Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (25)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 
                                          Jacob Burckhard
                                                           ΤΟΜΟΣ 1ος
                                 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                            ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                                  – ΙΙ
                               Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
4. Η ΔΟΥΛΕΙΑ (συνέχεια 2η)

Μια από τις αρχαιότερες ασχολίες που ευνόησαν τη διάδοση της δουλείας μεταξύ τών λαών, θα μπορούσε σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις να θεωρηθεί ο χειροκίνητος μύλος. Κατά την παράδοση, στα χωριά οι γυναίκες άλεθαν μόνες τους τούς σπόρους νωρίς το πρωί, έτσι ώστε η βοή τών χειροκίνητων μύλων να αντηχεί στην γύρω περιοχή, ενώ στις πριγκηπικές αυλές είχαν αναθέσει ήδη αυτή την ασχολία στους δούλους. Αναφέρεται επίσης μια συγκεκριμένη περιοχή, η νήσος Χίος, όπου αυτή η εργασία είχε εξ αρχής ανατεθεί σε εξαγορασμένους δούλους βαρβαρικής προέλευσης, ενώ η Χίος έπαιξε αργότερα και έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία τής δουλείας. Είναι όμως σχεδόν αδύνατον να απαντήσουμε σε αποφασιστικά ερωτήματα όπως πότε και σε ποια Κράτη χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά οι δούλοι, είτε από τούς αγρότες στην καλλιέργεια της γης, είτε από τους κατοίκους τής πόλης ως υπηρετικό προσωπικό, ή ακόμη και από τούς τεχνίτες στα εργαστήριά τους. Πότε και πού προσέλαβαν δούλους ως κωπηλάτες· χωρίς να αναφερθούμε στις μεγάλες βιομηχανίες, όπως τα ορυχεία, στα οποία απασχολούσαν ανέκαθεν δούλους.
Η προέλευσή τους ποικίλει: Σκύθες, Γκέτες, Λύδιοι, Φρύγιοι, Παφλαγόνες, Κάριοι, Σύροι, γέμισαν τις κατοικίες και τη γη των Ελλήνων, και οι προνοητικοί αγοραστές επέλεγαν δούλους από διαφορετικές εθνότητες, πράγμα που ήταν εύκολο αν ο αριθμός τους δεν υπερέβαινε τους τρείς ή τέσσερις. Δεν γνωρίζουμε αν οι Βάρβαροι εμφάνιζαν στην αγορά μεγαλύτερο ποσοστό ομοεθνών τους ή αιχμαλώτων πολέμου, ή τη λεία ανθρωποκυνηγητού σκλάβων. Αλλά ακόμη και ένας ιδιαίτερα μορφωμένος Έλληνας του χρυσού αιώνα ήταν δυνατόν να γίνει δούλος ενός άλλου Έλληνα: αρκούσε να πέσει στα χέρια ισχυρών εχθρών του ή πειρατών· από τη στιγμή που βρισκόταν σε ξένα χέρια, δεν είχε καμιά σημασία αν γεννήθηκε ελεύθερος και είχε αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα. Ο Φαίδων και ο Πλάτων υπέστησαν και οι δύο αυτή τη μοίρα, ο πρώτος σε νεώτερη ηλικία και ο δεύτερος ενώ ήταν ήδη διάσημος φιλόσοφος, και εξαγοράστηκαν, ενώ ο δεύτερος ιδιοκτήτης θα μπορούσε κάλλιστα να είχε διαπραγματευθεί την εξαγορά · σε μεταγενέστερη εποχή, ο Διογένης παρέμεινε πιθανότατα με τη θέλησή του στην ιδιοκτησία τού Ξενιάδη στην Κόρινθο.
Η μέση τιμή αγοράς ενός συνήθους δούλου τον 5ον αιώνα ήταν δύο μνες (μια μνα αντιστοιχούσε σε 100 δραχμές), και τον 4ον αιώνα τρεισήμισι μνες, που εθεωρείτο ήδη μια καλή τιμή, ενώ η προσφορά ήταν άφθονη και ασφαλής, διαφορετικά δεν θα αγόραζαν μόνο δούλους, αλλά θα φρόντιζαν επίσης να αναπαράγουν το είδος. Δεν θα υπήρχε όμως κανένα οικονομικό όφελος από μια τέτοια επιλογή· ο γάμος τού δούλου – μια απλή συμβίωση, σαν παραχώρηση του αφέντη του – ευνοήθηκε στο βαθμό που θεωρήθηκε ότι οι ικανότεροι, εξ αιτίας τών τέκνων τους, θα ήσαν περισσότερο πιστοί στην οικογένεια και την ευημερία τού ιδιοκτήτη τους. Ασφαλώς όμως οι χειρότεροι απ’ αυτούς, λέει ο Ξενοφών, οδηγούνται ευκολότερα στην ανομία μόλις αποκτήσουν μία σύντροφο. Δεν υπήρχε επίσης καμιά ιδιαίτερη μέριμνα για τα παιδιά τών δούλων. Οι ετήσιες απώλειες υπολογίζονται σε ένα δέκα τοις εκατό, αλλά ο ιδιοκτήτης φρόντιζε τον δούλο όπως ένα χρήσιμο ζώο. «Θα μπορούσε κανείς να εγκαταλείψει τούς φίλους του στην ένδεια και την καταστροφή, αλλά όταν ένας δούλος αρρώσταινε, τον πήγαινε στο γιατρό και φρόντιζε να θεραπευθεί· και αν πέθαινε, θρηνούσε για την απώλεια». Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τί θα συνέβαινε, αν μια περιοχή δεν είχε πλέον τα μέσα για να αγοράζει δούλους, ενώ οι ελεύθεροι πολίτες λιγόστευαν κι αυτοί και κατέληγαν στην απόλυτη οκνηρία. Το πιθανότερο είναι ότι θα ακολουθούσε μια ταχύτατη ερήμωση.
Από έναν συνήθη δούλο που υπηρετούσε στην κατοικία ή στους αγρούς, οι απαιτήσεις ήταν αυτονόητες· αργότερα οι Καππαδόκες, οι Φρύγιοι και οι Λύδιοι θεωρούνταν οι πλέον ικανοί στο ψήσιμο του ψωμιού. Στις μεγάλες αγροικίες ένας επικεφαλής δούλος επέβλεπε τους υπόλοιπους, αλλά μεταξύ τών υπηρετριών την πρώτη θέση είχε η οικονόμος, που έπρεπε να έχει φροντισμένη μόρφωση και να της συμπεριφέρονται με διάκριση και ευγένεια. Επίσης και όσοι αναλάμβαναν πιο εξευγενισμένες εργασίες θα έπρεπε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να απολαμβάνουν ένα καθεστώς μεγαλύτερης ελευθερίας, ενώ όσοι προορίζονταν για τις συνήθεις ασχολίες θα έπρεπε να συντηρούνται καλά, λαμβάνοντας πλούσια τροφή. Στις εκτεταμένες αγροτικές καλλιέργειες ήταν απαραίτητος ένας θυρωρός που θα έλεγχε κάθε τι που εισέρχεται και εξέρχεται, εργασία την οποία μπορούσε να αναλάβει ο δούλος που δεν είχε αναλάβει άλλες εργασίες.
Σχετικά με τους δούλους που απασχολούνταν ως τεχνίτες μάς πληροφορεί ο Ξενοφών σε έναν από τούς διαλόγους τών Απομνημονευμάτων του· αναφέρεται στους ιδιοκτήτες αλευροποιείου, αρτοποιείου και εργαστηρίων όπου κατασκευάζονταν ορισμένα ενδύματα (χιτώνες, χλαμύδες και εξωμίδες): «Οι άνθρωποι αυτοί αγοράζουν Βαρβάρους, και τους υποχρεώνουν να εκτελέσουν την συγκεκριμένη εργασία». Θα ήταν ενδιαφέρον αν γνωρίζαμε, ποια από τα εκλεπτυσμένα προϊόντα τής αθηναϊκής βιοτεχνίας ήταν έργο εκπαιδευμένων Βαρβάρων. Ασφαλώς θα ήταν απαραίτητο ο ιδιοκτήτης να γνωρίζει καλά τη δεδομένη τέχνη, κάτι που είναι δύσκολο να συμπεράνουμε, εκτός αν για κάποιο διάστημα συγκατατέθηκε να κατέβει από το ύψος τής εχθρικής προς κάθε χειρονακτική εργασία υπερηφάνειάς του και να αναλάβει ενεργό ρόλο· κάτι που αποκρύπτεται εύλογα, όταν πρόκειται για τον πατέρα κάποιου διάσημου άνδρα. Ο πατέρας τού Σοφοκλή «απασχολούσε μόνο δούλους, ως σιδηρουργούς και οικοδόμους», και του Ισοκράτη ήταν δούλοι «που κατασκευάζουν αυλούς». Αρκετά από αυτά τα εργαστήρια ενδέχεται να απασχολούσαν κατά διαστήματα εκατοντάδες δούλους, ενώ στα ορυχεία, κρατικά ή ιδιωτικά, υπήρχαν ασφαλώς μερικές χιλιάδες. Οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες ζωής αυτών τών μαζών ήταν αιτία ανησυχίας τών πολιτών, που ένοιωθαν συχνά να απειλούνται. Σε ένα κείμενο, που θα ευχόμασταν να μας επιτραπεί να μην το αποδώσουμε στον γηραιό Ξενοφώντα, ο συγγραφέας εξηγεί με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο στους Αθηναίος τα οφέλη από μιαν ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού τών δούλων στα ορυχεία αργύρου· με μόλις 10.000 δούλους, τα έσοδα θα ανέρχονταν σε 100 τάλαντα, ενώ αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τον αριθμό τους, ολόκληρη η ελεύθερη πόλη τών Αθηνών θα εξασφάλιζε τα προς το ζην. Σαν να μην έφθανε το μεγάλο ήδη ποσοστό τών δούλων κατ’ οίκον και στους αγρούς, ο Ξενοφών υποστήριζε ότι το Κράτος θα έπρεπε να αυξήσει τον αριθμό τους στα ορυχεία, σε αναλογία τριών για κάθε πολίτη, δηλαδή τουλάχιστον 60.000 εκείνη την εποχή· έτσι η Αθήνα θα μπορούσε να εξελιχθεί «σε μια περισσότερο πειθαρχημένη και ετοιμοπόλεμη πόλη» από ό,τι ήταν. Οι εισηγήσεις αυτές είναι εξίσου αδιανόητες με τις προηγούμενες, διότι θα οδηγούσαν σε μιαν ανεξέλεγκτη αύξηση των ξένων πολιτών ή μετοίκων, των οποίων η αθρόα εισαγωγή θα ήταν απαραίτητη· θα έπρεπε επίσης να σταματήσουν να υπηρετούν στον πόλεμο, όπως ήταν μέχρι τότε η συνήθεια, και οι φόροι τών μετοίκων να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την αύξηση των εσόδων τού Κράτους. Κάτι τέτοιο, το να αποφασίσει δηλαδή να ζει αποκλειστικά από τα έσοδά της, θα μπορούσε να στοιχίσει πολύ ακριβά στην Αθήνα!
Μία μόνον ατυχής μάχη, στην οποία αρκετοί πολίτες θα έχαναν τη ζωή τους, θα αρκούσε για να καταστήσει τούς μετοίκους, που θα είχαν στο μεταξύ πλουτίσει, κυρίαρχους αυτής τής κατεστραμμένης πόλης. Αλλά οι μέτοικοι ήταν, όπως είπαμε, Λυδικής και Φρυγικής καταγωγής, όπως και πολλοί άλλοι δούλοι, ίσως ακόμη εν μέρει απόγονοι απελευθερωμένων δούλων στις χώρες τους. Αν προσθέσουμε σ’ αυτούς και την ενδεχόμενη απελευθέρωση δούλων στα ορυχεία ή στις κατοικίες των πολιτών…! Ο συγγραφέας καταλήγει λέγοντας ότι, σε σχέση μ’ αυτές τις εισηγήσεις, είναι προτιμότερο να συμβουλευτεί κανείς το μαντείο τής Δωδώνης ή τών Δελφών, για να μάθει αν θα πρέπει να τις αποδεχτεί και ποιοι θεοί θα τον συντρέξουν.
Όμως είναι δύσκολο να φαντασθούμε μιαν Ελλάδα, η οποία μαζί με τα τέσσερα έως πέντε εκατομμύρια ελεύθερων πολιτών φιλοξένησε δώδεκα εκατομμύρια δούλων, στην πλειοψηφία τους όχι Έλληνες (Hellwald), μιαν Αττική με τετραπλάσιο αριθμό δούλων από ελεύθερους πολίτες (Curtius), χωρίς να συμπεριλάβουμε και μερικές βιομηχανικές πόλεις, όπως η Κόρινθος, όπου οι ελεύθεροι πολίτες αποτελούσαν το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού, διότι στο έδαφος της Κορίνθου φιλοξενούνταν, όπως λέγεται, 460.000 δούλοι, και της Αίγινας ένα σύνολο 470.000. Εδώ όμως είναι ίσως απαραίτητο, παρότι η μαρτυρία του Αθηναίου προέρχεται από τα Πολιτικά τού Αριστοτέλη, να επιχειρήσουμε μια ταπεινή διόρθωση: μήπως αυτός ο τεράστιος αριθμός δούλων (που σε ένα τόσο μικρό νησί θα προκαλούσε έναν απίστευτο συνωστισμό, χωρίς να υπολογίσουμε τους ελεύθερους πολίτες) οφείλεται στον πολλαπλασιασμό τού συνολικού αριθμού τών τριήρεων και πεντηκοντήρεων σε κάποια δεδομένη στιγμή επί τον αριθμό τών κωπηλατών, ενώ στην πραγματικότητα ο αριθμός αυτός συμπληρώθηκε σταδιακά; Ως προς την Κόρινθο, υπάρχουν επίσης ορισμένες αμφιβολίες, αν πιστέψουμε τον Ηρόδοτο που βεβαιώνει, ότι σ’ αυτήν την πόλη, ειδικά η άσκηση χειρωνακτικού επαγγέλματος (εκ μέρους τών πολιτών) ήταν λιγότερο υποβαθμισμένη.
Ο μεγάλος κίνδυνος που αντιπροσώπευε η δουλεία, δεν παραμερίστηκε ποτέ εντελώς. Είναι όμως αλήθεια, ότι οι ομάδες επιδρομέων που όντως κατελάμβαναν μιαν ολόκληρη πόλη για κάποιο διάστημα, δεν αποτελούνταν από δούλους αλλά από παλαιούς, αγροτικούς πληθυσμούς, όπως ήταν οι Συρακούσιοι Κιλλικύριοι, που έχουμε ήδη αναφέρει, οι περίοικοι του Άργους, στους οποίους προστέθηκαν και οι γυναίκες τής πόλης που ερημώθηκε από τούς πολίτες της, καθώς και οι υποτιθέμενοι δούλοι τής Ετρουσκιανής Βολσίνιας· οι μεγάλες εξεγέρσεις τών δούλων στη Σικελία σημειώθηκαν την εποχή τής Ρωμαϊκής κυριαρχίας, όταν το καθεστώς τών λατιφούντιων (=μεγάλων κτημάτων) αύξησε υπερβολικά το ποσοστό τών δούλων. Την ίδια εποχή, με τη δεύτερη εξέγερση των δούλων στη Σικελία (περί το 100 π. Χ.), εξεγέρθηκαν επίσης στην Αττική οι δούλοι τών ορυχείων, που ο αριθμός τους ανερχόταν σε «αρκετές μυριάδες», κατέσφαξαν τους φύλακες, κατέλαβαν την ακρόπολη του Σουνίου και αφάνισαν για μεγάλο διάστημα την περιοχή. Το ποσοστό που είχε άλλοτε εισηγηθεί ο Ξενοφών, επιτεύχθηκε από τούς Ρωμαίους, και υπερκεράστηκε μάλιστα, με τις γνωστές συνέπειες. Αλλά ήδη την εποχή που η Ελλάδα ήταν ελεύθερη, οποιαδήποτε αναταραχή προκαλούσε τεράστια ανησυχία στον πληθυσμό τών δούλων. Όσο μεγαλύτερο ήταν το ποσοστό τών δούλων σε ένα Κράτος, τόσο αυστηρότερες ήσαν και οι ποινές, και ακόμη μεγαλύτερη η επιθυμία εκδίκησης και φυγής. Κάθε πόλεμος συνοδευόταν από μια μαζική λιποταξία τών δούλων, και η ξαφνική επίδειξη επιεικούς συμπεριφοράς απέναντί τους σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν είχε σχεδόν κανένα αποτέλεσμα. Όταν ο αθηναϊκός στρατός βρέθηκε σε δυσμενή θέση στη Σικελία και κινδύνευε να αφανιστεί, και ο βασιλεύς Άγις εγκαταστάθηκε με τους Σπαρτιάτες του στη Δεκέλεια (413 π. Χ.), οι Αθηναίοι έχασαν 20.000 δούλους, στην πλειοψηφία τους εκπαιδευμένους τεχνίτες, δηλαδή τούς πολυτιμότερους. Είναι πολύ πιθανό αυτοί οι Μικρασιάτες και Σκύθες, εκπαιδευμένοι με πολύ κόπο και έξοδα, που εγκατέλειψαν μιαν ασφαλή διαβίωση, να κατέληξαν σε συνθήκες απόλυτης ανέχειας ή στη λεηλασία· προτιμούσαν όμως να απαλλαγούν από τούς αφέντες τους, ακόμη και αν θα έχαναν κάθε ελπίδα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ολόκληρη η Ελλάδα και κάθε πόλη ξεχωριστά, προκειμένου να μπορέσει να επωφεληθεί από τους δούλους της με πλήρη ασφάλεια, έπρεπε να εξασφαλίσει ενότητα και ειρήνη στις εσωτερικές υποθέσεις της· αντιθέτως οι πόλεις δυσανασχετούσαν κάθε φορά όταν επέκειντο διενέξεις, επειδή θα έπρεπε να υποδεχτούν τούς δούλους τής πόλης από την οποία εκείνοι θα διέφευγαν, χωρίς να αναρωτιούνται για την τύχη τών δούλων τής δικής τους πόλης. Σε περίπτωση πολέμου, ένα μέτρο αποτροπής ήταν να καλούν τούς δούλους τού εχθρού να λιποτακτήσουν· έτσι, όταν απειλείτο αιφνίδια επίθεση, η πόλη που είχε τη δυνατότητα να το κάνει ,εξασφάλιζε την ασφαλή μετάβαση όχι μόνο τών οικογενειών αλλά και των δούλων της στην άλλη πλευρά τών συνόρων της. Όταν καταλαμβάνονταν ένας στόλος, ο νικητής απελευθέρωνε μερικές φορές τούς δούλους του (δηλαδή τούς κωπηλάτες) και αιχμαλώτιζε τους ηττημένους, ελεύθερους πολίτες. Όταν συνέβαιναν έντονες ταραχές στο εσωτερικό, η πλευρά που είχε ανάγκη ενισχύσεων υποσχόταν την απελευθέρωση των δούλων, και στην Κέρκυρα (427 π. Χ.) αριστοκράτες και λαός, βασιζόμενοι στον φθόνο, πετύχαιναν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Εφ’ όσον η πλευρά που είχε οδηγηθεί σε τέτοιες διαπραγματεύσεις, δεν μπορούσε να αρνηθεί την απελευθέρωση των δούλων της, χάνοντας ξαφνικά ένα σημαντικό κεφάλαιο και αποδεχόμενη τη γενική εξαθλίωση ως αντίτιμο στη γενικευμένη οργή. Ομάδες δούλων που διέφευγαν, ή απελευθερώνονταν όπως προείπαμε, παρέμεναν ενωμένες για λόγους επιβίωσης, και κατέληγαν να σχηματίζουν ορδές ληστών. Σε μαζικές αποδράσεις δούλων στην ηπειρωτική Ελλάδα φαίνεται να αποδίδονται και οι τρομερές αναταραχές, τις οποίες ο Πλάτων αναφέρει ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει μια πόλη, όταν υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός δούλων που χρησιμοποιεί κοινή γλώσσα.
Αλλά ακόμη και σε ειρηνικές περιόδους το έθνος έπρεπε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις τής κατηγορηματικής άρνησης των ελεύθερων πολιτών να εργασθούν, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, και κυρίως στις πολύ αναπτυγμένες περιοχές τής επικράτειας. Ασφαλώς οι σχέσεις κυρίων και δούλων ήταν συχνά φιλικές και εγκάρδιες, όπως θα δούμε, αλλά στην Αττική, όπως είναι γνωστό, οι δούλοι δεν είχαν καθόλου καλές προθέσεις απέναντι στους δεσπότες τους. Την νοοτροπία τού δούλου που εργάζεται στην πόλη απηχεί ο διάλογος ανάμεσα στον Ξανθία και τον Ἄιακο, στους Βάτραχους του Αριστοφάνη: «Παρακολουθούμε τα πάντα, ακούμε όλα όσα λένε οι δεσπότες μας και τα διαδίδουμε τριγύρω· αν μας χτυπήσουν, απομακρυνόμαστε γκρινιάζοντας· η μεγαλύτερη χαρά μας είναι όταν μπορούμε να στείλουμε σιωπηρά τον αφέντη στο διάβολο». Κατά βάθος κανένας αφέντης δεν αισθανόταν ασφαλής, παρά μόνον ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν και οι ίδιοι σκλάβους: «Οι πολίτες τής ίδιας πατρίδας υπερασπίζονται ο ένας τον άλλον χωρίς επιφυλάξεις, απέναντι στους δούλους». Όπως λέει ο Πλάτων, « οι πλούσιοι των πόλεων που έχουν πολλούς σκλάβους ζουν με ασφάλεια, επειδή ολόκληρη η πόλη είναι πρόθυμη να υποστηρίξει τούς πολίτες της. Αλλά αν, κατά την επιθυμία κάποιου θεού, ένας από τούς πολίτες της που έχει στην κατοχή του πενήντα σκλάβους, βρισκόταν με την οικογένειά του και την περιουσία του σε μιαν ερημιά, όπου δεν θα υπήρχε καμμιά βοήθεια από κανέναν ξένο, θα ζούσε στον απόλυτο φόβο, κινδυνεύοντας να δολοφονηθεί από τούς δούλους του ! Θα αναγκαζόταν μάλιστα να αρχίσει να κολακεύει κάποιους απ’ αυτούς, να τους προσεταιρίζεται με υποσχέσεις, να τους προσφέρει ελευθερία χωρίς να υπάρχει ανάγκη, και να καταντήσει είτε κόλακας των δούλων του είτε το θύμα τους». Αλλά και στον καθημερινό βίο τής πόλης, η διάπραξη εγκλημάτων από δούλους αναφέρεται από τούς συγγραφείς τών συγχρόνων κωμωδιών σαν ένα συνηθισμένο ατύχημα ανάμεσα σε αρκετές άλλες κακοτυχίες. Ο ιδιοκτήτης τού οποίου οι δούλοι υπήρξαν συνεργοί σε κάποιαν άδικη ενέργεια θα έπρεπε να θεωρείται «ο δυστυχέστερος των ανθρώπων»· τον είχαν στο χέρι για την υπόλοιπη ζωή του ενώ είχαν εξασφαλίσει την ασυλία τους για οποιαδήποτε παρεκτροπή, ακόμη κι όταν απελευθερώνονταν, αν τον κατέδιδαν. Ένας ιδιαίτερα έξυπνος δούλος εθεωρείτο ύποπτος και επικίνδυνος, ιδιαίτερα όταν υιοθετούσε την νοοτροπία τών ελευθέρων πολιτών, και μόνον εξ αιτίας τού γεγονότος ότι το μόνο σημαντικότερο για τους δούλους ήταν η εξασφάλιση τροφής. Ακόμη και στην εξοχή, όπου οι σχέσεις ήταν περισσότερο εγκάρδιες, ο δεσπότης ήταν αναγκασμένος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να ξυπνά πριν και να πλαγιάζει μετά από τούς δούλους του· γιατί και η κατοικία έπρεπε να φυλάσσεται εξίσου καλά με την πόλη!
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου