Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (61)

Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Μαίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Τού Enrico Berti.
         
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).

Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Πλάτων είναι ένας σκεπτικιστής ο οποίος «αρνείται εντελώς κάθε αλήθεια σε μία τέτοια γνώση»: προφανώς ο Χέγκελ κρίνει αρνητικά την κατάληξη όλων των υποθέσεων ή καλύτερα, κρίνει ότι ο Πλάτων αναιρεί όλες τις υποθέσεις, κατανοημένες σαν προτάσεις καθαρά διανοητικές, οι οποίες απαιτούν τον καθορισμό τού «Ενός» με αντίθετους μονόπλευρα τρόπους! Αλλά, και εδώ συμβαίνει η οικειοποίηση, αυτός ο σκεπτικισμός…είναι αυτός ο ίδιος η αρνητική πλευρά τής γνώσεως τού Απολύτου και προϋποθέτει αμέσως την νόηση σαν θετική πλευρά. Αυτό σημαίνει ότι, εάν από την οπτική γωνία τής διάνοιας οι υποθέσεις του Παρμενίδη ολοκληρώνονται όλες αρνητικά, διότι φτάνουν σε άλλες τόσες αντιφάσεις, από την οπτική γωνία τής νοήσεως αυτές είναι όλες αληθινές, ακριβώς επειδή είναι αντιφατικές, μάλιστα δε είναι όλες τους εκφράσεις τής γνώσεως τού Απολύτου!
          Η πηγή αυτής τής τελευταίας ερμηνείας είναι φυσικά ο νεοπλατωνισμός, ο οποίος περνά στον Χέγκελ μέσω τής μεταφράσεως τού Marsilio Ficino, την οποία διάβασε με το αρχαίο κείμενο απέναντι, τού Stephanus. Ακόμη και αυτός ο ίδιος ο Χέγκελ το βεβαιώνει: «παρότι λοιπόν στον πλατωνικό Παρμενίδη εμφανίζεται μόνον η αρνητική πλευρά, ο Ficino π.χ. κατανόησε πολύ καλά ότι όποιος αναλαμβάνει την μελέτη αυτού τού ιερού κειμένου πρέπει πριν ακόμη τολμήσει να προσλάβει τα μυστήρια αυτού τού ιερού έργου, να ετοιμαστεί με καθαρότητα ψυχής και με την ελευθερία τού πνεύματος». Ο Πλάτων, λοιπόν, προσλαμβάνεται σαν πρόδρομος, έστω μόνον αρνητικός, μιας φιλοσοφίας η οποία αποδέχεται την αναγκαιότητα τής αντιφάσεως για την γνώση τού Απολύτου!
          Αυτή η ερμηνεία συνδέεται με την κριτική στην λογική μορφή τής προτάσεως, την οποία συναντήσαμε στην Διαφορά και η οποία επιβεβαιώνει μ’αυτόν τον τρόπο τον προνομιακό τόπο για να κατανοηθεί το Εγελιανό δόγμα τής αντιφάσεως. «Κάθε φορά σε μία οποιαδήποτε πρόταση η οποία εκφράζει μία γνώση τής νοήσεως-δηλώνει ο Χέγκελ-πού απομονώνεται το μέρος τού διαλογισμού, δηλαδή οι περιέχουσες έννοιες, και υπολογίζεται ο τρόπος με τον οποίο αυτές συνδυάζονται, θα φανεί αναγκαίως ότι αυτές οι έννοιες είναι ταυτοχρόνως και ασυνδύαστες, αφαιρούμενες, δηλαδή είναι ενωμένες μ ’έναν τρόπο έτσι ώστε να αντιφάσκουν, σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μία πρόταση τής διάνοιας, αλλά όχι της νοήσεως». Αυτό σημαίνει ότι μία νοητική πρόταση ενώνει και μαζί χωρίζει τις δύο έννοιες από τις οποίες αποτελείται, δηλαδή είναι μία σύνθεση δύο προτάσεων από τις οποίες η μία είναι η αντίφαση της άλλης! «Κάθε τέτοια λογική πρόταση-λέει ο Χέγκελ- λύνεται σε δύο προτάσεις απολύτως αντιθετικές: για παράδειγμα [τα παραδείγματα αντλούνται από τον Σπινόζα] ο Θεός είναι αιτία και ο Θεός δεν είναι αιτία, είναι Ένας και δεν είναι Ένας, πολλοί και όχι πολλοί…. Και σ ’αυτό το σημείο ακριβώς μπαίνει ολοκληρωτικώς σε ισχύ η αρχή τού σκεπτικισμού σύμφωνα με την οποία παντί λόγω λόγος ίσος αντίκειται». Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπρος στην αντίφαση όπως ορίσθηκε από τον Αριστοτέλη : να βεβαιώσουμε και ταυτοχρόνως να αρνηθούμε το ίδιο κατηγόρημα τού ιδίου υποκειμένου! Και αυτή η αντίφαση καταλήγει αναγκαία διότι ο Χέγκελ απαιτεί- η αναφορά στον Σπινόζα έχει σημασία- να εκφράσει, τίποτε λιγότερο, ότι ο Θεός, δηλαδή το Απόλυτο, το άπειρο, σε προτάσεις οι οποίες λένε Αυτός τί πράγμα είναι, οι οποίες δηλαδή εκφράζουν την ουσία του, ταυτίζοντας, δηλαδή διαλύοντας τελείως, το υποκείμενο στο κατηγορούμενο, όπως κάνουν αναγκαίως οι ορισμοί τών μαθηματικών. Ποιος θα μπορούσε πράγματι να αρνηθεί την καταληλότητα τής λογικής φόρμας τής μαθηματικής προτάσεως σε μία τέτοια ευθύνη; Αλλά δεν θα μπορούσαμε να πούμε εάν αυτή η ακαταλληλότητα οφείλεται περισσότερο στην απεραντοσύνη της εργασίας που μας προτείνεται ή στήν φτώχεια τού οργάνου με το οποίο θέλουμε να την επιτύχουμε, ή μάλλον περισσότερο και στους δύο λόγους. Γίνεται κατανοητό τότε λοιπόν, για ποιόν λόγο ο Χέγκελ απέναντι σ ’αυτή την διάγνωση δηλώνει: «η λεγόμενη αρχή τής [μη] αντιφάσεως έχει επομένως για την λογική τόση μικρή αξία και  είναι μιά ελλειπέστατη αλήθεια ακόμη και τυπική μόνον, την οποία αντιθέτως κάθε πρόταση τής νοήσεως πρέπει να περιέχει, αναφορικά με τις έννοιες, που είναι μία παραβίαση αυτής (τής προτάσεως)»Και η σημασία τής δηλώσεως κατευθύνεται αμέσως στον Κάντ με τις λέξεις: «να πούμε ότι μία πρόταση είναι καθαρά τυπική (φορμαλιστική) [όπως ισχυριζόταν ο Κάντ για την αρχή τής ταυτότητος] σημαίνει για την νόηση ότι αυτή, τοποθετημένη καθαυτή μόνον, χωρίς να επιβεβαιώνεται εξίσου η αντίθετή της (ή ενάντια) πρόταση σε αντίφαση, είναι ακριβώς γι’ αυτό ψευδής. Αναγνωρίζοντας την αρχή τής [μή] αντιφάσεως σαν τυπική αρχή σημαίνει να την αναγνωρίσουμε ταυτοχρόνως σαν ψευδή». Σ ’αυτό το σημείο δεν έχει καμία σημασία να ορίσουμε ποιόν τύπο αντιθέσεως ανάμεσα στις προτάσεις τής νοήσεως, υπολογίζει ο Χέγκελ, εάν την αντίθεση λόγω πραγματικής και αληθινής αντιφάσεως ή την αντίθεση λόγω εναντιώσεως : σε κάθε περίπτωση εξάλλου, αυτή οδηγεί στην αντίφαση!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: