Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (62)

Συνέχεια από: Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Τού Enrico Berti.

Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).       

Η κριτική στον Κάντ και στις άλλες «φιλοσοφίες τού στοχασμού», αναπτύχθηκε από τον Χέγκελ σε ένα επόμενο άρθρο το οποίο εμφανίσθηκε και αυτό το 1802," Πίστη και Γνώση". Από τον Κάντ, ο Χέγκελ εκτιμά πάνω απ’ όλα την ανακάλυψη τής συνθετικής κρίσεως  a’priori την οποία ερμηνεύει σαν κατάφαση τής διαφοράς (διότι συνθετική) ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο και μαζί τής ταυτότητος τους (διότι a’priori). Όμως παρατηρεί ο Χέγκελ, "το λογικό ή, όπως εκφράζεται ο Κάντ, το a’priori αυτής τής κρίσεως, η απόλυτη ταυτότης, δεν παρουσιάζεται σαν μέσος όρος στην κρίση, αλλά στον συλλογισμό! Στην κρίση, αυτή είναι μόνον ο σύνδεσμος είναι…, και η ίδια η κρίση είναι μόνον η υπερέχουσα εμφάνιση τής διαφοράς". Προφανώς η κρίση στα γερμανικά Urteil, είναι για τον Χέγκελ η πρωταρχική μορφή (ur) του teilen, δηλαδή τού χωρίζειν (όπως το ελληνικό κρίνειν, από το οποίο η κρίσις). Για να βεβαιώσει μαζί με την διαφορά και την ταυτότητα, είναι πιο χρήσιμη μία άλλη μορφή λογικής, ο συλλογισμός, εννοημένος σαν ένωση περισσοτέρων κρίσεων, δηλαδή σαν σύνθεση (στο συμπέρασμα) δύο προαταρκτικών (οι οποίες είναι για τον Χέγκελ αντιφατικές η μία στην άλλη). Δεν πρέπει να σκεφθούμε εδώ, στον απλά κατηγορικό συλλογισμό, όπου τα προκαταρκτικά δεν είναι αντιφατικά μεταξύ τους, αλλά στον διαζευκτικό συλλογισμό (P ή q, αλλά όχι Ρ, άρα q), ο οποίος σύμφωνα με τον Χέγκελ περιέχει την αντίφαση και γι’ αυτό στο τελευταίο μέρος τής "Επιστήμης τής λογικής", την ταυτότητα τής ταυτότητος και τής μη-ταυτότητος. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που ενδιαφέρει είναι ακόμη μία φορά η κριτική στην ακαταλληλότητα τής προτάσεως και η προσπάθεια να την ξεπεράσει, όχι όμως οπισθοχωρώντας στο προκατηγοριακό επίπεδο, ή στο προκατηγορικό, τής αμέσου διαισθήσεως, όπως κάνουν, σύμφωνα με τον Χέγκελ, οι φιλοσοφίες τού στοχασμού, οι οποίες συμβάλλουν στην αδυναμία τής νοήσεως, έτσι όπως κατανοείται μέσω τής βοήθειας της πίστης. Ο Χέγκελ αντιθέτως, προσπαθεί να ξεπεράσει την ακαταλληλότητα τής προτάσεως ξεπερνώντας την στην κατεύθυνση τού συλλογισμού, δηλαδή τής συνομιλίας, μάλιστα δε του ολοκληρωμένου συστήματος: αυτή θα είναι, όπως θα δούμε στην συνέχεια, η νέα του διαλεκτική!
          Αλλά στό "Πίστη και Γνώση" ο Χέγκελ κρίνει λεπτομερειακώς και το Καντιανό δόγμα τών αντινομιών, διακρίνοντας, στα ίχνη τού ίδιου του Κάντ, τις «μαθηματικές αντινομίες», δηλαδή τις δύο πρώτες καί από τις «δυναμικές αντινομίες» τις δύο τελευταίες. Για τις πρώτες δηλώνει: «η αντινομία αναδύεται, καθότι έχει τεθεί τόσο το είναι-άλλο όσο και το είναι [τόσο Α όσο και μη-Α, τόσο μία πρόταση όσο και η αντίθεσή της], δηλαδή η αντίφαση στην αξεπέραστη απολυτότητά της. Μία πλευρά τής αντινομίας οφείλει λοιπόν να είναι αυτή: έχει τοποθετηθεί εδώ το καθορισμένο σημείο και η αναίρεση και τη αντίθετο, το είναι-άλλο- και αντιστρόφως στο άλλο μέρος τής αντινομίας. Εάν ο Κάντ αναγνώρισε ότι αυτή η σύγκρουση γεννάται μόνον μέσω και μέσα στην περατότητα καί γι αυτό είναι μιά αναγκαία ψευδαίσθηση...δέν τό έλυσε, καθότι δέν αφήρησε τήν ίδια τήν περατότητα, μάλιστα δε, καθιστώντας τήν διαμάχη υποκειμενική, το άφησε να υφίσταται. Από το άλλο μέρος ο Κάντ μπορεί να χρησιμοποιήσει τον υπερβατικό ιδεαλισμό μόνον σαν ένα αρνητικό κλειδί για την λύση τής αντινομίας, καθότι αρνείται ότι οι δύο όροι τής αντινομίας υπάρχουν σαν δύο καθαυτά πράγματα. Αλλά το θετικό αυτών των αντινομιών, το μέσον τους, δεν είναι γι’ αυτόν τον λόγο γνωστό. Η νόηση φανερώνεται μόνον στην αρνητική τους πλευρά αφαιρώντας τον στοχασμό, αλλά η ίδια δεν παρουσιάζεται στην ιδιαίτερή της μορφή». Τέλος πάντων ο Κάντ κατόρθωσε να αναγνωρίσει ότι η αντινομία είναι αναγκαία, αλλά έκανε λάθος υπολογίζοντας την μόνον υποκειμενική, έκφραση δηλαδή μιάς νοήσεως ανίκανης να γνωρίσει την αυθεντική πραγματικότητα. Δεν κατάλαβε ότι ακριβώς επειδή φτάνει αναγκαίως την αντινομία, η νόηση γνωρίζει την αντικειμενική πραγματικότητα, μάλιστα δε το Απόλυτο, το άπειρο, καθότι αυτό το τελευταίο δεν μπορεί νε εκφραστεί παρά μέσω τής αντιφάσεως!
          Επανερχόμενος στην ίδια συζήτηση στην Εγκυκλοπαίδεια, μερικά χρόνια αργότερα, ο Χέγκελ θα πει: «αυτή η σκέψη, ότι η αντίφαση τοποθετημένη από τους διανοητικούς ορισμούς στην νόηση, είναι ουσιώδης και αναγκαία, πρέπει να υπολογισθεί σαν μία από τις σημαντικότερες και βαθύτερες προόδους τής φιλοσοφίας στους μοντέρνους χρόνους. Αλλά όσο βαθιά είναι αυτή η θεωρία, άλλο τόσο άνευ σημασίας είναι η λύση που δίνει, η οποία συνίσταται σε ένα είδος τρυφερότητος προς τα πράγματα του κόσμου! [Στην "Επιστήμη τής λογικής" ο Χέγκελ δηλώνει ότι οι Καντιανές αντινομίες έδωσαν το μεγάλο πλήγμα στην προηγούμενη μεταφυσική και μπορούν να αναγνωρισθούν σαν ένα θεμελιώδης πέρασμα στην μοντέρνα φιλοσοφία! Παρατηρεί όμως ότι θα έπρεπε να επεκταθούν σε όλες τις έννοιες και ότι η αληθινή τους φύση συνίσταται στην αναγνώριση ότι οι αντίθετοι ορισμοί είναι αναγκαίως απαραίτητοι και πρέπει να ενωθούν σε μία μοναδική έννοια! Η κριτική του στρέφεται ιδιαιτέρως στον απαγωγικό χαρακτήρα, δηλαδή έμμεσο, των αποδείξεων που υιοθέτησε ο Κάντ για να υποστηρίξει αντιστοίχως και την θέση και την αντίθεση, παρατηρώντας ότι στην οικονομία τής επιχειρηματολογίας τού Κάντ αυτό είναι πλεονάζον και επομένως οι αποδείξεις είναι μόνον φαινομενικώς απαγωγικές. Και εδώ ο Χέγκελ κατηγορεί τον Κάντ για την μεγάλη του τρυφερότητα προς τον κόσμο, για το γεγονός ότι αφαίρεσε την αντίφαση από τον κόσμο τοποθετώντας την μόνον στην νόηση]. Για τον Χέγκελ όμως η αντίφαση αποτελεί μέρος της ίδιας τής ουσίας τού κόσμου, όχι μόνον τής νοήσεως καθότι αυτή εφαρμόζει τις κατηγορίες της στην φαινομενική εμφάνιση εκείνου. Γι’ αυτό η νόηση δεν πρέπει να ελευθερωθεί από την αντίφαση, παραιτούμενη από την καθαυτή γνώση του κόσμου, όπως συμβαίνει στον Κάντ, διότι μ ’αυτόν τον τρόπο αδειάζει από κάθε περιεχόμενο! Είναι φανερό ότι ο Χέγκελ μπορεί να δηλώσει αυτό, ακριβώς επειδή απωθεί την Καντιανή διάκριση ανάμεσα σε φαινόμενο και νοούμενο και επομένως αρνείται ότι η νόηση είναι αδύναμη ή αδυνατεί να γνωρίσει την καθαυτή πραγματικότητα! Η αληθινή πραγματικότητα όμως, μάλιστα δε, ακριβώς εκείνη η οποία γνωρίζεται από την νόηση μέσω της αντιφάσεως, η οποία γνώση  όμως, είναι κατά την άποψή του σημείο δύναμης και όχι αδυναμίας!
          Εντελώς διαφορετική είναι η συζήτηση του Χέγκελ για τις «δυναμικές αντινομίες». Εδώ οι όροι που βρίσκονται σε διαμάχη, δηλαδή η ελευθερία και η αναγκαιότης, νοητός κόσμος και αισθητός, έχουν περάσει στην σκέψη του Κάντ μ ’έναν, απολύτως ετερογενή τρόπο, χωρίς να έχουν τίποτε κοινό. Σ’ αυτό ο Κάντ πίστεψε ότι είδε την λύση της αντινομίας! Αλλά με την σκέψη ότι δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους, αυτοί οι όροι δεν μπαίνουν σε διαμάχη! Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Χέγκελ, εδώ δεν υπάρχει πλέον αντινομία, ούτε και κάποια αληθινή λύση! Τόσο εδώ όμως, δηλαδή στα αντικείμενα των δυναμικών αντινομιών, όσο και στις μαθηματικές αντινομίες και σε κάθε άλλο αντικείμενο επίσης, σύμφωνα με τον Χέγκελ, πρέπει να αναγνωρισθεί μία αυθεντική αντινομία! «Το κεντρικό σημείο παρατηρήσεως-θα προσθέσει ο Χέγκελ στην Εγκυκλοπαίδεια -είναι ότι όχι μόνον στα τέσσερα ιδιαίτερα αντικείμενα τα οποία λαμβάνονται από την κοσμολογία, βρίσκεται η αντινομία, αλλά σε όλα τα αντικείμενα μάλλον όλων των γενών, σε όλες τις αναπαραστάσεις, τις έννοιες και τις ιδέες!»

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου