Βασίλης Βιλιάρδος
Με την πάροδο των ετών, πολλοί εναγόμενοι αλλά και το κοινωνικό σύνολο, διαπίστωσαν πως η διαβούλευση εξελίχθηκε τελικά σε ένα μέσον εκμετάλλευσής τους, εκ μέρους κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων – όσον αφορά καταχρηστικούς όρους σε πιστωτικές κάρτες, εργατικά συμβόλαια κλπ. Στη συνέχεια όμως η κοινωνία αντέδρασε, οπότε οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την υποχρεωτική διαβούλευση, όσο και αν το ήθελαν – ενώ μία από τις πρώτες επιχειρήσεις που παραιτήθηκαν από ανάλογες συμβάσεις ήταν η Google το 2018. Το γεγονός αυτό βοήθησε να αλλάξει η νομοθεσία, με την πρόσφατη υιοθεσία μίας διάταξης με την ονομασία «Διάταξη Κατάργησης της Αδικίας της Υποχρεωτικής Διαβούλευσης» – η οποία δεν αφορά μόνο εργατικά θέματα αλλά επί πλέον θέματα καταναλωτών, ανταγωνισμού και εμπορικών συγκρούσεων. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η κατάθεση ενός τέτοιου νομοσχεδίου στην Ελλάδα, όταν έχει δοκιμασθεί ήδη στο εξωτερικό και έχει αποτύχει παταγωδώς, είναι το λιγότερο απαράδεκτη. Είναι βέβαια κατανοητό πως τα εγχώρια και διεθνή επιχειρηματικά συμφέροντα που υπηρετεί δουλικά η σημερινή κυβέρνηση το επιθυμούν, προκειμένου να εξαθλιώσουν ακόμη περισσότερο τους Έλληνες στην αποικία χρέους τους, το Σύνταγμα της οποίας καταπατούν συνεχώς με τα μνημόνια που έχουν επιβάλλει, αλλά κάπου υπάρχουν όρια.
Εισήγηση
Είναι προφανές πως οι δανειστές, μέσω της κυβέρνησης που ουσιαστικά λειτουργεί ως υποχείριο τους, θέλουν να εξασφαλίσουν με το σημερινό νομοσχέδιο (πηγή) τα εξής:
(α) να επιλυθεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων των τραπεζών, του δημοσίου και των οργανισμών του, μέσω της γρήγορης δήμευσης της ιδιωτικής περιουσίας χωρίς το εμπόδιο της Δικαιοσύνης,
(β) να λειτουργούν οι επιχειρήσεις που θα εξαγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές ή που θα ιδρύσουν με πλήρη ασυδοσία, όσον αφορά τους Έλληνες εργαζομένους τους και όχι μόνο που θα μετατραπούν σε φθηνούς σκλάβους χρέους, καθώς επίσης
(γ) να καταλύσουν εντελώς το Κράτος Δικαίου, με τη δικαιολογία της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων – υπενθυμίζοντας πως η Δικαιοσύνη κατηγορούταν ανέκαθεν από την Τρόικα, ως ένα πρόβλημα που καθιστά την Ελλάδα μη ελκυστική επενδυτικά.
Αναλυτικότερα τα παρακάτω:
Με το νομοσχέδιο για τη διαβούλευση, η κυβέρνηση θέλει να υιοθετήσει ένα μοντέλο που λειτούργησε στο εξωτερικό και έχει πλέον ξεπεραστεί. Γενικότερα βέβαια, φαίνεται πως νομοθετεί πρόχειρα ότι υπάρχει στα συρτάρια των υπουργείων ή των δανειστών – με στόχο να πείσει πως παράγει έργο.
Ειδικότερα, το θέμα της διαβούλευσης ξεκίνησε στις ΗΠΑ, με στόχο να αποσυμφορήσει τις δικαστικές αίθουσες. Στην αρχή προοριζόταν για την επίλυση απλών επιχειρηματικών διαφορών – έτσι ώστε να μην καταλήγουν στα δικαστήρια. Σιγά-σιγά όμως επεκτάθηκε σε όλων των ειδών τις εμπορικές διαφορές, όπως είναι για παράδειγμα οι πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών. Τελικά, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, είχε πολύ άσχημες παρενέργειες στις εργατικές σχέσεις.
Αν και η διαβούλευση τώρα έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα σε καταναλωτικά και εργασιακά θέματα, το αρνητικό δεν είναι η ίδια, αυτή καθ’ εαυτή, αλλά το γεγονός ότι μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωτική.
Εν προκειμένω, ακόμη και αν δίνεται η δυνατότητα σε κάποιον ιδιώτη να μην υπογράψει μια σύμβαση υπηρεσιών, η οποία έχει ως προϋπόθεση μία υποχρεωτική διαβούλευση, είναι δυνατόν είτε να μην το γνωρίζει, είτε να μην ξέρει ακριβώς τι σημαίνει, είτε να δέχεται πίεση με σκοπό την υπογραφή της – για παράδειγμα, να το θέτει ως προϋπόθεση η εταιρεία που θέλει να εργασθεί, κατά τη διαδικασία πρόσληψης του.
Σε μία χώρα τώρα με μεγάλη ανεργία, καθώς επίσης με συνθήκες εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους εργοδότες, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα, είναι εύκολο να επιβληθεί η υποχρεωτική διαβούλευση από τις επιχειρήσεις, ως προϋπόθεση πρόσληψης.
Στην περίπτωση αυτή, εάν ο εργαζόμενος αρνηθεί να υπογράψει μία σύμβαση πρόσληψης που θέτει ως προϋπόθεση τη διαβούλευση, δεν κινδυνεύει μόνο να μην προσληφθεί – αλλά, επί πλέον, να απειληθεί με την τοποθέτηση του στη μαύρη λίστα, έτσι ώστε να μην είναι εύκολο να εργασθεί σε κάποια άλλη εταιρεία που θα «σέβεται» τη συγκεκριμένη λίστα. Αυτόματα λοιπόν οι δυνατότητες του να βρει δουλειά περιορίζονται δραστικά – οπότε ουσιαστικά αναγκάζεται να υπογράψει μία σύμβαση αυτού του είδους.
Στο παράδειγμα τώρα της Αμερικής, στην οποία υπάρχει από καιρό η εμπειρία, το βασικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με τη διαβούλευση, ή το βασικό πλεονέκτημα ανάλογα από ποια πλευρά το εξετάζει κανείς, είναι η εχεμύθεια – η οποία προβλέπεται και στο σημερινό νομοσχέδιο, στο άρθρο 5.5.
Η εχεμύθεια μπορεί μεν να είναι επιθυμητή και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, αλλά συνήθως είναι περισσότερο επιθυμητή από το μέρος που έχει κάτι να κρύψει. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση που στις διαφημίσεις της ισχυρίζεται ότι είναι η πιο δίκαιη ή η καλύτερη για να συνδιαλλαχθεί κανείς μαζί της, αλλά στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο.
Η επιχείρηση αυτή υιοθετεί την εμπιστευτική διαβούλευση, οπότε οι δυνητικοί πελάτες της ή οι εργαζόμενοι της δεν μαθαίνουν ποτέ τα συγκεκριμένα προβλήματα της. Ακόμα και αν χάσει λοιπόν τη εξωδικαστική διαμάχη, οι άλλοι δυνητικοί κατήγοροι της δεν μαθαίνουν τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν μία ανάλογη νίκη – αφού τα πρακτικά των διαβουλεύσεων δεν δημοσιεύονται.
Ακριβώς για το λόγο αυτό και όχι μόνο, η υπογραφή συμβολαίων που συμπεριλαμβάνουν τη διαβούλευση στις ΗΠΑ διευρύνθηκε σταδιακά, έως ότου τελικά έγινε υποχρεωτική. Για παράδειγμα, ενώ μόλις το 2% των εργαζομένων το 1992 υπέγραφαν συμβάσεις με διαβούλευση, το ποσοστό εκτοξεύθηκε στο 60% κατά μέσον όρο του αμερικανικού ιδιωτικού τομέα το 2015 (πηγή).
Το ποσοστό είναι υψηλότερο, στο 67,7% στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 1.000 εργαζομένους – προφανώς επειδή σε αυτές διακυβεύονται περισσότερα. Σε απόλυτους αριθμούς, πάνω από 60 εκατομμύρια Αμερικανοί καλύπτονται πλέον από τέτοιες υποχρεώσεις διαβούλευσης.
Με την πάροδο των ετών τώρα, πολλοί εναγόμενοι αλλά και το κοινωνικό σύνολο, διαπίστωσαν πως η διαβούλευση εξελίχθηκε τελικά σε ένα μέσον εκμετάλλευσης τους, εκ μέρους κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων – όσον αφορά καταχρηστικούς όρους σε πιστωτικές κάρτες, εργατικά συμβόλαια κλπ (πηγή).
Στη συνέχεια όμως η κοινωνία αντέδρασε, οπότε οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την υποχρεωτική διαβούλευση, όσο και αν το ήθελαν – ενώ μία από τις πρώτες επιχειρήσεις που παραιτήθηκαν από ανάλογες συμβάσεις ήταν η Google το 2018.
Το γεγονός αυτό βοήθησε να αλλάξει η νομοθεσία, με την πρόσφατη υιοθεσία μίας διάταξης με την ονομασία «Διάταξη Κατάργησης της Αδικίας της Υποχρεωτικής Διαβούλευσης» – η οποία δεν αφορά μόνο εργατικά θέματα αλλά επί πλέον θέματα καταναλωτών, ανταγωνισμού και εμπορικών συγκρούσεων (πηγή).
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η κατάθεση ενός τέτοιου νομοσχεδίου στην Ελλάδα, όταν έχει δοκιμασθεί ήδη στο εξωτερικό και έχει αποτύχει παταγωδώς, είναι το λιγότερο απαράδεκτη. Είναι βέβαια κατανοητό πως τα εγχώρια και διεθνή επιχειρηματικά συμφέροντα που υπηρετεί δουλικά η σημερινή κυβέρνηση το επιθυμούν, προκειμένου να εξαθλιώσουν ακόμη περισσότερο τους Έλληνες στην αποικία χρέους τους, το Σύνταγμα της οποίας καταπατούν συνεχώς με τα μνημόνια που έχουν επιβάλλει, αλλά κάπου υπάρχουν όρια.
Συνεχίζοντας, για να δει κανείς που κατευθύνεται η χώρα μας, θα παραθέσω ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία από τις Η.Π.Α. Εν προκειμένω, σύμφωνα με μια έκθεση του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής του 2015 (“EPI”), οι εργαζόμενοι είναι πιθανότερο να χάσουν σε μία αναγκαστική διαδικασία διαιτησίας, παρά σε ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο.
Αναλυτικότερα, κερδίζουν το 21% των περιπτώσεων σε μία αναγκαστική διαιτησία, έναντι 36,4% στο ομοσπονδιακό δικαστήριο και 57% στα κρατικά δικαστήρια των Πολιτειών. Η μέση αποζημίωση που επιδικάζεται σε υποχρεωτική διαιτησία είναι μόνο το 28% εκείνης στα ομοσπονδιακά δικαστήρια και το 19% σε κρατικά δικαστήρια. Εκτιμάται δε ότι μόνο 1 στους 32.000 υπαλλήλους που υπόκεινται σε υποχρεωτική διαιτησία υποβάλλει τελικά αγωγή ή μήνυση, κάτω από αυτά τα δεδομένα.
Ο χαμηλός αριθμός υποθέσεων διαιτησίας αποδίδεται στο χαμηλό ποσοστό επιτυχίας και στις χαμηλότερες αποζημιώσεις που επιδικάζονται – γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει τη δυνητική αμοιβή των δικηγόρων, οπότε τους αποθαρρύνει να αναλάβουν τέτοιες υποθέσεις. Κατά το αμερικανικό ερευνητικό ινστιτούτο τα εξής:
“Τα ευρήματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι, οι εργοδότες που υιοθετούν την υποχρεωτική διαιτησία για το προσωπικό τους, κατάφεραν να εξασφαλίσουν έναν μηχανισμό που μειώνει ουσιαστικά την πιθανότητα να υποστούν ζημίες λόγω παραβιάσεων του εργατικού δικαίου, σε πολύ χαμηλά επίπεδα”.
Πρόκειται λοιπόν για ένα ύπουλο ιδιωτικό σύστημα δικαιοσύνης ή για την ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης σε μεγάλο βαθμό – ειδικά μέσω της χρησιμοποίησης των διαμεσολαβητών που στις Η.Π.Α. είναι δικηγόροι και όχι ο οποιοσδήποτε, όπως θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση με το σημερινό νομοσχέδιο.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, οι διαμεσολαβητές εξαρτώνται συνήθως από τις μεγάλες επιχειρήσεις – οπότε υπηρετούν συνήθως τα δικά τους συμφέροντα. Για παράδειγμα, μία τράπεζα που μηνύει δανειολήπτες – όπου στην Ελλάδα υπάρχουν 4 μόνο μεγάλες τράπεζες και χιλιάδες δανειολήπτες. Ακόμη και αν είναι λοιπόν τυχαία η επιλογή του διαμεσολαβητή, αν κάποιος δεν αρέσει στις τέσσερις τράπεζες δεν θα επιλέγεται – οπότε θα κάνει ότι μπορεί για να τους αρέσει, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τους δανειολήπτες εάν όχι παγιδεύοντας τους.
Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία μπορεί να αποσυμφορήσει πράγματι τα δικαστήρια, καθώς επίσης να μειώσει το κόστος του επιχειρείν – το όφελος όμως αυτό μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ για την κοινωνία. Οι κυριότερες επιφυλάξεις μας πάντως είναι οι εξής:
(α) Στο άρθρο 3 που αναφέρεται στη φύση των διαφορών που μπορούν να υπαχθούν στο θεσμό – οι οποίες είναι αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Θα προτείναμε εδώ τουλάχιστον τη σταδιακή εφαρμογή, σε ένα είδος υποθέσεων – για παράδειγμα μόνο σε οικογενειακά θέματα.
(β) Στο άρθρο 6.1.γ, όπου γίνεται αναφορά στην υπαγωγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης. Θα προτείναμε να προστεθεί ότι, η υπογραφή των συμβάσεων που οδηγούνται σε διαβούλευση είναι εθελοντική και ότι δεν υπάρχει καταναγκασμός.
(γ) Στο άρθρο 5.5 ως προς την εμπιστευτικότητα που θα προτείναμε να αποφευχθεί.
(δ) Στο άρθρο 12, όπου γίνεται αναφορά στα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα των διαμεσολαβητών. Προτείνουμε να είναι ενεργός δικηγόρος, όπως στις Η.Π.Α. – ενώ με τόση ανεργία στον κλάδο θα προτιμούσαμε να μην κάνουμε τα πράγματα χειρότερα για τους δικηγόρους.
https://www.youtube.com/watch?v=kQIThujnO4U&feature=emb_logo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου