Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Η ώρα τού κόσμου 9

Συνέχεια από:Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Η ώρα τού κόσμου 
Του Frank Schirrmacher
Ένας άνδρας δημιουργεί μια μεγάλη εποχή για τον εαυτό του
Rainer Maria Rilke, ο πόλεμος και η επανάσταση 1


Την νύχτα της εβδόμης προς την ογδόη Νοεμβρίου 1918, όπως έγραψε ένας χρονογράφος, «ο αστικός κόσμος πήρε τελειωτικά τον δρόμο προς τον θάνατο». Πυροτεχνήματα διασχίζουν τον ουρανό, οι άνθρωποι πανηγυρίζουν. Είναι η νύχτα της επανάστασης, και στο Μόναχο είναι η ώρα των Μποέμ. Ένας σύγχρονος γράφει: «Πρέπει απλώς να σταθείς στην είσοδο ενός σπιτιού, και έχεις ήδη σύνδεση με την παγκόσμια ιστορία».
Για παράδειγμα στην διεύθυνση Ainmillerstraße 34. Εδώ, την νύχτα αυτή του Νοέμβρη, ο Rainer Maria Rilke βγαίνει από το σπίτι. Ήδη τότε είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους ποιητές της εποχής του. Μέχρι το τέλος του 1918 είχαν εκδοθεί 250 000 αντίτυπα των έργων του. Μόνο από το «Weise von der Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke» πουλήθηκαν 160 000 αντίτυπα. Είναι αγαπητός και περιτριγυρισμένος. Ακόμα και στις χειρότερες μέρες του πολέμου, βρίσκει σχεδόν καθημερινά μπροστά στην πόρτα του δωράκια από θαυμάστριες: μπουκέτο τριαντάφυλλα με κάποιο στίχο δικό του πάνω σε μια κάρτα, καφέ, φρέσκο βούτυρο, φρούτα τον χειμώνα, κεριά από μελισσοκέρι, ακριβές κούπες και σπάνια βάζα. Ο Rilke παρακολουθεί από μηνών τα πολιτικά δρώμενα με μεγάλη προσοχή. Από τον Απρίλιο του 1917 είχε αρχίσει να διαβάζει εφημέριδες- «πράγμα που αλλιώς δεν κάνω, για να είμαι κάπως ενήμερος». Ελπίζει στην επανάσταση, σε μια «ριζική αλλαγή», σε μια «μεταβολή που θα τα αλλάξει όλα».
Την νύχτα αυτή όμως, την από καιρό ποθούμενη νύχτα τής ανατροπής, ο Rilke ακούει ένα κονσέρτο με «μελωδίες από την παλιά και παλαιότατη εποχή». Αργότερα θα κατηγορήσει τον εαυτό του γι’ αυτό. Αυτό ακριβώς το βράδυ δεν έπρεπε να αφεθεί στο παρελθόν, «σε μια ακόμα πιο παλιά εποχή από αυτήν, που τελείωσε (ίσως) χθες το βράδυ».
Η συναυλία διήρκεσε πολύ. Όταν αργά το βράδυ έφτασε σπίτι, τον περίμενε ένα δώρο. «Τα τριαντάφυλλα σου», έγραψε στην φίλη του Else Hotop το επόμενο πρωί, «όταν τα βρήκα χθες αργά, μου έδωσαν την νύχτα αυτή, που την διαπέρασε μια υπόκωφη ανατροπή, ένα απαλό αίσθημα ενός ανέγγιχτου, βέβαιου για τον εαυτό του κόσμου. Κάθισα, όσο αργά και να ήταν, κάποια ώρα δίπλα τους».
Εκείνες τις ώρες περίπου, όταν ο Rainer Maria Rilke καθόταν διπλά στα τριαντάφυλλα, πρέπει να βρισκόταν στον δρόμο προς του σπίτι, ίσως λίγες οδούς παραπέρα, ο συγγραφέας Thomas Mann. Και αυτός είχε πάει το βράδυ εκείνο σε μια συναυλία. Αυτός όμως άκουγε νεότερα κομμάτια, τραγούδια των Brahms και Pfitzner. Κανείς δεν ήταν συγκεντρωμένος. Οι ταραχές στους δρόμους ήταν αισθητές μέχρι την Tonhalle (αίθουσα θεατρικών και μουσικών εκδηλώσεων).
Πολύ αργά το βράδυ, βιάζεται να πάει στο σπίτι του ο συγγραφέας, άκρως ανήσυχος: κουβεντιάζοντας, συζητώντας περί πολιτικής και μη. Και ο Thomas Mann στρέφει το βλέμμα του μακριά από την καθημερινότητα και τις ανησυχίες της: «Όταν επιστρέφαμε μαζί με τον μουσικό στο σπίτι, διέκοψα επιδεικτικά τη πολιτική συζήτηση και του επέστησα την προσοχή στην ομορφιά του υγρού έναστρου ουρανού. Το αιώνιο ησυχάζει την διάθεση. Το ανθρώπινο είναι ξένο προς το πολιτικό».
Όλα αυτά που θα καθορίσουν την γερμανική τραγωδία κατά τον αιώνα αυτό, τραγωδία πνεύματος και ισχύος, σκέψης και πράξης, φαίνονται σε αυτές τις δυο χειρονομίες. Και συμβολίζουν, έστω με εντελώς διαφορετικό νόημα, από αυτό που μπορούσε να συνειδητοποιήσει ο συγγραφέας του έργου «Παρατηρήσεις ενός απολιτικού», την ανάγκη «να διακοπεί επιδεικτικά η πολιτική συζήτηση», ώστε δια της «ανέγγιχτης» αιωνιότητας να γεμίσουν δέος και θαυμασμό. Ο έναστρος ουρανός από πάνω τους και το ρομαντικό τριαντάφυλλο μέσα τους, είναι προτάσεις εκείνου του ηθικού νόμου, τον οποίο λίγους μήνες νωρίτερα, ο Thomas Mann είχε διατυπώσει με την πρόταση: «Το πνεύμα δεν είναι πολιτική». Τώρα, που οι «πνευματικοί εργάτες» για μια στιγμή αναλαμβάνουν την εξουσία, πιστεύει πως μεταφέρθηκε σε ένα «κακό θέατρο».
Και όπως στην θεατρική σκηνή, εισέρχεται και μια τρίτη μορφή από τα παρασκήνια στο μεσονύχτιο σκηνικό. Ένας που συμμετέχει στον πόλεμο βρίσκεται την νύχτα αυτή στα βόρεια της χώρας, σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο στην περιοχή Pommern, τα ίχνη του όμως πάνε πολύ πίσω, και διασταυρώθηκαν πολλές φορές μέ τις πορείες των συμμετεχόντων-όχι μόνο στο Μόναχο, όπου ως Μποέμ στις παρυφές του Schwabing (συνοικία στο Μόναχο) διήγε μια «καλλιτεχνική ύπαρξη».
Καμιά ματιά αυτού του ανθρώπου δεν μας έχει μεταφερθεί. Η είδηση για την επανάσταση προκάλεσε μαυρίλα στα μάτια του, και έκρυψε «το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι και το σκέπασμα-ο Adolf Hitler περιέγραψε αργότερα έτσι την αντίδραση του. Μέσα σε αυτή την μαυρίλα, κυριολεκτικά τίποτα μπροστά στα μάτια του, λαμβάνεται η απόφαση, θα αναδειχθεί σε μια από τις πιο μοιραίες μορφές τής παγκόσμιας ιστορίας: «Εγώ όμως αποφάσισα, να γίνω πολιτικός». Όλη εκείνη η ανεκπλήρωτη ενέργεια, που σκοπό είχε την διασημότητα ως καλλιτέχνη, βρίσκει τώρα ένα νέο σκοπό, και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ήθελε να διαφύγει από τον Rilke και τον Thomas Mann: η πολιτική ως έναστρος ουρανός. Τον Μάρτιο του 1919 ο Hitler επιστρέφει οριστικά στο Μόναχο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, εκνευρισμένος από τις συνεχείς κατ’ οίκον έρευνες και ανακρίσεις, ο Rilke εγκαταλείπει την πόλη. Στον φίλο του von der Heydt προφητεύει σε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα, πως «το άνετο και αθώο Μόναχο θα είναι από εδώ και στο εξής πηγή αναταραχών». Ο Rilke δε θα ξαναπατήσει πια στην Γερμανία.
Εκείνη η νυχτερινή συγκυρία δείχνει ακόμα και στο άοπλο μάτι ένα κεφάλαιο του γερμανικού εκπαιδευτικού μυθιστορήματος, το οποίο δεν έχει ακόμα γραφτεί. Πολλές δεκαετίες αργότερα, και αφού με το δοκίμιο «Αδελφός Hitler», είχε παραδεχθεί την μοιραία πνευματική συγγένεια, ο Thomas Mann θα προσπαθήσει με τον Dr. Faustus να γράψει αυτό το μυθιστόρημα: το αποφασιστικό σημείο τροπής θα το τοποθετήσει σε εκείνη την νύχτα. Η μυθιστορηματική εικόνα τής περιρρέουσας ατμόσφαιρας στο Schwabing δεν αποτυπώνει όμως τις φανταστικές συγχρονότητες, που πραγματικά έλαβαν χώρα, σύμφωνα με νέα ντοκουμέντα. Οι μέρες από τις 7 μέχρι τις 10 Νοεμβρίου 1918 είναι πράγματι μια ημερομηνία, κατά την οποία διασταυρώνονται μυθιστορηματικά μοίρες μέσα στην γερμανική ιστορία τού πνεύματος. Πριν χωρίσουν, και απομακρυνθούν, ώστε μια μέρα, τόσο τελειωτικά να συναντηθούν. Το ότι στο τέλος του 20ου αιώνα το τριαντάφυλλο και ο έναστρος ουρανός απομυθοποιήθηκαν και δεν προσφέρουν πια κανένα καταφύγιο από την καθημερινότητα και την πολιτική, είχε ήδη εκείνη την νύχτα αποφασιστεί. Οι άνθρωποι είχαν την αίσθηση, λέει αργότερα στον Dr. Faustus με αναφορά σε εκείνη την νύχτα τής επανάστασης και με γνώση αυτού που ακολούθησε, πως «ο κόσμος ήθελε να μπει σε ένα νέο, ακόμα ανώνυμο αστερισμό (ζώδιο)».
Οι εμπλεκόμενοι θα το είχαν χωρίς αμφιβολία από τότε διαισθανθεί, και έβγαλαν τα συμπεράσματά τους αναλόγως καταβολής και χαρακτήρα. Ο Rilke βλέπει την ευκαιρία ανανέωσης, καινούργιας αρχής, ακόμα και ενός νέου στόχου ζωής. Λίγες μέρες αργότερα θα γράψει στον Erich Katzenstein: «Από εκείνη την δυνατή ανατρεπτική νύχτα, ανήκω σε εκείνους τους νέους, που θεωρούν την αισιοδοξία αυτής της νέας αρχής, ως δικαίωμα και μυστικό πανηγυρισμός τους». Ο Thomas Mann τρώγεται για μέρες μέσα στο μίσος για τους υποτιθέμενους υποκινητές της επανάστασης. Γράφει στις 8 Νοεμβρίου: «Σε μας εδώ συνεξουσιάζει ένας γλοιώδης μαυραγορίτης λογοτεχνίας όπως ο Herzog, που εδώ και χρόνια τον συντηρεί μια ντίβα του κινηματογράφου, ένας έμπορος στο πνεύμα, με μεγαλοαστική σκατοκομψότητα ενός Εβραίου αλήτη, που μεσημεριανό έτρωγε μόνο στο Odeonbar, αλλά δεν πλήρωσε τον Ceconi για την βελτίωση της βοθρομασέλας του. Αυτή είναι η επανάσταση! Είναι σχεδόν αποκλειστικά υπόθεση των Εβραίων».
Στον Hitler όμως συνδυάστηκαν τα δυο: το μίσος και ο μυστικός πανηγυρισμός της νέας αρχής. Έγραψε: «Αυτές τις νύχτες μεγάλωσε μέσα μου το μίσος, μίσος για τους υποκινητές αυτής της πράξεως. Στις μέρες που ακολούθησαν συνειδητοποίησα την μοίρα μου. Έπρεπε πια να γελάω σκεπτόμενος το μέλλον μου, που μέχρι πρόσφατα μου προκαλούσε πικρές ανησυχίες».
Όπως ο Thomas Mann θεωρείται η τελευταία μεγάλη μορφή τής απολιτικής γερμανικής αστικής τάξης, και ο Hitler ο καταστροφέας της, έτσι θεωρείται και ο Rilke, ως αυτός που πραγματοποίησε, μάλιστα τελειοποίησε τον αισθητικό τρόπο ζωής. Ο ίδιος ο Rilke, περισσότερο ακόμα από τους εκδότες και κληρονόμους τους, προεργάστηκε για να δημιουργηθεί αυτός ο θρύλος, όχι μόνο με την δια τής απόκρυψης κειμένων και επιστολών, με την οποία δημιούργησε την εικόνα ενός εκτός χρόνου, απόκοσμου ποιητή. Οι Joachim W. Storck, Egon Schwarz και Wolfgang Leppmann έχουν εδώ και χρόνια διορθώσει την παραδοσιακή αντίληψη, και η έκθεση για τον Rilke στο Marbach (κεντρικό αρχείο γερμανικής λογοτεχνίας, γενέτειρα του Schiller) παρουσιάζει από το 1975 άγνωστο, ενίοτε εντυπωσιακό υλικό, που μπορεί να χρησιμεύσει για την επανερμηνεία τού Rilke. Όλα αυτά όμως δεν επηρέασαν καθόλου την δημόσια εικόνα για τον Rilke. Η προοπτική στην οποία δόθηκε εθελοντικά, με μια τέτοια κατασκευή θρύλου, αφορά σε κάτι πολύ περισσότερο από την ιστορία της λογοτεχνίας. Η ζωή του Rilke, αν την δούμε χωρίς προσκύνηση, είναι καταστατική τής ιστορίας τής γερμανικής συνείδησης κατά τον 20ο αιώνα, και προδίδει πολύ περισσότερα από αυτήν τού Thomas Mann. Η ζωή τού Rilke προδίδει, πέραν τού καλλιτεχνικού θριάμβου, τής τελείωσης και ανήκουστης αυτό-εξύψωσης, και εκείνα τα παθολογικά σχήματα, μέσα στα οποία ο Adolf Hitler εμφανίζεται ως παραμορφωμένος σωσίας, ως προβληματικός «αδελφός».
Ένα από τα πιο αμφίβολα γράμματα του Rilke ως προς το σημείο αυτό, είναι αυτό προς την Fürstin Thurn und Taxis (ευγενής της εποχής, στήριζε οικονομικά καλλιτέχνες), όπου έχοντας ως θέμα τον Franz Werfel (Εβραίος της Αυστρίας), ξεσπά κατά του Ιουδαϊσμού: «μιλά για την ψευτιά τής νοοτροπίας των Εβραίων», για το ιουδαϊκό «πνεύμα, που διαποτίζει όλα τα πράγματα…σαν δηλητήριο, που μπαίνει παντού, και εκδικείται, γιατί δεν ανήκει σε κανένα οργανισμό».
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου