ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ
1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ
–
Η
ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
3.
ΥΠΟΔΟΥΛΟΙ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΑΛΛΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Ο
κύριος στόχος τής Σπάρτης ήταν να
διατηρήσει τούς υποδουλωμένους πληθυσμούς
υπό την κυριαρχία της: όσους δεν ήταν
Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Ευρώτα,
αλλά και τους Μεσσήνιους· αυτός ήταν ο
κυρίαρχος σκοπός τής ύπαρξής της στο
εσωτερικό και απ’ αυτόν εξαρτιόταν σε
μεγάλο βαθμό ακόμη και η εξωτερική
πολιτική της. Αναμφισβήτητο είναι ότι
η δωρική μετανάστευση δημιούργησε
παντού αναρίθμητες σχέσεις αυτής τής
τάξεως· πολλές ισχυρές πόλεις υποδούλωσαν,
χωρίς αμφιβολία, τους εγγύτερους γείτονές
τους – Έλληνες ή ημιβάρβαρους υπηκόους
– αλλά καμιά δεν κατόρθωσε να προσανατολίσει
όπως η Σπάρτη, σε βάθος χρόνου την
εσωτερική και εξωτερική της ύπαρξη στη
συντήρηση αυτής τής κατάστασης. Αυτό
που απουσίαζε δεν ήταν τόσο η βία κατά
τών υπόδουλων πληθυσμών, αλλά κυρίως
το πνεύμα μιας αναγκαίας διάρκειας στο
εσωτερικό κάθε Κράτους, καθώς και η
απαραίτητη ειρήνη και αρμονία. Επιπλέον,
την εποχή από την οποία προέρχονται οι
εξαιρετικά περιορισμένες πληροφορίες
μας επί τού θέματος, οι προϋποθέσεις
αυτές είχαν αρχίσει να εκλείπουν ή είχαν
εντελώς εξαφανιστεί και είχαν χάσει
σχεδόν το νόημά τους. Παρέμειναν
ανθεκτικές και σχετικά ακριβείς μόνο
στην Κρήτη και τη Θεσσαλία, ενώ στις
υπόλοιπες περιοχές μπορούμε μόνο να
υποθέσουμε, σε ποιον βαθμό έζησαν οι
υποταγμένοι αυτοί λαοί σε ένα ημιελεύθερο
ή και εντελώς ανελεύθερο καθεστώς, ως
εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες, ενοικιαστές
τής γης, ή απλώς δούλοι εργαζόμενοι στην
ιδιοκτησία πολιτών. Στερημένοι από κάθε
είδους πολιτικά δικαιώματα, υποταγμένοι
στο θέλημα της πόλης,
δεν κατόρθωσαν
να ελκύσουν το ενδιαφέρον των συγγραφέων
στο πρόβλημα
της μοίρας τους.
Ας αφήσουμε κατά μέρος την έρευνα σχετικά
με την τύχη τών Ορνεατών και των Γυμνητών
στην περιοχή τού Άργους, των Κυνοφάλων
στην Κόρινθο, των Κατωνακοφόρων (οι
φέροντες προβειά) περί την Σικυώνα, των
Κονιπόδων (σκονισμένα πόδια) γύρω από
την Επίδαυρο. Όσον αφορά στην Κρήτη, οι
διαβαθμίσεις
τής δουλείας
αναγνωρίζονται από τις διαφορετικές
ονομασίες που μας παραδόθηκαν· με την
άφιξη των Δωριέων το νησί υιοθέτησε
οπωσδήποτε συνήθειες πολύ κοντινές σ’
αυτές τών Λακεδαιμονίων, κι ακόμη κι
όταν υπήρξαν πολιτικές έριδες ή οι
κρητικές πόλεις πολεμούσαν αναμεταξύ
τους, καμιά δεν ενθάρρυνε τους δούλους
τής άλλης να επαναστατήσουν· αλλά η
υπακοή τους μοιάζει γενικά να εξαρτάται
από το γεγονός και μόνον, ότι το νησί
δεν είχε άμεσους γείτονες. Αυτοί που
αποκαλούνται Πενέστες στη Θεσσαλία,
είναι ο αρχαίος λαός τής Περραιβίας και
της Μαγνησίας, που υποτάχθηκαν κατά τη
δωρική εισβολή στη δουλεία, για να μην
αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα χώματα
των προγόνων τους· με αντάλλαγμα ένα
μερίδιο από την παραγωγή τους, υποσχέθηκαν
να μην τους διώξουν, ούτε να τους
σκοτώσουν. Αρκετοί απ’ αυτούς, όπως
ορισμένοι δουλοπάροικοι στη σύγχρονη
Ρωσία, ήταν πιο εύποροι από τα αφεντικά
τους, επειδή η διοικούσα τάξη ζούσε μια
ζωή ανέμελη. Οπωσδήποτε όμως ούτε η
Θεσσαλία ούτε η Κρήτη δεν επεδίωξαν,
όπως η Σπάρτη, να αναγκάσουν όλους τούς
γειτονικούς πληθυσμούς να υποταχθούν
στις ανάγκες τού πολέμου και στο καθεστώς
τής ολιγαρχίας, ώστε να μπορούν να
εξασφαλίσουν την εξουσία τους στο
εσωτερικό· και δεν διανοήθηκαν επιπλέον
ποτέ, να γίνουν οι «παιδαγωγοί
τής Ελλάδας».
Οι
αποικίες δημιουργήθηκαν μετά τον 8ον
αιώνα, εν μέρει αναμφίβολα λόγω τής
επιμονής ορισμένων υπόδουλων και
καταπιεσμένων πληθυσμών να εγκαταλείψουν
τις πόλεις τους. Μόλις όμως αποβιβάζονταν
στην ξένη όχθη, συμπεριφέρονταν συχνά
όπως οι προηγούμενοι καταπιεστές στους,
απέναντι σε
Βάρβαρους και ημι-Βάρβαρους,
οι οποίοι με τη σειρά τους μετατρέπονταν
σε έναν λαό υπόδουλο, χωρίς δικαιώματα
και συχνά χωρίς, περιουσία. Αυτό συνέβαινε
σε ορισμένες περιπτώσεις με ήπια μέσα·
όπως συνέβη με την ίδρυση της Ποντικής
Ηράκλειας, στην εξουσία τής οποίας
ζήτησαν να υπαχθούν οι γειτονικοί
Μαριανδυνοί, εκτιμώντας ότι οι Ηρακλείδες
ήταν «πλέον ευφυείς», υπό την προϋπόθεση
βέβαια να εξασφαλίσουν την επιβίωσή
τους και να μην πουληθούν ως σκλάβοι.
Το Βυζάντιο συμπεριφέρθηκε, αντίθετα,
απέναντι στους Βιθύνιους, όπως η Σπάρτη
στους είλωτές της, ενώ και στα περίχωρα
των Συρακουσών οι Κιλλικύριοι ζούσαν
σε καθεστώς μιας αντίστοιχης δουλείας.
Ο
Αριστοτέλης απορρίπτει ωστόσο όλους
αυτούς τούς συσχετισμούς· κατά την
άποψή του, δεν είναι δυνατόν να συνεργασθεί
κανείς με παρόμοιους υποτελείς· αν τους
συμπεριφερθεί με ήπιο τρόπο, γίνονται
αλαζόνες και ζητούν ίση μεταχείριση με
τους κυρίους τους, ενώ η αυστηρότητα
τούς γεννά μίσος και προδοσία, και συχνά
οδηγούνται σε συμμαχίες με μη προνομιούχες
τάξεις. Οι Κιλλικύριοι συμμάχησαν π.χ.
με τον λαό τών Συρακουσών, προκειμένου
να εκδιώξουν τούς Γεώμορους, ως τη στιγμή
που ο Γέλων ξεσήκωσε τον λαό εναντίον
τους και κατόρθωσε να καταλάβει τις
Συρακούσες· ακόμη και οι Πενέστες, στους
οποίους είχαν συμπεριφερθεί με κατανόηση,
εξεγέρθηκαν πολλές φορές όταν οι Θεσσαλοί
αφέντες τους πολεμούσαν με γειτονικούς
λαούς. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι είναι
προτιμότερο οι υπήκοοι αυτοί να
κατατάσσονται στους Βαρβάρους, και όχι
στους σκλάβους κάποιας ελληνικής φυλής·
πληροφορώντας μας όμως παράλληλα για
το ποιοι είναι αυτοί που τους είχαν στο
μεταξύ αντικαταστήσει: οι αγορασμένοι
σκλάβοι, που άρχισαν βαθμιαία να μετέχουν
στις παραδόσεις τής συγκεκριμένης
πόλης, και οι οποίοι ήσαν σχεδόν
αποκλειστικά μη-Έλληνες.
4.
Η
ΔΟΥΛΕΙΑ
Η
Χρυσή Εποχή, στην οποία δεν υπήρχε,
σύμφωνα με τους μεταγενέστερους κωμικούς
ποιητές, ούτε ένας σκλάβος, θα πρέπει
να τοποθετηθεί σε εξαιρετικά μακρινούς
χρόνους, γιατί σκλάβοι υπήρξαν πάντοτε,
όσο κι αν ανατρέξουμε στο παρελθόν τής
παράδοσης, ακόμη και της ποιητικής,
κυρίως στις περιοχές τού Αρχιπελάγους
που προσφέρονταν σε απαγωγές και εμπόριο
ανθρώπινης σαρκός, δραστηριότητες στις
οποίες οι Φοίνικες υπήρξαν κυρίαρχοι
και πρωτοπόροι. Ο Όμηρος περιέβαλε τη
δουλεία με ένα εντελώς ιδιαίτερο
μεγαλείο, προβάλλοντας δύο εμβληματικές
φυσιογνωμίες: τον Εύμαιο,
που καθιστά την ιδιοκτησία προσωπική
του υπόθεση και την προστατεύει από
ληστές και κακοποιούς, και τη θαυμαστή
Ευρύκλεια.
Αλλά οι μαρτυρίες τού Ομήρου αφορούν
μόνο στις αυλές τών βασιλέων και των
μεγάλων αρχηγών, ενώ στα Έργα
και Ημέραι
τού Ησιόδου είναι σχεδόν αδύνατο να
διακρίνει κανείς, κατά πόσον οι υπηρέτες
τών αγρών είναι στ’ αλήθεια σκλάβοι·
ο ποιητής δεν θεωρούσε, αναμφίβολα, ως
ταπεινή εργασία την ευγενή ενασχόληση
με τους αγρούς, αλλά ως τη μοναδική μορφή
επιβίωσης. Αν εξαιρέσουμε τους
καταπιεσμένους πληθυσμούς στους οποίους
αναφερθήκαμε, οι αγροτικές εργασίες
ασκούνταν κατά τον 9ον
αιώνα, σχεδόν στο σύνολό τους από
ελεύθερους πολίτες.
Ο
ελεύθερος υπηρέτης τών αγρών ήταν όμως
ήδη αυτήν την εποχή μια δυστυχισμένη
ύπαρξη. Η «σκιά» τού Αχιλλέα, που
προτίμησε, αντί να βασιλεύει ανάμεσα
στους νεκρούς, την πιο θλιβερή μοίρα
επί τής γης, αποκαλούσε αυτήν την
απασχόληση θητεύειν,
δηλαδή υπηρεσία στους αγρούς έναντι
μισθού. Η εξασφάλιση όμως ενός μεροκάματου
δεν είναι αρκετή· ακόμη και η πλέον
σταθερή και επωφελής σχέση εργασίας
συνυπήρχε με μιαν αυξανόμενη, υποβόσκουσα
αντίδραση. Γιατί στην «άλλην όχθη»
αυξανόταν αντίστοιχα, στους κύκλους
τών ευπόρων ιδιοκτητών, η περιφρόνηση
της εργασίας και των εργατών, ενώ κέρδιζε
έδαφος αυτό το πνεύμα αντίθεσης σε κάθε
είδους χειρωνακτική εργασία, θεωρώντας
ως μοναδικό αξιοπρεπή σκοπό ζωής
την ευγενή
άμιλλα.
Πρόκειται γι’ αυτήν ακριβώς την
αριστοκρατία, που οικειοποιήθηκε το
μεγαλύτερο μέρος (και συχνά το σύνολο)
της εδαφικής επικράτειας της πόλης, και
ανέθεσε την καλλιέργεια της γης σ’
αυτούς τούς ελεύθερους, αλλά χωρίς
περιουσία πολίτες· οι οποίοι διατηρούσαν
όμως στη μνήμη τους την εποχή που οι
πρόγονοί τους ζούσαν σε καλύτερες
συνθήκες, όταν η ζωή ήταν ακόμα οργανωμένη
σε «κώμες», πριν
από την ίδρυση της ανελέητης
πόλης.
Πολλοί απ’ αυτούς ακολούθησαν αργότερα,
κατά την εποχή τής μεγάλης μετακίνησης
προς τις αποικίες, εκείνους που
αναχωρούσαν, προκειμένου να πάψουν να
είναι εργάτες γης, τους «ταξιδιώτες»·
όμως τα κενά που άφηναν αναπληρώνονταν
πολύ γρήγορα με ανθρώπους που αγοράζονταν,
δεδομένου ότι οι αποικίες βρίσκονταν
συνήθως σε παράκτιες περιοχές, πρόσφορες
στις συναλλαγές με το εξωτερικό, και
πρόθυμες οι ίδιες να προσφέρουν το
απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό. Η μαζική
εξασφάλιση σκλάβων που πέτυχε ο Γέλων,
χάρη στη νίκη του κατά τών Καρχηδονίων
στην Ιμέρα, «που σχεδόν ισοδυναμούσε
με την αιχμαλωσία τού πληθυσμού ολόκληρης
της Λιβύης», αποτελεί εξαίρεση, όχι μόνο
πολύ σπάνια, αλλά ίσως και τη μοναδική,
ενώ επρόκειτο επιπλέον, αποκλειστικά
για Βαρβάρους. Όσο κρατούσε βέβαια ο
πόλεμος, δεν υπήρχε συνήθως χρόνος, ούτε
δυνατότητα, να αποστέλλονται στη
χώρα ως
δούλοι, οι βάρβαροι ή ημι-βάρβαροι
αιχμάλωτοι · όταν κατέλαβαν αιφνιδιαστικά
οι Αθηναίοι τη σικελική πόλη Ύκκαρα
κατά τη Σικελική Εκστρατεία, και συνέλαβαν
όλους τούς πολίτες της, προτίμησαν να
τους πουλήσουν στην εξευτελιστική τιμή
τών 120 ταλάντων (πιθανότατα στην Κατάνη)
· σε άλλες περιπτώσεις, υπολόγιζαν στην
εξαγορά τους από συγγενείς, όπως ο Κίμων
αιχμαλωτίζοντας Λύδιους και Φρύγιους
στη μάχη τής Σηστού· ήταν εξάλλου
σίγουρο, πως αυτός που θα είχε τόσο
εύπορους συγγενείς, δεν θα μπορούσε να
γίνει ένας χρήσιμος δούλος. Αλλά στους
πολέμους Ελλήνων εναντίον Ελλήνων, οι
νικητές εξολόθρευαν τους ενήλικες και
πουλούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά,
καθώς φαίνεται, συνήθως στο εξωτερικό.
Και όταν τούς χάριζαν τη ζωή, δεν ήταν
για να τους χρησιμοποιήσουν ως δούλους
κατ’ οίκον, αλλά είτε ως μισθωτούς
εργάτες, είτε επειδή ήλπιζαν να
εξασφαλίσουν σημαντικά ποσά από λύτρα.
Όταν καθιερώθηκε πλέον ως απαραίτητη
σε ορισμένες περιοχές η δουλεία, οι
πόλεμοι αποτελούσαν μιαν άνιση και
αβέβαιη πηγή εξασφάλισης δούλων· και
μόνο η εμπορική συναλλαγή εξασφάλιζε
πλέον μιαν εγγυημένη σταθερότητα. Το
να έχει κανείς στην κατοχή του έναν
ενήλικα Έλληνα που είχε αιχμαλωτίσει
σε πόλεμο ως δούλο κατ’ οίκον, ήταν
ασφαλώς δύσκολο και επικίνδυνο· οι
πληροφορίες μάς λένε, ότι οι κατ’ οίκον
δούλοι και οι αγρότες δούλοι ήταν φυσικά
οπωσδήποτε
βαρβαρικής
προέλευσης.
Σε
ορισμένες περιοχές, όπου οι κάτοικοι
ζούσαν ακόμη «κατά κώμες», η ελεύθερη
εργασία διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό
διάστημα· στους Λοκρίδες και τους
Φωκείς, οι νεώτεροι υπηρετούσαν τον
γηραιότερο ή τον πρωτότοκο· ενώ μόλις
λίγο πριν από τον Ιερό Πόλεμο του 4ου
αιώνα αρχίζουν να προσλαμβάνουν δούλους,
όταν ακόμα και η σύζυγος του αρχηγού
Φιλομέλου είχε μόλις δύο υπηρέτριες.
Όταν ο Μνάσων, ένας φίλος τού Αριστοτέλη,
προσέλαβε χίλιους δούλους, οι Φωκείς
διαμαρτυρήθηκαν, γιατί στέρησε, όπως
είπαν, το ψωμί από αντίστοιχους «πολίτες».
Στις περιοχές όμως όπου η πόλη έφτασε
στο
ύψος τού
προορισμού της,
η εργασία τών δούλων ήταν απαραίτητη.
Ο ελεύθερος άνδρας, που θα ήταν υποχρεωμένος
να εργαστεί για το μεροκάματο στην εξοχή
ή την πόλη, δεν ήταν πλέον σε θέση να
συμμετέχει στο ευγενές ιδανικό τού
πολίτη· οι δούλοι και οι μέτοικοι
κάλυπταν εδώ τις υλικές ανάγκες. Ο
φτωχός, ελεύθερος άνδρας δεν ήταν,
αντίθετα, δυνατόν να εργασθεί ως υπηρέτης·
προτιμούσε να εξασφαλίζει ένα ευκαιριακό,
διαφορετικό κάθε φορά έσοδο, από το να
έχει μια σταθερή απασχόληση, κάτι που
τον καθιστούσε υπόδουλο και σ’ αυτή
την περίπτωση άτομο εξαρτημένο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου