Χρειάζονται πολλά δεδομένα για να φωτίσουμε την ομιλία του π. Λουδοβίκου.
Ας ξεκινήσουμε από την ελευθερία! Αριστοτέλους, Μεταφυσ. A, 982b20 «... ώστε αφού οι πρώτοι φιλοσοφήσαντες, εφιλοσόφησαν προσπαθώντας να ξεφύγουν από την άγνοια, εφιλοσοφήσαν γιά (το ειδέναι, το επίστασθαι) την γνώση των πραγμάτων και όχι για κάποια χρησιμότητα. Όπως λέμε λοιπόν ελεύθερο άνθρωπο όποιον υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για έναν άλλον, έτσι και η φιλοσοφία είναι ελεύθερη γιατί μόνο αυτή υπάρχει για τον εαυτό της... Γιατί από πολλές πλευρές η φύση των ανθρώπων είναι δούλη».
Ο Πλωτίνος στήν πραγματεία VΙ.8 ανέπτυξε το θέμα της ελευθερίας και της θελήσως τού Ενός. Η θεωρία και η αφαίρεση κατανοείται με βάση τήν έννοια τής ελευθερίας σαν απελευθέρωση από όλο αυτό που είναι ξένο (αφαίρεσις αλλοτρίου παντός: Εννεάς I.2, 4, 6). Η ένωση με το Ένα είναι η υπέρτατη ελευθερία: «Το εφ’ημών ή ημίν» (αυτό που είναι στήν διαθεσή μας ή στήν δυνατότητά μας), οι ενέργειες πού μπορούν να ξαναγυρίσουν σε εμάς τούς ίδιους σαν σε υπεύθυνους δημιουργούς: εκούσιος, θεληματικός, σαν χαρακτήρας μιάς ενέργειας που αντιστοιχεί σε μια επιλογή ή απόφαση, προαίρεση βασισμένη σε λογικές σκοπιμότητες, που εκτελείται χωρίς εξαναγκασμό ή βία. Ο Πλωτίνος αναφέρει επίσης και τήν απόλυτη ελευθερία του Αγαθού ή του Ενός, του Θεού, με τα ονόματα ελεύθερος καί αυτεξούσιος (VΙ.8,20.32-34 και VΙ.8,21.9-31).
Η κίνηση της σκέψης σαν επιστροφή της ψυχής στόν εαυτό της, φανερώνει το θεμέλιο και τήν αρχή της ελευθερίας.
ΑΡΕΤΗ ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ (Πολιτεία 617e, Πλωτίνος VΙ.8,5.31)
Υπάρχει ενας ενδιάθετος δεσμός του Νού με το Αγαθό. Μια ροπή προς το Αγαθό σαν πρός την αρχή του, έμφυτη στήν φύση του (VΙ.8,5.33) δείχνει ενάντια σε οποιαδήποτε ταύτιση της ελευθερίας με την αιτιατή βούληση, μια έννοια τής ελευθερίας εννοημένης με ποιοτική σημασία : να αφεθούμε να καθορισθούμε από το Αγαθό ξεκινώντας από το πνεύμα. Έτσι, δεν μπορώ να κάνω αυτό που θέλω αλλά μπορώ να θέλω αυτό που πρέπει να κάνω. Αυτή είναι η ανώτατη μορφή ελευθερίας στήν πράξη. Ο κανόνας του Αγαθού, στηριγμένος στήν ταυτότητα δυνατότητος και ενεργείας, (το αυτό το είναι εκεί και το ενεργείν VΙ.8,4, 28), δέν βιώνεται σαν μια ετερόνομη και αποξενωτική υποχρέωση, σαν εξαναγκασμός. Αλλά σαν μια απελευθέρωση που αντιστοιχεί στίς εσωτερικές προθέσεις τής νοήσεως και προέρχεται από αυτές.
Ας δούμε όμως και την ορθόδοξη πατερική ελευθερία! Άγιος Μάρκος! «το θέλημα και το βάπτισμα ούτε ο Θεός ούτε ο σατανάς το παραβιάζει». Οι εντολές του Χριστού πού εδόθησαν για μετά το βάπτισμα είναι ο νόμος της ελευθερίας. «Ούτως ποιείτε και ούτως λαλείτε, ως δια νόμου ελευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι» (Ιακ. 2. 12).
Το βάπτισμα είναι κάθαρσις, ελευθερία απο τα πάθη και η εργασία των εντολών διορθώνει τήν θέληση. Παραχωρεί ο Θεός στο αυτεξούσιο θέλημα να εμμένουμε ή όχι στις Εντολές Του.
Με το βάπτισμα, η Χάρις του Χριστού με αφανή τρόπο είναι κρυμμένη και αναμένει την υπακοή μας και την εργασία των εντολών, τη δύναμη για την οποία εργασία έχουμε λάβει απο αυτή την Χάρη του Χριστού.
Συνεχίζουμε ομως με την ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΑΡΧΗ, στο θεμέλιο τής οποίας στηρίζεται όλος ο οικουμενισμός. Ecclesia simper reformanda. O Paul Tillich κατασκεύασε την έκφραση η «προτεσταντική αρχή» για να ενισχύσει την επιμονή των μεταρρυθμιστών στο γεγονός πως η εμπειρική εκκλησία (η εξέλιξη της στρατευμένης εκκλησίας τής λατινικής αιρέσεως) δεν πρέπει να απολυτοποιείται αλλά πρέπει συνεχώς να μεταρρυθμίζεται. Αντιπροσωπεύει μια σημαντική σχετικοποίηση της Εκκλησίας, έναντι της δικανικής εκκλησιολογίας της Ρώμης.
Στον Μυστικισμό τής Γερμανίας αυτή η προτεσταντική αρχή σήμαινε να έρθει ο κόσμος της νοήσεως μέσα στήν ίδια τήν καρδιά και να συλλάβει, να γνωρίσει και να αισθανθεί όλα τα πράγματα μέσα στήν συνείδηση, όλα αυτά που ήταν «επέκεινα». Με την τοποθέτηση της ζωής, την κίνηση του απολύτου όντος στήν καρδιά, όλες οι έννοιες γίνονται πλέον κατανοητές μέσα σε μια πραγματικότητα ή καλύτερα χρησιμοποιείται η πραγματικότης σαν έννοια. Αυτό είναι το συναίσθημα που γέννησε την σύγχρονη Γερμανική έννοια της αγάπης, την αγαπολογία.
Λόγω της προτεσταντικής αρχής λοιπόν η θεμελιώδης αρχή του εμπειρικού χαρακτήρος είναι η αγάπη. Η οποία αναλογεί με τήν ΝΟΗΣΗ. Διότι η αγάπη ξαναβρίσκει τον εαυτό της στους άλλους (σαν σχέση), ή ακριβέστερα λησμονώντας τον εαυτό της, βγαίνει έξω από την ύπαρξή της. Είναι ενεργός (ενεργεί), μέσα στούς άλλους ακριβώς όπως και η Νόηση η οποία σαν αρχή νόμων που ισχύουν καθολικώς, αναγνωρίζεται, ανιχνεύεται σε κάθε ον με νοημοσύνη σαν πολίτης ενός νοητού κόσμου.
Ας δούμε όμως τώρα με την βοήθεια του Κάλλιστου Αγγελικούδη, την πηγή και την αιτία αυτής της αγάπης που αποτελεί το ένδυμα φωτός τής νοησιαρχίας και η οποία επιβάλλεται ξανά σαν αγαπολογία.
Οι ανθρωπιστές του Βυζαντίου, όπως είναι γνωστό, μετέφρασαν την μία Σούμα του Ακινάτη τήν "Εναντίον των Ελλήνων", η οποία χρησιμοποιήθηκε σάν θεμέλιο στόν πόλεμο που άνοιξαν οι φιλοσοφούντες, εναντίον της Εκκλησίας και του Παλαμά. Δεν είναι όμως πολύ γνωστό πως ο Κάλλιστος Αγγελικούδης σχολίασε αυτή τη Σούμα εκτεταμένως καί απολύτως και φανέρωσε, πέραν πάσης αμφιβολίας, την φιλοσοφική και όχι Θεολογική ρίζα του Ακινάτη. Δηλαδή την ασχετοσύνη του. Ενός ανθρώπου που θεωρεί σήμερα ο Λουδοβίκος γίγαντα της Θεολογίας.
Στο κείμενο που βρέθηκε χειρόγραφο τελευταίως στο Αγιο Όρος, ο Κάλλιστος ξεκινά ώς εξης: 187. «Ο μηδέ την αρχήν επιβεβηκώς της κατά Θεόν οδού περί του κατ’αυτήν τέλους υπο οιήσεως λέγειν εθέλει». Λέει λοιπόν ο Ακινάτης: 197. «διά της μακαριότητος πάσα έφεσις παύεται επειδή ταύτης ληφθείσης ουδέν υπολείπεται επιθυμητόν». (Διότι εφ’όσον λείπει από κάποιον κάτι, το οποίο χρειάζεται, δεν είναι ακόμη μακάριος, αφού δεν έπαψε ακόμη η έφεσίς του). «Ος αν αρα εαυτώ η αυτάρκης (ελεύθερος) ουδενός δεόμενος, εκείνος εστί μακάριος».
Και σχολιάζει ο Κάλλιστος: «όντως το παροδεύειν» (να αλλάζεις πορεία) «εις κρημνόν κατάγει και βόθρον».
«Επεί ταύτης ληφθείσης της μακαριότητος» δηλαδή «ουδέν επιλείπεται επιθυμητόν».
Τι στο καλό λοιπόν, Θεόν πεπερασμένον νοεί; ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΔΩ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, η οποία κατήργησε την άφεση των αμαρτιών και την μετάνοια! Ετσι λοιπόν συνεχιζει ο Κάλλιστος: 200. «Ει πάσα έφεσις τοίς μακαρίοις παύεται, φανερόν οτι και πάσα νόησις, απο γαρ της νοήσεως η έφεσις, αδύνατον γαρ ασχολείσθαι την νόησιν περί Τον Θεόν, οντα υπέρκαλλον χωρίς αναλόγου εφέσεως, ής παυομένης παύσεται και η νόησις και έσται ο νούς σκοτεινός και ανενέργητος, όπερ άτοπον».
Και όμως ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης διαφωνεί κάθετα! «ουδέν αυτοτελές ή απροσδεές καθόλου τελειότητος, ει μη το όντως αυτοτελές και προτέλειον, ο Θεός». Αποστερεί λοιπόν του μακαρισμού ο Γίγαντας, «τας λογικάς φύσεις ατε δεομένας (τούς προσευχόμενους)».
201. «Καί ού μόνον ο Θωμάς άνομα λέγει αλλά και ανόητα και περηφανώς ψευδή καί ούκ αισχύνεται». Λέγει λοιπόν «επεί της ευφροσύνης αίτιον εστίν η αγάπη, οπού μείζων εστί η αγάπη (μεγαλύτερη) καί μείζων (τόσο μεγαλύτερη) εστίν ευφροσύνη (η γνωστή μακαριότης). Παύεται λοιπόν η έφεση του Θεού, και ειναι τελειότερη η μακαριώτης αυτού!
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΑΙΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Η ΑΓΑΠΗ ! Αντιθέτως εκ της ευφροσύνης προέρχεται η αγάπη και προηγείται της αγάπης η ευφροσύνη. Το γάρ μή ευφραίνων ουδέ αγαπάται. Γεύεται των νοητών ο νούς και ευφραινόμενος αγαπά. Καί αυτό το γνωρίζουν καλά οσοι Τον Θεόν ορώσιν εν αληθεία και πνεύματι.
Αν είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, τότε βρίσκεται πιο μακρυά από την αγάπη η ευφροσύνη και είναι τέλος τής αγάπης. Αλλά δέν είναι αλήθεια. Όπως μας φανερώνει και ο Κύριος, η αγάπη είναι το πιο κορυφαίο και ακρότατο από όλα τά ενεργούμενα στην ψυχή αγαθά.
Ο γάρ νούς πολυδύναμον τι πράγμα εστίν, έχει γούν καί αίσθησιν νοεράν. Όταν λοιπόν ορά κατα το αυτού προσήκον το του Θεού κάλλος, ευφροσύνης πληρούμενος αγαπά. Εάν δε προσβλέψει προς τα πάθη και αισθανθεί την ασχήμια τους, τοτε λυπάται και απεχθάνεται.
203. Αλλά και από τα αισθητά να πάμε στα νοητά βλέπουμε ότι ο οίνος κατά πρώτον φανερούται ευφρόσυνος καί μόνον τότε αγαπάται. Όχι επειδή είναι απλώς οίνος αλλά επειδή είναι ευφρόσυνος.
204. Είναι λοιπόν λίαν ασεβές και αιρετικόν αυτό που ισχυρίζεται, οτι παύει η έφεσις τού Θεου. Γιατί αν αμφιβάλλομε γι’ αυτό τότε ολοφάνερα πιστεύουμε τον Θεον τρεπτόν, παυόμενον της ιδίας εφέσεως και λογω της αγάπης που έχει μειούμενον, οπερ εις υπερβολήν άτοπον.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. Γι’ αυτο και ο Κύριος μας προτρέπει να τα εγκαταλείψουμε όλα και να Τον ακολουθήσομε. Η αναλογία που φαντάζεται ο Λουδοβίκος μειώνει Τον Κύριο!
Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας ξεφύγει ο λόγος τού Λουδοβίκου. «Τι κάνω εγώ αυτή τη στιγμή; Προσπαθώ αυτό πού εγώ ξέρω να τό εκφράσω μέ τρόπο πού εσείς νά τό καταλάβετε. Προσπαθώ νά εκφραστώ αναλογικά με τη διανόησή σας. Έτσι κάνει και ο Θεός».
Ας επιμείνουμε όμως λίγο περισσότερο σε αυτό το όνειδος που λέγεται αναλογία και θεμελιώνει την νεορθόδοξη φιλοσοφία τού προσώπου! Ας ξεκινήσουμε απο τον Λόγο του Ευαγγελίου! Υπάρχουν δύο πίστεις. Πίστις εξ’ ακοής (Γαλ. 3.2) και πίστις ελπιζομένων υπόστασις (Εβρ.11.1). «τουτο μονον θέλω μαθείν αφ’υμών. Εξ’έργων νόμου το Πνεύμα ελάβετε ή εξ’ακοής πίστεως; Εκείνος λοιπόν ο επιχορηγών υμίν το Πνεύμα και ενεργών δυνάμεις εν υμίν, εξ έργων νόμου ή εξ’ακοής πίστεως, τα κάνει;» Και συνεχίζει στήν Ρωμ. 12.6: «...μη υπερφρονείν παρ’ ο δεί φρονείν, αλλά φρονείν εις το σωφρονείν, εκάστω ως ο Θεός εμέρισε μέτρον πίστεως... έχοντες δε χαρίσματα κατα την Χαρίν την δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν, κατά την αναλογία της πίστεως, είτε διακονία... ας τα χρησιμοποιήσει στήν διακονία, στήν διδασκαλία κτλ.»! Αν είναι δυνατόν η αναλογία της πίστεως να έχει οποιαδήποτε σχέση με την μείωση Του Θεού που φαντασιώνεται ο Λουδοβίκος.
Υπάρχει ομως και δεύτερη πίστη (Εβρ. 11.1): «Εστί δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων. Εν ταύτη γαρ απέκτησαν καλήν μαρτυρίαν οι αρχαιότεροι. Με την πίστιν κατανοούμεν οτι εδημιούργηθησαν οι κόσμοι διά του Λόγου Του Θεού, ώστε απο αόρατα να έχουν γίνει τα ορατά». Πώς να χωρέσει η αναλογία του Λουδοβίκου εδώ μέσα;
Ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς απαγορεύει καθαρά οποιοδήποτε είδος αναλογίας ανάμεσα στο ειναι Θεού και ανθρώπου, οπως και στην ενέργεια Θεού και ανθρώπου. Χαρακτηρίζει αντιθέτως ως ψυχή την θεία εικόνα μέσα στον άνθρωπο, ενώ την εν Χριστώ ανακαινισμένη ανθρώπινη φύση αποκαλεί πνεύμα. Το κατ’εικόνα δεν είναι τίποτα άλλο από την δυνατότητα της ανθρώπινης ψυχής να γίνει πνεύμα. Διότι άλλο πράμα είναι η αρχική πλάση του ανθρώπου και άλλο είναι η τελική Χάρις της αναπλάσεως. (Λόγος Β, Περί Αγίου Πνεύματος: Κυρομάνος τόμος Α, σελ.95)
«Ων κοινόν έργον η τε τήν αρχήν ημών πλάσις, η τ' ες ύστερον χάρις τής αναπλάσεως».
Η μετάδοση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος στήν ψυχή, καθιστά τον ανακαινισμένο άνθρωπο πνεύμα! Και η δυνατότητα αυτή δεν προαπαιτεί κάποιου είδους αναλογία ή ομοιότητα ανάμεσα στο είναι Του Θεού ή στο είναι του ανθρώπου. Αποτελεί μία κατά χάριν δωρεά της φυσικής ενέργειας Του Θεού πρός τον άνθρωπο (στόν ίδιο λόγο σ.89). «τοίς μαθηταίς αυτός ταύτην κατά Χάριν δίδωσι την φυσικήν τής θεότητος ενέργειαν». Αυτός ο πλούτος του πνεύματος είναι απολύτως υπερβατικός ως προς το είναι του ανθρώπου (σ. 90). «τον συμφυά και πάσαν κτίσιν υπεραναβεβηκότα, τον ακένωτον πλούτον του πνεύματος».
Μάλιστα δε με τους λόγους του Αγίου καθίσταται σαφής και η πλάνη της συγχρόνου εκκλησίας, η οποία δικτατορικά βρίσκεται στα χέρια τού κλήρου. Λέει λοιπόν ότι αν το εμφύσημα Του Κυρίου κατά τον λόγον «ενεφύσησεν αυτοίς και είπε, λάβετε πνεύμα Άγιον (Ιωαν. 20, 22)» ήταν η υπόσταση του Αγίου Πνεύματος (μία ερμηνεία που οφείλεται στήν αίρεση του Filioque), τότε και η αναπνοή την οποία χρησιμοποιούσε και διαμέσου της οποίας έγινε το εμφύσημα θα ήταν και αυτή Άγιο Πνεύμα. (Λόγος Β, σ. 83) «ει το εμφύσημα τού Κυρίου το Πνεύμα Το Άγιον ην, και η αναπνοή λοιπόν η εχρήτο, δί’ ης και το εμφύσημα γέγονε, το Πνεύμα Το Άγιο ήν». Τότε όμως ο Χριστός δεν θα ήταν άνθρωπος όπως καί εμείς αλλά μόνον κατά φαντασία. Διαφορετικά θα είχε από την αρχή πριν ακόμη συναναστραφεί με τους ανθρώπους, συγκροτημένη την σαρκική του φύση (Λόγος Β, σ. 83). «ουκούν ου καθ’ημάς εγένετο άνθρωπος, αλλ’ ή φαντασία κατά την φαντασίαν των Ακεφάλων, ή και πρίν ανθρώποις συνανασταφήναι την σαρκώδη φύσιν εξ’αρχης είχεν ούτω πως συνισταμένην, κατα την Απολιναρίου άνοιαν».
Ο Λόγος Του Θεού ενεφύσησε καί κατά την αρχή τής δημιουργίας τού ανθρώπου, στό πρόσωπο του πρώτου πλάσματος, την πνοή της ζωής, την ψυχήν ζωσα.
Και η πνοή αυτή είναι αείζωος, αθάνατος και λογική. Και είναι επίσης κεχαριτωμένη θείως. Τοιαύτη γάρ όντως ζώσα ψυχή. Δια του εμφυσήματος λοιπόν σημαίνεται το νοερόν. Δηλαδή ο άνθρωπος έχει δια του πρώτου εμφυσήματος σάρκα και νού, νοερά φύσιν, αλλά έχει μέσα του και την μορφήν που του έχει δώσει η Χάρις Του Θεού, η οποία αποτελεί μια ενιαία οντότητα συντεθειμένη από νού, λόγο και πνεύμα. Η μορφή αυτή ονομάζεται θείον κάλλος, θείον φώς. «τούτο δε τω κατ’ εικόνα ταυτόν, ει δε βούλει και καθ’ομοίωσιν» (Λόγος Β, σ. 85). «μη γεγεννημενον μόνον επί γής δι’ αγαθοτητα θείαν, νουν τε και σάρκα τον αυτόν (σήμερα έχουν αντικαταστήσει ονοματολογικώς οι άνθρωποι τον νουν με το εγώ με αποτέλεσμα ακόμα και όταν αποκαθίστανται σαν πρόσωπα, να μην διαθέτουν ούτε τότε νού και να πάσχουν από άνοια, όπως οι σύγχρονοι μας. Σ’ ένα τέτοιο πρόσωπο α-νόητο και α-νούσιο ταιριάζει μόνο η αίρεση, διότι μόνο αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή από το εγώ). Αλλα δι’ υπερβολήν ταύτης και κατα Θεού Χάριν μεμορφωμένον, ως είναι τον αυτόν σάρκα και νούν και πνεύμα και το κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν θείαν την ψυχήν έχειν εντελώς ως ενιαίαν ούσαν εν νώ και λόγω και πνεύματι». Αποκαθιστά λοιπόν με το εμφύσημα στους μαθητές Του ο Κύριος, το νοερόν κάλλος, διότι αυτό ακριβώς χάσαμε με την πτώση. (Λογοι Β σ. 85) «αφηρήμεθα το θειον κάλλος, εστηρήμεθα της θείας μορφής, το φώς απεβάλλαμεν, την προς αυτό τω ανωτατω φώς ομοιότητα διεφθείραμεν».
Μπορούμε να υποπτευθούμε ίσως σε αυτό το σημείο τη καταστροφή που επέφερε στην χριστιανική ζωή ο κληρικαλισμός και την ολοκλήρωσή της στόν οικουμενισμό, καθώς και την ανοησία του Θερμού, εκφραστού του κληρικαλισμού σήμερα, ο οποίος ισχυρίζεται πως με το χρίσμα λαμβάνουμε μια για πάντα, ολόκληρο το Άγιο Πνεύμα που δικαιούμαστε!
Μπορούμε να υποπτευθούμε επίσης πως οι οικουμενιστές επιμένοντας για εκσυγχρονισμό και μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, υιοθετούν στην πραγματικότητα την Λατινική και Γερμανική αίρεση. Η νεωτερικότητά τους είναι η υποταγή τους στην Δυτική πλάνη. Ας θίξουμε όμως με συντομία και τη μεγάλη βιαιοπραγία των οικουμενιστών, όπως ο Λουδοβίκος, εναντίον του Αγίου Μαξιμου τού ομολογητού, τον οποίο έχουν ανακηρύξει στόν Αυγουστίνο της ορθοδοξίας!
Μάς φοβίζει λοιπόν ο Λουδοβίκος, λεγοντάς μας: «"θέλημα θαρσείν είναι φυσικόν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν". Το θελημα, το φυσικό, είναι μια επιθυμία στον άνθρωπο βαθειά άγνωστη, ριζωμένη βαθειά μέσα του, που ζητά και επιθυμεί, για κάποιο λόγο ορέγεται, την θλιβερότητα της ύπαρξης του»!
Ο Άγιος Μάξιμος, στήν πρός Μαρίνον πραγματεία του, μας προειδοποιεί: «Η δε προς τον εξ’ου τα πάντα και δι ου και είς όν ως πέρας τών όλων, κατά χάριν αποκατάστασις, κατ’ ανάληψιν γίνεται ήτις εστι τού μεν αναλαμβανομένου πάθος, ενέργεια δε του αναλάμβάνοντος».
«Ουκ έστι των παρ’ημών κατά δύναμιν γίνεσθαι η θέωσις (δηλ. η αναλογία των ελευθεριών δεν υφίσταται), ουκ ούσα των εφ’ημίν. ουδείς γάρ εν τη φύσει των υπέρ φύσιν λόγος. Άρα της ημών ούκ έστι δυνάμεως πράξις η θέωσις, ης ούκ έχομεν κατα φύσιν την δύναμιν. αλλά μόνης της θείας δυνάμεως, ούκ έργων υπάρχουσα δικαίων, τοίς αγίοις αντίδοσις. αλλά της του πεποιηκότος αφθονίας απόδειξις».
«Το γάρ ανθρώπινον Του Θεού, κατά προαίρεσιν ως ημείς ου κεκίνηται, διά βουλής πεποιημένον και κρίσεως την των αντικειμένων διάγνωσιν ίνα μη φύσει κατά προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν,... μηδέν του προσλήματος φυσικόν παντελώς απομειώσας, πλην της αμαρτίας, ης ουδείς ουδενί τών όντων καθ’απαξ ενέσπαρται λόγος».
«Θέλημα φασίν είναι φυσικόν, ήγουν θέλησιν, δύναμιν τού κατά φύσιν όντος ορεκτικήν και των ουσιωδώς την φύσιν προσόντων συνεκτικήν πάντων ιδιωμάτων. Θελητική εαυτής και των όσα σύστασιν αυτής ποιείσθαι, καθέστηκεν η φύσις.
Βούλησις εστίν όρεξις φανταστική των εφ’ ημίν και ούκ εφ΄ημίν. τουτέστι μόνει τη διανοία μορφουμένη. Η δέ όρεξις φανταστική, μόνης εστί τής διανοητικής δυνάμεως, άνευ του βουλευτικού λόγου των εφ’ ημίν. Η δέ προαίρεσις όρεξις βουλευτική των εφ’ημίν πρακτών. Ορεξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος.
Βουλόμεθα δέ των περί εφ’ημίν καί των δι’ ημών γίνεσαι δυναμένων καί άδηλον εχόντων το τέλος. Εάν γάρ η φανερόν και ομολογούμενον ουκ έτι περι αυτού βουλευόμεθα, καν εφ’ημίν και δι’ημών γίνηται. Ουδέ περί του τέλους αλλά περί των πρός των τέλος, η βουλή. Βουλευόμεθα γάρ ου πλουτήσαι, αλλ’ όπως και δι’ων πλουτήσομεν. Δηλαδή περί τούτων μόνον βουλευόμεθα, ων η πράξις επίσης ενδέχεται.
Η προαίρεσις λοιπόν είναι όρεξις βουλευτική των εφ’ημίν πρακτών. Πολλοίς συγκρατών η προαίρεσις. Εξ’ ορέξεως και βουλής συγκειμένη και κρίσεως. Προαίρεσις και προαιρετον κάτι γίνεται, το προκριθέν εκ της βουλής και περί ού η προαίρεσις, όταν προσλάβη την όρεξιν. Και η προαίρεσις είναι μετά την κρίσιν καί η βουλή πρό της κρίσεως. Προαιρούμεθα περί όσων βουλευόμεθα».
Ας πούμε λοιπόν οτι στήν βουλή ή στήν βουλευτική όρεξη, μπορεί να χωρέσει η ελευθερία. Στόν Θεό πως υπάρχει; Πώς είναι δυνατόν να πούμε πώς η ελευθερία είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό Του Θεού; Είναι σύνθετος ο Θεός;
Ας έρθουμε και στήν κραυγή ταπεινολογίας που ακούμε απο τον Λουδοβικό γιά να τελειώνουμε: «Άρχισα να συγκλονίζομαι, είχα να κάνω με ανθρώπους πού είχαν την εμπειρία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου... ο ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία... μήν νομίζετε ότι είναι ατομική επίδοση...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου