Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Είτε αλλάζουμε ριζικά, είτε βουλιάζουμε

Το χειρότερο στοιχείο της έκθεσης της ΕΛΣΤΑΤ είναι η αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, παράλληλα με τη μείωση των εξαγωγών – γεγονός που σημαίνει πως ο τελευταίος συντελεστής του ΑΕΠ, το εμπορικό ισοζύγιο, επιδεινώθηκε και από τα δύο μαζί επί μέρους στοιχεία του. Σημαίνει επίσης πως η Ελλάδα «πνέει τα λοίσθια», έχοντας εγκλωβιστεί σε μία θανατηφόρο παγίδα – αφού ακόμη και η παραμικρή άνοδος της κατανάλωσης τροφοδοτεί τις εισαγωγές και όχι τα ελληνικά προϊόντα ή/και τις επενδύσεις. Η αιτία είναι το ότι, αφενός μεν ο παραγωγικός ιστός της χώρας έχει διαλυθεί, αφετέρου δεν επενδύει κανένας υπό το σημερινό καθεστώς των μνημονίων και της δολοφονικά υψηλής φορολογίας.
Επικαιρότητα
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (πηγή) το ελληνικό ΑΕΠ (σε όρους όγκου) παρουσίασε αύξηση κατά 0,2% το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018, καθώς επίσης 1,3% συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2018. Εάν τώρα αναρωτηθεί κανείς από πού προήλθε η αύξηση κατά 0,2% σε σχέση με τέταρτο τρίμηνο, θα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα – αφού δεν είναι τόσο εύκολο να ερμηνευθεί. Ειδικότερα, εάν ερευνήσουμε τους επί μέρους συντελεστές του ΑΕΠ (=Ιδιωτική κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + Εμπορικό Ισοζύγιο), θα διαπιστώσουμε τα εξής:
(α)  Η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 0,1% – κάτι που δεν είναι τόσο αρνητικό, όσο φαίνεται, αφού το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους είναι πάντοτε προβληματικό, επειδή ο τουρισμός είναι αμελητέος, οι φόροι αρκετοί κοκ. Φυσικά δεν έχουν διαδραματίσει κανένα ρόλο τα χρήματα που δόθηκαν στους συνταξιούχους από την κυβέρνηση – αφού αφορούν το επόμενο τρίμηνο.
(β)  Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 8,1% – ένα ποσόν που ακούγεται μεν υψηλό, αλλά με κριτήριο την κυριολεκτικά κατάρρευση τους μετά το 2010 (από σχεδόν 25% του ΑΕΠ πριν την κρίση λιγότερο από 12% κατά μέσον όρο του ΑΕΠ, σε ένα όμως ΑΕΠ που συρρικνωνόταν διαρκώς, γράφημα) αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Εν τούτοις η αύξηση τους ήταν το μοναδικό στοιχείο που συνετέλεσε στην άνοδο του ΑΕΠ.
(γ)  Σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι κρατικές επενδύσεις, δεν έχουμε κανένα ξεχωριστό συγκριτικό στοιχείο – υποθέτοντας όμως πως παρέμειναν σταθερές ή αυξήθηκαν.
(δ)  Το μεγάλο θέμα είναι το εμπορικό ισοζύγιο – η διαφορά δηλαδή των εξαγωγών από τις εισαγωγές, η οποία αποτελεί το μυστικό της επιτυχίας ή αποτυχίας μίας κυβερνητικής πολιτικής, όσον αφορά την άνοδο του ΑΕΠ. Εν προκειμένω, πάντοτε σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 2,1% – ένα απόλυτα απογοητευτικό νούμερο, μεταξύ άλλων επειδή τεκμηριώνει ότι, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας συνεχίζει την καθοδική της πορεία, παρά τη θηριώδη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος μέσω της εσωτερικής υποτίμησης.
Εύλογα βέβαια, αφού δεν έχει στηριχθεί από επενδύσεις στη βελτίωση των διαδικασιών παραγωγής, σε νέα μηχανήματα κοκ. – αποδεικνύοντας πως μόνο με μειώσεις μισθών δεν αυξάνεται ποτέ η παραγωγικότητα, ενώ οι μειώσεις αυτές περιορίζουν παράλληλα την κατανάλωση, τις επενδύσεις, το ρυθμό ανάπτυξης κλπ.
Το χειρότερο όλων όμως είναι η αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 5,0% – γεγονός που σημαίνει πως ο τελευταίος συντελεστής του ΑΕΠ, το εμπορικό ισοζύγιο, επιδεινώθηκε και από τα δύο μαζί επί μέρους στοιχεία του. Σημαίνει επίσης πως η Ελλάδα «πνέει τα λοίσθια», έχοντας εγκλωβιστεί σε μία θανατηφόρο παγίδα – αφού ακόμη και η παραμικρή άνοδος της κατανάλωσης, εκ μέρους των τουριστών ή του εγχωρίου πληθυσμού, τροφοδοτεί τις εισαγωγές και όχι τα ελληνικά προϊόντα ή/και τις επενδύσεις.
Η αιτία είναι το ότι, αφενός μεν ο παραγωγικός ιστός της χώρας έχει διαλυθεί, αφετέρου δεν επενδύει κανένας υπό το σημερινό καθεστώς της δολοφονικά υψηλής άμεσης και έμμεσης φορολογίας – πόσο μάλλον εντός ενός περιβάλλοντος μη φιλικού προς τις επιχειρήσεις, με μία απίστευτη γραφειοκρατία, με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό σύστημα, με ανύπαρκτους θεσμούς, με τη διαφθορά και τη διαπλοκή στα ύψη κοκ.
Με δεδομένο δε το ότι, οι εισαγωγές ως απόλυτο νούμερο είναι πολύ υψηλότερες από τις εξαγωγές (γράφημα), η άνοδος τους κατά 5,0% (9,5% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018) είναι καταστροφική για την ελληνική οικονομία, αυξάνοντας ταυτόχρονα το εξωτερικό χρέος της χώρας – ενώ ο μοναδικός τρόπος μείωσης τους υπό τις συνθήκες που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα (μνημόνια), δεν είναι άλλος από την περαιτέρω μείωση των μισθών, των συντάξεων και των λοιπών εισοδημάτων των Ελλήνων.
Όταν όμως αδυνατίζεις συνεχώς ένα ζώο, για να κάνεις οικονομία στην τροφή επειδή πρέπει να την αγοράσεις (εισάγεις) αφού δεν την παράγεις, κάποια στιγμή φτάνει στα όρια της αντοχής του – οπότε είτε αλλάζεις πολιτική, είτε το ζώο πεθαίνει. Στα πλαίσια αυτά, με δεδομένη τη δουλική υποταγή τόσο της κυβέρνησης, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πολιτική των  μνημονίων και στη γερμανίδα καγκελάριο, η εναλλαγή τους στη διακυβέρνηση της χώρας δεν πρόκειται να προσφέρει απολύτως τίποτα – οπότε ισχύει το γνωστό ρητό «είτε αλλάζουμε ριζικά, είτε βουλιάζουμε», πριν ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση και πριν ολοκληρωθεί η υφαρπαγή της Ελλάδας.
Υστερόγραφο: Εννοείται πως με ρυθμό ανάπτυξης 1,3% και με μέσο επιτόκιο δανεισμού 1,7% (ας αφήσουμε το κόστος έκδοσης ομολόγων, τα επιτόκια των δεκαετών δηλαδή με πάνω από 3%), για να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να είναι πάνω από 3,5% και να ξεπουλάμε δημόσια περιουσία – οπότε η παγίδα είναι ολοκληρωτική, αφού με τέτοια πλεονάσματα και με εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων η ανάπτυξη (οπότε η επίλυση του δημογραφικού ή του ασφαλιστικού,  η επιστροφή των νέων μας, η μείωση της φορολογίας κλπ.) είναι όνειρο θερινής νύχτας.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δεν καταλαβαίνω το εξής: την δεκαετία του '60 ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί υποδημάτων και με αυτή τη δουλειά ζούσε δύο οικογένειες. Ο φίλος του πατέρα μου ήταν υπάλληλος στην αγροφυλακή και μόνο με το μισθό του ζούσε την οικογένειά του χωρίς η γυναίκα του να δουλεύει. Αλλά θυμάμαι και το άλλο : οι φορολογικοί έλεγχοι και τα μέσα γι αυτούς τους ελέγχους ήταν μηδαμινά, δεν θυμάμαι ποτέ τον πατέρα μου να παραπονέθηκε για την εφορία, έδινε ότι μπορούσε. Και παρόλα αυτά και σχολεία είχαμε και δασκάλους είχαμε, και νοσοκομείο υπήρχε(επαρχία)και οι υπηρεσίες λειτουργούσαν. Πως γίνεται σήμερα(αλλά και πριν από την κρίση) να ρουφάει το κράτος λεφτά από παντού και να μην φτάνουν ποτέ, να δουλεύει όλη η οικογένεια και να μην φτάνουν, μυστήρια πράγματα!