ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
(συνεχίζεται)
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
1. ΣΠΑΡΤΗ
ανάμεσα στους θνητούς, σύμβουλοι
απάτης,
Πρίγκιπες του ψεύδους, που μηχανεύεστε τεχνάσματα, πνεύματα
Αδίστακτα, ξένα προς κάθε ευθύτητα, που
δεν γνωρίζετε
Παρά τη διαστροφή ! Οι επιτυχίες σας
προσβάλλουν τη δικαιοσύνη
στην Ελλάδα.
Ποιο έγκλημα δεν έχετε διαπράξει ; Πού
υπήρξαν περισσότεροι
φόνοι ;
Αισχρότερη απληστία ; Κάθε στιγμή οι
λόγοι σας
Συλλαμβάνονται να διαψεύδουν τη σκέψη
σας.
Αλλοίμονο σε σας !»
Μ’ αυτά τα λόγια η Ανδρομάχη του Ευριπίδη
διεκτραγωδεί την οδύνη της απέναντι στη Σπάρτη, και οι αττικοί ρήτορες θα
συνεχίσουν στο ίδιο πνεύμα. Αναπόφευκτη μοίρα αυτής τής πόλης, που δεν άφησε
κανένα γραπτό κείμενο, και όπου ο λόγος ήταν λακωνικός, ήταν να ανατεθεί στην
πλέον ικανή εκπρόσωπο της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής, στην Αθήνα, η
ευθύνη να καθορίσει τελεσίδικα τη φήμη τής θανάσιμης εχθρού της. Ακόμη και ο
Ηρόδοτος της Αλικαρνασσού, ο πρώτος ιστορικός που αναφέρθηκε εκτενώς στη
Σπάρτη, κατηγορήθηκε για υπερβολική σκληρότητα απέναντι στους Σπαρτιάτες, επειδή
έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα· αντίθετα ο Θουκυδίδης επιλέγει
μιαν αυστηρή αντικειμενικότητα, σχεδόν
ανεξήγητη, και τέλος υπάρχουν επίσης και αυτοί οι ‘αναβαπτισμένοι’ Αθηναίοι
που έπλεξαν το εγκώμιο της Σπάρτης: ο Τυρταίος ως ο αρχαιότερος, τον 7ον
αιώνα , και ο Ξενοφών ως ο πλέον ένθερμος τον 5ο και τον 4ο.
Το μεγαλείο αυτού τού παράδοξου πολιτικο-κοινωνικού σχηματισμού έχει διττό χαρακτήρα: η
Σπάρτη υπήρξε καθεαυτή μέχρι ένα σημείο η καλύτερα οργανωμένη εκπροσώπηση της
ελληνικής πόλης, αλλά ταυτόχρονα χρησίμευε ως αντιστάθμισμα για όλη την
υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία ως προς τη φύση και την εξέλιξή της δεν είχε τίποτε
κοινό μ’ αυτήν· ενώ το γεγονός ότι εξήλθε νικηφόρα απ’ τη μεγάλη κρίση που
συντάραξε το σύνολο του ελληνικού βίου στα τέλη τού 5ου αιώνα, και
το ότι επωφελήθηκε χωρίς έλεος για τα επόμενα τριάντα χρόνια απ’ αυτό, την
οδήγησε σε μιαν απροσμέτρητη και διαρκή γενική τύφλωση, που δεν εμποδίστηκε
ούτε από τη δυστυχία που την έπληξε στη συνέχεια. Όσο περισσότερο η πραγματική
Σπάρτη κυλούσε προς το βάραθρο, τόσο περισσότερο η αρχαία αίγλη της
εκθειάζονταν. Τούτο συνέβη διότι αυτό το κράτος ενέπνευσε περισσότερο φθόνο απ’
ό,τι απέχθεια, και πάμπολλες άλλες
πόλεις θα εύχονταν να ήταν σαν κι
αυτήν αν δεν υπερίσχυαν άλλες δυνάμεις, όπως η δημοκρατία και η ατομικότητα.
Ο δωρικός λαός, που κατά τη μεγάλη
επιδρομή του εισήλθε στην κοιλάδα τού Ευρώτα περί τον 9ον αιώνα,
επέδειξε σε πρώτη φάση μιαν ήπια συμπεριφορά απέναντι σε όσους ηττημένους
Αχαιούς συνάντησε στην περιοχή και δεν είχαν ήδη μεταναστεύσει, καθώς και
απέναντι στα υπολείμματα άλλων πληθυσμών (τους Λέλεγες, τους Μινύες κ.ο.κ.).
Ακολούθως όμως, και επειδή προέκυψαν σοβαρές διαφωνίες και ενδεχομένως
απειλήθηκε από τούς ηττημένους, οδηγήθηκε ήδη από τον 9ον αιώνα σ’ αυτήν
την εκπληκτική εκτίναξη, η οποία εξασφάλισε στους μεν Δωριείς μιαν ισχυρή και
δυναμική οργάνωση, στους δε Αχαιούς μια διαρκή δουλεία. Η εξέλιξη αυτή
αποδίδεται κυρίως στον Λυκούργο· η
φυσιογνωμία του, όπως και τού Θησέα στην Αθήνα, συνοψίζει μια σειρά εξελίξεων,
των οποίων τα επιμέρους χαρακτηριστικά θα εμφανιστούν σταδιακά σε μεταγενέστερη
εποχή, κυρίως επειδή αντιπροσώπευαν μια μετατροπή τής αρχικής συνθήκης. Αλλά η
τοποθέτηση των αρχαίων δεν φαίνεται να επηρεάστηκε καθόλου: ο Λυκούργος τους
είναι η ίδια η Σπάρτη, με όλους τούς θεσμούς και τον τρόπο ζωής που τη
χαρακτηρίζουν· επί τέσσερις αιώνες η δημιουργική του δραστηριότητά αντανακλάται
στις πλέον διαφορετικές περιστάσεις. Κάποιοι αναρωτήθηκαν αν ήταν όντως ανθρώπινο
πλάσμα και όχι μια θεία ύπαρξη. Η σταδιοδρομία του
πάντως επί γης υπήρξε γεμάτη από πολύτιμες λεπτομέρειες και οι πολιτικοί,
ιδιαίτερα ο Ξενοφών και ο Πλάτων, ενστερνίστηκαν οικειοθελώς τις εμπειρίες και
τις θεωρίες τού νομοθέτη. Λέγεται ότι ταξίδεψε μέχρι την Αίγυπτο, ακόμη και
μέχρι τη Λιβύη και την Ινδία και επεξεργάστηκε συγκριτικές μελέτες· το πρότυπό
του φαίνεται να είναι η Κρήτη. Υπάρχουν
χωρίς αμφιβολία ορισμένα στοιχεία που επανεμφανίζονται κατόπιν στη Σπάρτη, όχι
τόσο επειδή και τα δύο κράτη βρίσκονται υπό δωρική κατοχή (διότι η δωρική φυλή
θεσμοθέτησε αλλού εντελώς διαφορετικές συνταγματικές ρυθμίσεις), αλλά διότι και
στις δύο περιπτώσεις μια μειοψηφία
κυριάρχησε επί ενός μεγάλου αριθμού υπηκόων.
Περιγράψαμε προηγουμένως το τίμημα που θα
έπρεπε να πληρώσει μια πόλη για να υπάρξει. Αλλά η γέννηση της Σπάρτης στοίχισε
εξαιρετικά ακριβά στους υπηκόους της. Δεν έχουμε παρά να διαλέξουμε ανάμεσα σε
όλες τις μορφές δουλείας, εξολόθρευσης και
διωγμού.
Μερικές αχαϊκές πόλεις εξακολούθησαν να κατοικούνται, αλλά πλέον με τη μορφή
τής μη οχυρωμένης κοινότητας, ή κατελήφθησαν ολοσχερώς από τούς Δωριείς· αν
επιθυμούσαμε να περιπλανηθούμε στα ερείπια άλλων πόλεων που ανθούσαν κατά την
ομηρική εποχή, θα αρκούσε να ακολουθήσουμε τα βήματα του Παυσανία: «Εδώ
βρίσκονταν κάποτε οι Φαραί, και σ’ αυτήν εδώ την περιοχή οι Βρυσειαί, όπου και
υπάρχει ακόμη ο ναός τού Διονύσου· η πόλη Έλος, από τον ιδρυτή της Έλιο, γιό
τού Περσέα, βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα· εδώ βρίσκεται ακόμη ένα τέμενος της
Κόρης και λίγο μακρύτερα ένας ναός τής Δήμητρας· εκεί είναι τα ερείπια μιας αχαϊκής πόλης που ονομαζόταν Κυπαρισσία». Ποτέ μια νέα εξουσία δεν
επιβλήθηκε μέσα από ήπιες συνθήκες, και η Σπάρτη ήταν μια απ’ αυτές τις
εξουσίες που εξελίχθηκαν σε μεγάλη δύναμη για ολόκληρη τη γύρω περιοχή· και
επιπλέον φρόντισε να το κάνει γνωστό σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο έως τη
δύση τής ζωής της, χάρη στη γοητεία που μια δυνατή θέληση ασκεί δια μέσου τών
αιώνων, ακόμη και όταν δεν την συνοδεύει το ελάχιστο ίχνος συμπάθειας. Η
εξουσία ενός Κράτους επί γης μπορεί να εμπεριέχει μιαν εξαιρετικά υψηλή
αποστολή· ίσως και μόνο χάρη στην εδραίωσή της επί τού εδάφους
να είναι δυνατόν να αναπτυχθούν
μεγίστης αξίας πολιτισμοί· αλλά η εξουσία επί γης τής Σπάρτης μοιάζει να
εδραιώθηκε αποκλειστικά για να παγιωθεί και να επιβληθεί η ίδια, και το μοναδικό
πάθος που την εμψυχώνει είναι να υποδουλώσει τούς υπηκόους της και να
επεκτείνει την κυριαρχία της.
Η αποφασιστική καμπή τού εγχειρήματος δεν
μπορεί παρά να εμφανίστηκε ως κάτι το πρωτοφανές και το ξαφνικό. Ο δωρικός πληθυσμός ήταν αρκετά ισχυρός για να επιβάλει μιαν
ανακατανομή τών γαιών, έναν απ’ αυτούς τούς αναδασμούς
που συνέβαιναν τότε παντού, και να εξασφαλίσει για τον εαυτό του το
μεγαλύτερο και το καλύτερο μέρος, τις εννέα χιλιάδες κλήρους γης, με τους
οποίους ήταν συνδεδεμένα όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και που θα έπρεπε
να παραμείνουν αναλλοίωτοι από τον πρώτο ως τον τελευταίο. Οι υποδουλωμένοι
λαοί – όλοι τους ελληνικής καταγωγής
– χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη δόθηκαν εδάφη προς καλλιέργεια (οι περίοικοι, με 30.000 κλήρους που
αποτελούσαν στην ουσία φτωχά υπολείμματα)· οι υπόλοιποι θα όφειλαν να
καλλιεργούν τη γη των Δωριέων (οι
είλωτες, χωρισμένοι σε ομάδες τών επτά οικογενειών για κάθε τμήμα δωρικής
γης). Δεν ήταν εύκολος στόχος να διατηρηθεί αυτή η μάζα υπό διαρκή εξουσία επί
αιώνες, ενώ η τυραννία και η δημοκρατία εξαπλώνονταν σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Αλλά ο στόχος αυτός επετεύχθη και η καλύτερη απόδειξη της απόλυτης εξουσίας τών
Δωριέων ή Σπαρτιατών είναι το ότι στους πολέμους συνοδεύονταν από μεγάλον
αριθμό περιοίκων και ειλώτων, των μεν πρώτων σε τριπλάσιο αριθμό ανδρών από το
σπαρτιατικό σώμα, των δε ειλώτων ως μεταφορέων όπλων και πυρομαχικών· στη μάχη
τών Πλαταιών (497 π.Χ.) κάθε Σπαρτιάτης συνοδευόταν από έντεκα είλωτες. Τους
χρησιμοποιούσαν με μεγάλη ευχέρεια σε ιδιαίτερα επικίνδυνες αποστολές, που
γενικά τούς τις ανέθεταν χωρίς πολλούς δισταγμούς. Η αλήθεια είναι ότι
εθεωρείτο επικίνδυνο να τους αφήσουν πίσω όταν ο λαός που είχε την εξουσία
αναχωρούσε για κάποιαν εκστρατεία, και το γεγονός ότι τούς έπαιρναν μαζί τους
στον πόλεμο δεν ήταν απαραίτητα δείγμα εμπιστοσύνης. Οι περίοικοι αποτελούσαν
τη βιομηχανική τάξη που ήταν απαραίτητη στη
Σπάρτη, και εκτός από τη γη τους μπορούσαν να αποκτήσουν και κάποια κινητή
περιουσία. Στο επιχείρημα ότι η σχέση με τους κατακτητές τούς εξασφάλιζε την
προστασία που πρόσφερε αυτή η ισχυρή πολεμική φυλή, μπορεί κανείς να αντιτάξει,
σύμφωνα τουλάχιστον με τη γνώμη τών
Αθηναίων, ότι δεν διέφεραν σε τίποτε από τούς είλωτες και ότι οι ψυχές
τους δεν ήταν λιγότερο υποδουλωμένες απ’ αυτές τών απλών σκλάβων· ασφαλώς οι
διασπαρμένοι τόποι κατοικίας τους αποκαλούνταν ακόμη πόλεις, αλλά μόνον κατ’
όνομα. Και με αφορμή τη συνωμοσία τού Κινάδωνα (397 π.Χ.), περίοικοι, είλωτες
και μερικές άλλες κοινωνικές κατηγορίες δεν έκρυβαν την επιθυμία τους «να φάνε
τούς Σπαρτιάτες ζωντανούς». Όσον αφορά στους είλωτες, υπήρξε κάποια
περιορισμένη προσπάθεια να μετριασθούν τα πολύ σκληρά χαρακτηριστικά
μεταχείρισής τους, τα οποία προέβλεπε η παράδοση, και ενδεχομένως να τους
επέτρεπαν να ζουν από την καλλιέργεια της γης των Σπαρτιατών, την οποία όμως
έπρεπε να συνεχίζουν να φροντίζουν με αντάλλαγμα την προμήθεια ενός ποσοστού
από τη συγκομιδή, κι αυτό ίσχυε ακόμη και για τα ασθενικά άτομα, που δεν ήταν
πλέον σε θέση να υπηρετήσουν το στράτευμα. Ζούσαν όμως σε καθεστώς απόλυτης
δουλείας, με τη μόνη διαφορά το ότι δεν
ήταν αγορασμένοι, αλλά εκ γενετής σκλάβοι, και το ότι ο απόλυτος κύριός τους
δεν ήταν ο σπαρτιάτης ιδιοκτήτης τους αλλά το Κράτος. Τους επέτρεπαν ασφαλώς να
δημιουργήσουν οικογένεια, αλλά το
γεγονός ότι γεννιόνταν σκλάβοι ήταν για τους Έλληνες μια θλιβερή μοίρα. Το
μεγάλο οικονομικό και ηθικό πλεονέκτημα για τους Σπαρτιάτες ήταν το ότι δεν
αναγκάζονταν να αγοράσουν σκλάβους, και συμπεριφέρονταν απέναντι σε αυτούς τούς
αρχαίους λαούς που ανήκαν στην ελληνική φυλή με την ίδια σκληρότητα που οι
υπόλοιποι Έλληνες επεδείκνυαν στους Σκύθες και τους Ασιάτες, όταν συνέβαινε να
τους αγοράζουν ως δούλους. Οι είλωτες ήσαν εφ’ όρου ζωής δέσμιοι της άθλιας
αυτής συνθήκης, όχι μόνον επειδή ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν ένα συγκεκριμένο
ένδυμα, αλλά και εξ αιτίας μιας παράδοσης που επέβαλε να μαστιγώνονται κάθε
χρόνο χωρίς συγκεκριμένη αιτία, καθώς και της διακωμώδησης των μεθυσμένων. Αλλά
αν κανένας απ’ αυτούς τολμούσε «να εξέλθει από την τάξη τού δούλου», η ποινή
ήταν ο θάνατος, ενώ και ο άμεσος ιδιοκτήτης του έπρεπε επίσης να τιμωρηθεί,
επειδή δεν φρόντισε να τον καθυποτάξει σ’
αυτήν τη μειονεκτική συνθήκη επιβίωσης. Και όταν οι Σπαρτιάτες
εκτιμούσαν ότι είχαν υπερβολικά αυξηθεί, εφάρμοζαν την αποκαλούμενη κρυπτεία, μια νυχτερινή αποστολή, κατά
την οποία εξολόθρευαν όσους δούλους θεωρούσαν απαραίτητο. Σε κάποιαν
αποφασιστική καμπή τού Πελοποννησιακού πολέμου (424 π. Χ.) χρησιμοποίησαν ένα
τέχνασμα για να αποκαλύψουν δύο χιλιάδες από τούς πλέον ικανούς να διεκδικήσουν
την ελευθερία τους και τους εξολόθρευσαν όλους. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές οι
δούλοι αντιπροσώπευαν έναν αληθινό κίνδυνο, διότι ο κάθε προδότης, όπως ο
Παυσανίας, θα μπορούσε να τους υποσχεθεί την ελευθερία τους, καθώς και το
δικαίωμα σε μιαν πόλη, έτσι που μόλις θα πλησίαζε ο εχθρός να λιποτακτήσουν
μαζικά, ενώ όσοι θα παρέμεναν να αποτελούν μια μόνιμη πηγή αναταραχής.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση ο δωρικός λαός
οικοδόμησε την καινούργια του βιωτή, συμβουλευόμενος ανελλιπώς τον Απόλλωνα των
Δελφών. Το γεγονός ότι αργότερα οι σχέσεις ανάμεσα στη Σπάρτη και το Μαντείο
δυσφημίστηκαν οφείλεται πιθανότατα στον θρύλο σύμφωνα με τον οποίον ήδη ο
Λυκούργος είχε επανειλημμένα εξαγοράσει την Πυθία προκειμένου να εξασφαλίσει
την αποδοχή τής πολιτικής του, ασφαλώς με μέσα εντελώς δόλια και αμφιλεγόμενα.
Υπάρχει πάντως μια σειρά από αναπάντητα ερωτήματα: οι αποφάσεις που παίρνονταν
στη Σπάρτη υπαγορεύονταν από τούς Δελφούς
ή οι Δελφοί παρείχαν στους Σπαρτιάτες
κάποιες συγκριμένες οδηγίες ; Μήπως αυτού τού είδους η ευσέβεια έκρυβε ένα
μοναδικό πλεονέκτημα για τους εκάστοτε άρχοντες, το να αρνούνται δηλαδή να
δώσουν στους υπόλοιπους Σπαρτιάτες, ακόμη και στους ίδιους τους γέροντες
ορισμένες δυσάρεστες εξηγήσεις ; Ό,τι και αν συνέβαινε, οι σχέσεις πάντως
Δελφών και Σπάρτης παρέμειναν σταθερές· επί αιώνες οι τακτικοί απεσταλμένοι τών
βασιλέων, που αποκαλούνταν πύθιοι, πηγαινοέρχονταν μεταξύ Σπάρτης και Δελφών,
και η άποψη που επικρατεί είναι ότι η Σπάρτη ήταν αυτή που ζητούσε βοήθεια, και
ότι οι Δελφοί πρόσφεραν κατόπιν επικλήσεως τους χρησμούς τους, χωρίς όμως
καμμιά δυνατότητα επιβολής τους. Αλλά το τί ακριβώς μπορούσαν να φαντάζονται οι
υπόλοιποι Έλληνες σχετικά με αυτήν την οικειότητα άφηνε παντελώς αδιάφορα και
τα δύο μέρη και δεν λαμβάνονταν καθόλου υπ’ όψη.
Για όλες οι ελληνικές πόλεις το σύνταγμα, δηλαδή ο νόμος στη γραπτή μορφή του, ήταν απόλυτα σεβαστός και ιερός. Στη
Σπάρτη όμως οι νόμοι τού Λυκούργου αποκαλούνται ρήτρα, δηλαδή ιερές γραφές
τών θεών, χρησμοί (και όχι
συμβάσεις, όπως λέγεται συνήθως)· και ο λόγος που γνωρίζουμε ελάχιστα γι’ αυτήν
την παράδοση είναι το ότι ο Λυκούργος – όποιος κι αν ήταν – δεν άφησε κανένα
γραπτό σύνταγμα, ούτε κυρίως, όπως παρατηρεί ο Πλούταρχος, καμμιά πολιτική
πραγματεία, καμιά ιδανική αποτύπωση, όπως ο Πλάτων και ο Ζήνων, αλλά ένα
ζωντανό Κράτος, που υπήρξε στο σύνολό του δικό του δημιούργημα. Πολύ αργότερα
κρίθηκε αναγκαίο να απαγορευτεί, τουλάχιστον στους νεότερους να ελέγχουν τούς νόμους· διότι πίστευαν ότι
«όσοι είχαν ανατραφεί στον πνεύμα τού Λυκούργου» θα γνώριζαν πώς να
τροποποιήσουν, σε περίπτωση ανάγκης, τους νόμους σύμφωνα με το πραγματικό σπαρτιατικό
πνεύμα. Αυτός ο μέγας καινοτόμος νομοθέτης τού Κράτους δεν λατρεύτηκε
μόνο, όπως οι υπόλοιποι ιδρυτές και νομοθέτες τών πόλεων, ως ήρωας, αλλά ως
θεός, με έναν δικό του ναό και θυσιαστήριο, αλλά ακόμη κι έτσι, λέει ο
Αριστοτέλης, οι τιμές που του αποδόθηκαν δεν ήταν αρκετές.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου