Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Η γραφή ως παράδοση 2

Συνέχεια από: Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Η γραφή ως παράδοση 
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom

Ι. Εισαγωγή
Μια ανάγνωση τού Kafka υπό την οπτική τού αποδομητισμού, φαίνεται πως δυσχεραίνεται από την παρουσιάση τού Kafka στις καινούργιες έρευνες ως σχεδιαστή ενός «ερμηνευτικού αποπροσανατολισμού». Τα δάνειά του από τον κανόνα τού παρελθόντος δεν έχουν ακόμα καταγραφεί συστηματικά, και υπάρχουν σποραδικά αμφιβολίες, εάν έχει δανειστεί οτιδήποτε από τα παλιά. Ένα κεντρικό σημείο τής εργασίας αυτής, είναι να αποδείξει την εκπληκτική γνώση τής παράδοσης που είχε ο Kafka. Η απόδειξη αυτή θα διεξαχθεί με την έννοια τού αποδομητικού «reading», και όχι, κατά κύριο λόγο, δια βιογραφικών ερευνών. Θέλουμε να αποδείξουμε για παράδειγμα, πως η «Δίκη» τού Kafka περιέχει μια κρυπτογραφημένη ιστορία στοχασμών, η οποία σε όλες της τις λεπτομέρειες πρέπει να ανασκευαστεί.
Επίσης μένει να αποδειχθεί, πως η Kabbala είναι ένα διαρκές θέμα στην «Δίκη». Η υπόθεση στην οποία στηρίζεται η παρούσα εργασία είναι πως δια της επινόησης μιας ερμηνευτικής τής Kabbala, το μυθιστόρημα του Kafka αναφέρεται σε μεγάλα τμήματα του κανόνα της δύσεως, και τα καταστρέφει συστηματικά. Η Γένεση, ο Ιώβ, οι επιδράσεις του Kant, Nietzsche και Kierkegaard παρουσιάστηκαν συχνά στην έρευνα ως πιθανές πηγές της «Δίκης». Η έμπνευση όμως για το μυθιστόρημα δεν μπορεί να εξηγηθεί με κάποια από αυτές τις πηγές. Το μυθιστόρημα υποδεικνύει μάλλον με μια χρονολογική ακολουθία μεταφυσικά, δηλαδή «δικαστικά», μοντέλα πίστης και σκέψης.
Γιατί η επινόηση τού «Δικαστηρίου», αυτή είναι η υπόθεση, αντιστοιχεί στην έννοια της «παράδοσης» στον Bloom. Ο Kafka διαβάζει την παράδοση τής Δύσεως, με τον τρόπο που ο Harold Bloom διατυπώνει στην κριτική τής Kabbala: η πνευματική παράδοση καθίσταται μια καμπαλιστική μυστική επιστήμη, η οποία κληρονομείται μόνο μέσα στην γραφή, στους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων. Γιατί ο κανόνας τής μεταφυσικής λογοτεχνίας κατανοούνταν ως «Δικαστήριο»: είτε επινοούσε κανείς θεολογικά ένα εσχατολογικό δικαστήριο, είτε το έψαχνε φιλοσοφικά στον στοχαστικό χαρακτήρα τού ανθρώπου. Και έτσι επαφίεται στον αναγνώστη και στον ήρωα τού Kafka η ανάγνωση εκείνης τής μεγάλης ιστορικής «δικανικής επιστήμης», που καθιστά τον πρακτικό Κ. τόσο «εξαντλημένο». Το μυθιστόρημα του Kafka είναι, όπως σημειώνει στο ημερολόγιο, μια «συνομιλία» του συγγραφέα με την πνευματική αυτή παράδοση: θέτει τον βαριά άρρωστο πολίτη Κ., το τελευταίο έτος της ζωής του, για ακόμα μια φορά ενώπιον των κρυπτογραφημένων απαιτήσεων, κρίσεων και δυνατοτήτων σωτηρίας που περιέχει αυτή η μεταφυσική παράδοση.
Ο Kafka θα ήταν με τον τρόπο αυτό πρότυπο εκείνου του αναγνώστη, που παίζει αποφασιστικό ρόλο στην έννοια τού «reading» κατά τον Harold Bloom. Στην «Δίκη» -αυτή την υπόθεση προτιθέμεθα να αποδείξουμε- αναφέρονται τα θεμελιώδη κείμενα τής μεταφυσικής παράδοσης και ταυτόχρονα αναγινώσκονται εκ νέου με την βοήθεια καμπαλιστικής κατανόησης. Η Kabbala, που στην ιστορία των «παλιών αιώνων»  έγινε αντιληπτή αρνητικά, ως διαρκής έλλειψη απόλυτου νοήματος, έδωσε την δυνατότητα νά ειπωθεί στην «Δίκη» μια δεύτερη και εκτενής ιστορία, που πιστοποιεί την συστηματική ενασχόληση τού Kafka με την παράδοση.
Η κατασκευή ενός προσωπικού κανόνα και η σολιψιστική αναμόρφωση της παράδοσης, είναι σύμφωνα με τον Harold Bloom χαρακτηριστικά ενός «ισχυρού ποιητή». Η εργασία μας λοιπόν δείχνει κατ’ αρχάς φιλολογικά, πως στο μυθιστόρημα τού Kafka γίνεται πράγματι λόγος για τις μεταφυσικές παραδόσεις. Το μυθιστόρημα -αυτή είναι η υπόθεσή μας- εμπνέεται, όπως και οι καμπαλιστές, από την Γένεση. Η πρώτη πρόταση τής «Δίκης» παραθέτει τον «συκοφάντη» και το «κακό», ενώ η τελευταία πρόταση παραθέτει την «αιδώ». Ο συκοφάντης, μυθικός τίτλος τού διαβόλου, το «κακό» και η «αιδώς» αποδίδονται σημαντικά στην αναφορά περί του προπατορικού αμαρτήματος. Το ότι οι έννοιες αυτές αναδύονται στην αρχή και το τέλος τού μυθιστορήματος, χαρακτηρίζει την έκταση τών στοχασμών που διεξήχθησαν μέσα στο μυθιστόρημα. Σε πολλά σημεία τού μυθιστορήματος γίνεται λόγος περί «ειρμού τών σκέψεων»- ο Κ. θέλει να μπει απαρατήρητος στον «ειρμό τών σκέψεων» τού δικαστηρίου, προσπαθεί να «παρακολουθήσει» τις σκέψεις ή να τις «διακόψει». Ο λόγος περί «ειρμού των σκέψεων» σηματοδοτεί πως στην «Δίκη» διεξάγεται μια συστηματική διαδικασία στοχασμού, η οποία υπερβαίνει την κατανόηση του Josef K. Ο ειρμός αυτός σκέψεων θα αναπαρασταθεί δια τής αποκρυπτογράφησης των μέχρι τώρα ακατανόητων μοτίβων τού Kafka. Αυτή η αναπαράσταση μπορεί να αποδείξει, πως τα ουσιαστικά δεδομένα του Josef K. στην «Δίκη» χαρακτηρίζονται από κρυπτογραφημένα υπονοούμενα στην Γένεση, στο Ταλμούδ, στην επιστήμη του Kant και τού Nietzsche. Ταυτόχρονα μπορεί να αποδειχθεί σαφώς η παρουσία καμπαλιστικών μοτίβων, που κορυφώνεται στην παραβολή «Ενώπιον του νόμου». Πρέπει επίσης να αποδειχθεί, πως η «Κωμωδία» τής σύλληψης του Κ. πηγάζει από τα βιβλία του κανόνος, τα οποία ο Kafka θέτει με πιστότητα στις λέξεις επί σκηνής. Οι τρεις υπάλληλοι που συλλαμβάνουν τον Κ., αντιστοιχούν σε μια καμπαλισιτκή αντίληψη περί των αγγέλων τού θανάτου, που εμφανίζονται την ώρα που πεθαίνει ένας άνθρωπος, για να του ζητήσουν τον λόγο.
Η «Δίκη» είναι το βιβλίο που δίνει τον λόγο: είναι το ντοκουμέντο του Kafka για την «αποδόμηση» της μεταφυσικής παράδοσης, που υπάρχει μόνο ως γραφή και η οποία έχασε εξολοκλήρου την παλιά της πειθώ. Ο δρόμος του Κ., όπως η πρώτη «ανάκριση», μπορεί να εξηγηθεί πλήρως μέσα στα πλαίσια τής καμπαλιστικής και ιουδαϊκής παράδοσης. Οι υποδείξεις που δίνει ο ίδιος ο Kafka -όπως οι «δέκα μέρες» τής σύλληψης και του πρώτου χωρισμού- καθιστούν βέβαιο πως γνώριζε την παράδοση και ήθελε να την επεξεργαστεί: δέκα μέρες για παράδειγμα, περνούν στο «Sohar», μέχρι ο άνθρωπος να κληθεί για την πρώτη ανάκριση μετά την εμφάνιση των «αγγέλων του θανάτου». Δέκα μέρες χωρίζουν την «μέρα της πρωτοχρονιάς», (γενέθλια του Κ.) και την «ημέρα της δίκης». Τέτοια και παρόμοια μοτίβα θα αναδειχθούν.
Η συσχέτιση στην οποία βρίσκονται, είναι ο διάλογος του Kafka με την μεταφυσική παράδοση, η οποία θέλει να διαφωτίσει περί του θανάτου, και το μόνο που καταφέρνει είναι να παράξει εικόνες για να του κλείσουν τον δρόμο. Στο σημείο αυτό είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε σχεδόν εξολοκλήρου την μέθοδο του Kafka με την χρήση της έννοιας τής αποδόμησης. Γιατί τα ιερά κείμενα καθίστανται στο βιβλίο τού Kafka μυθιστορήματα με κοσμικό περιεχόμενο (έγγραφα δικαστηρίου). Ο Kafka μετατρέπει την παράδοση σε λογοτεχνία σε απόλυτο βαθμό: όχι μόνο τα ιερά κείμενα, αλλά και η φιλοσοφία, ιδιαιτέρως η διδασκαλία του Nietzsche, την οποία ανακαλεί ο ζωγράφος Titorelli, γίνονται καταπληκτικά μυθιστορήματα, και εν τέλει καταλήγουν να είναι μόνο «γραφή». Φαίνεται πως η ποιητική αυτή του Kafka έχει επηρεαστεί μόνιμα από τήν περί γραφής θεωρία της Kabbala. Γιατί τα ιστορικά ανεπτυγμένα και θεολογικά κωδικοποιημένα μοτίβα τού μυθιστορήματος -τα περί Ιώβ και Μεσσία υπονοούμενα- είναι στα μάτια τού Kafka διαρκείς στερήσεις, ιστορικοί συνδυασμοί και μεταθέσεις, μιας Γενέσεως, που σε όλες τις ερμηνείες ανασκευάζεται διαρκώς εκ νέου. Το κείμενο του Kafka ανακαλύπτει δια ιστορικό-πνευματικών παραθέσεων, πως στην παράδοση εκδηλώνεται ένα σταθερό, «σχεδόν άπειρο πνεύμα» (Kafka), που φαίνεται πως γεννήθηκε λόγω απελπισίας. Ο δρόμος προς τα εκεί περνά βέβαια από την αποκωδικοποίηση των «εγγράφων που νομιμοποιούν» εκείνη την παράδοση.
Θα δείξουμε επιπλέον, πως το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί την «απελπισία», για τον θάνατο και την γραφή ως ερμηνευτική γραφή. Ο πνευματικός τής φυλακής παραθέτει την «απελπισία»  ώς στρατηγική ερμηνείας. Στην ανάλυση τής παραβολής τού καθεδρικού ναού θα δείξουμε, τι μορφή θα μπορούσε να έχει το σχέδιο τού Kafka για την παράδοση η οποία διαβάζεται αποδομητικά. Οι γνώμες, τις οποίες εκφράζει ο πνευματικός ως εξηγήσεις, αναγνωρίζονται ως τρεις εποχές πρόσληψης - ως προς το επίπεδο τής ιστορίας τού πνεύματος, επακριβώς διαχωρισμένες η μια από την άλλη. Η γνώμη τού πνευματικού προδίδει την αντίληψη του Kafka. Η «ιστορία» -«historia» και «fabula»- δεν δίνει σε κανέναν δικαίωμα να κρίνει τις απαιτήσεις της γραφής. Ο πνευματικός διαβεβαιώνει στην αναφορά για τις τρεις εποχές τής ερμηνείας της γραφής, πως καμιά από αυτές δεν είναι «αληθινή», όλες όμως «αναγκαίες». Ο ίδιος όμως δεν περιπλέκεται σε καμιά αντίφαση. Κάνει τις αντιφάσεις ιστορία, σε αυτήν προσθέτει την ιστορία της πρόσληψης και συνοψίζει με τόν τρόπο αυτό για μια ακόμα φορά την μεγάλη έμπνευση της «Δίκης».
Ο Harold Bloom ανύψωσε την «απελπισία» σέ αρχή τής επιστημονικής λογοτεχνικής ερμηνείας του υφιστάμενου κανόνα. Στο «Kabbalah and Criticism» αποδεικνύει, πως ο καμπαλιστικός τρόπος ανάγνωσης τού απολύτου, τού «En Sof», ήταν μια μέθοδος παράκαμψης του απόλυτου πρωτείου της Γενέσεως.  Αυτό που στον Bloom έχει ψυχοϊστορικές σημασίες, εμφανίζεται στον Kafka ακόμα ως συνάφεια στο επίπεδο τής πνευματικής ιστορίας. Το «ψυχικό πεδίο μάχης», για το οποίο μιλά ο Harold Bloom αναφερόμενος στην ιστορία τής λογοτεχνίας, ήταν στον Kafka ψυχική τρομοκρατία, την οποία ασκεί στον μεταφυσικά αμόρφωτο πολίτη η υφιστάμενη παράδοση.
Η «διδακτική συνομιλία» με την παράδοση που διεξάγει ο Kafka, έχει τον χαρακτήρα «misreading». Ο ήρωας του παρερμηνεύει τα κείμενα που του δίνουν να αποκρυπτογραφήσει. Ο Kafka όμως είναι συνειδητός παρερμηνευτής του υπάρχοντος κανόνα. Αγνοεί το μεταφυσικό νόημα των κανονικών κειμένων και τα μειώνει στο λογοτεχνικό, κυριολεκτικό τους περιεχόμενο. Και έτσι το μυθιστόρημα καταντά κωμωδία, που παίρνει κατά λέξη τις παραδεδομένες προτάσεις. Η ποιητική ανάλυση του Kafka, αυτό θα δειχθεί στο δεύτερο μέρος, μπορεί να αναπαρασταθεί επιστημονικά-λογοτεχνικά με την βοήθεια της θεωρίας του Harold Bloom περί «επικοινωνιακής δημιουργίας νοήματος».

Τέλος κεφαλαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου