Συνέχεια από: Τρίτη, 30 Μαρτίου 2021
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» στη λατινική θεολογία
1.2.2 Το «δόγμα της analogia entis» στον κορυφαίο των σχολαστικών Θωμά τον Ακινάτη
Το «δόγμα» της αναλογίας του όντος, όπως παρουσιάζεται μέσα στη θεολογική σκέψη του Ακινάτη, καλύπτει τρία διακριτά γνωστικά επίπεδα: το οντολογικό, το γνωσιολογικό και το γλωσσικό. Στο πρώτο επίπεδο, ο Ακινάτης, ασχολείται με τον τρόπο συσχέτισης των όντων με το Θεό, στο δεύτερο με τον τρόπο συσχέτισης της ανθρώπινης σκέψης με το Θεό και στο τρίτο με τον τρόπο ομιλίας περί Θεού1. Αφορμή για την έναρξη της συζητήσεως για την αναλογία, δίνει στον Ακινάτη, το ζήτημα της απόδοσης ονομάτων στο Θεό. Η αναλογική απόδοση εξετάζεται πρώτα ως κατεξοχήν γλωσσικό ζήτημα και μόνο κατοπινά εξετάζεται ως γνωσιολογικό και θεολογικό2. Αυτό γίνεται φανερό, όπως θα δούμε, από το γεγονός ότι η ομωνυμία και η συνωνυμία εξετάζονται αρχικά ως γλωσσικά φαινόμενα, αργότερα ως λογικά και τέλος ως οντολογικά3. Εντούτοις, αυτό που θα παρατηρήσουμε είναι ότι ανάμεσα στα τρία πεδία, εκείνο που λαμβάνει εξέχουσα θέση στο θεολογικό σύστημα του Ακινάτη, είναι το γνωσιολογικό πεδίο, όπου το όλο ζήτημα εξετάζεται ως προς τον τρόπο λειτουργίας του μέσα στην ανθρώπινη διάνοια, διαμέσου της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει αναλογικά το Είναι του Θεού4. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ακινάτης προσπαθεί να παραμείνει πιστός στην αριστοτελική λογική την οποία όμως γνώριζε όπως είχε ήδη καθιερωθεί στο δυτικό κόσμο, με βάση τις αποσπασματικές μεταφράσεις των έργων του μεγάλου φιλοσόφου και τα έργα των αράβων υπομνηματιστών του. Για τον Ακινάτη, η αριστοτελική θεώρηση εξαντλείται στο γεγονός ότι το νόημα μίας λέξης αποτελεί μία έννοια η οποία προέρχεται από μία αφαίρεση από τα πράγματα, με τέτοιο τρόπο ώστε η αναλογία ανάμεσα στις λέξεις να αντανακλά την αναλογία ανάμεσα στα πράγματα5. Ο Ακινάτης, προσπαθεί να ορίσει, μέσα από μία εξαντλητική γνωσιολογική διαδικασία ποιο είναι εκείνο το είδος αναλογίας που είναι το πιο κατάλληλο για την περιγραφή της σχέσης ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των όντων6. Ωστόσο, όπως θα παρατηρήσουμε αμέσως παρακάτω, ο Ακινάτης δεν μένει ποτέ ικανοποιημένος από τις αναλύσεις του7 και εγκαταλείπει συνεχώς τις προηγούμενες θέσεις του για να υιοθετήσει άλλες πιο κατάλληλες. Μέσα στην προσπάθειά του αυτή, εντούτοις, παραμένει συνεπής ως προς εκείνο που πιστεύει και πρεσβεύει, την ύπαρξη δηλαδή αναλογίας ανάμεσα στα όντα και στο Θεό, σε οντολογικό επίπεδο.
1.2.2.1 Τα γνωσιολογικά θεμέλια της αναλογίας του όντος στη θεολογία του Θωμά Ακινάτη
Ο Ακινάτης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους μπορεί να ειπωθεί κάτι με βάση την αναλογία8: α) με βάση την έννοια και όχι σύμφωνα με το είναι9, β) με βάση το είναι και όχι σύμφωνα με την έννοια10, γ) με βάση την έννοια και σύμφωνα με το είναι11. Μ’ αυτό τον τελευταίο τρόπο, λέει ο Ακινάτης, μπορούμε να θεωρήσουμε σωστό ότι η αγαθότητα και όλοι οι παρόμοιοι όροι αποδίδονται στο Θεό και στα όντα με βάση την αναλογία12.
Ο Ακινάτης θεωρεί ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη ομοιομορφία ανάμεσα στα πράγματα που αντιστοιχούν με κάποιο τρόπο το ένα στο άλλο, βασισμένη σε μία αμοιβαίως καθορισμένη απόσταση ή άλλου είδους καθορισμένη σχέση ανάμεσά τους, όπως π.χ. το δύο είναι ανάλογο του ενός με το να είναι διπλάσιο από αυτό13. Άλλες φορές, ωστόσο, βρίσκουμε μία αμοιβαία ομοιομορφία δύο πραγμάτων, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει κάποια καθορισμένη συμμετρία, αλλά μία αμοιβαία ομοιότητα μεταξύ δύο συμμετριών14. Συνεπώς, το πρώτο είδος ομοιομορφίας αποτελεί μία συμμετρία, ενώ το δεύτερο είδος είναι μία συμμετρικότητα15. Ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι στα πράγματα τα οποία αποδίδονται αναλογικά με τον πρώτο τρόπο, είναι αναγκαίο να υπάρχει κάποια καθορισμένη σχέση ανάμεσα στις οντότητες που μοιράζονται τον κοινό όρο με βάση την αναλογία. Είναι συνεπώς αδύνατο, κάποιο πράγμα ή ιδιότητα να αποδοθεί αμοιβαία στο Θεό και στα όντα με αυτό το είδος αναλογίας. Διότι κανένα δημιούργημα δεν έχει μία συγκεκριμένη σχέση με το Θεό, σύμφωνα με την οποία μπορεί να καθοριστεί η θεϊκή τελειότητα. Με το δεύτερο όμως είδος αναλογίας, δεν υπάρχει κάποια καθορισμένη σχέση ανάμεσα στα πράγματα τα οποία μοιράζονται κάτι από κοινού, με βάση την αναλογία. Συνεπώς, τίποτα δεν εμποδίζει κάποιο όνομα να αποδοθεί στο Θεό και στα δημιουργήματα, όταν βασίζεται στο δεύτερο αυτό είδος αναλογίας16.
Ο Ακινάτης διακρίνει ανάμεσα σε δύο είδη αναλογίας, τα οποία βασίζονται σε κάποια σχέση. Στο πρώτο, η σχέση προς το πρωτεύον ανάλογο αποτελεί τόσο την αιτία (causa), όσο και το νόημα (ratio) του δευτερεύοντος αναλόγου17. Το ανάλογο όνομα, όταν αποδίδεται στο δευτερεύον ανάλογο δεν του μεταδίδει κάποια ενδογενή τελειότητα, αλλά αποτελεί μόνο μία εξωτερική αναφορά του δευτερεύοντος στο πρωτεύον ανάλογο. Στο δεύτερο είδος, η σχέση του δευτερεύοντος αναλόγου προς το πρωτεύον αποτελεί την αιτία, αλλά όχι το νόημα της απόδοσης του ανάλογου ονόματος στο δευτερεύον ανάλογο18. Το νόημα είναι ενδογενές χαρακτηριστικό του δευτερεύοντος αναλόγου19. Αυτό συμβαίνει π.χ., όταν το αγαθό αποδίδεται στα δημιουργήματα, ακριβώς επειδή είναι αποτελέσματα του υπέρτατου αγαθού, δηλ. του Θεού20.
Ο Ακινάτης θεωρεί ότι το πλήθος των θείων ονομάτων δεν αναιρεί την απλότητα του Θεού, διότι τα θεία ονόματα είναι όλα ταυτόσημα με τη θεία ουσία21. Υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε ανάμεσα στον τρόπο απόδοσης και στο πράγμα που σημαίνεται22. Το πράγμα που σημαίνεται μπορεί να αποδοθεί στο Θεό, αλλά ο τρόπος που σημαίνεται θα πρέπει να απορριφθεί23. Αυτό συμβαίνει διότι το αποτέλεσμα εμπεριέχει κάτι που μοιάζει στην αιτία του, όπως και κάτι με το οποίο διαφέρει από αυτήν. Υπάρχουν στα όντα διάφορες τελειότητες διαμέσου των οποίων ομοιάζουν στο Θεό, που ως προς αυτό που σημαίνουν δεν έχουν οποιαδήποτε ατέλεια, όπως είναι για παράδειγμα το είναι, η ζωή, η γνώση κ.α.. Αυτά αποδίδονται ορθά πρώτα στο Θεό κατά υπεροχή, σε μεγαλύτερο δηλαδή βαθμό από ότι στα δημιουργήματα. Υπάρχουν επίσης, συγκεκριμένες ιδιότητες στα όντα μέσω των οποίων διαφέρουν από το Θεό, τις οποίες κάθε ον οφείλει στη δημιουργία του εκ του μηδενός, όπως είναι για παράδειγμα η δυνητικότητα, η στέρηση, η κίνηση κ.α.. Αυτές οι ιδιότητες εσφαλμένα αποδίδονται στο Θεό. Οποιοιδήποτε όροι υποδηλώνουν τέτοιου είδους συνθήκες δεν μπορούν να αποδοθούν στο Θεό παρά μόνο μεταφορικά, όπως για παράδειγμα ο λέων, ο λίθος κτλ., διότι εμπεριέχουν ύλη στη φύση τους. Αποδίδονται στο Θεό μεταφορικά, ωστόσο, εξαιτίας της ομοιότητας που έχουν σε σχέση με κάποια αποτελέσματά τους24.
Ο Ακινάτης πιστεύει ότι τα θεία ονόματα δεν είναι συνώνυμα, όχι επειδή αποδίδονται στο Θεό με εξωγενή τρόπο, διότι ο Θεός δεν ονομάζεται σοφός απλά επειδή είναι η αιτία της σοφίας, αλλά επειδή είναι πράγματι σοφός25. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία της εξωτερικής επονομασίας, θα συνεπαγόταν ότι τα ονόματα των απόλυτων τελειοτήτων αποδίδονται στη δημιουργία πριν από το Δημιουργό. Αυτό όμως είναι ανυπόστατο26. Η αιτία της διαφορετικότητας ή πολλαπλότητας των θείων ονομάτων έγκειται στην ανθρώπινη διάνοια, η οποία δεν είναι ικανή να περιλάβει την όραση της θείας ουσίας καθεαυτής, αλλά την βλέπει διαμέσου πολλών ατελών ομοιοτήτων, δια των οποίων αντικατοπτρίζεται η θεία ουσία μέσα στα δημιουργήματα, σαν πάνω σε καθρέφτη27.
Σύμφωνα με τον Ακινάτη, τα θεία ονόματα δεν αποδίδονται στο Θεό ούτε συνωνύμως (επειδή ο Θεός δεν αποτελεί συνώνυμη αιτία), ούτε ομωνύμως (διότι τα καθαρά ομώνυμα δεν αποδίδονται με βάση μία σχέση ενός προς ένα άλλο. Τα ονόματα των απόλυτων τελειοτήτων, αποδίδονται στο Θεό και στα δημιουργήματα αναλογικά. Υπάρχουν ωστόσο, λέει ο Ακινάτης, δύο τρόποι αναλογικής απόδοσης. Ο πρώτος είναι όταν ένα πράγμα αποδίδεται σε δύο, τα οποία σχετίζονται όμως με ένα τρίτο28. Για παράδειγμα, το είναι αποδίδεται στην ποσότητα και την ποιότητα, σε σχέση όμως με την ουσία. Ο δεύτερος είναι όταν ένα πράγμα αποδίδεται σε δύο, εξαιτίας της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο29. Έτσι, το είναι αποδίδεται τόσο στην ουσία όσο και στην ποσότητα, η οποία αποτελεί ένα από τα κατηγορήματά της. Εφόσον, τώρα, τίποτα δεν είναι πρότερο του Θεού, σημαίνει ότι ο δεύτερος τρόπος αναλογικής απόδοσης και όχι ο πρώτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περίπτωσή των θείων ονομάτων30.
Επειδή τα δημιουργήματα απεικονίζουν το Θεό με ατελή τρόπο, το όνομα «αγαθός» δηλώνει το Θεό με ατελή τρόπο31. Τα θεία ονόματα αποδίδουν στο Θεό κάποιες τελειότητες οι οποίες ανήκουν σ’ Αυτόν πρωταρχικά, αλλά σημαίνουν αυτές τις τελειότητες με ατελή τρόπο. Επομένως, όσον αφορά τα θεία ονόματα, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο στοιχεία: (α) την τελειότητα η οποία σημαίνεται, (β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η σήμανση. Αυτό το οποίο σημαίνεται από τα θεία ονόματα, ανήκει πρωταρχικά στο Θεό και εφαρμόζεται πρώτα σ’ Αυτόν. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η σήμανση των θείων ονομάτων, όμως, δεν αρμόζει σωστά στο Θεό. Ο τρόπος σήμανσης προέρχεται από τα δημιουργήματα και εφαρμόζεται πρωταρχικά σ’ αυτά32. Έτσι, οτιδήποτε λέγεται για το Θεό και τα δημιουργήματα, βασίζεται στη σχέση των κτιστών όντων με το Θεό ως αρχή και αιτία τους, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι τελειότητες των πραγμάτων προϋπάρχουν στο Θεό υπεροχικά33. Αυτός ο τρόπος κοινωνίας μίας ιδέας αποτελεί ένα μέσο μεταξύ της ομωνυμίας και της απλής συνωνυμίας. Διότι σύμφωνα με την αναλογία, η ιδέα δεν είναι, όπως στην περίπτωση της συνωνυμίας μία και η ίδια, αλλά ούτε και ολότελα διαφορετική, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ομωνυμίας34. Τα ονόματα που αποδίδονται στο Θεό και στα άλλα όντα, αποδίδονται λοιπόν με βάση την αναλογία του ενός ως προς ένα άλλο35. Το θεμέλιο αυτής της αναλογίας είναι η αιτιολογική σχέση την οποία έχουν τα πράγματα ως προς το Θεό36. Σε σχέση με την τελειότητα που σημαίνεται, ο Θεός είναι το πρωτεύον ανάλογο. Σε σχέση όμως, με τον τρόπο που συμβαίνει αυτή η απόδοση, ο Θεός είναι το δευτερεύον ανάλογο.
(Συνεχίζεται)
ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. Η ΔΥΣΗ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΕΧΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ. ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΙΝΟΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΧΕΙΡΙΣΤΟΥΜΕ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρβλ. E. L. MASCALL, Existence and Analogy, Longmans, London 1949, σελ. 96.
2. Βλέπουμε λοιπόν, ότι αφετηρία της όλης προβληματικής για την αναλογία στο θεολογικό σύστημα του Θωμά Ακινάτη αποτελεί το γλωσσικό πεδίο και διαμέσου του επιχειρείται η επέκταση στα δύο άλλα γνωστικά πεδία, το γνωσιολογικό και το θεολογικό. Bλ. R. M. W. SΤΑΜΜΒΕRGER, On Analogy, Peter Lang, Frankfurt 1995, σελ. 21.
3. Πρβλ. R. McINERNY, The Logic of Analogy, The Hague 1961, σελ. 264.
4. Βλ. R.McINERNY The Logic of Analogy, NSc, XXXI:2 (1957). Βλ. επίσης J. D. BEACH, Analogous Naming, Extrinsic Denomination, and the Real Order, MSc, XLII:3 (1965).
5. Bλ. J. ROSS, Religious language, Philosophy, A Guide to the subject of Religion, edited by Brian Davies, Cassel 1998, σελ. 111.
6. Bλ. J. X. KNASAS, Aquinas, Analogy, and the Divine Infinity, Rivista Quadrimestrale della Pontificia Accademia di S. Thommas Aquinas, XL:1, σελ. 76.
7. Bλ. M. S. O’ NEILL, Some Remarks on the Analogy of God and Creatures in St. Thomas Aquinas, MS, XXIII (1961), σελ. 214.
8. Το γνωστότερο απόσπασμα στο Θωμά Ακινάτη, σχετικά με την αναλογία, προέρχεται από την ερώτηση 5, Dist. 19, a 2, του έργου Υπόμνημα στις Προτάσεις του Π. Λομβαρδού.
9. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, In Ι Sent. 19, 5, 2 ad. 1, «secundum intentinem tantum et non secundum esse».
10. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, In Ι Sent. 19, 5, 2 ad. 1, «secundum esse et non secundum intentionem».
11. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, In Ι Sent. 19, 5, 2 ad. 1, «secundum intentionem et secundum esse».
12. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, In Ι Sent. 19, 5, 2 ad. 1. Αξίζει εδώ να προσέξουμε ότι αυτοί οι όροι είναι ανάλογοι μόνο μέσα στο μυαλό, και είναι ταυτόσημοι με τους όρους οι οποίοι αποδίδονται ως κατηγορούμενα per prius et posterius. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι όροι όπως «αλήθεια» και «αγαθοσύνη», αποδίδονται στο Θεό και στα δημιουργήματα σύμφωνα με τον τρίτο τύπο αναλογίας, σύμφωνα δηλ. τόσο με την έννοια όσο με το είναι. Βλ. B. MONDIN, The Principle of analogy in protestant and catholic theology, ό.π., σελ. 10.
13. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 2, 11, «secundum proportionem».
14. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 2, 11, «similitudo duarum ad invicem proportinum».
15.ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 2, 11, «prima ergo convenientia est proportionis, secunda autem proportionalitatis». Η συμμετρία μπορεί να θεωρηθεί ως μία σχέση ανάμεσα σε δύο όρους, ενώ η συμμετρικότητα αποτελεί σχέση ανάμεσα σε τέσσερις όρους. Bλ. J. OWENS, Analogy as a Thomistic Approach to Being, MS, XXIV (1962), σελ. 309. Επιπλέον, η συμμετρικότητα αφορά στην ύπαρξη κάποιας ομοιότητας ανάμεσα στις σχέσεις των πραγμάτων που αντιστοιχούν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση Ρ ανάμεσα στο Α και σε κάποια ιδιότητα, γεγονός ή άλλο πράγμα Χ ομοιάζει με τη σχέση Ρ’ που υπάρχει ανάμεσα στο Β και σε κάποια άλλη ιδιότητα, γεγονός ή άλλο πράγμα. Bλ. J. ROSS, Analogy as a rule of meaning for religious language, στο Modern Studies in Philosophy, Aquinas, Anthony Kenny, Mcmillan, London 1970, σελ. 129.
16. Υπάρχουν, ωστόσο, υποστηρίζει ο Θωμάς Ακινάτης, De Veritate, 2, 11, δύο είδη απόδοσης με βάση την συμμετρικότητα: 1) Μερικές φορές το όνομα που πρόκειται να αποδοθεί ως κατηγορούμενο, με την πρωταρχική του σημασία προϋποθέτει κάτι σχετικά με το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί καμία ομοιότητα ανάμεσα στο Θεό και τα δημιουργήματα. Τέτοια είναι η περίπτωση των ονομάτων που αποδίδονται στο Θεό συμβολικά, όταν λέξεις όπως ‘‘λιοντάρι’’ ή ‘‘ήλιος’’ αποδίδονται σ’ Αυτόν. «Quae symbolice de Deo dicuntur». Διότι, στον ορισμό αυτών των ονομάτων συμπεριλαμβάνεται η ύλη η οποία δεν μπορεί βέβαια να αποδοθεί με κάποιο τρόπο στο Θεό. 2) Άλλοτε, το όνομα που αποδίδεται στο Θεό και στα δημιουργήματα, δεν συμπεριλαμβάνει στην αρχική του σημασία κάτι το οποίο το αποτρέπει να αποδοθεί με τον τρόπο της συμμετρικότητας στο Θεό. Τέτοια ακριβώς, είναι η περίπτωση των ονομάτων των οποίων ο ορισμός δε συνεπάγεται οποιαδήποτε ατέλεια, ούτε οποιαδήποτε πραγματική εξάρτηση από την ύλη. Αυτού του είδους την απουσία περιορισμού μπορούμε να βρούμε στις λέξεις είναι, αγαθό, και τα παρόμοια . Βλ. ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 2, 11. Ο Θωμάς Ακινάτης, στο απόσπασμα αυτό, διακρίνει συνολικά ανάμεσα σε τρεις τύπους αναλογίας: 1. αναλογία των διαστάσεων, 2. αναλογία της καθαυτό συμμετρικότητας, και 3. αναλογία της ανακριβούς, ή μεταφορικής ή συμβολικής συμμετρικότητας. Ονόματα όπως το είναι, το αγαθό, κλπ., δεν αποδίδονται στο Θεό σύμφωνα με την αναλογία των διαστάσεων, ούτε σύμφωνα με την αναλογία της ανακριβούς συμμετρικότητας, αλλά σύμφωνα με την αναλογία της καθαυτό συμμετρικότητας.
17. Ο ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗΣ, De Veritate, 21, 4, υποστηρίζει ότι ένα πράγμα κατονομάζεται σε αναφορά προς κάτι άλλο, με δύο τρόπους: ο πρώτος συμβαίνει όταν η ίδια η αναφορά αποτελεί το νόημα της κατονομασίας («ipse respectus est ratio denominationis»). Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό που κατονομάζεται δεν παίρνει το όνομά του από κάποια μορφή ενδογενή, αλλά από κάτι εξωγενές στο αντικείμενο προς το οποίο αναφέρεται.
18. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 21, 4, ad. 2, «non est ratio denominationis sed causa».
19. Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο ένα πράγμα λαμβάνει την ονομασία του σε αναφορά προς κάτι άλλο, συμβαίνει όταν η αναφορά δεν είναι το νόημα, αλλά η αιτία της κατονομασίας («respectus non est ratio denominationis, sed causa». Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 21, 4. Για παράδειγμα, ο ήλιος είναι η αιτία που ο αέρας φαίνεται φωτεινός («est causa quod luceat»). Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 21, 4. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, τα δημιουργήματα ονομάζονται καλά, σε αναφορά προς το Θεό. Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Veritate, 21, 4, ad. 2.
20. Ο Θωμάς Ακινάτης υποστηρίζει έτσι, ότι τα όντα καλούνται ‘‘αγαθά’’ όχι απλά επειδή είναι αποτελέσματα του Αγαθού, αλλά επιπλέον, εφόσον ο Θεός είναι η αιτία της υπάρξεώς τους, γι’ αυτό και είναι τα ίδια ‘‘αγαθά’’ καθαυτά.
21. Ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ δεν αποδέχεται τη θεωρία του ΜΑΪΜΟΝΙΔΗ για την απόδοση των θείων ονομάτων. Βλ. H. A. WOLFSON, Maimonides on Negative Attributes, Louis Ginzeberg Jubilee Volume, σελ. 411-446. Ο ΜΑΪΜΟΝΙΔΗΣ υποστηρίζει ότι κάθε όρος μπορεί να αποδοθεί τόσο στο Θεό όσο και στα δημιουργήματα, μόνο με βάση την ομωνυμία. Αποδέχεται, έτσι, μόνο τους όρους οι οποίοι είτε αναφέρονται σε αρνητικά ιδιώματα, είτε στα ιδιώματα των ενεργειών του Θεού. Bλ. J. A. BUIJS, A Maimonidean Critique of Thomistic Analogy, Journal of the History of Philosophy, 41:4 (2003), σελ. 7. Σε αντίθεση με τον ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, ο οποίος θεωρεί ότι τα ιδιώματα των ενεργειών αποτελούν αιτιολογικούς και σχεσιακούς όρους, ο ΜΑΪΜΟΝΙΔΗΣ υποστηρίζει ότι τα ιδιώματα αυτά αποτελούν ξεχωριστή λογική κατηγορία. Bλ. J. A. BUIJS, Attributes of Action in Maimonides, Vivarium 27 (1989), σελ 85-102.
22. Ο Θωμάς Ακινάτης, θεωρεί ότι τα δημιουργήματα είναι εικόνες του Θεού, γι’ αυτό και ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το Θεό. Επειδή όμως τα δημιουργήματα είναι ατελείς εικόνες του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να τον γνωρίσει με ελλιπή τρόπο, γι’ αυτό και τα ονόματα που δίνει ο άνθρωπος στο Θεό μπορούν να Τον σημάνουν με ατέλεια: «Ideo licet huiusmodi nomina quae intellectus ex talibus conceptionibus Deo attribuit significent id quod est divina substantia, non tamen perfecte ipsam significant secundum quod est, sed secundum quod a nobis intelligitur. Sic ergo dicendum est, quod quodlibet istorum nominum significat divinam substantiam, non tamen quasi comprehendens ipsam, sed imperfecte», De Potentia 7, 5.
23. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 5. Αυτή η άποψη του Θωμά Ακινάτη δεν πρέπει να συγχέεται με τη θεωρία του Μαϊμονίδη για την αρνητική απόδοση. Ο Μαϊμονίδης απορρίπτει κάθε καταφατική απόδοση σε σχέση με το Θεό . Βλ. H. A. WOLFSON, Amphibolous Terms in Aristotle, Arabic Philosophy and Maimonides, HTR, 1938, σελ. 151-173. Ο Θωμάς Ακινάτης απορρίπτει την καταφατική απόδοση μόνο σε σχέση με τον τρόπο σήμανσης, ενώ όσον αφορά στα πράγματα που σημαίνονται, εάν αυτά αφορούν ονόματα απολύτων τελειοτήτων, αποδίδονται ορθά στο Θεό. Στο ερώτημα, τι μπορούμε να γνωρίσουμε για το Θεό με αυτό τον τρόπο, απαντάει ότι ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει στο ανώτερο σημείο γνώσης του Θεού, όταν ξέρει πως δεν τον γνωρίζει καθόλου, εφόσον γνωρίζει ότι ο Θεός υπερβαίνει οτιδήποτε μπορούμε να συλλάβουμε γι’ αυτόν. «Illud est ultimum cognitionis humanae de Deo quod sciat se Deum nescire, in quantum cognoscit, illud quod Deus est, omne ipsum quod de deo intelligimus, excedere». Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 5 ad. 14. Δεν υπάρχει άρα ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην μαϊμονίδεια ομωνυμία και στην ακινάτεια αναλογία. Βλ. A. BROADIE, Maimonides and Aquinas on the Names of God, Religious Studies 23, 1987, σελ. 170. Για τον Μαϊμονίδη, η εξάρτηση των δημιουργημάτων από το Θεό είναι αιτιακή και βασίζεται σε μία οντολογική γενεαλογία που πηγάζει από τις ενέργειες του Θεού επί των κτισμάτων. Βλ. J. A. BUIJS, The Negative Theology of Maimonides and Aquinas, RM 41 (1988, σελ. 736,. επίσης I. FRANK, Maimonides and Aquinas on Man’s Knowledge of God, RM 38 (1985, σελ. 519, 592. Στον Θωμά Ακινάτη η εξάρτηση αυτή είναι σχεσιακή, και βασίζεται σε μία οντολογική αναλογία που απορρέει τόσο από την ουσία όσο και από το Είναι του Θεού. Βλ. A. HYMAN, Maimonides on Creation and Emanation, στο J. WIPPEL, Medieval Philosophy, Washington 1987, σελ. 45-61.
24. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 5, ad 8.
25. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 6, «Non ergo sapiens dicitur Deus quoniam sapientiam causet; sed quia est sapiens, ideo sapientiam causat».
26. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 6.
27. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 6.
28. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 7, «aliquid praedicatur de duobus per respectum ad aliquid tertium». Ενώ στη Summa Contra Gentiles αυτό το είδος ονομάζεται αναλογία των πολλών ως προς ένα, στο De Potentia, ονομάζεται αναλογία του δευτέρου ως προς ένα τρίτο. Οι Δυτικοί ερευνητές, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να αποδείξουν ότι αν εξαιρέσουμε την όποια σύγχυση στην ορολογία, μπορούμε να πούμε ότι ο Θωμάς Ακινάτης με αυτές τις δύο ονομασίες, αναφέρεται στο ίδιο είδος αναλογίας. Βλ. B. MONDIN, The Principle of analogy in protestant and catholic theology, ό.π., σελ. 24. Αυτή η αναλογία, λέει ο Θωμάς Ακινάτης, δεν μπορεί να διασώσει την μοναδικότητα και την απολυτότητα του Θεού. Στα πρώιμα έργα του την καλεί αναλογία των «ποσοτικών διαστάσεων» και την απορρίπτει, γιατί θεωρεί ότι παραβιάζει την άπειρη απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα όντα και στο Θεό. Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, In IV L. Sententiarum και De Veritate. Στα πιο ώριμα έργα του, ο Ακινάτης, γενικά εγκαταλείπει τον όρο «ποσοτικές διαστάσεις» εξαιτίας του συσχετισμού του με τα μαθηματικά, και υιοθετεί μία πιο ελαστική ορολογία. Η ορολογία «αναλογία του ενός ως προς ένα άλλο», «αναλογία του δευτέρου ως προς ένα τρίτο» και «αναλογία των πολλών ως προς ένα» είναι λιγότερο τεχνική, αλλά πιο ενδεικτική της διάκρισης ανάμεσα στα δύο διαφορετικά είδη αναλογίας: αυτού που μπορεί να διαφυλάξει την μοναδικότητα, απολυτότητα και υπερβατικότητα του Θεού, ενώ η άλλη υποβιβάζει το Θεό στο επίπεδο των όντων και τον κατατάσσει στις κατηγορίες των κτισμάτων Του.
29. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 7, «aliquid praedicatur de duobus per respectum unius ad alterum».
30. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, De Potentia 7, 7, «Et ideo cum Deo nihil sit prius, sed ipse sit prior creatura, competit in divina praedicatione secundus modus analogiae et non primus».
31. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I, 13, 2.
32. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I, 13, 3, «Quantum igitur ad id, quod significant huiusmodi nomina, proprie competunt Deo, et magis proprie, quam ipsis creaturis, et per prius dicuntur de Deo. Quantum vero ad modum significanti, non proprie dicuntur de Deo: habent enim modum significandi, qui creaturis competit».
33. Όπως στη Summa Contra Gentiles και στο De Potentia, ο Θωμάς Ακινάτης εδώ διαχωρίζει ανάμεσα στην αναλογία των πολλών ως προς ένα και στην αναλογία του ενός ως προς ένα άλλο. Τα θεία ονόματα αποδίδονται στο Θεό σύμφωνα με την αναλογία του ενός ως προς ένα άλλο. Στη Summa Theologica Ι, 13, 5, ο Ακινάτης, πριν ακόμη ασχοληθεί με το ζήτημα της αναλογικής απόδοσης των θείων ονομάτων, υποστηρίζει ότι τα ονόματα αυτά αποδίδονται πρωταρχικά στο Θεό, όχι με βάση την εξωγενή κατονομασία. Στο Άρθρο αυτό, ο Ακινάτης προσπαθεί να βρει ένα τρόπο αναλογίας, ο οποίος διαφυλάσσει τη μοναδικότητα και την υπερβατικότητα του Θεού, ακόμη και όταν εφαρμόζεται σ’ Αυτόν η γλώσσα της κτιστής πραγματικότητας. Θεωρεί ότι η αναλογία του ενός ως προς ένα άλλο είναι κατάλληλη για το σκοπό αυτό, διότι αποδίδοντας στο Θεό τη θέση του πρωταρχικού αναλόγου, διασφαλίζει την προτεραιότητα και την υπερβατικότητα του Θεού έναντι των δημιουργημάτων του. Ωστόσο, πολύ δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να υποβάλει την ένσταση ότι το παράδειγμα του ‘‘υγιούς’’ δεν είναι τόσο κατάλληλο όσο το παράδειγμα του ‘‘είναι’’, για να δηλώσει το είδος αυτό της αναλογίας . Βλ. MONDIN, The Principle of analogy in protestant and catholic theology, ό.π., σελ. 31. Διότι, κανονικά, το ‘‘υγιές’’ αποδίδεται εξωτερικά στα δευτερεύοντα ανάλογα (φαγητό, φάρμακο, κλπ.) και εσωτερικά μόνο στο πρωτεύον ανάλογο (το υγιές σώμα.). Ο Ακινάτης, πιστεύει ότι η βάση για την αναλογία μεταξύ τους υγιούς φαρμάκου και του υγιούς σώματος έγκειται στην αιτιώδη σχέση μεταξύ του φαρμάκου και του οργανικού σώματος: το φάρμακο είναι η αιτία της υγείας του οργανικού σώματος. Αναμφίβολα, ο Ακινάτης, κατατάσσει το φάρμακο ανάμεσα στις ομώνυμες αιτίες. Τα αποτελέσματα των ομώνυμων αιτίων, ωστόσο, διατηρούν κάποια αναλογία με τα αίτιά τους, αφού τα αποτελέσματα προϋπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μέσα στις αιτίες τους . Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, In Libros Sent. I, 35, 4 ad 1; II, 1, 2, 2; IV, 4, 3, επίσης στη Summa Contra Gent. I, 29, και στο De Potentia 7, 1 ad 8. Επομένως, οι ανάλογοι όροι οι οποίοι αποδίδονται σε πράγματα τα οποία ενώνει μία σχέση ουσιώδους αιτιότητας δεν αποδίδονται σ’ αυτά με βάση την εξωγενή αλλά την ενδογενή κατονομασία. Ο Θεός, κατά τον Ακινάτη, είναι ομώνυμη αιτία, αλλά ακόμα και στη δική Του περίπτωση συνεχίζει να ισχύει η αρχή της ομοιότητας ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Βλ. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I, 4, 3 και I, 13, 5. Τα ονόματα των απόλυτων τελειοτήτων αποδίδονται τόσο στο Θεό όσο και στα δημιουργήματά του ενδογενώς, με βάση την αναλογία.
34. Πρβλ. R. McINERNY, Studies in Analogy, The Hague, Martinus Nijhoff, Netherlands 1968, σελ. 19. Ένας όρος που χρησιμοποιείται με πολλές σημασίες δηλώνει πολλαπλές αντιστοιχίες ως προς ένα πράγμα. Για παράδειγμα, το ‘‘υγιεινό’’ όταν εφαρμόζεται στην ουρία δηλώνει το σημείο της υγείας του ζώου, ενώ όταν εφαρμόζεται στο φάρμακο δηλώνει την αιτία της ίδιας υγείας. Bλ ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I, 13, 5.
35. Η εφαρμογή της ανθρώπινης γλώσσας στο Θεό συνίσταται στη διάκριση ανάμεσα σε τέσσερα είδη ονομάτων, τα οποία έχουν ουσιαστικά διαφορετικές ιδιότητες σε σχέση με την απόδοσή τους στο Θεό. Τα τέσσερα είδη ονομάτων είναι: (α) τα ονόματα των απλών τελειοτήτων, (β) τα ονόματα των μικτών τελειοτήτων, (γ) τα ονόματα των αρνητικών τελειοτήτων, (δ) τα ονόματα των ατελειών. Οι ιδιότητές τους είναι οι εξής: (α) τα ονόματα των απλών τελειοτήτων, ως προς τον τρόπο που σημαίνουν τις τελειότητες, αρμόζουν περισσότερο στα δημιουργήματα και αποδίδονται στο Θεό μόνο μεταφορικά. Ως προς την τελειότητα όμως που σημαίνουν, αποδίδονται πρωτίστως στο Θεό και μόνο δευτερευόντως στα δημιουργήματα. (β) Τα ονόματα των μικτών τελειοτήτων αρμόζει να χρησιμοποιούνται για τα δημιουργήματα και μπορούν να αποδίδονται στο Θεό μόνο μεταφορικά.
(γ) Τα ονόματα των αρνητικών τελειοτήτων αρμόζει να αποδίδονται στο Θεό και μπορούν να χρησιμοποιούνται για τα δημιουργήματα μόνο μεταφορικά. (δ) Τα ονόματα των ατελειών μπορούν να αποδοθούν μόνο στα δημιουργήματα. Δεν μπορούν να αποδοθούν στο Θεό ούτε κανονικά ούτε μεταφορικά. Η διάκριση ανάμεσα στον τρόπο απόδοσης (modus significandi) και στο πράγμα που σημαίνεται (res significata), μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στο πρώτο είδος ονομάτων, στα ονόματα δηλ. των απλών τελειοτήτων. Διότι, μόνο αυτά τα ονόματα μπορούν να αποδοθούν κατάλληλα τόσο στο Θεό όσο και στα δημιουργήματα. Τα ονόματα των άλλων τριών ειδών, στα οποία η διάκριση ανάμεσα στο modus significandi και στο res significata είναι αδύνατη, μπορούν να αποδοθούν κατάλληλα μόνο στο Θεό (τα ονόματα των αρνητικών τελειοτήτων ή μόνο στα δημιουργήματα (τα ονόματα των μικτών τελειοτήτων και τα ονόματα των ατελειών.
36. Η μετοχή αποτελεί το πρωταρχικό προηγούμενο κάθε αναλογικής σχέσης της ομωνυμικής αιτίας με το αποτέλεσμά της. Βλ. KANYAMA C. E., Participation as the Fundamental basis of Analogy in St Thomas Aquinas’ metaphysics, Pontificia Universitas Urbaniana, Rome 1996, σελ. 90-99. Κατά τον π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ, Θεοποιῒα. Ἡ μετανεωτερικὴ θεολογικὴ ἀπορία, Αρμός, Αθήνα 2007, σελ. 42, «ἡ Θωμικὴ μετοχὴ μοιάζει σὲ πρώτη ματιὰ νὰ εἶναι ἕνα εἶδος διπλῆς παθητικότητας. Ἡ πρώτη παθητικότητα προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δημιουργημένη φύση ἤ οὐσία δημιουργεῖται ὡς μιὰ ἀντιγραφὴ τοῦ Εἶναι τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς μιὰ δημιουργημένη ὁμοιότητα. Ἡ ἀναλογία ἐδῶ ἀναφέρεται ἀπευθείας στὸ Εἶναι τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἀρχὴ τῆς ἁπλότητας τοῦ θείου Εἶναι μᾶς ἐπιβάλλει νὰ θεωροῦμε πὼς ἡ θεία δραστηριότητα εἶναι ἡ θεία οὐσία. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἄν τυχὸν ἰσχυριστοῦμε πὼς τὰ κτίσματα εὑρίσκονται σὲ μιὰ διαλογικὴ καὶ συνεργητικὴ ἀναλογία μετὰ τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτὸ θὰ σήμαινε, γιὰ τὸν Ἀκινάτη, ὅτι τὰ κτίσματα μετέχουν στὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία…προτιμῶ προσωπικὰ τὴ λέξη ἀντανάκλαση ἤ ἀκόμα καθρεπτισμὸς, προκειμένου νὰ περιγράψω αὐτὴ τὴν παθητικὴ ἀντιγραφικὴ παραγωγὴ χωρὶς διάλογο ἤ πρὶν τὸ διάλογο, ἡ ὁποία μοιάζει νὰ χαρακτηρίζει τὴν Ἀκινάτεια analogia entis»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου