Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (109)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 18 Ιανουαρίου 2022

                                               Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΙΙΙ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ – 10 (τελευταίο)

       Αυτό το είδος οραμάτων που περιγράψαμε ανήκει σε επίλεκτα πρόσωπα, που ήταν δεκτικά σ’ αυτές τις σημαίνουσες εμφανίσεις· για τον λαό συνηθέστερες ήταν οι εμφανίσεις νεκρών, από τη στιγμή που τον κατελάμβανε κάποια έντονη θλίψη ή ανησυχία, είτε σε κατάσταση εγρήγορσης, είτε μέσα σε όνειρα. Αλλά ο λαός ήταν επίσης εξοικειωμένος με την εμφάνιση πραγματικών δαιμόνων. Σε μιαν ακόμη κατά το ήμισυ μυθική εποχή εμφανίστηκε στο Άργος η Ποινή, κατ’ εντολή τού Απόλλωνα, όχι μόνο με τη μορφή τού λοιμού που αφάνιζε τα παιδιά, αλλά και ενός πραγματικού δαίμονα, ενός φαντάσματος, που εξολοθρεύτηκε αργότερα από τον Κόροιβο. Αντίθετα ένα άγαλμα με αποτρόπαιη γυναικεία μορφή, το οποίο οι Κορίνθιοι αφιέρωσαν μετά από έναν παρόμοιο λοιμό στο Δείμα (Δέος), κατ’ εντολή ενός χρησμού, ήταν μια μάλλον συμβολική μορφή· αναφέρεται μόνον σε μια μεροληπτική μυθιστορηματική αφήγηση του Φιλόστρατου με τίτλο Βίος Απολλωνείου τού Τυανέως, αλλά με έναν τρόπο που αφίσταται των υπολοίπων εφευρημάτων αυτού τού έργου.

     Στο θέατρο της Εφέσου υπήρχε ένα μεγάλο, ασφαλώς μαρμάρινο, άγαλμα μολοσσού, πιθανότατα αφιέρωμα για την προστασία από τον λοιμό, επειδή ο φοβερός Σείριος με την καυτερή ανάσα του προκαλεί ασθένειες, και γι αυτό το ομοίωμά του χρησίμευσε ως σύμβολό τους και ταυτόχρονα ως προσφορά αποτροπής. Μ’ αυτό το αληθοφανές γεγονός συνδέεται και η ακόλουθη αφήγηση: Απειλούμενη από τον λοιμό, η πόλη παρακαλεί για την παρέμβαση του θαυματουργού Απολλώνιου, ο οποίος εμφανίζεται και καλεί τον λαό στο θέατρο. Εκεί παρουσιάζεται ένας ακάθαρτος και ρακένδυτος γέροντας ζητιάνος, με βαθουλωμένα μάτια. «Περικυκλώστε τον, είναι εχθρός τών θεών!», φωνάζει ο Απολλώνιος, «σηκώστε πέτρες, όσες περισσότερες μπορείτε, και λιθοβολήστε τον!» Οι Εφέσιοι στην αρχή διστάζουν, διότι ο γέρων εκλιπαρεί και ζητά έλεος, αλλά ο Απολλώνιος τους προστάζει να μην υποχωρήσουν· στον πρώτο λιθοβολισμό ο γέρων υψώνει το βλέμμα στον ουρανό και από τα μάτια του εκτοξεύονται φλόγες· τότε ο λαός κατανοεί ότι πρόκειται για δαίμονα και τον λιθοβολεί έως ότου θάβεται κάτω από τις πέτρες. Μετά από λίγο ο Απολλώνιος δίνει εντολή να απομακρύνουν τούς λίθους προκειμένου να ανακαλύψουν τί είδους «τέρας» είναι αυτό που φόνευσαν. Στη θέση τού ανθρώπου αντικρίζουν τότε «έναν σκύλο με τη μορφή μολοσσού, μεγάλου σαν το δυνατότερο λιοντάρι, με αφρισμένο από την οργή ρύγχος»  Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Φιλόστρατος εμπνεύστηκε, μέσα από ένα αυτοσχέδιο εφεύρημα που δανείστηκε από τις παραδόσεις τών Εφεσίων, το σχετικό με το άγαλμα του μολοσσού μύθευμα και το προσάρμωσε στον ήρωά του τον Απολλώνιο, ενώ στην ουσία αφορούσε σε κάποιον άλλον. Πόσα ακόμη έργα γλυπτικής να προκάλεσαν παρόμοιες φανταστικές ιστορίες σε όλες τις περιοχές τής Ελλάδας ! Ένα πλήθος από δεισιδαιμονικές περιγραφές συνδέθηκαν αργότερα με τα αγάλματα που είχαν συγκεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη.

     Στρατιές ολόκληρες δαιμονικών υπάρξεων, των οποίων το αντίστοιχο στη Δύση υπήρξε το πλήθος τών πνευμάτων σε όλες τις εκδοχές του, γίνονται επίσης  ορατές ή ακουστές κατά την αρχαιότητα. Την ημέρα της ναυμαχίας τής Σαλαμίνας, ένα στρόβιλος σκόνης, «σαν να επρόκειτο για τριάντα χιλιάδες άνδρες», υψώθηκε, προερχόμενος από την Ελευσίνα, πάνω από την πεδιάδα τής Θρίας, που βρίσκεται απέναντι απ’ το νησί, κι ακούστηκαν κραυγές που θύμιζαν τον μυστικό ύμνο τού Ίακχου, που έψαλλαν η Αθηναίοι κατά την ετήσια πομπή τών Ελευσινίων. Η Αττική είχε εκκενωθεί από τούς πολίτες της, καθιστώντας αδύνατη την πραγματοποίηση της ελευσίνιας πομπής που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εκείνη την ημέρα· έτσι τη θέση της πήρε μια πομπή φαντασμάτων· και τριάντα χιλιάδες ήταν ακριβώς, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο αριθμός τών πολιτών τής Αθήνας. Το νόημα που βρίσκεται στη βάση αυτού τού θρύλου μπορεί να ήταν κατ’ αρχάς ότι οι θεότητες της Ελευσίνας, καθώς και οι ίδιοι οι Αθηναίοι, δεν θα μπορούσαν να παραλείψουν σε καμιά περίπτωση  αυτή την ευσεβή τελετή· οι σύγχρονοι ερμηνευτές έδωσαν όμως έναν ακόμη πιο ποιητικό χαρακτήρα στο συμβάν: «Πρόκειται για τις ψυχές τών μυημένων Αθηναίων, που απέστειλε η προστάτιδά τους, η Ελευσίνια θεά» (Schöll), μια άποψη που είναι ωστόσο προτιμότερο να την αντιπαρέλθουμε. Το παράδοξο είναι πάντως ότι ο ένας από τούς δύο αυτόπτες μάρτυρες αυτού τού συμβάντος, ο Αθηναίος Δίαιος, γνωρίζει φυσικά το νόημα  αυτής τής εμφάνισης και εξηγεί με απόλυτη ευκρίνεια στον συμπολεμιστή του Δημάρατο, ότι αυτές οι κραυγές ανήκουν σε υπερφυσικά όντα, που εγκαταλείπουν την Ελευσίνα για να συνδράμουν την Αθήνα και τους συμμάχους της· κι ότι αν κατευθυνθούν προς την Πελοπόννησο, δηλαδή προς τη στεριά, αυτό θα σημαίνει ότι ο ίδιος ο Ξέρξης και το στράτευμά του βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ αν στραφούν προς τα πλοία που είναι στη Σαλαμίνα, ότι ο Πέρσης βασιλιάς κινδυνεύει να χάσει τον στόλο τους. Το γεγονός είναι ότι ο στρόβιλος της σκόνης και οι κραυγές έγιναν ένα σύννεφο, που ανυψώθηκε και ύστερα καταλάγιασε κοντά στη Σαλαμίνα, στο στρατόπεδο των Αθηναίων. Πρόκειται για την αρχαιότερη ίσως μαρτυρία μιας ευρέως διαδεδομένης αργότερα πίστης στην εμφάνιση στρατιών αερίων πνευμάτων, που αντιστοιχούν είτε και στα δύο στρατεύματα των αντιμαχομένων στην ξηρά, είτε μόνο σ’ αυτό που πρόκειται να επικρατήσει. Παρόμοιες ουράνιες λεγεώνες εμφανίζονται τακτικά, ακόμη και κατά τούς πολέμους τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και σε πολλές περιγραφές τού δικού μας, δυτικού Μεσαίωνα, καθώς και σε διηγήσεις τής νεώτερης και της σύγχρονης εποχής, όταν η εμφάνιση νεφών σκόνης σε εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές διεγείρει τη φαντασία τών ανθρώπων.

     Όλα αυτά τα φαινόμενα αντανακλούν τον ανθρώπινο βίο, και οι στρατιές τών φαντασμάτων, όπως τουλάχιστον τις περιγράφουν χριστιανοί και ειδωλολάτρες, υπήρξαν αντίγραφα των επίγειων στρατιών. Διαφορετικά είναι τα πράγματα όταν ένας θεός εγκαταλείπει με τη συνοδεία του κάποιον καταδικασμένο σε ολέθρια μοίρα βασιλέα. Όταν ο Οκτάβιος πλησίαζε στην Αλεξάνδρεια, κι ενώ ολόκληρη η πόλη αγωνιούσε για την εξέλιξη των γεγονότων, ακούστηκε ξαφνικά μια μουσική συγχορδία στη μέση τής νύχτας, ανακατεμένη, από μακριά, με εκκωφαντικές κραυγές, χορούς σατύρων και εκστατικούς ύμνους, σαν κι αυτούς που συνόδευαν τις γιορτές τού Διονύσου: ήταν σαν μια βακχική συνοδεία, η οποία κατευθύνθηκε, μετά από μια θορυβώδη περιήγηση διαμέσου τής πόλης, προς την πύλη που οδηγούσε στο στρατόπεδο του Καίσαρα, όπου ο θόρυβος δυνάμωσε, και ύστερα σταμάτησε. Το συμπέρασμα όσων επιχείρησαν να ερμηνεύσουν αυτό το θαυμαστό γεγονός ήταν ότι ο θεός, με τον οποίον συνέκρινε τόσο συχνά τον εαυτό του ο Αντώνιος, και στον οποίον προσιδίαζε περισσότερο ο τρόπος τής ζωής του, ετοιμαζόταν να τον εγκαταλείψει: διότι ήταν αρκετά προφανές ότι, παρ’ όλο που επρόκειτο για μιαν αντανάκλαση αοράτων πνευμάτων, τα πνεύματα αυτά  εκπροσωπούσαν τον διονυσιακό θίασο. Στο ίδιο πνεύμα – όχι ασφαλώς εβραϊκής, ίσως όμως ρωμαϊκής, και πιθανότερα ελληνιστικής προέλευσης – ανήκει κι ένα μυστηριώδες γεγονός, που συνέβη εκατό χρόνια αργότερα στον ναό τής Ιερουσαλήμ, λίγο πριν την κατάληψή της από τον Τίτο: «Το κτίσμα φωτίστηκε από φλεγόμενα σύννεφα, οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο και μια υπερανθρώπινη φωνή ανέκραξε: “Οι θεοί φεύγουν!”, ενώ ακολούθησε η οχλοβοή όσων συνωστίζονταν προς την έξοδο» (Τάκιτος).

     Το άκουσμα φωνών δεν είχε, συχνά, καμιά σχέση με φαντάσματα, αλλά προερχόταν από κάποιαν υπερφυσική ύπαρξη, και από κάποιαν  προλαμβάνουσα ιδιαιτέρως θεότητα. Υπήρχε ακόμα η πίστη, ότι τα δέντρα, τα ρυάκια και οι πηγές ψιθύριζαν ακατανόητες λέξεις, όσον αφορά δε στο άκουσμα φωνών, ο Πυθαγόρας τις απέδιδε σε «ανώτερα όντα» (κρείττονες), όρος που θα μπορούσε να αφορά τόσο στους θεούς όσο και στους δαίμονες, αλλά επίσης και σε ήρωες, ή απλώς σε θνητούς. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν είχαν ένα αβέβαιο συνήθως νόημα, και εξέφραζαν συχνά κάποια φήμη, που διαδιδόταν πολύ γρήγορα, ή κάποια τυχαία κουβέντα τών ανθρώπων κ.ο.κ., η οποία θα έπρεπε όμως να εκλαμβάνεται ως ένας κακός οιωνός. Σχετικά με το συμβάν που μας μεταφέρθηκε με τρόπο μυστηριώδη, ότι στο ξεκίνημα της μάχης τής Μυκάλης είχε γίνει ήδη γνωστή η νίκη σε μια τόσο απομακρυσμένη τοποθεσία όπως οι Πλαταιές, ο Ηρόδοτος μας αφήνει σε αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο που μεταδόθηκε η είδηση· μια λογικοφανής ερμηνεία απέδωσε αργότερα στον Λεωντυχίδη την έμπνευση κάποιου είδους «τηλεγραφήματος». Η αλήθεια είναι ότι για τους Έλληνες αυτές οι τυχαίες κουβέντες, που διαδίδονται στον αέρα από άγνωστα χείλη, δεν έχουν παρά ελάχιστη σημασία δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα θαυμαστά γεγονότα, ενώ για τους Ρωμαίους δεν είναι καθόλου σπάνια τα ακούσματα θεϊκών φωνών αυτού τού είδους· η προειδοποίηση του «ομιλούντος θεού» (Aius Locutius) πριν από την επίθεση των Γαλατών ανταμείφτηκε με την έγερση ενός ολόκληρου ναού προς τιμήν του. Κι όταν ο άτυχος διοικητής Μάνκινος αναχωρούσε από το λιμάνι τού Ηρακλή για την Ισπανία, ακούστηκε απρόσμενα η ακόλουθη φράση: «Μείνε, Μάνκινε!». Στο Βιβλίο τών Θαυμάτων τού Julius Obsequens, που περιγράφει αυτό το συμβάν, αναφέρεται επίσης το άκουσμα φωνών μέσα από κλειστούς ναούς.

     Ένα πνεύμα-προστάτης τών ζώων τού δάσους εκδηλώθηκε κάποτε χωρίς να γίνει ορατό. Ενώ και ο γιός κάποιου βασιλιά, μανιώδης κυνηγός ελαφιών, άκουσε, σύμφωνα με αρχαίους μακεδονικούς θρύλους, μια φωνή να του λέει μέσα απ’ την κοιλάδα: «Μην αγγίζεις τα ελάφια και τα ζαρκάδια!». Κοίταξε τότε γύρω του, δεν διέκρινε κανέναν, κι απομακρύνθηκε, φοβούμενος ότι η φωνή προστάτευε «κάποιο ανώτερο πνεύμα».

     Πραγματικό όμως τρόμο μπορούσε να προκαλέσει το γέλιο των αοράτων υπάρξεων. Όταν ο Μιθριδάτης πυρπόλησε ένα άλσος αφιερωμένο στις Ευμενίδες στη Μικράν Ασία, ακούστηκε ένας αγνώστου προελεύσεως τρανταχτός γέλωτας, συνεπεία τού οποίου οι μάντεις ζήτησαν μιαν ανθρώπινη προσφορά στην προσβληθείσα θεότητα. Από τον λάρυγγα της σφαγιασθείσης νεαρής παρθένου εξήλθε ένα δυνατό τότε γέλιο, το οποίο «διατάραξε την όλη θυσία». Κι όταν ο Καλιγούλας θέλησε να μεταφέρει στη Ρώμη τον Ολύμπιο Δία τού Φειδία, προκειμένου να αντικαταστήσει την κεφαλή τού θεού με το δικό του ομοίωμα, ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε μέσα από τον ναό, μόλις ένας από τούς εντεταλμένους για την αρπαγή άγγιξε το άγαλμα.

(συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Η Μαντική τέχνη»)

EΠΙΤΕΛΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟΥ, ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: