’ αυτό. Οπότε αυτό που μετράει στην παρούσα συζήτησή μας είναι το ότι η βίαιη αντίδραση στην επιχειρούμενη αυτοκτονική βία ενός προσώπου δεν υποχρεώνει αυτό το πρόσωπο να συνεχίση οπωσδήποτε την (εδώ…) ζωή του, κρατά όμως ανοιχτό το ερώτημα γι’ αυτήν.
Είναι προφανώς κάτι το εντελώς διαφορετικό το να υποχρεώση κανείς έναν «απέλπιδα» ασθενή και βασανιζόμενο άνθρωπο να συνεχίση να υποβάλλεται σε μια θεραπεία «διατήρησης», που του «εξαγοράζει» μια περαιτέρω ζωή ή «επιβίωση», την οποίαν ό ίδιος δεν επιθυμεί ουδόλως. Δεν έχει δηλ. κανείς το δικαίωμα, και παντελώς βέβαια την «υποχρέωση», να καθυποχρεώνη παρατεταμένα τον οποιονδήποτε σε κάτι τέτοιο. Ένα ορισμένο μέτρο παρότρυνσης είναι βέβαια αποδεκτό, ώστε να προστατευθή το μη αναστρέψιμο, ο θάνατος, από οποιαδήποτε απερισκεψία. Πέρα ωστόσο από μια τέτοια βραχύχρονη παρεμβολή, μπορεί μόνο μια εσωτερική ευθύνη – «πρέπει να παραμείνω, όσο το δυνατόν περισσότερο, για εκείνους και για εκείνους, σ’ αυτήν την ζωή» - να εμποδίση το υποκείμενο απ’ το να πράξη εκούσια αυτό που θα επέλεγε, κατά τα άλλα, αποκλειστικά για τον εαυτό του. Πρέπει παρ’ όλ’ αυτά να προσθέσουμε εδώ, πως ίδιος αυτός τρόπος αναζήτησης μπορεί να οδηγήση και στο αντίθετο ακριβώς «συμπέρασμα»: «Αυτή η αγωγή, η τεχνητή υποστήριξη, που δεν βοηθάει πια σε τίποτα, καταστρέφει οικονομικά την οικογένειά μου, γι’ αυτό και προς χάριν της οικογενείας μου παραιτούμαι απ’ αυτήν». Αν μπορή να επιβεβαιωθή ως ένα χρέος – όχι όμως εξαναγκαστικό – το να παρατείνη κανείς την ζωή του αντίθετα προς το δικό του θέλημα, προς χάριν κάποιων άλλων, τότε πρέπει να αποδεχτούμε και ως ένα δικαίωμα, το λιγότερο, το να πεθάνη κάποιος γι’ αυτούς. Όχι όμως και μιαν υποχρέωση! Αυτές οι δυό αντιτιθέμενες κατευθύνσεις τού χαρακτήρα τής ευθύνης δεν έχουν και την ίδιαν αναμεταξύ τους βαρύτητα, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε αναρωτώμενοι, για ποιο πράγμα μπορεί κάποιος, που αναφέρεται με σεβασμό στο πρόσωπο, και να συνηγορήση «αξιοπρεπώς» μαζί του: σίγουρα και μόνο για τη διατήρησή του στην ζωή, και ποτέ για τη συγκατάθεσή του στο να πεθάνη. Ο θάνατος πρέπει να είναι η πιο ανεπηρέαστη απ’ όλες τις «δυνατότητες», ενώ η ζωή επιτρέπεται και οφείλει να έχη πάντα τούς υποστηρικτές της, έστω και λόγω τής φιλαυτίας, και σίγουρα λόγω τής αγάπης. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να υπερασπιστούμε ιδιαιτέρως «σκληρά» ούτε και την ίδια την υπόθεση της ζωής μέσα σέ μια τέτοια «διελκυστίνδα». Γιατί είναι ακριβώς η αγάπη που πρέπει να αναγνωρίση, αντίθετα στη φωνή τής ιδιοτέλειας, ότι καμμιά «υποχρέωσή μου και κανένα χρέος να ζήσω» δεν αναιρεί στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν υπερισχύη τελικά απέναντι στην ίδια μου την επιθυμία να πεθάνω και την «ξεπερνά», το δικαίωμά μου στο να διαλέξω, υπό ορισμένες περιστάσεις, τον θάνατο. Όποιες κι αν είναι οι «αξιώσεις» τού κόσμου απέναντι στο (ανθρώπινο…) πρόσωπο, το δικαίωμα αυτό είναι (εξαιρουμένης τής θρησκείας) ηθικά και νόμιμα τόσο αναπαλλοτρίωτο όσο και το δικαίωμα στην ζωή, παρ’ όλο που η «αντίληψη» του ενός ή του άλλου δικαιώματος μπορεί να θυσιαστή με ελεύθερη – και μόνον –επιλογή σε διαφορετικές εκτιμήσεις και αποφάσεις. Ο συνδυασμός και η «σύζευξη» μάλιστα αυτών τών δύο αντιτιθεμένων δικαιωμάτων (στην ζωή και στον θάνατο…) εξασφαλίζει και στα δυό, ότι κανένα απ’ αυτά δεν μπορεί να μεταστραφή σε απόλυτη υποχρέωση: ούτε σε υποχρέωση να ζήσης, ούτε σε υποχρέωση να πεθάνης (( Ο «ελεύθερος» άνθρωπος… )) .
( συνεχίζεται )
Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι, από ηθικής πλευράς, τόσο μονοσήμαντο. Μπορεί να φέρω π.χ. ευθύνη και να είμαι υπεύθυνος για κάποιους άλλους, των οποίων η ευημερία εξαρτάται από μένα, να έχω π.χ. την ευθύνη μιας οικογένειας, να είμαι μητέρα ή πατέρας μικρών παιδιών, να έχω αναλάβει κάποιο δημόσιο καθήκον, κι αυτές οι ευθύνες να περιορίζουν, όχι νομικά, αλλά ηθικά την «ελευθερία» μου να αποποιηθώ μιαν ιατρική βοήθεια. Πρόκειται ουσιαστικά για τις ίδιες προϋποθέσεις που περιορίζουν από ηθικής πλευράς και το «δικαίωμά» μου στην αυτοκτονία, ακόμα κι αν δεν ισχύη πια για μένα εδώ καμμιά θρησκευτική «απαγόρευση». Για ορισμένα μάλιστα είδη θεραπευτικής αγωγής, όπως είναι π.χ. το ειδικό «διαλυτικό» μηχάνημα στην περίπτωση της νεφρικής ανεπάρκειας, η άρνηση ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Υφίσταται ωστόσο ακόμα κι εκεί μια σημαντική διαφορά ως προς το να αφαιρέση κανείς βίαια ο ίδιος την ζωή του: Έχουν άλλοι, συμπεριλαμβανομένων και δημοσίων εξουσιών, και στην πραγματικότητα ο καθένας απ’ το άμεσο περιβάλλον το δικαίωμα (το οποίο μπορεί να θεωρηθή μάλιστα και ως χρέος) να ματαιώσουν με μιαν έγκαιρη παρέμβαση μιαν οποιαδήποτε απόπειρα αυτοκτονίας, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα και η χρήση βίας. Κάτι που αποτελεί μιαν ανάμειξη ασφαλώς στην πιο ιδιωτική σφαίρα «ελευθερίας» τού υποκειμένου, που είναι όμως μόνο στιγμιαία, και συντελείται μάλιστα στο όνομα ακριβώς εκείνης της, μακρόπνοα θεωρουμένης, «ελευθερίας». Καθώς δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επαναφέρη στην πραγματική του κατάσταση ένα ελεύθερο ακριβώς υποκείμενο, που έχει πλέον τη δυνατότητα να το «ξανασκεφθή», και να αναθεωρήση ίσως την «τάση» που το κατέλαβε σε μια στιγμή απελπισίας – στην οποία μπορεί, αν θέλη, και να «επιμείνη». Η επιμονή θα τα «καταφέρη» δηλ. τελικά, και το μόνο που θα έχη εδώ εμποδισθή θα είναι μια ενδεχόμενη επίσπευση. Η χρονική εδώ παρέμβαση μεταχειρίζεται τη συνδεδεμένη επίσης με τον χρόνο πράξη (μιας επιδιωκόμενης αυτοκτονίας…) ως ένα «ατύχημα», εκλαμβάνοντας τη «διάσωση», ακόμα και αντίθετα στο ίδιο θέλημα, απ’ αυτήν ως τη διαρκέστερη (και βαθύτερη…) στην πραγματικότητα επιθυμία τού (επικειμένου…) «θύματος», χρονικά και στιγμιαία μόνο επισκιασμένης (κάτι που το «προδίδει» μερικές φορές και η μη εντελής και απόλυτη μυστικότητα της συγκεκριμένης πρόθεσης, λόγω τής οποίας κατέστη άλλωστε δυνατή και η όποια αποτρεπτική παρέμβαση). O διασωθείς μπορεί (πράγματι…) να αναιρέση την «απαγόρευση», διατηρώντας πάντα για τον εαυτό του τον τελευταίο λόγο. Και δεν συζητώ βέβαια εδώ καθόλου για την ηθική τής αυτοκτονίας, αλλά μόνο για τα δικαιώματα (ή και τις υποχρεώσεις) που έχουν οι άλλοι να παρέμβουν σ’ αυτό. Οπότε αυτό που μετράει στην παρούσα συζήτησή μας είναι το ότι η βίαιη αντίδραση στην επιχειρούμενη αυτοκτονική βία ενός προσώπου δεν υποχρεώνει αυτό το πρόσωπο να συνεχίση οπωσδήποτε την (εδώ…) ζωή του, κρατά όμως ανοιχτό το ερώτημα γι’ αυτήν.
Είναι προφανώς κάτι το εντελώς διαφορετικό το να υποχρεώση κανείς έναν «απέλπιδα» ασθενή και βασανιζόμενο άνθρωπο να συνεχίση να υποβάλλεται σε μια θεραπεία «διατήρησης», που του «εξαγοράζει» μια περαιτέρω ζωή ή «επιβίωση», την οποίαν ό ίδιος δεν επιθυμεί ουδόλως. Δεν έχει δηλ. κανείς το δικαίωμα, και παντελώς βέβαια την «υποχρέωση», να καθυποχρεώνη παρατεταμένα τον οποιονδήποτε σε κάτι τέτοιο. Ένα ορισμένο μέτρο παρότρυνσης είναι βέβαια αποδεκτό, ώστε να προστατευθή το μη αναστρέψιμο, ο θάνατος, από οποιαδήποτε απερισκεψία. Πέρα ωστόσο από μια τέτοια βραχύχρονη παρεμβολή, μπορεί μόνο μια εσωτερική ευθύνη – «πρέπει να παραμείνω, όσο το δυνατόν περισσότερο, για εκείνους και για εκείνους, σ’ αυτήν την ζωή» - να εμποδίση το υποκείμενο απ’ το να πράξη εκούσια αυτό που θα επέλεγε, κατά τα άλλα, αποκλειστικά για τον εαυτό του. Πρέπει παρ’ όλ’ αυτά να προσθέσουμε εδώ, πως ίδιος αυτός τρόπος αναζήτησης μπορεί να οδηγήση και στο αντίθετο ακριβώς «συμπέρασμα»: «Αυτή η αγωγή, η τεχνητή υποστήριξη, που δεν βοηθάει πια σε τίποτα, καταστρέφει οικονομικά την οικογένειά μου, γι’ αυτό και προς χάριν της οικογενείας μου παραιτούμαι απ’ αυτήν». Αν μπορή να επιβεβαιωθή ως ένα χρέος – όχι όμως εξαναγκαστικό – το να παρατείνη κανείς την ζωή του αντίθετα προς το δικό του θέλημα, προς χάριν κάποιων άλλων, τότε πρέπει να αποδεχτούμε και ως ένα δικαίωμα, το λιγότερο, το να πεθάνη κάποιος γι’ αυτούς. Όχι όμως και μιαν υποχρέωση! Αυτές οι δυό αντιτιθέμενες κατευθύνσεις τού χαρακτήρα τής ευθύνης δεν έχουν και την ίδιαν αναμεταξύ τους βαρύτητα, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε αναρωτώμενοι, για ποιο πράγμα μπορεί κάποιος, που αναφέρεται με σεβασμό στο πρόσωπο, και να συνηγορήση «αξιοπρεπώς» μαζί του: σίγουρα και μόνο για τη διατήρησή του στην ζωή, και ποτέ για τη συγκατάθεσή του στο να πεθάνη. Ο θάνατος πρέπει να είναι η πιο ανεπηρέαστη απ’ όλες τις «δυνατότητες», ενώ η ζωή επιτρέπεται και οφείλει να έχη πάντα τούς υποστηρικτές της, έστω και λόγω τής φιλαυτίας, και σίγουρα λόγω τής αγάπης. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να υπερασπιστούμε ιδιαιτέρως «σκληρά» ούτε και την ίδια την υπόθεση της ζωής μέσα σέ μια τέτοια «διελκυστίνδα». Γιατί είναι ακριβώς η αγάπη που πρέπει να αναγνωρίση, αντίθετα στη φωνή τής ιδιοτέλειας, ότι καμμιά «υποχρέωσή μου και κανένα χρέος να ζήσω» δεν αναιρεί στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν υπερισχύη τελικά απέναντι στην ίδια μου την επιθυμία να πεθάνω και την «ξεπερνά», το δικαίωμά μου στο να διαλέξω, υπό ορισμένες περιστάσεις, τον θάνατο. Όποιες κι αν είναι οι «αξιώσεις» τού κόσμου απέναντι στο (ανθρώπινο…) πρόσωπο, το δικαίωμα αυτό είναι (εξαιρουμένης τής θρησκείας) ηθικά και νόμιμα τόσο αναπαλλοτρίωτο όσο και το δικαίωμα στην ζωή, παρ’ όλο που η «αντίληψη» του ενός ή του άλλου δικαιώματος μπορεί να θυσιαστή με ελεύθερη – και μόνον –επιλογή σε διαφορετικές εκτιμήσεις και αποφάσεις. Ο συνδυασμός και η «σύζευξη» μάλιστα αυτών τών δύο αντιτιθεμένων δικαιωμάτων (στην ζωή και στον θάνατο…) εξασφαλίζει και στα δυό, ότι κανένα απ’ αυτά δεν μπορεί να μεταστραφή σε απόλυτη υποχρέωση: ούτε σε υποχρέωση να ζήσης, ούτε σε υποχρέωση να πεθάνης (( Ο «ελεύθερος» άνθρωπος… )) .
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου