Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (21)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                            Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                     ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
2. ΣΠΑΡΤΗ (συνέχεια 6η)
     
Οι επιλογές τού Κράτους και η πολιτική που συνόδεψε τα τελευταία έτη τού πολέμου οφείλονται ασφαλώς λιγότερο στον βασιλέα Άγη, τον οποίον ο Αλκιβιάδης δυσφήμισε επανειλημμένα και υπέσκαψε το γόητρό του στο εσωτερικό τής χώρας, και περισσότερο σε μιαν ομάδα έμπειρων Σπαρτιατών που εξασφάλισαν την επιρροή τους στο σώμα τών εφόρων. Αυτοί πέτυχαν να επιλέξουν σαν αρχηγούς–  που ο καθένας τους ήταν ισάξιος ολόκληρου στρατεύματος, δεδομένου ότι μπορούσε να χειριστεί τον στρατό τής συνομοσπονδίας και των μισθοφόρων έτσι ώστε να φαίνονται σαν πραγματικοί Λακεδαιμόνιοι – έναν Καλλικρατίδα, έναν Γύλιππο, έναν Κλέαρχο, έναν Λύσανδρο και άλλους, οι οποίοι, εκτός από τον πρώτο, υπήρξαν ωστόσο απεχθείς προσωπικότητες, κατάλληλες μόνο για την επικρατούσα κατάσταση. Όταν ο Γύλιππος στάλθηκε να βοηθήσει τούς Σικελούς με μόνο τέσσερα πλοία, δεν έφερε ίχνος από τα εμβλήματα και το μεγαλείο τής Σπάρτης ούτε στο σκήπτρο του ούτε στα ενδύματά του. Κατά την εκστρατεία του στη Μικρά Ασία ο Αγησίλαος πήρε μαζί του μόλις τριάντα Σπαρτιάτες, δηλαδή κατά βάθος τα μέλη ενός απλού πολεμικού συμβουλίου. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, η ηγεμονία τής Σπάρτης στηρίχθηκε στο ότι δεν απαιτούσε ούτε πλοία, ούτε χρήματα αλλά μόνον υποταγή· η αλήθεια είναι όμως ότι η Σπάρτη εισέπραττε κάθε χρόνο χίλια τάλαντα, κυρίως από τούς υπηκόους της, και δεν γνωρίζουμε κατά πόσον η «επιστράτευση» γινόταν χωρίς εξαναγκασμό αυτών στους οποίους απευθυνόταν. Στη συνέχεια όμως η Σπάρτη φρόντισε να επιλέγει με σύνεση τους αρχηγούς της, και ασφαλώς αν κάποιος είχε ανάγκη από μιαν ισχυρή σπαρτιατική ενίσχυση, δεν θα δεχόταν ποτέ την αποστολή ενός στρατού αποτελούμενου από νεοδαμώδεις υπό την ηγεσία ενός άπειρου αρχηγού. Στο μεταξύ η Σπάρτη εξακολούθησε να διατηρεί την ηγεμονία της, με τη βοήθεια όσων είχε κατά καιρούς βοηθήσει να επικρατήσουν χρησιμοποιώντας ακόμη και «ύποπτα μέσα». Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της και όσους υιοθετούσαν τις απόψεις τους, η Σπάρτη είχε αναδειχθεί σε ρόλο «παιδαγωγού» τής Ελλάδας, ρόλου που είχε διεκδικήσει άλλοτε ο Περικλής εξ ονόματος των Αθηνών. « Το σπαρτιατικό Κράτος εθεωρείτο απ’ όλους ως ένας παιδαγωγός, ή ένας δάσκαλος ορθής οργάνωσης του βίου και ένας εμπνευστής ανεπίληπτων θεσμών».
     Μια προσεκτικότερη ματιά όμως αναδεικνύει ότι αυτό το Κράτος υπέμενε στο εσωτερικό του δεινές και αθεράπευτες καταστάσεις και απειλές. Και κατ’ αρχήν με τον άνθρωπο που είχε αναγνωρίσει ως τον σημαντικότερο διαχειριστή και εκφραστή του, δηλαδή τον Λύσανδρος. Οποία μορφή ! Συνδυασμός τής αχρειότητας του εσωτερικά εξεγερμένου Σπαρτιάτη ενάντια στην τάξη τής πόλης του, και της κακότητας σε όλες τις μορφές της, η οποία κυριαρχούσε εκείνη την εποχή και στην υπόλοιπη Ελλάδα εξαιτίας τής αγριότητας που επικράτησε κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι πλέον επικίνδυνες κλίκες είναι γι’ αυτόν τόσο οικείες όσο και για έναν Αθηναίο· περιβάλλεται από κόλακες και πρόθυμους ‘λιβανιστές’ και δέχεται προσφορές σαν να ήταν θεός. Όπως και για τον Αλκιβιάδη αναφορικά με την Αθήνα, λεγόταν και γι’ αυτόν ότι: «Η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να χωρέσει δύο Λύσανδρους», με τη διαφορά ότι ο Αλκιβιάδης εξακολούθησε να θεωρείται συμπαθής φυσιογνωμία. Η ειδεχθής συμπεριφορά τού Λύσανδρου απέναντι στις ελληνικές πόλεις έγινε αποδεκτή χωρίς εξαιρέσεις από τούς Σπαρτιάτες, και παρότι μερικές φορές παραμερίστηκε, του παραχωρήθηκε εκ νέου στη συνέχεια ελευθερία κινήσεων. Επιδιώκοντας να καθίσει στον θρόνο διοργάνωσε συνωμοσία, όχι όμως όπως γινόταν στο παρελθόν, με τη συνεργασία περιοίκων και ειλώτων, αλλά στηριζόμενος στους ίδιους τους Σπαρτιάτες. Οι τεράστιες απάτες που σκαρφίστηκε (με τη συνεισφορά τών χρησμών) αποδεικνύουν το ευτελές επίπεδο διάκρισης των συμπατριωτών του. Η εξασφάλιση μεγάλης ναυτικής ισχύος εκτός Σπάρτης και εκτός τού ελέγχου τών εφόρων έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους συγχρόνους του να καλλιεργήσουν την κακή φήμη που συνόδευε έκτοτε τη ζωή τών Σπαρτιατών· αρκεί να μνημονεύσουμε την ειδεχθή φυσιογνωμία τού Κλέαρχου, όπως την περιγράφουν ο Ξενοφών, ο Διόδωρος και ο Πολύαινος. 
     Αλλά εκείνο που άρχιζε να υποσκάπτει την ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού βίου από την εποχή τού Πελοποννησιακού πολέμου ήταν η ιδιοκτησία, η οποία δεν ήταν πλέον δυνατόν να εμποδιστεί, και ταυτόχρονα η συνδεόμενη μ’ αυτήν και επικίνδυνη συρρίκνωση της διοικούσας τάξης. Το γεγονός ότι αυτή η τελευταία στηρίχθηκε τεχνητά στην αρετή τής ηθικής ενείχε τεράστιους κινδύνους.
     Ο πόλεμος αυτός έφερε τους Σπαρτιάτες σε άμεση επαφή με τους υπόλοιπους Έλληνες, με τα ήθη και τις ιδέες τους, σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιονδήποτε άλλον πόλεμο ως τότε, και επιπλέον οι σχέσεις τους με την Περσία τούς έφεραν σε επαφή με μεγάλα χρηματικά ποσά. Η αρχαία παράδοση του απομονωτισμού κατέρρευσε και το Κράτος έπαψε στο εξής να ενδιαφέρεται για τον προσωπικό πλουτισμό. Η εκτίμηση ότι η παρακμή ξεκίνησε από τον αξιοκατάκριτο Γύλιππο, που απέφυγε να καταγράψει τα ποσά που μετέφερε στους σάκκους με το δημόσιο χρήμα και υπεξαίρεσε 330 τάλαντα, δεν ευσταθεί, διότι καταχραστές υπήρχαν προ πολλού· η διαφορά ήταν ότι τώρα η συσσώρευση περιουσίας έγινε ανεκτή. Την ίδια στιγμή όμως σημαντικές αλλαγές συνέβησαν στην αρχαία ιδιοκτησία, τους κλήρους τών Σπαρτιατών. Ο κλήρος είχε ιδιαίτερη σημασία και θα έπρεπε να προστατευτεί με κάθε μέσο στην ίδια την ουσία του, ως η βάση ενός κυρίαρχου λαού. Ήδη όμως η νόμιμη κληρονομιά όσων κλήρων ανήκαν σε  οικογένειες που έσβησαν βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο· και επιπλέον υιοθετήθηκε μια νέα ελευθερία στη διαδικασία, που επέτρεπε τον αποκλεισμό από την κληρονομιά και των ίδιων των υιών τής οικογένειας. Οι δικαστικοί ρήτορες των Αθηνών μάς μετέφεραν σημαντικές πληροφορίες για τη διάσπαση, την απιστία και το μίσος που βασίλευαν εκείνη την εποχή στις ελληνικές οικογένειες· αλλά στη Σπάρτη είναι κυρίως που παρατηρούνται οι δυσάρεστες συνέπειες του γεγονότος ότι η πατρότητα – κι αυτό εδώ και αιώνες – ήταν σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητήσιμη. Σημαντικά ονόματα αντικαταστάθηκαν στις διαθήκες από άλλα με μεγάλη περιουσία, και έτσι αποκλείσθηκαν από την κληρονομιά οι συγγενείς τους. «Αυτοί εξαθλιώθηκαν και υποδουλώθηκαν χωρίς καμιάν ελπίδα να τους αναγνωριστεί η ευγενής καταγωγή τους, γεμάτοι μίσος και φθόνο για τους νέους ιδιοκτήτες». Έτσι δημιουργήθηκε στη Σπάρτη μια προνομιούχος και μια υποβαθμισμένη τάξη, δίπλα σε μιαν ανώτερη κοινωνία καταχραστών μια κοινωνία υποδεέστερη. Και οι άνθρωποι που πλούτισαν σε βάρος άλλων δεν γνώριζαν πώς να επωφεληθούν απ’ αυτόν τον πλούτο τους, και ούτε ήταν ικανοί να επωφεληθούν με αξιοπρεπή μέσα.
     Και να ήταν τουλάχιστον πολυάριθμη αυτή η κάστα! Όμως αμέσως μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, την εποχή τής συνωμοσίας τού Κινάδωνα (397 π. Χ.), υπολογίζεται στο ένα εκατοστό σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Και όπως λεγόταν, «αυτοί οι ελάχιστοι είναι εχθροί μας και όλοι οι υπόλοιποι είναι σύμμαχοι, όπως και στα κτήματα ένας είναι ο εχθρός μας, ο ιδιοκτήτης». Και πραγματικά, όχι μόνον οι περίοικοι και οι είλωτες, αλλά και όλες οι ενδιάμεσες κάστες που σχηματίσθηκαν με τα χρόνια, δεν έκρυβαν την πρόθεσή τους «να φάνε τούς Σπαρτιάτες ζωντανούς». Ήδη πριν από τα Λεύκτρα, η Σπάρτη, δυνατή μέσα από τη δυστυχία που σκόρπισε, ήταν το πιο ισχυρό και διάσημο Κράτος σε ολόκληρη την Ελλάδα, και ταυτόχρονα το φτωχότερο σε πολίτες. Οι γάμοι εντός τής διοικούσας κάστας κατάντησαν με τον καιρό πολύ συχνά στείροι, χωρίς να είναι βέβαιο αν αυτό οφειλόταν σε φυσικές ή ηθικές αιτίες. Αντιμετωπίζοντας έναν τέτοιο είδος μαρασμού, ήταν πλέον σχεδόν ανώφελη η σύμφωνα με την επιβεβλημένη αυστηρότητα της παραδοσιακής σπαρτιατικής συμπεριφοράς αξίωση να αφαιρεθούν τέσσερις από τις έντεκα χορδές τής λύρας τού Μιλήσιου Τιμόθεου, ή να απειλείται με εξορία μέσα στη λαϊκή συνέλευση ένας Σπαρτιάτης επειδή είναι υπέρβαρος, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον Λύσανδρο να κάνει επίδειξη  σαρκασμού.
      Ένα Κράτος και μια κοινωνία σ’ αυτήν την κατάσταση θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να καταρρεύσει εκ των έσω. Και η Σπάρτη έμοιαζε να βρίσκεται πολύ κοντά στην ανάδειξη μιας τυραννίας, που θα οδηγούσε στην εμφάνιση παραδόξων δυνάμεων. Την εξέλιξη αυτή απέτρεψε η είσοδος στη σκηνή τού Αγησίλαου.
      Αναθρεμμένος χωρίς καμιά προοπτική να καθίσει στον θρόνο ανάμεσα σε όλους αυτούς τούς τρομακτικούς ανθρώπους, παρατηρητής ασφαλώς αλλά και πολεμιστής στη διάρκεια της τελευταίας φάσης τού Πελοποννησιακού πολέμου, ο Αγησίλαος προωθήθηκε στη βασιλεία από τον Λύσανδρο το 398, ώριμος άνδρας πλέον, παραμερίζοντας με ιδιαίτερα αυταρχικό τρόπο τον ανιψιό του Λεωτυχίδη. Αν αυτός ο τελευταίος δεν ήταν, όπως λέγεται, γυιός τού Άγη αλλά τού Αλκιβιάδη, θα μπορούσε ως βασιλεύς να εμπνευστεί από τον χαρακτήρα τού Αθηναίου πατέρα του· αντίθετα ο Αγησίλαος, μικρόσωμος και χωλός, εμφανίζεται ως απόγονος των Ηρακλειδών. Οι εκτιμήσεις του σε ό,τι αφορά τις δυνατότητές του και την κατάσταση στη Σπάρτη χαρακτηρίζονται από διεισδυτική διορατικότητα· απαρνήθηκε με σιδερένια θέληση την απληστία  και την ασωτία τών Σπαρτιατών· αποφάσισε να μη συμπεριφερθεί ως τύραννος, ώστε να αποκτήσει και πάλι η Σπάρτη έναν συνετό και ικανό βασιλιά, στον βαθμό που οι συνθήκες το επέτρεπαν. Πρόθεσή του ήταν να διοικήσει τη Σπάρτη αποδεχόμενος την υπάρχουσα κατάσταση, και τον πρώτο χρόνο τής βασιλείας του βρέθηκε αντιμέτωπος με τη συνωμοσία τού Κινάδωνα που αποκάλυψε τα σαθρά θεμέλια του σπαρτιατικού οικοδομήματος. Το συναίσθημα που αποκόμισε είναι μάλλον ότι δεν χωρούσε γιατρειά, αλλά έπρεπε απλώς να συνεχιστεί η κοινή ζωή, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη συνεχή δραστηριότητα των δυνάμεων που είχαν απομείνει. Με αρκετή τόλμη υπήρχε ίσως ελπίδα να εξορκιστεί το κακό, και έτσι ο Αγησίλαος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος βασιλιάς–εξορκιστής όλων τών αιώνων. Αλλά επειδή ακριβώς δεν υπήρξε συνωμότης και δεν αναζήτησε τη σωτηρία του υποδαυλίζοντας τους είλωτες, ούτε με πραξικοπήματα τύπου Λύσανδρου, αλλά προσπάθησε να κερδίσει φήμη ήρωα, οι χειρότεροι από τούς ισχυρούς και ικανούς άνδρες τον αποδέχθηκαν όπως ήταν, δεδομένης τής γενικής τύφλωσης· τους άφησε λοιπόν κι αυτός στην ησυχία τους και επέλεξε μιαν ανοχή γεμάτη ενδοιασμούς· επιδίωξε να αλλάξει το σύνταγμα, αλλά με τους ανθρώπους δεν είχε καμιάν ελπίδα. Όσον αφορά στην εξωτερική εμφάνιση και το τελετουργικό τού Κράτους, επέδειξε ιδιαίτερο σεβασμό και μια παιδαριώδη υποταγή απέναντι στους εφόρους. Αν προσθέσουμε την ευσέβεια και την τήρηση του λόγου του, έχουμε μιαν εικόνα εντελώς διαφορετική απ’ αυτήν που παρουσίαζαν στην Αττική οι πολιτικοί άνδρες, οι στρατηγοί και οι δίκες τών στρατηγών.
     Ο Λύσανδρος, που στην αρχή ήταν στο πλευρό του με την πρόθεση να τον ελέγχει, του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του στρατού εναντίον τών σατραπών τής Μικράς Ασίας. Ήρθε ακόμη και σε ρήξη με την Περσία, στην οποία όφειλε σε μεγάλο βαθμό τον θριαμβευτικό τερματισμό τού πολέμου στην Πελοπόννησο, και επί δύο χρόνια (396 – 394 π. Χ.) ο Αγησίλαος διεξήγε πολέμους σε διάφορα μέρη, φθάνοντας μέχρι τη Φρυγία με ένα μικρό στράτευμα και την ενίσχυση εθελοντών. Ο Ξενοφών, που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει ελληνικό στράτευμα στα ανατολικά αντιμετωπίζοντας διαφορετικής τάξεως προβλήματα, εγκαταστάθηκε για αρκετό διάστημα στο στρατόπεδο του Αγησιλάου και συνέγραψε μάλιστα ένα έργο που φέρει το όνομά του στο οποίο και αναφέρεται με ενθουσιασμό σ’ αυτήν την εκστρατεία και τον αρχηγό της, τον οποίον εκτιμούσε ως ένα αληθινό Σπαρτιάτη. Κάποιοι άλλοι όμως, που κατείχαν μια συνολική εικόνα αυτής τής εκστρατείας, εκτιμούσαν ότι κατά βάθος ο Αγησίλαος και οι δικοί του δεν αποκόμισαν τίποτε το σπουδαίο και το ένδοξο και ότι, όταν τούς ζητήθηκε να επιστρέψουν εγκαταλείποντας τις ελληνικές πόλεις τής Μικράς Ασίας που πίστευαν ότι είχαν απελευθερώσει, Πέρσες φοροεισπράκτορες τους ακολούθησαν κατά πόδας. Η αποσύνθεση της περσικής πολιτικής, που ήταν ήδη γνωστή, αποκαλύφθηκε για μιαν ακόμη φορά· αλλά και η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα βρισκόταν σε αποσύνθεση, έτσι που ο βασιλιάς Αρταξέρξης Μνήμων κατόρθωσε να εξαγοράσει τον πόλεμο κατά τής Σπάρτης τον αποκαλούμενο και πόλεμο της Κορίνθου.
     Το γεγονός ότι ο Αγησίλαος, μόλις έλαβε την ειδοποιητήριο σκυτάλη με την οποία οι έφοροι τον καλούσαν να επιστρέψει στην πατρίδα του, υπάκουσε αμέσως εγκαταλείποντας χωρίς αντίρρηση τα ασιατικά του σχέδια – που όπως λέγεται περιελάμβαναν εκστρατεία μέχρι τα Εκβάτανα και τα Σούσα – , θεωρήθηκε αξιέπαινη ενέργεια, επειδή η Σπάρτη δεν ήταν πραγματικά συνηθισμένη σε αυτού τού είδους την υποταγή. Αλλά είναι πολύ πιθανόν ο Αγησίλαος να επωφελήθηκε προκειμένου να απαλλαγεί από περιπέτειες. Ο στρατός τών μισθοφόρων με τον οποίο συνέπραξε στη Μικρά Ασία, καθώς και το πλήθος τών εξεγερμένων πληθυσμών που του εξασφάλισαν αρκετούς άνδρες, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ένα συμπαγές στράτευμα, ικανό να ανατρέψει την περσική μοναρχία. Επίσης η Σπάρτη ήταν ενδεχόμενο να απωλέσει εντελώς την πλαστή ηγεμονία της, αν συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις στα Ανατολικά, καθώς ήττες και συνωμοσίες θα την είχαν αφανίσει εντελώς. Επέστρεψε λοιπόν στην Ελλάδα, εξασφάλισε με μεγάλη προσπάθεια μια νίκη στην Κορώνεια, και κατέληξε στη Σπάρτη, υιοθετώντας την ίδια σεμνή και ταπεινή συμπεριφορά που είχε και στο παρελθόν, χωρίς ίχνος από αυτήν την επικίνδυνη έπαρση που συνόδευε όσους επέστρεφαν από εκστρατείες στο εξωτερικό. Και αν τα εκατό τάλαντα που απέθεσε καθ’ οδόν στο Μαντείο τών Δελφών υπήρξαν ο «οβολός» του από τη λεία στην Ασία, στο δημόσιο ταμείο τής Σπάρτης κατέθεσε εννιακόσια, και δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του.
     Η στάση του στην μετέπειτα εξέλιξη του πολέμου τής Κορίνθου, τόσο στο πεδίο τής μάχης όσο και στην πόλη, υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από υπολογισμούς και αντιδράσεις. Είχε την ετοιμότητα να εξαρθρώσει μυστικά μιαν επικίνδυνη συνωμοσία την οποία ο Λύσανδρος, που στο μεταξύ απεβίωσε, είχε οργανώσει εναντίον του και φρόντισε «να ενταφιάσει μαζί με τον Λύσανδρο» τα τεκμήρια τα οποία θα μπορούσαν να αμαυρώσουν τη φήμη τού συνωμότη. Ο νεαρός συνάδελφός του βασιλιάς Αγησίπολις υποχρεώθηκε σε απόλυτη υποταγή. Αλλά ο Αγησίλαος πρέπει να ήταν αυτός που βίωσε καλύτερα απ’ όλους το ότι οι νίκες με τη συμμετοχή ενός πολύ μικρού αριθμού Σπαρτιατών στρατιωτών είχαν και τα μειονεκτήματά τους· η θριαμβευτική νίκη επί τής Κορίνθου είχε σαν συνέπεια τον αφανισμό από τον Ιφικράτη και τους μισθοφόρους του μερικών εκατοντάδων βαριά οπλισμένων Λακεδαιμονίων στρατιωτών, και ο Αγησίλαος που έπρεπε να οδηγήσει στον τόπο τους τα υπολείμματα αυτού τού στρατεύματος, χρειάστηκε να καταφύγει σε κάθε είδους τεχνάσματα για να κρύψει την εμφάνιση αυτών τών ανδρών από τα βλέμματα των Αρκάδων, που τους χλεύαζαν καθώς περνούσαν. Και όταν ο Κόνων και ο Φαρνάβαζος – ως ναύαρχοι των Περσών – αφάνιζαν τις ακτές τής Λακωνίας, ενώ οι Αθηναίοι  ενίσχυαν τις οχυρώσεις τους με το χρυσάφι τών Περσών, έγινε τέτοιος αναβρασμός στη Σπάρτη, που επιχείρησε να ανασυστήσει τη συμμαχία της με την Περσία. Ο Ανταλκίδας που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις και συνήψε ειρήνη (378 π. Χ.), υπήρξε ασφαλώς αντίπαλος του Αγησίλαου, ο οποίος όμως επικύρωσε την ειρήνη, διότι διακηρύσσοντας την αυτονομία όλων τών πόλεων, συμπεριλαμβανομένης και της Βοιωτίας, υποσχόταν να εξασθενίσει τούς Βοιωτούς.
      Πράγματι ο βασιλιάς μιας Σπάρτης με τους ελάχιστους πολίτες, δικαίως θεωρούσε τούς Βοιωτούς θανάσιμους εχθρούς του, κυρίως επειδή ήταν ένας λαός ιδιαίτερα πολυάριθμος σε άνδρες. Θα έπρεπε ίσως να υποτάξει αυτό το θανάσιμο μίσος, ή τουλάχιστον να το καλύψει· αντ’ αυτού, ήδη στη διάρκεια του πολέμου δεν θέλησε ποτέ να δεχθεί ή να ακούσει τούς Θηβαίους απεσταλμένους, γιατί έχανε την ψυχραιμία του. Όσο για τη βοήθεια του Φοιβίδα, που το 382 κατέλαβε την Ακρόπολη των Θηβών με σπαρτιατικό στρατό, ο Αγησίλαος την αποδέχθηκε με τρόπο που θα μπορούσε να θωρηθεί ο ίδιος ως ο μυστικός υποκινητής. Το τίμημα της Σπάρτης για την επιβολή  δικτατορίας στη Θήβα ήταν ένα ξέσπασμα οργής, ένα αίτημα για απελευθέρωση που απευθυνόταν σε όλους όσους υπέφεραν, και όταν τρία χρόνια αργότερα, το 379, η Θήβα απελευθερώθηκε ύστερα από εξέγερση που πυροδότησαν ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας και συμμάχησε με την Αθήνα, η Σπάρτη βρέθηκε σε πολύ χειρότερη θέση απ’ αυτήν που θα ήταν αν δεν είχε ποτέ θέσει την Καδμεία υπό στρατιωτικό έλεγχο. Καταλαβαίνουμε γιατί ο υμνητής τού σπαρτιατικού στρατηγείου Ξενοφών δεν θέλησε ποτέ να αναφερθεί επώνυμα στους δύο μεγάλους αυτούς Θηβαίους· περίμενε μάλιστα τρία ολόκληρα χρόνια μετά τα Λεύκτρα για να τους κατονομάσει. Αλλά αυτήν την εποχή ο Αγησίλαος αποφεύγει να αναλάβει εκστρατείες, εν μέρει εξαιτίας μιας παρατεταμένης ασθένειας, και αυτές στις οποίες ηγείται δεν είναι πλέον εντυπωσιακές, με μοναδικό τους επίτευγμα την καταστροφή γειτονικών περιοχών.
     Ένα συμβάν ήσσονος σημασία αναδεικνύει με ακρίβεια το επίπεδο της επικρατούσας ηθικής. Ένας από τούς αντιπάλους του Αγησίλαου, ο Σφοδρίας, ήταν επικεφαλής τής διοίκησης ενός τμήματος του σπαρτιατικού στρατεύματος που είχε στρατοπεδεύσει στη Βοιωτία. Ο άνθρωπος αυτός δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να επιθυμήσει την, ύποπτη κατά τα άλλα, φήμη που είχε αποκτήσει ο άλλοτε κατακτητής τής Καδμείας Φοιβίδας· ο Αγησίλαος είχε κάποτε δηλώσει πως οτιδήποτε είναι ωφέλιμο για τη Σπάρτη μπορεί και ένας ιδιώτης να το διεκδικήσει, ακόμη και χωρίς τη σχετική εντολή· δηλαδή, αφ’ ενός υπολόγιζαν ακόμη τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα μπορούσε να γεννήσει στη φαντασία τών Ελλήνων μια σπαρτιατική επέμβαση και αφ’ ετέρου, μη έχοντας τον έλεγχο των αρχηγών που βρίσκονταν εκτός επικράτειας, ήταν αναγκασμένοι να τους εγκαταλείψουν στις εγκληματικές προθέσεις τους. Καθώς λοιπόν είχε την πρόθεση να επιτεθεί στον Πειραιά (παρότι οι Αθήνα είχε αποδεσμευτεί διακριτικά από τη θηβαϊκή συμμαχία), άφησαν να εννοηθεί ότι η επιχείρηση ήταν ασφαλώς παράνομη, αλλά και ότι ήταν μια υπόθεση που προϋπέθετε θάρρος για να επιτύχει. Εκείνοι όμως που τα ψιθύριζαν αυτά  ήταν μυστικοί πράκτορες των Θηβαίων· είχαν ακούσει από σπαρτιατικά στόματα ότι ο Σφοδρίας δεν είχε ενδοιασμούς να βλάψει προς το συμφέρον της πόλης του, και έτσι έβαλαν ιδέες σε έναν από τούς δικούς τους. Καθώς όμως η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς, η Σπάρτη οργίστηκε κατά τού αυτουργού της και τον ενοχοποίησε – ενώ ο Αγησίλαος δήλωσε με στόμφο ότι ασφαλώς καταδίκαζε σθεναρά την επιχείρηση του Σφοδρία, αλλά τον θεωρούσε άνδρα ικανό, και αναγνώριζε ότι η πόλη είχε ανάγκη από παρόμοιες προσωπικότητες, απαλλάσσοντάς τον από κάθε καταδίκη. Οι Αθηναίοι φυσικά έγιναν και πάλι οι άμεσοι αντίπαλοι· τέθηκαν επικεφαλής μιας μεγάλης συμμαχίας, και υπό τον Ιφικράτη πέτυχαν σημαντικές νίκες σε συνεργασία με τους Πέρσες.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου