Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Η φύση της Τραγωδίας 2

Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η φύση τής Τραγωδίας 
Της Susan Taubes, 
στο The Review of Metaphysics, Vol. 7 No. 2 (Dec., 1953)

Η τραγωδία ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ των ακραίων πόλων τής ελπίδας και τού μηδενισμού. Ο άνθρωπος συνεχίζει να είναι μέλος της θεϊκής τάξεως, αλλά ο νοητός κόσμος έχει καταστεί ακατανόητος και γεμάτος κακία, και δεν διασφαλίζει πια στον άνθρωπο την έσχατη αρμονία. Το παραδοσιακό πλαίσιο δεν θα αντέξει την πίεση των αντιφατικών δυνάμεων, και ο άνθρωπος, που υπόκειται σε αντικρουόμενες ανάγκες σπρώχνεται ενώπιον μιας επιλογής, και για πρώτη φορά αντιμετωπίζει την απορία και το πείσμα των θεών. Η ανθρώπινη πράξη τείνει να καταστεί τραγική, όταν «ο χρόνος εξαρθρώνεται», οι χρησμοί γίνονται ασαφείς, ακόμα και παραπλανητικοί. Η ανθρώπινη πράξη γίνεται τραγική όταν η θεϊκή τάξη χάσει την συγκρότηση της, ώστε ο άνθρωπος, παρερμηνεύοντας τα σημάδια του ουρανού, καθίσταται όργανο της ίδιας του της καταστροφής. Και έτσι ο Οιδίποδας, μηχανευόμενος τρόπους να ξεγελάσει τον χρησμό πέφτει θύμα του τερατώδους σχεδιασμού του (χρησμού). Ο Μάκβεθ, πιασμένος στις ρόδες της φιλοδοξίας χάνει το νόημα της προφητείας της μάγισσας, και η πανουργία των θεών μετατρέπει το σχέδιο επανάκτησης της πληγωμένης του τιμής, με τρόπο ώστε να τον ατιμάζει το σχέδιο αυτό.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του δαιμονικού και του ανθρώπινου κόσμου είναι απροσδιόριστη στις τραγωδίες του Shakespeare. Οι θεοί παραμένουν νεφελώδεις, κρυμμένοι και αδιαφοροποίητοι. Στην παρυφή της κοσμικής τάξης, φαίνεται πως η περιοχή τους (των Θεών) επεκτείνεται στην πραγματικότητα των ανθρώπινων παθών. Υπάρχει μεγάλη συγγένεια μεταξύ της Lady Macbeth και των Weird Sisters (τρεις μάγισσες στο έργο Macbeth). Η Lady Macbeth καθίσταται η συνέχεια των δαιμονικών ενεργειών στο ανθρώπινο επίπεδο. Ακόμα και αν ο Shakespeare μας παρέχει κάποια ψυχολογικά κίνητρα μερικών από τους χαρακτήρες του, η κακία ανδρών όπως ο Iago ή ο Ριχάρδος ο ΙΙΙ, έχει την πηγή της σε κρυφές δυνάμεις του κακού, που βρίσκονται πέραν της ανθρώπινης γνώσης, και τους συνδέει με τον δαιμονικό κόσμο που βρίσκεται πέραν των προσωπικών τους κινήτρων. Οι ρίζες των ανθρώπινων παθών φτάνουν βαθιά μέσα στο έδαφος των μυθικών δυνάμεων. Η αποσύνθεση της κοσμικής αρμονίας εκφράζεται στην τρέλα του Lear, και ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του αναμεμειγμένο σε μια πράξη, η οποία, αν και ουσιαστικά δική του, ξεκινά και τελειώνει στην τάξη των νοουμένων.
Ο διαφωτισμός τον οποίο φέρνουν οι τελευταίες μέρες, θα μπει στον πειρασμό να ερμηνεύσει τους θεούς, τα φαντάσματα, τα πνεύματα και τους χρησμούς της τραγωδίας, ως απλές δραματικές κατασκευές. Από την οπτική γωνία του ορθολογισμού, η τραγωδία φαίνεται να είναι μια πρώιμη προσπάθεια παρουσίασης των εσωτερικών συγκρούσεων του ανθρώπου, με το ένδυμα της μάχης μεταξύ μυθικών δυνάμεων. Παρόλα αυτά, αν και το θέατρο τείνει να επανερμηνεύσει τον αγώνα του ανθρώπου ανάμεσα σε θεϊκές δυνάμεις, όλο και πιο πολύ με όρους της ανθρώπινης ψυχολογίας, όταν η τραγωδία ακόμα μεσουρανούσε, ο τόπος του δράματος ήταν ακόμα κοσμικός. Η πράξη παίζονταν στο ιδανικό εκείνο επίπεδο, όπου η περιοχή του ανθρώπινου συναντιόταν με την περιοχή του θεϊκού, και παρέμεναν σε μια ένταση, καθώς η μια δεν μπορεί να μειωθεί και να μετατραπεί στην άλλη. Θα σφάλαμε εάν προσπαθούσαμε να ερμηνεύσουμε τις θεϊκές δυνάμεις στα έργα των Αισχύλου, Σοφοκλή ή Shakespeare, ως αλληγορικά σύμβολα ψυχολογικών πραγματικοτήτων. Στην αρχή, ο χρησμός ακούγεται σαν να προέρχεται από μια πραγματικότητα πέραν της ανθρώπινης ψυχής. Ο θεϊκός σκοπός παραμένει διακριτός από την ανθρώπινη θέληση. Κατά τραγική ειρωνεία, η επιλογή παίρνει την μορφή της μοίρας, αλλά η μοίρα δεν καθίσταται στην περίπτωση αυτή πηγή της επιλογής, ούτε επιλογή της μοίρας. Οι δυνάμεις πίσω από το ανθρώπινο πεπρωμένο και τα προσωπικά κίνητρα του ανθρώπου ανήκουν σε δυο διακριτές και ανεξάρτητες τάξεις, που διασταυρώνονται και αλληλοεπιδρούν για να παράξουν μια μοναδική δραματική πράξη.
Η εμπειρία της δαιμονικής, καταστροφικής πτυχής των θεών, χαρακτηρίζει τόσο την τραγωδία, όσο και το τελετουργικό. Εκεί μέσα, η τραγική και μυθική συνείδηση έχουν μια βαθιά συγγένεια, σε αντίθεση προς την θρησκευτική στάση, η οποία αντιλαμβάνεται την νοητή πραγματικότητα με την μορφή ενός προσωπικού θεού, που είναι ουσιαστικά καλοσυνάτος και φροντίζει για το καλό της ανθρωπότητας. Στα πλαίσια του τελετουργικού ο άνθρωπος στέκεται με δέος ενώπιον των θεών, και προσπαθεί με θυσίες, προσευχές και την παρακολούθηση των taboo να εξευμενίσει τους δαίμονες και να ελέγξει την σφαίρα των νοητών. Η στάση του είναι αυτή της συγκατάβασης και παραπλάνησης/αποφυγής. Υποκλίνεται ενώπιον των θεών και προσπαθεί με μαγικά μέσα να τους κρατήσει εντός συγκεκριμένων ορίων.
Ο κόσμος του τελετουργικού δεν διακρίνει μεταξύ ανθρώπινης και θείας διεξαγωγής (agency) κάποιας πράξης. Κάθε πράξη έχει κάποια νοητή αιτία. Στο τελετουργικό δράμα δεν υπάρχουν ανθρώπινοι πράττοντες, και για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος παίζει τον ρόλο  των θεών. Γιατί εν τέλει, οι θεοί αποφασίζουν για όλα, και όχι ο άνθρωπος. Το σύμπαν που ορίζεται δια του τελετουργικού υπόκειται στην αιτιότητα, η οποία είναι το ίδιο σκληρή όπως και αυτή των φυσικών επιστημών. Αν η προσευχή ή η θυσία αποτύχει να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, η αποτυχία αυτή αποδίδεται σε κάποια παράβλεψη στην εκτέλεση του τελετουργικού. Η αποτελεσματικότητα του τελετουργικού δεν αμφισβητείται ποτέ. Η διάσταση της ηθικής ελευθερίας, ατομικής απόφασης, και ευθύνης δεν έχουν θέση στο σχήμα του τελετουργικού.
Οι πηγές της τραγωδίας μπορούν να ανιχνευτούν στις τελετουργικές πρακτικές. Το έδαφος για το τραγικό θέατρο προετοιμάστηκε από την συνένωση μιας επικής και μιας τελετουργικής παράδοσης. Ή με όρους του Nietzsche, με την ένωση του απολλώνειου και διονυσιακού πνεύματος. Η διαπίστωση του Nietzsche για την σχέση της τραγωδίας και της λατρείας του Διόνυσου, έχει σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιωθεί από μελέτες των Gilbert Murray και Jane Harrison. Κριτικοί της λογοτεχνίας όπως οι Kenneth Burke και Francis Fergusson, ακολούθησαν την διαπίστωση αυτή, και παρήγαγαν λεπτομερείς αναλύσεις της ελληνικής, της σεξπηρικής και της μοντέρνας τραγωδίας, στην βάση του τελετουργικού σχήματος. Ενώ οι μελέτες αυτές κατόρθωσαν να συνδέσουν τα τυπικά στοιχεία της τραγωδίας όπως παρουσιάζονται στην Ποιητική του Αριστοτέλη με τις αντίστοιχες φράσεις του τελετουργικού δράματος, απέτυχαν να ρωτήσουν, τι είναι αυτό που μετατρέπει τις κατηγορίες αγών, αναγνώρισις, θρήνος και περιπέτεια, σε εξειδικευμένες κατηγορίες της τραγωδίας. Είναι αλήθεια πως το δράμα προέρχεται από μιμητικές πράξεις που έχουν κατ’ αρχάς ένα ιερό χαρακτήρα, και πως το τελετουργικό σχήμα της θυσιαστικής κάθαρσης μπορεί να διαπιστωθεί και στην δομή ορισμένων κοσμικών (secular) τραγωδιών. Παραμένει όμως το ερώτημα, εάν η τελετουργική πράξη περιέχει τις αρχές του τραγικού δράματος, πέραν της παροχής μιας τυπικής κατάστασης, η οποία κατόπιν μετατρέπεται προς μάλλον διαφορετικούς σκοπούς. Να ξεκαθαριστεί δηλαδή, εάν η διαφορά στον σκοπό, όπως και στην πολυπλοκότητα, μεταξύ της τελετουργικής μιμήσεως, που καταλήγει, στην ταύτιση και της τραγική μιμήσεως, που την χρησιμοποιεί ως μέσο,  είναι πιο χτυπητή από την ομοιότητα.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: