Χριστιανική Αλήθεια και Περεννιαλισμός γ
του Luigi Copertino
του Luigi Copertino
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΣΙΛΒΑΝΟ ΠΑΝΟΥΝΤΣΙΟ (SILVANO PANUNZIO)
Η έλλειψη προσοχής στη διάκριση μεταξύ καθαρής γνώσης και νόθας γνώσης οδήγησε σημαντικούς στοχαστές και ευσεβείς, άξιους χριστιανούς στο να υποπέσουν, κάποιες φορές, σε σφάλματα. Κατά τους πατερικούς αιώνες, συνέβη ακόμα και στον Ωριγένη, εξαιτίας της διδασκαλίας του – που έχει φανερή αλλά μη εξαγνισμένη πλατωνική προέλευση – περί προΰπαρξης των ψυχών, η οποία προϋποθέτει έμμεσα τη σύλληψη της κατακερματισμένης πτώσης του Πνεύματος μέσα στην ύλη.
Σε πιο πρόσφατους καιρούς, συνέβη, για παράδειγμα, στον Σιλβάνο Πανούντσιο, όταν, σε κάποια σημεία των έργων του, υποκύπτει φανερά στην γνωστικιστική ιδέα της υποτίμησης της δημιουργίας, ως “οντολογικής πτώσης” του Πνεύματος στην ύλη (4).
Η υποχώρηση του Silvano Panunzio διαφαίνεται, για παράδειγμα, εκεί όπου, ειρωνευόμενος την «παιδικότητα» της γραμματικής ερμηνείας της Γένεσης, γράφει:
«Όλος ο ιερός μας λόγος ξεκινά από την ιστορία (ή σαπουνόπερα;) της πτώσης του Αδάμ εξαιτίας της παγίδας του φιδιού και του μήλου που προσφέρθηκε στη δεσποινίδα Εύα – που ακόμη δεν ήταν κυρία!
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, κι αν συνέβησαν πριν από έξι χιλιάδες χρόνια... (θα) είχαμε κάθε λόγο να χαμογελάσουμε.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αναδιατάξουμε το ζήτημα υπό το φως του Καθολικού Συμβολισμού και της Μεταφυσικής της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Τι εννοείται με το “Αδάμ”; Ο Καθολικός Άνθρωπος, δηλαδή η πιο πλήρης προβολή του Θεού πέρα από το φυσικό σύμπαν. Αυτή η Εκδήλωση του Είναι, καθώς εξελίσσεται μέσα στον Κόσμο, θα φτάσει πρώτα στο να διχοτομηθεί στην Εύα (τη “Ζωή”) και έπειτα στο να πολλαπλασιαστεί σε ολοένα και μειούμενους τρόπους ύπαρξης.
Το Φίδι συμβολίζει ακριβώς, με τη σπείρα του, την καθοδική κοσμική εξέλιξη.
Και το μήλο; Το ραβινικό νοησιαρχικό σύστημα το εξηγεί: Το μήλο είναι στρογγυλό σαν τη Γη· το μήλο, επομένως, είναι η Γη που προσφέρεται στην Εύα, η οποία θα την προτιμήσει από τον Ουρανό, απ’ όπου κατάγεται ο Αδάμ.
Τα υπόλοιπα είναι σαφή και γνωστά. Όμως όλη η διαδικασία εκτυλίχθηκε σε δισεκατομμύρια χρόνια» (5).
Ωστόσο, η Γένεση δεν μιλά καθόλου για “μήλο”, αλλά για τον “καρπό του Δέντρου της Γνώσεως”. Η ταύτιση αυτού του καρπού με ένα μήλο είναι μεταγενέστερη προσθήκη.
Ο καρπός – αυτό ξέχασε ο Σιλβάνο Πανούντσιο – στο μέτρο που προσφέρεται ως πρόσκληση για την ανακάλυψη της υποτιθέμενης “αυτοθεότητας” («ἔσεσθε ὡς θεοί»), συμβολίζει τη νόθα γνώση, την οποία προσφέρει στη γυναίκα ο Όφις, ο Ουροβόρος, και η οποία αποτελεί την καταστροφή της ανθρωπότητας.
Ο Πανούντσιο, αντίθετα, υιοθετώντας την ερμηνεία της καθοδικής εξέλιξης του Αδάμ Καδμόν νοούμενου ως πρωταρχικής Ενότητας που εκπίπτει και κατακερματίζεται στις σπείρες του όφεως μέσω της Εύας/Ζωής, ανοίγει απερίσκεπτα και χωρίς να το αντιληφθεί στην ερμηνεία που προωθείται – ενάντια στην Αποκάλυψη – από τη νόθα γνώση, της οποίας πατέρας είναι ο Φονιάς της πρωταρχικής Πτώσης.
ΕΛΕΝΑ ΠΕΤΡΟΒΝΑ ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΙ
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια ερμηνεία, την οποία υιοθέτησε απρόσεκτα ο Σιλβάνο Πανούντσιο, την προωθεί η Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκι, περιπλανώμενη με αμφίβολα μεντιουμιστικά χαρίσματα, η οποία τον 19ο αιώνα ίδρυσε τη Θεοσοφική Εταιρεία, έναν εσωτεριστικό και μασονικό οργανισμό που αποτελεί το κεντρικό σπίτι του σύγχρονου νεο-πνευματισμού.
Η ρίζα της θεοσοφίας του 19ου αιώνα είναι σαφώς γνωστική, παρά τις διακρίσεις – ήδη από τον όρο “θεοσοφισμός” – που επιχείρησε να εισαγάγει ο René Guénon, ο οποίος, ακριβώς επειδή αντιλήφθηκε τη συγγένεια, στην προσπάθειά του να την αρνηθεί, καταδίκαζε τη θεοσοφία ως ψευδή και ξένη προς τον “αληθινό εσωτερισμό”.
Η βιβλική ερμηνεία που προτείνει η Μπλαβάτσκι παραπέμπει φανερά στις παλιές θέσεις της αντιχριστιανικής γνώσης, και αυτό είναι απολύτως εμφανές σε διάφορα αποσπάσματα του κυριότερου έργου της, του “Αποκεκαλυμμένη Ίσιδα”, όπως το ακόλουθο, το οποίο ο καλός Σιλβάνο Πανουντσιο θα όφειλε να είχε στοχαστεί καλύτερα, για να μπορέσει να διακρίνει το σιτάρι από το ζιζάνιο:
«Στην “πτώση του Αδάμ” – γράφει – δεν πρέπει να δούμε την προσωπική παράβαση του ανθρώπου, αλλά απλώς τον νόμο της δυαδικής εξέλιξης.
Ο Αδάμ, ή ο “Άνθρωπος”, αρχίζει την πορεία της ύπαρξής του κατοικώντας στον κήπο της Εδέμ, “ντυμένος με τον ουράνιο χιτώνα που είναι ένδυμα φωτός ουράνιου”.
Όταν όμως εκδιώκεται, “ντύνεται” από τον Θεό, δηλαδή από τον αιώνιο νόμο της εξέλιξης ή της αναγκαιότητας, με ένδυμα από δέρμα.
Ωστόσο, ακόμη και πάνω σε αυτή τη γη της υλικής παρακμής, όπου η θεία σπίθα (ψυχή, αστραπή του Πνεύματος) έπρεπε να αρχίσει την φυσική της πρόοδο μέσα από μια σειρά φυλακίσεων, από την πέτρα ως το ανθρώπινο σώμα, αν μόνο ασκήσει τη θέλησή του και επικαλεστεί τη θεότητά του σε βοήθεια, ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τη δύναμη των αγγέλων» (6).
Η εωσφορική μάσκα της “Μυστικής Διδασκαλίας” της Μπλαβάτσκι πέφτει, ωστόσο, ακριβώς σε σχέση με την συμβολική ερμηνεία που εκείνη δίνει για το νόημα και τον ρόλο του βιβλικού Όφεως, και την οποία – από την πλευρά του – ένας άξιος καθολικός, αφοσιωμένος στη μελέτη της συγκριτικής μυστικής θεολογίας, όπως ο Σιλβάνο Πανούντσιο, στο παραπάνω απόσπασμα δείχνει να μην έχει καθόλου κατανοήσει, στο σημείο όπου αυτή έχει κάτι βαθιά ανησυχητικό. Σύμφωνα με τη Μπλαβάτσκι, πράγματι, μέσα στην ιστορία του πνεύματος, ο μόνος άξιος δόξας θα ήταν:
«[…] ο Όφις της Γένεσης […] ο αληθινός Δημιουργός και ευεργέτης, ο πατέρας της πνευματικής ανθρωπότητας […] ο “Πρόδρομος του Φωτός”, ο λαμπρός και ακτινοβόλος Λούσιφερ, που άνοιξε τα μάτια στο “αυτόματο” που υποτίθεται πως δημιούργησε ο Ιεχωβά» ώστε «ο Σατανάς να είναι ο Θεός του πλανήτη μας».
Σε αυτόν τον «θεό» της, η Μπλαβάτσκι αφιέρωσε, τον Σεπτέμβριο του 1877, ένα μηνιαίο περιοδικό με τον τίτλο – όχι τυχαία – Lucifer.
Η Μπλαβάτσκι, βεβαίως, δεν εφηύρε τίποτε. Σύμφωνα με ένα αρχαίο και επαναλαμβανόμενο γνωστικό μοτίβο, ο εωσφόρος θα ήταν ο “καλός θεός” που εκθρονίστηκε από τον ουρανό από τον κακό Ιεχωβά, ο οποίος, κατά συνέπεια – όπως ήδη υποστήριζε ο Μαρκίων – δεν είναι ο Πατέρας του Χριστού, αλλά ο Εχθρός του Ανθρώπου. Ο Ιεχωβά, εδώ νοούμενος ως ο “δημιουργός” του Πλάτωνα, θα είχε πονηρά φυλακίσει τον Αδάμ Καδμόν, δηλαδή τον Καθολικό Άνθρωπο, μέσα στη κρυστάλλωση της Υλικής Εκδήλωσης, προκαλώντας έτσι την οντολογική πτώση του Πνεύματος μέσα στην ακάθαρτη ύλη.
Η γνωστική θεοσοφία της Ρωσίδας μέντιουμ, απορρίπτοντας τα καθολικά δόγματα, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι επιτρέπει σε κάθε άτομο την κατανόηση του “εσωτερικού του θεού”. Τα έργα της Μπλαβάτσκι είναι διαποτισμένα από έναν βαθύ αντιχριστιανισμό, με σαφείς εωσφορικές αποχρώσεις. Στο ήδη αναφερθέν έργο της «Η Ίσιδα Αποκεκαλυμμένη», για παράδειγμα, αρνείται τον Θεό ως Πρόσωπο, καθώς ο μόνος αληθινός Θεός είναι μονάχα εκείνος που καθένας έχει μέσα του, εκ φύσεως – :
«… ο Θεός κάθε εξωτερικής θρησκείας, συμπεριλαμβανομένου του χριστιανισμού, παρά τις αξιώσεις του περί μυστηρίου, είναι ένα είδωλο, μια φαντασία, και δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο. […] Πού βρίσκεται λοιπόν το αληθινό, πραγματικό μυστικό για το οποίο μιλούν τόσο οι ερμητικοί; […] το υποκείμενο της ερμητικής τέχνης είναι ο άνθρωπος, και το αντικείμενο της τέχνης είναι η τελείωση του ανθρώπου».
Από αυτή την Απρόσωπη Θεία Ουσία τα πάντα προκύπτουν μέσω ενός εκπορευτισμού, ρυθμισμένου από την εκτύλιξη της διπλής αρχής, δηλαδή την ένωση των εσώτερων αντιθέτων, νοούμενων ως διάσπαση της πρωταρχικής ενότητας, άμορφης και ακαθόριστης.
Αυτό προϋποθέτει ότι το Πνεύμα, στην κοσμική του εξέλιξη, πρέπει να διαβεί τη δοκιμασία της φυλάκισης στην καταραμένη ύλη:
«Το Αστρικό Φως, ή ψυχή του κόσμου, – γράφει και πάλι η Μπλαβάτσκι – είναι διπλό και αμφισεξουαλικό.
Το αρσενικό του μέρος είναι καθαρά θείο και πνευματικό: είναι η Σοφία·
ενώ το θηλυκό του μέρος (spiritus των Ναζωραίων) ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μολυσμένο από ύλη και συνεπώς ήδη κακό.
Είναι η ζωτική αρχή κάθε δημιουργήματος […]; σύμφωνα με το καβαλιστικό αξίωμα:
μια πέτρα γίνεται φυτό· ένα φυτό γίνεται ζώο· ένα ζώο γίνεται άνθρωπος· ένας άνθρωπος γίνεται πνεύμα· και ένα πνεύμα γίνεται θεός».
Ο άνθρωπος βρίσκεται σε εξορία μέσα στη γήινη φυλακή και πρέπει να ελευθερώσει τη “θεία σπίθα” που κρύβεται μέσα του.
Μέσα σε αυτή την προοπτική:
«Το σώμα είναι ο τάφος, η φυλακή της ψυχής, και πολλοί χριστιανοί πατέρες πίστευαν, μαζί με τον Πλάτωνα, ότι η ψυχή τιμωρείται μέσω της ένωσής της με το σώμα».
Μια διατύπωση αυτή τελείως αβάσιμη σε σχέση με τη διδασκαλία των Πατέρων, η οποία αποδεικνύει την μεγάλη άγνοια της Μπλαβάτσκι για τον Χριστιανισμό.
Πράγματι, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας, στη συνάντηση/αντιπαράθεσή τους με τον πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό, ήταν ακριβώς η απόρριψη της αρνητικής θεώρησης του σώματος από την πατερική παράδοση.
Για την Μπλαβάτσκι, αφού ο άνθρωπος είναι “θεός” εκ φύσεως, δεν μπορεί να υπάρχει “προπατορικό αμάρτημα”, και άρα το χωρίο της Γένεσης που ασχολείται με το θέμα αυτό πρέπει να εννοηθεί ως πτώση του πνευματικού στοιχείου, το οποίο αναγκάζεται να ντυθεί την ύλη.
Ο άνθρωπος, επομένως, δεν χρειάζεται να επικαλεστεί τη βοήθεια κάποιου εξωτερικού Θεού, δεν έχει ανάγκη της Χάριτος, αλλά οφείλει μόνο να “καλέσει σε βοήθεια” τη θεότητα που ήδη υπάρχει εντός του, μέσω της θέλησης, μέσω του ξυπνήματος αυτής της αυτο-θεότητας.
Στη θεοσοφία του 19ου αιώνα, η αληθινή προσευχή του μύστη είναι το «Εγώ είμαι ο Θεός», που αντηχεί το βενταντικό “Εκείνο είσαι εσύ” (tat tvam asi).
Μιμούμενη το βιβλικό “Εγώ Είμαι Εκείνος που Είμαι” (Έξ. 3,14) και τον συνακόλουθο Ιησού του “Εγώ Είμαι” (Ιω. 8,58), η Μπλαβάτσκι γράφει:
«Ο πρώτος μύστης … αναγνώρισε τον Θεό του και ένιωσε μέσα του το Μεγάλο Ον.
Ο “Άτμαν”, το Εγώ, ο Παντοδύναμος Κύριος και Προστάτης, από τη στιγμή που ο άνθρωπος τον γνώρισε ως “Εγώ Είμαι” – το “Ego sum”, το “Ahmi” –
αποκάλυψε την πλήρη δύναμή του σε εκείνον που μπορούσε να αναγνωρίσει τη “μικρή, σιωπηλή φωνή”».
Για τη Ρωσίδα θεόσοφο, πράγματι, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας ανάμεσα σε πολλούς διδασκάλους, που βρισκόταν τότε σε ανταγωνισμό με τον Σίμωνα τον Μάγο, τον γνωστικό.
Ακόμη περισσότερο, για τη Μπλαβάτσκι, ο Διάβολος είναι η άλλη όψη του Χριστού:
«… χωρίς τον Διάβολο δεν υπάρχει Χριστός. (…)
Μεταξύ τους υπάρχει ένας μυστηριώδης δεσμός, ίσως στενότερος απ’ όσο πιστεύεται,
έως το σημείο να φτάνουν στην ταύτιση.
Αν ενώσουμε τους μυθικούς Υιούς του Θεού, όλους θεωρούμενους ως “πρωτότοκους”,
βλέπουμε ότι αλληλοσυμπληρώνονται συγχωνευόμενοι μέσα σε αυτό τον διπλό χαρακτήρα. Ο Αδάμ Καδμόν διαχωρίζεται από τη συλληπτική πνευματική σοφία για να περάσει στη δημιουργική σοφία που εξελίσσει την ύλη.
Ο Αδάμ που πλάστηκε από χώμα είναι ταυτόχρονα Υιός του Θεού και Σατανάς […],
ο Σατανάς της Παλαιάς Διαθήκης, ο Διάβολος των Ευαγγελίων και των Αποστολικών Επιστολών δεν ήταν παρά η ανταγωνιστική αρχή της ύλης, αναγκαστικά **παρούσα μέσα σε αυτήν…». Ο γνωστικισμός της Μπλαβάτσκι μεταδίδει προχριστιανικές δοξασίες, επειδή – κατά την ίδια –:
«Οι Γνωστικοί ήταν οι πρώτοι χριστιανοί με κάτι που να μοιάζει με κανονικό θεολογικό σύστημα, και είναι υπερβολικά προφανές ότι ο Ιησούς προσαρμόστηκε ως Χριστός στη θεολογία τους, και ότι η θεολογία τους δεν αναπτύχθηκε πάνω στους λόγους και στα έργα του Ιησού. […] Στα μάτια τους το φίδι ήταν ο Λόγος, ο Χριστός, η Ενσάρκωση της Θείας Σοφίας, μέσω του Πατέρα Έννοια (Ennoia) και της Μητέρας Σοφίας (Sophia).
Ο Λόγος θριαμβεύει άλλη μια φορά επάνω στον μεγάλο Δράκο·
ανασταίνεται, τον σκοτώνει με τη σειρά του και γίνεται ο κυρίαρχός του.
[…] Και τώρα που έχουμε δείξει αυτή την ταυτότητα ανάμεσα στον Μιχαήλ και τον Σατανά, και ανάμεσα στους Σωτήρες και τους Δράκους άλλων λαών,
δεν είναι άραγε προφανές ότι όλοι αυτοί οι φιλοσοφικοί μύθοι είχαν την καταγωγή τους στην Ινδία, το παγκόσμιο φυτώριο του μεταφυσικού μυστικισμού;»
Πέρα από την Ίσιδα Αποκεκαλυμμένη, είναι στο έργο της Η Μυστική Διδασκαλία που η Μπλαβάτσκι επανέρχεται για να επαναβεβαιώσει τη φθαρτή σύλληψη του Είναι, ως εκπόρευση-επανεξέλιξη του Κόσμου.
Η θεόσοφος ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε ένα μυθικό βιβλίο, το Βιβλίο του Τζυάν (Dzyan), ένα υποτιθέμενο πανάρχαιο θιβετιανό χειρόγραφο, σύμφωνα με το οποίο:
η εξέλιξη του Σύμπαντος και της ανθρωπότητας ταυτίζεται με την κοσμογένεση του κόσμου και του ανθρώπου,
μέχρι την καταστροφή της Ατλαντίδας,
και από εκείνο το μυθικό γεγονός ως τη νέα εμφάνιση της θεοσοφίας στον σύγχρονο κόσμο,
ενόψει της επερχόμενης Νέας Εποχής, δηλαδή του Νέου Κύκλου εξέλιξης της Εκδήλωσης.
Η Μυστική Διδασκαλία, που περιλαμβάνει και δοξασία περί μετενσάρκωσης, παρουσιάζει ένα επταδικό εκπορευτιστικό σύστημα του σύμπαντος,
ρυθμισμένο σε:
επτά κατιούσες βαθμίδες υλοποίησης, και
επτά ανιούσες βαθμίδες επιστροφής,
που αντιστοιχούν σε επτά αστρικά σώματα:
sthula-sarira (το φυσικό σώμα),
linga-sarira (το αστρικό σώμα),
prana (η πνοή της ζωής ή νοητικό σώμα),
kama (η επιθυμία ή συναισθηματικό σώμα),
manas (ο νους),
buddhy (το παγκόσμιο πνεύμα),
atman (το κοσμικό και θείο Εγώ/Είναι).
Για να βοηθήσουν τον άνθρωπο σε αυτή τη διαδρομή επανένταξης, υπάρχουν οι λεγόμενοι Μυστικοί Διδάσκαλοι (mahatma): τέλεια όντα, προικισμένα με μεγάλη σοφία και μυστικιστική δύναμη, που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη του ύψιστου επιπέδου εξέλιξης.
Αυτοί οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι είναι οι φωτισμένοι, συγκροτημένοι σε Πλανητική Ιεραρχία, γνωστή και ως: Κέντρο των Διδασκάλων της Σοφίας ή Μεγάλη Λευκή Στοά (Grande Loggia Bianca).
Η Μπλαβάτσκι ασκούσε μεντιουμιστικές τελετές και συχνά έπεφτε σε καταστάσεις ασυνείδητου τρανς, ξυπνώντας από τις οποίες έγραφε τα βιβλία της, δηλώνοντας ότι της είχαν υπαγορευθεί από Άγνωστους Ανώτερους.
Στο τελευταίο της έργο, Η Φωνή της Σιωπής, η απαισιόδοξη κοσμοαντίληψη εκφράζεται ρητά ακριβώς στο σημείο όπου σκοπεύει να δείξει στους μαθητές της τον δρόμο για να ξεκινήσουν την εσωτερική διαδρομή:
«Αυτή η γη, Ω Μαθητή, είναι η Αίθουσα του Πόνου. […]
Εγκατάλειψε τη ζωή σου, αν θέλεις να ζήσεις. […]
Μη θελήσεις, “εσύ που γεννήθηκες στον Παράδεισο”, να συγχωνευτείς με το πέλαγος της Μάγια, χωρισμένος από τον Συμπαντικό Πατέρα (την Ψυχή) […]
Θα πρέπει να ακούσεις τη φωνή του εσωτερικού σου Θεού (του Ύψιστου Εγώ) […].
Πριν η Μυστική Δύναμη σε κάνει θεό […]
Κοίτα! Έγινες το Φως, έγινες ο Ήχος, είσαι ο Διδάσκαλος και ο Θεός σου».
Το μίσος της Μπλαβάτσκι για τον βιβλικό Θεό την οδηγεί στο να αποκλείσει τη ιουδαιο-χριστιανική θρησκεία από την «μία και μοναδική αλήθεια, η οποία βρίσκει έκφραση σε όλες τις διαφορετικές θρησκείες».
Ο αληθινός θεόσοφος, πράγματι, περιφρονεί την ιδέα ενός “Προσωπικού Θεού, εξωκοσμικού…”, ο οποίος τελικά δεν θα ήταν παρά η τεράστια σκιά του ανθρώπου….
Η χριστιανική Εκκλησία, καταργώντας τον Σατανά, θα είχε καταραστεί τον αληθινό Θεό και τη Σοφία του, που αποκαλύπτεται μέσα από τη δυαδικότητα της Εκδήλωσης – Φως και Σκοτάδι, Καλό και Κακό, Άρρεν και Θήλυ – ως σημάδι της Απρόσωπης Ενότητας από την οποία όλα προέρχονται και στην οποία όλα, στο τέλος του κοσμικού κύκλου, πρέπει να επιστρέψουν, για να διαλυθούν στο Τίποτα ενός απόλυτου και αδιαφοροποίητου αποφατισμού.
Η θεοσοφία αποκαλύπτεται τελικά ως μια διδασκαλία που θεμελιώνει την ύπαρξη ενός Υπερ-Θεού, ο οποίος συμπεριλαμβάνει μέσα σε μια ανώτερη ενότητα τα πολωμένα ζεύγη των “διπλών αντιθέτων” – το καλό και το κακό, το αληθινό και το ψεύτικο, την πραγματικότητα και το μηδέν – φτάνοντας στο σημείο να περιλάβει ακόμη και τον Θεό και τον Σατανά, νοούμενους ως μανιχαϊστικά αντίθετα.
Η γνώση αυτού του Υπερ-Θεού θα ήταν εκείνη που επιτρέπει την αυτο-θεοποίηση του ανθρώπου, σύμφωνα με την πρωταρχική υπόσχεση του βιβλικού Λούσιφερ – δηλαδή του «φορέα του φωτός» – στη Γένεση.
Η Μπλαβάτσκι επέλεξε, με ιδιαίτερη σημασία, ως σύμβολο για τη Θεοσοφική Εταιρεία το φίδι Ουροβόρο, στεφανωμένο με κορώνα, ο οποίος περιβάλλει τη Σφραγίδα του Σολομώντα, τοποθετημένη στο κέντρο, με σβάστικα σε υποδεέστερη θέση κάτω από την κορώνα και εγκιβωτισμένη σε μαγικό κύκλο.
Ένα σύμβολο που αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τις εσωτερικές ρίζες – πλέον ευρέως ερευνημένες από ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες – του ναζισμού, καθώς και για τις μυστικές του διασυνδέσεις, οι οποίες έχουν ερευνηθεί πολύ λιγότερο, με τον γνωστικό εσωτερισμό ορισμένων αμφίβολων ρευμάτων του εβραϊκού καμπαλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
4) Ο Σιλβάνο Πανούντσιο είναι πολύ ενδιαφέρων συγγραφέας. Έγραψε έναν «Κύκλο διδασκαλίας του Πνεύματος» σε διάφορους τόμους, μεταξύ των οποίων ορισμένοι είναι πραγματικά κεφαλαιώδεις, όπως:
Το Ορατό και το Αόρατο στον Χριστιανισμό – Μεταφυσική του Συμβόλου της Πίστεως, Ιωάννειος Χριστιανισμός, Η Επαναστατική Συντήρηση, Γη και Ουρανός – Από τον κόσμο μας στους ανώτερους κόσμους, Πολύ Κοντά στον Θεό – Σύνοψη της Αγιότητας.
Ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων «χριστιανών γνωστικών» και επιχείρησε να συνταιριάξει τη βενταντική σκέψη του Ρενέ Γκενόν με τη χριστιανική πίστη, υπό το φως της αιώνιας φιλοσοφίας (Philosophia perennis). Κατά τη γνώμη μας, δεν κατόρθωσε πάντα να επιτύχει τον σκοπό του, και υπέπεσε σε διάφορα σημεία σε έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στην αληθινή παραδοσιακή γνώση και εκείνη την αμφίβολη των αντιβιβλικών γνωστικών ρευμάτων. Ωστόσο, επισημαίνοντας χωρίς πολεμική διάθεση και με χριστιανικό αδελφικό πνεύμα ό,τι δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί με τη Θεία Αποκάλυψη, κάθε συγγραφέας πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά και από τη σκέψη του να κρατείται ό,τι είναι καλό. Τα έργα του Πανούντσιο είναι πολύ σημαντικά για μια προσέγγιση της Αποκάλυψης που να υπερβαίνει ορισμένες “αντικειμενοποιητικές” αγκυλώσεις της θεολογίας εκείνης που νομίζει ότι μπορεί να κάνει χωρίς τη μυστική εμπειρία. Ωστόσο, του έδωσε υπερβολική βαρύτητα σε συγγραφείς όπως ο Ρενέ Γκενόν, ξεχνώντας, για παράδειγμα, την «περιφρόνηση» του Γκενόν για τη μυστική εμπειρία, την οποία αντιπαραθέτει στην μύηση, όπως και για την πίστη, την οποία αντιλαμβάνεται ως λαϊκή ευσεβιστική εκδήλωση, καθώς και τη μείωση σε απλό συμβολισμό των ιστορικών πραγματικοτήτων που αποτελούν τον ιστό της βιβλικής Αποκάλυψης. Αυτό ειπωθέντος, τα έργα του Πανούντσιο πρέπει να διαβάζονται τοποθετώντας τον εαυτό μας μέσα στην «ορθή» χριστιανική προοπτική, η οποία ζητεί με προσευχή το Μεταφυσικό Φως από τον Κύριο, και δεν αξιώνει να το οικοδομήσει ή να το οικειοποιηθεί από μόνη της. Ο Σιλβάνο Πανούντσιο – με τις απαραίτητες «διορθώσεις» που αναφέρθηκαν παραπάνω – τοποθετήθηκε συνολικά μέσα σε αυτή τη σωστή εσωτερική διάθεση, η οποία τον οδηγούσε επίσης σε έναν «πνευματικό οικουμενισμό», πολύ μακρινό από τις σύγχρονες οικουμενιστικές μόδες αδιάφορου χαρακτήρα και σαφώς διαφορετικό, ακόμη και εντός της προοπτικής της Philosophia perennis, από την αμφίβολη “υπέρβαση της ενότητας των θρησκειών” του Schuon. Διότι, για τον Πανούντσιο – και σε αυτό σύμφωνος με την καλύτερη Πατερική Παράδοση, από την οποία αντλεί τη διδασκαλία περί των “semina Verbi” (σπερμάτων του Λόγου) –, η υπερβατική Ενότητα, η οποία βρίσκεται στην αρχή, δεν είναι ένα ακαθόριστο “Αρχέτυπο”, απέναντι στο οποίο και ο Χριστιανισμός τίθεται απλώς ως ένας ακόμα ακτινωτός δρόμος προς το Κέντρο του τροχού, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός, «δι’ οὗ και εἰς ὃν ἐγένετο ὁ κόσμος», ο οποίος – κατά τον Ιωάννη – είναι ο Λόγος ο αρχικός, ο οποίος ήταν πλησίον του Θεού, επειδή είναι Θεός. Ο Σιλβάνο Πανούντσιο είχε βαθείς πνευματικούς διαλόγους με τον Άγιο Πίο από την Πιετραλτσίνια. Σύμφωνα με τον Πανούντσιο, ο μοναχός του Γκαργκάνο έχει κληθεί, στους καιρούς μας, σε έναν κρίσιμο ρόλο μέσα στο εν εξελίξει εσχατολογικό σχέδιο. Σήμερα, ο Σιλβάνο Πανούντσιο βρίσκεται μέσα στο Φως του Κυρίου, αλλά προς αυτόν κατευθύνεται η ευγνωμοσύνη για όσα έκανε — παρά ορισμένες, αν και οδυνηρές, «παρανοήσεις» — για να δείξει τους δρόμους που οδηγούν στην Πνευματική Παράδοση, δηλαδή στον Ενσαρκωμένο Λόγο.
Ο συντάκτης αυτού του κειμένου έχει μια προσωπική ανάμνηση του Σιλβάνο Πανούντσιο, αν και δεν τον γνώρισε ποτέ προσωπικά. Ήταν γιος του Σέρτζιο Πανούντσιο, ενός εκ των σημαντικότερων φιλοσόφων του επαναστατικού συνδικαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, αργότερα καθηγητής και κοσμήτορας του Πανεπιστημίου της Περούτζια. Ο Σέρτζιο Πανούντσιο ήταν ένας από τους πιο πιστούς συντρόφους του Μουσολίνι — τόσο του σοσιαλιστή όσο και του φασίστα Μουσολίνι. Παρά τη φιλία αυτή που ποτέ δεν απαρνήθηκε, ο Σέρτζιο Πανούντσιο δεν δίστασε, το 1937, να μεταβεί προσωπικά στον Μουσολίνι για να του καταγγείλει τις υπό εκπόνηση φυλετικές νόμους και τον δουλοπρεπή του ρόλο απέναντι στον Χίτλερ, προειδοποιώντας τον για το πόσο αυτοί οι επαίσχυντοι νόμοι θα έπλητταν την ελίτ των “παλαιών του συντρόφων”, πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι, καθώς και εξέχοντες λόγιοι πιστοί στο καθεστώς, όπως ο φιλόσοφος του δικαίου Τζόρτζιο Ντελ Βέκκιο. Η πορεία σκέψης του Πανούντσιο πατέρα οδήγησε τον φιλόσοφο από τη Μόλφετα – καταγόταν από την Απουλία – από τον αρχικό επαναστατικό συνδικαλισμό προς τον εθνικό συνδικαλισμό, σε σαφή αντίθεση με τις αναρχικές τάσεις του αρχικού ρεύματος. Ο Πανούντσιο πατέρας δεν έβλεπε τον συνδικαλισμό ως αντίπαλο του Κράτους, αλλά ως τον οργανικό ιστό του σύγχρονου Κράτους. Η κατάληξη στον εθνικό συνδικαλισμό τον προσέγγισε στον κορπορατισμό και, μέσα από αυτή την οδό, στον Καθολικισμό, παρότι ξεκίνησε από θετικιστική αφετηρία ακολουθώντας τον κοινωνιολογικό οργανικισμό του Ογκύστ Κοντ και του Κλωντ-Ανρί ντε Ρουβρέ, κόμη του Σαιν-Σιμόν. Ο συντάκτης αυτού του κειμένου, έχοντας αποφοιτήσει το 1989 με πτυχιακή εργασία στη φιλοσοφία του δικαίου με τίτλο «Το κοινωνικό δίκαιο στον Léon Duguit» — έναν συνδικαλιστή στοχαστή εμπνευσμένο από τον Κοντ στο τέλος του 19ου αιώνα — συνέβη να βρει παραπομπή στον Duguit στο έργο του Σέρτζιο Πανούντσιο, «Οι πέντε τύποι συνδικαλισμού», στο «Λεξικό της Πολιτικής» του 1941. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή για τη σύνταξη ενός εκτενούς άρθρου στο περιοδικό της τότε CISNAL, «Ελεύθερες Σελίδες Συνδικαλιστικής Δράσης», αρ. 11-12, έτος Χ, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1990 — ένα περιοδικό που, δυστυχώς έχει πλέον εκλείψει, αλλά του οποίου την αρχική ίδρυση στήριξε και ο Σιλβάνο Πανούντσιο, γύρω στο 1946-48. Στο υπό συζήτηση άρθρο, «Η επίδραση του θετικισμού στη γένεση του συνδικαλισμού», εξεταζόταν η ιδεολογική πορεία μιας γενιάς επαναστατών συνδικαλιστών, ξεκινώντας — με αφορμή την παραπομπή στον Duguit — ακριβώς από τον Σέρτζιο Πανούντσιο και καταλήγοντας ξανά σε αυτόν.
Η θέση του άρθρου, όπως υποδείκνυε και ο συντακτικός υπότιτλος, ήταν πως:
«Από τον Auguste Comte έως τον Léon Duguit, μέσω του Proudhon, ο θετικισμός είχε όχι αμελητέο ρόλο στη γέννηση του συνδικαλιστικού και ακόμα και του εθνικιστικού κινήματος· η ιδέα μιας οργανικής κοινωνίας, αντι-ατομικιστικής, θεμελιωμένης στην αρχή της αλληλεγγύης, αλλά χωρίς να αποκλείει την αρχή της εξουσίας, και με μια ορισμένη ψευδο-θρησκευτική αμφισημία, θα παραμείνουν ως κληρονομιά στο συνδικαλιστικό κίνημα». Το άρθρο υπογράμμιζε, επιπλέον, την ψευδο-θρησκευτική αμφισημία αυτής της πορείας, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν αποτελούσε αναπόφευκτο πεπρωμένο. Αυτή η παρατήρηση βασιζόταν ακριβώς στις θρησκευτικές μεταστροφές πολλών εθνικών συνδικαλιστών, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Σέρτζιο Πανούντσιο. Λοιπόν, λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, έφτασε στον συντάκτη αυτού του κειμένου, μέσω ενός φίλου, η είδηση ότι ο Σιλβάνο Πανούντσιο είχε διαβάσει το άρθρο και το είχε επαινέσει ιδιαίτερα, μέσα από την προοπτική που εκείνος υποδείκνυε, ακολουθώντας το πατρικό διδασκαλικό παράδειγμα, της «Επαναστατικής Διατήρησης» ως επανεπιβεβαίωσης της πρωτοκαθεδρίας του Ιερού/Θείου και του Πολιτικού έναντι του Οικονομικού.
5) Βλ. Silvano Panunzio, «Το Ορατό και το Αόρατο στον Χριστιανισμό – Μεταφυσική του Credo», Il Cinabro, Κατάνια, 1994, σσ. 7-8.
6) Οι παραπομπές από τα έργα της Helena Petrovna Blavatskij προέρχονται από: Ennio Innocenti, «Η νόθα Γνώση – ο δέκατος ένατος αιώνας», Sacra Fraternitas Aurigarum, Ρώμη, 2009, σσ. 25-33.
Συνεχίζεται με το Τρίτο Μέρος: Αδάμ και Εύα-Άνδρας και Γυναίκα
ΣΙΛΒΑΝΟ ΠΑΝΟΥΝΤΣΙΟ (SILVANO PANUNZIO)
Η έλλειψη προσοχής στη διάκριση μεταξύ καθαρής γνώσης και νόθας γνώσης οδήγησε σημαντικούς στοχαστές και ευσεβείς, άξιους χριστιανούς στο να υποπέσουν, κάποιες φορές, σε σφάλματα. Κατά τους πατερικούς αιώνες, συνέβη ακόμα και στον Ωριγένη, εξαιτίας της διδασκαλίας του – που έχει φανερή αλλά μη εξαγνισμένη πλατωνική προέλευση – περί προΰπαρξης των ψυχών, η οποία προϋποθέτει έμμεσα τη σύλληψη της κατακερματισμένης πτώσης του Πνεύματος μέσα στην ύλη.
Σε πιο πρόσφατους καιρούς, συνέβη, για παράδειγμα, στον Σιλβάνο Πανούντσιο, όταν, σε κάποια σημεία των έργων του, υποκύπτει φανερά στην γνωστικιστική ιδέα της υποτίμησης της δημιουργίας, ως “οντολογικής πτώσης” του Πνεύματος στην ύλη (4).
Η υποχώρηση του Silvano Panunzio διαφαίνεται, για παράδειγμα, εκεί όπου, ειρωνευόμενος την «παιδικότητα» της γραμματικής ερμηνείας της Γένεσης, γράφει:
«Όλος ο ιερός μας λόγος ξεκινά από την ιστορία (ή σαπουνόπερα;) της πτώσης του Αδάμ εξαιτίας της παγίδας του φιδιού και του μήλου που προσφέρθηκε στη δεσποινίδα Εύα – που ακόμη δεν ήταν κυρία!
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, κι αν συνέβησαν πριν από έξι χιλιάδες χρόνια... (θα) είχαμε κάθε λόγο να χαμογελάσουμε.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αναδιατάξουμε το ζήτημα υπό το φως του Καθολικού Συμβολισμού και της Μεταφυσικής της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Τι εννοείται με το “Αδάμ”; Ο Καθολικός Άνθρωπος, δηλαδή η πιο πλήρης προβολή του Θεού πέρα από το φυσικό σύμπαν. Αυτή η Εκδήλωση του Είναι, καθώς εξελίσσεται μέσα στον Κόσμο, θα φτάσει πρώτα στο να διχοτομηθεί στην Εύα (τη “Ζωή”) και έπειτα στο να πολλαπλασιαστεί σε ολοένα και μειούμενους τρόπους ύπαρξης.
Το Φίδι συμβολίζει ακριβώς, με τη σπείρα του, την καθοδική κοσμική εξέλιξη.
Και το μήλο; Το ραβινικό νοησιαρχικό σύστημα το εξηγεί: Το μήλο είναι στρογγυλό σαν τη Γη· το μήλο, επομένως, είναι η Γη που προσφέρεται στην Εύα, η οποία θα την προτιμήσει από τον Ουρανό, απ’ όπου κατάγεται ο Αδάμ.
Τα υπόλοιπα είναι σαφή και γνωστά. Όμως όλη η διαδικασία εκτυλίχθηκε σε δισεκατομμύρια χρόνια» (5).
Ωστόσο, η Γένεση δεν μιλά καθόλου για “μήλο”, αλλά για τον “καρπό του Δέντρου της Γνώσεως”. Η ταύτιση αυτού του καρπού με ένα μήλο είναι μεταγενέστερη προσθήκη.
Ο καρπός – αυτό ξέχασε ο Σιλβάνο Πανούντσιο – στο μέτρο που προσφέρεται ως πρόσκληση για την ανακάλυψη της υποτιθέμενης “αυτοθεότητας” («ἔσεσθε ὡς θεοί»), συμβολίζει τη νόθα γνώση, την οποία προσφέρει στη γυναίκα ο Όφις, ο Ουροβόρος, και η οποία αποτελεί την καταστροφή της ανθρωπότητας.
Ο Πανούντσιο, αντίθετα, υιοθετώντας την ερμηνεία της καθοδικής εξέλιξης του Αδάμ Καδμόν νοούμενου ως πρωταρχικής Ενότητας που εκπίπτει και κατακερματίζεται στις σπείρες του όφεως μέσω της Εύας/Ζωής, ανοίγει απερίσκεπτα και χωρίς να το αντιληφθεί στην ερμηνεία που προωθείται – ενάντια στην Αποκάλυψη – από τη νόθα γνώση, της οποίας πατέρας είναι ο Φονιάς της πρωταρχικής Πτώσης.
ΕΛΕΝΑ ΠΕΤΡΟΒΝΑ ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΙ
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια ερμηνεία, την οποία υιοθέτησε απρόσεκτα ο Σιλβάνο Πανούντσιο, την προωθεί η Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκι, περιπλανώμενη με αμφίβολα μεντιουμιστικά χαρίσματα, η οποία τον 19ο αιώνα ίδρυσε τη Θεοσοφική Εταιρεία, έναν εσωτεριστικό και μασονικό οργανισμό που αποτελεί το κεντρικό σπίτι του σύγχρονου νεο-πνευματισμού.
Η ρίζα της θεοσοφίας του 19ου αιώνα είναι σαφώς γνωστική, παρά τις διακρίσεις – ήδη από τον όρο “θεοσοφισμός” – που επιχείρησε να εισαγάγει ο René Guénon, ο οποίος, ακριβώς επειδή αντιλήφθηκε τη συγγένεια, στην προσπάθειά του να την αρνηθεί, καταδίκαζε τη θεοσοφία ως ψευδή και ξένη προς τον “αληθινό εσωτερισμό”.
Η βιβλική ερμηνεία που προτείνει η Μπλαβάτσκι παραπέμπει φανερά στις παλιές θέσεις της αντιχριστιανικής γνώσης, και αυτό είναι απολύτως εμφανές σε διάφορα αποσπάσματα του κυριότερου έργου της, του “Αποκεκαλυμμένη Ίσιδα”, όπως το ακόλουθο, το οποίο ο καλός Σιλβάνο Πανουντσιο θα όφειλε να είχε στοχαστεί καλύτερα, για να μπορέσει να διακρίνει το σιτάρι από το ζιζάνιο:
«Στην “πτώση του Αδάμ” – γράφει – δεν πρέπει να δούμε την προσωπική παράβαση του ανθρώπου, αλλά απλώς τον νόμο της δυαδικής εξέλιξης.
Ο Αδάμ, ή ο “Άνθρωπος”, αρχίζει την πορεία της ύπαρξής του κατοικώντας στον κήπο της Εδέμ, “ντυμένος με τον ουράνιο χιτώνα που είναι ένδυμα φωτός ουράνιου”.
Όταν όμως εκδιώκεται, “ντύνεται” από τον Θεό, δηλαδή από τον αιώνιο νόμο της εξέλιξης ή της αναγκαιότητας, με ένδυμα από δέρμα.
Ωστόσο, ακόμη και πάνω σε αυτή τη γη της υλικής παρακμής, όπου η θεία σπίθα (ψυχή, αστραπή του Πνεύματος) έπρεπε να αρχίσει την φυσική της πρόοδο μέσα από μια σειρά φυλακίσεων, από την πέτρα ως το ανθρώπινο σώμα, αν μόνο ασκήσει τη θέλησή του και επικαλεστεί τη θεότητά του σε βοήθεια, ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τη δύναμη των αγγέλων» (6).
Η εωσφορική μάσκα της “Μυστικής Διδασκαλίας” της Μπλαβάτσκι πέφτει, ωστόσο, ακριβώς σε σχέση με την συμβολική ερμηνεία που εκείνη δίνει για το νόημα και τον ρόλο του βιβλικού Όφεως, και την οποία – από την πλευρά του – ένας άξιος καθολικός, αφοσιωμένος στη μελέτη της συγκριτικής μυστικής θεολογίας, όπως ο Σιλβάνο Πανούντσιο, στο παραπάνω απόσπασμα δείχνει να μην έχει καθόλου κατανοήσει, στο σημείο όπου αυτή έχει κάτι βαθιά ανησυχητικό. Σύμφωνα με τη Μπλαβάτσκι, πράγματι, μέσα στην ιστορία του πνεύματος, ο μόνος άξιος δόξας θα ήταν:
«[…] ο Όφις της Γένεσης […] ο αληθινός Δημιουργός και ευεργέτης, ο πατέρας της πνευματικής ανθρωπότητας […] ο “Πρόδρομος του Φωτός”, ο λαμπρός και ακτινοβόλος Λούσιφερ, που άνοιξε τα μάτια στο “αυτόματο” που υποτίθεται πως δημιούργησε ο Ιεχωβά» ώστε «ο Σατανάς να είναι ο Θεός του πλανήτη μας».
Σε αυτόν τον «θεό» της, η Μπλαβάτσκι αφιέρωσε, τον Σεπτέμβριο του 1877, ένα μηνιαίο περιοδικό με τον τίτλο – όχι τυχαία – Lucifer.
Η Μπλαβάτσκι, βεβαίως, δεν εφηύρε τίποτε. Σύμφωνα με ένα αρχαίο και επαναλαμβανόμενο γνωστικό μοτίβο, ο εωσφόρος θα ήταν ο “καλός θεός” που εκθρονίστηκε από τον ουρανό από τον κακό Ιεχωβά, ο οποίος, κατά συνέπεια – όπως ήδη υποστήριζε ο Μαρκίων – δεν είναι ο Πατέρας του Χριστού, αλλά ο Εχθρός του Ανθρώπου. Ο Ιεχωβά, εδώ νοούμενος ως ο “δημιουργός” του Πλάτωνα, θα είχε πονηρά φυλακίσει τον Αδάμ Καδμόν, δηλαδή τον Καθολικό Άνθρωπο, μέσα στη κρυστάλλωση της Υλικής Εκδήλωσης, προκαλώντας έτσι την οντολογική πτώση του Πνεύματος μέσα στην ακάθαρτη ύλη.
Η γνωστική θεοσοφία της Ρωσίδας μέντιουμ, απορρίπτοντας τα καθολικά δόγματα, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι επιτρέπει σε κάθε άτομο την κατανόηση του “εσωτερικού του θεού”. Τα έργα της Μπλαβάτσκι είναι διαποτισμένα από έναν βαθύ αντιχριστιανισμό, με σαφείς εωσφορικές αποχρώσεις. Στο ήδη αναφερθέν έργο της «Η Ίσιδα Αποκεκαλυμμένη», για παράδειγμα, αρνείται τον Θεό ως Πρόσωπο, καθώς ο μόνος αληθινός Θεός είναι μονάχα εκείνος που καθένας έχει μέσα του, εκ φύσεως – :
«… ο Θεός κάθε εξωτερικής θρησκείας, συμπεριλαμβανομένου του χριστιανισμού, παρά τις αξιώσεις του περί μυστηρίου, είναι ένα είδωλο, μια φαντασία, και δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο. […] Πού βρίσκεται λοιπόν το αληθινό, πραγματικό μυστικό για το οποίο μιλούν τόσο οι ερμητικοί; […] το υποκείμενο της ερμητικής τέχνης είναι ο άνθρωπος, και το αντικείμενο της τέχνης είναι η τελείωση του ανθρώπου».
Από αυτή την Απρόσωπη Θεία Ουσία τα πάντα προκύπτουν μέσω ενός εκπορευτισμού, ρυθμισμένου από την εκτύλιξη της διπλής αρχής, δηλαδή την ένωση των εσώτερων αντιθέτων, νοούμενων ως διάσπαση της πρωταρχικής ενότητας, άμορφης και ακαθόριστης.
Αυτό προϋποθέτει ότι το Πνεύμα, στην κοσμική του εξέλιξη, πρέπει να διαβεί τη δοκιμασία της φυλάκισης στην καταραμένη ύλη:
«Το Αστρικό Φως, ή ψυχή του κόσμου, – γράφει και πάλι η Μπλαβάτσκι – είναι διπλό και αμφισεξουαλικό.
Το αρσενικό του μέρος είναι καθαρά θείο και πνευματικό: είναι η Σοφία·
ενώ το θηλυκό του μέρος (spiritus των Ναζωραίων) ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μολυσμένο από ύλη και συνεπώς ήδη κακό.
Είναι η ζωτική αρχή κάθε δημιουργήματος […]; σύμφωνα με το καβαλιστικό αξίωμα:
μια πέτρα γίνεται φυτό· ένα φυτό γίνεται ζώο· ένα ζώο γίνεται άνθρωπος· ένας άνθρωπος γίνεται πνεύμα· και ένα πνεύμα γίνεται θεός».
Ο άνθρωπος βρίσκεται σε εξορία μέσα στη γήινη φυλακή και πρέπει να ελευθερώσει τη “θεία σπίθα” που κρύβεται μέσα του.
Μέσα σε αυτή την προοπτική:
«Το σώμα είναι ο τάφος, η φυλακή της ψυχής, και πολλοί χριστιανοί πατέρες πίστευαν, μαζί με τον Πλάτωνα, ότι η ψυχή τιμωρείται μέσω της ένωσής της με το σώμα».
Μια διατύπωση αυτή τελείως αβάσιμη σε σχέση με τη διδασκαλία των Πατέρων, η οποία αποδεικνύει την μεγάλη άγνοια της Μπλαβάτσκι για τον Χριστιανισμό.
Πράγματι, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας, στη συνάντηση/αντιπαράθεσή τους με τον πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό, ήταν ακριβώς η απόρριψη της αρνητικής θεώρησης του σώματος από την πατερική παράδοση.
Για την Μπλαβάτσκι, αφού ο άνθρωπος είναι “θεός” εκ φύσεως, δεν μπορεί να υπάρχει “προπατορικό αμάρτημα”, και άρα το χωρίο της Γένεσης που ασχολείται με το θέμα αυτό πρέπει να εννοηθεί ως πτώση του πνευματικού στοιχείου, το οποίο αναγκάζεται να ντυθεί την ύλη.
Ο άνθρωπος, επομένως, δεν χρειάζεται να επικαλεστεί τη βοήθεια κάποιου εξωτερικού Θεού, δεν έχει ανάγκη της Χάριτος, αλλά οφείλει μόνο να “καλέσει σε βοήθεια” τη θεότητα που ήδη υπάρχει εντός του, μέσω της θέλησης, μέσω του ξυπνήματος αυτής της αυτο-θεότητας.
Στη θεοσοφία του 19ου αιώνα, η αληθινή προσευχή του μύστη είναι το «Εγώ είμαι ο Θεός», που αντηχεί το βενταντικό “Εκείνο είσαι εσύ” (tat tvam asi).
Μιμούμενη το βιβλικό “Εγώ Είμαι Εκείνος που Είμαι” (Έξ. 3,14) και τον συνακόλουθο Ιησού του “Εγώ Είμαι” (Ιω. 8,58), η Μπλαβάτσκι γράφει:
«Ο πρώτος μύστης … αναγνώρισε τον Θεό του και ένιωσε μέσα του το Μεγάλο Ον.
Ο “Άτμαν”, το Εγώ, ο Παντοδύναμος Κύριος και Προστάτης, από τη στιγμή που ο άνθρωπος τον γνώρισε ως “Εγώ Είμαι” – το “Ego sum”, το “Ahmi” –
αποκάλυψε την πλήρη δύναμή του σε εκείνον που μπορούσε να αναγνωρίσει τη “μικρή, σιωπηλή φωνή”».
Για τη Ρωσίδα θεόσοφο, πράγματι, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας ανάμεσα σε πολλούς διδασκάλους, που βρισκόταν τότε σε ανταγωνισμό με τον Σίμωνα τον Μάγο, τον γνωστικό.
Ακόμη περισσότερο, για τη Μπλαβάτσκι, ο Διάβολος είναι η άλλη όψη του Χριστού:
«… χωρίς τον Διάβολο δεν υπάρχει Χριστός. (…)
Μεταξύ τους υπάρχει ένας μυστηριώδης δεσμός, ίσως στενότερος απ’ όσο πιστεύεται,
έως το σημείο να φτάνουν στην ταύτιση.
Αν ενώσουμε τους μυθικούς Υιούς του Θεού, όλους θεωρούμενους ως “πρωτότοκους”,
βλέπουμε ότι αλληλοσυμπληρώνονται συγχωνευόμενοι μέσα σε αυτό τον διπλό χαρακτήρα. Ο Αδάμ Καδμόν διαχωρίζεται από τη συλληπτική πνευματική σοφία για να περάσει στη δημιουργική σοφία που εξελίσσει την ύλη.
Ο Αδάμ που πλάστηκε από χώμα είναι ταυτόχρονα Υιός του Θεού και Σατανάς […],
ο Σατανάς της Παλαιάς Διαθήκης, ο Διάβολος των Ευαγγελίων και των Αποστολικών Επιστολών δεν ήταν παρά η ανταγωνιστική αρχή της ύλης, αναγκαστικά **παρούσα μέσα σε αυτήν…». Ο γνωστικισμός της Μπλαβάτσκι μεταδίδει προχριστιανικές δοξασίες, επειδή – κατά την ίδια –:
«Οι Γνωστικοί ήταν οι πρώτοι χριστιανοί με κάτι που να μοιάζει με κανονικό θεολογικό σύστημα, και είναι υπερβολικά προφανές ότι ο Ιησούς προσαρμόστηκε ως Χριστός στη θεολογία τους, και ότι η θεολογία τους δεν αναπτύχθηκε πάνω στους λόγους και στα έργα του Ιησού. […] Στα μάτια τους το φίδι ήταν ο Λόγος, ο Χριστός, η Ενσάρκωση της Θείας Σοφίας, μέσω του Πατέρα Έννοια (Ennoia) και της Μητέρας Σοφίας (Sophia).
Ο Λόγος θριαμβεύει άλλη μια φορά επάνω στον μεγάλο Δράκο·
ανασταίνεται, τον σκοτώνει με τη σειρά του και γίνεται ο κυρίαρχός του.
[…] Και τώρα που έχουμε δείξει αυτή την ταυτότητα ανάμεσα στον Μιχαήλ και τον Σατανά, και ανάμεσα στους Σωτήρες και τους Δράκους άλλων λαών,
δεν είναι άραγε προφανές ότι όλοι αυτοί οι φιλοσοφικοί μύθοι είχαν την καταγωγή τους στην Ινδία, το παγκόσμιο φυτώριο του μεταφυσικού μυστικισμού;»
Πέρα από την Ίσιδα Αποκεκαλυμμένη, είναι στο έργο της Η Μυστική Διδασκαλία που η Μπλαβάτσκι επανέρχεται για να επαναβεβαιώσει τη φθαρτή σύλληψη του Είναι, ως εκπόρευση-επανεξέλιξη του Κόσμου.
Η θεόσοφος ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε ένα μυθικό βιβλίο, το Βιβλίο του Τζυάν (Dzyan), ένα υποτιθέμενο πανάρχαιο θιβετιανό χειρόγραφο, σύμφωνα με το οποίο:
η εξέλιξη του Σύμπαντος και της ανθρωπότητας ταυτίζεται με την κοσμογένεση του κόσμου και του ανθρώπου,
μέχρι την καταστροφή της Ατλαντίδας,
και από εκείνο το μυθικό γεγονός ως τη νέα εμφάνιση της θεοσοφίας στον σύγχρονο κόσμο,
ενόψει της επερχόμενης Νέας Εποχής, δηλαδή του Νέου Κύκλου εξέλιξης της Εκδήλωσης.
Η Μυστική Διδασκαλία, που περιλαμβάνει και δοξασία περί μετενσάρκωσης, παρουσιάζει ένα επταδικό εκπορευτιστικό σύστημα του σύμπαντος,
ρυθμισμένο σε:
επτά κατιούσες βαθμίδες υλοποίησης, και
επτά ανιούσες βαθμίδες επιστροφής,
που αντιστοιχούν σε επτά αστρικά σώματα:
sthula-sarira (το φυσικό σώμα),
linga-sarira (το αστρικό σώμα),
prana (η πνοή της ζωής ή νοητικό σώμα),
kama (η επιθυμία ή συναισθηματικό σώμα),
manas (ο νους),
buddhy (το παγκόσμιο πνεύμα),
atman (το κοσμικό και θείο Εγώ/Είναι).
Για να βοηθήσουν τον άνθρωπο σε αυτή τη διαδρομή επανένταξης, υπάρχουν οι λεγόμενοι Μυστικοί Διδάσκαλοι (mahatma): τέλεια όντα, προικισμένα με μεγάλη σοφία και μυστικιστική δύναμη, που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη του ύψιστου επιπέδου εξέλιξης.
Αυτοί οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι είναι οι φωτισμένοι, συγκροτημένοι σε Πλανητική Ιεραρχία, γνωστή και ως: Κέντρο των Διδασκάλων της Σοφίας ή Μεγάλη Λευκή Στοά (Grande Loggia Bianca).
Η Μπλαβάτσκι ασκούσε μεντιουμιστικές τελετές και συχνά έπεφτε σε καταστάσεις ασυνείδητου τρανς, ξυπνώντας από τις οποίες έγραφε τα βιβλία της, δηλώνοντας ότι της είχαν υπαγορευθεί από Άγνωστους Ανώτερους.
Στο τελευταίο της έργο, Η Φωνή της Σιωπής, η απαισιόδοξη κοσμοαντίληψη εκφράζεται ρητά ακριβώς στο σημείο όπου σκοπεύει να δείξει στους μαθητές της τον δρόμο για να ξεκινήσουν την εσωτερική διαδρομή:
«Αυτή η γη, Ω Μαθητή, είναι η Αίθουσα του Πόνου. […]
Εγκατάλειψε τη ζωή σου, αν θέλεις να ζήσεις. […]
Μη θελήσεις, “εσύ που γεννήθηκες στον Παράδεισο”, να συγχωνευτείς με το πέλαγος της Μάγια, χωρισμένος από τον Συμπαντικό Πατέρα (την Ψυχή) […]
Θα πρέπει να ακούσεις τη φωνή του εσωτερικού σου Θεού (του Ύψιστου Εγώ) […].
Πριν η Μυστική Δύναμη σε κάνει θεό […]
Κοίτα! Έγινες το Φως, έγινες ο Ήχος, είσαι ο Διδάσκαλος και ο Θεός σου».
Το μίσος της Μπλαβάτσκι για τον βιβλικό Θεό την οδηγεί στο να αποκλείσει τη ιουδαιο-χριστιανική θρησκεία από την «μία και μοναδική αλήθεια, η οποία βρίσκει έκφραση σε όλες τις διαφορετικές θρησκείες».
Ο αληθινός θεόσοφος, πράγματι, περιφρονεί την ιδέα ενός “Προσωπικού Θεού, εξωκοσμικού…”, ο οποίος τελικά δεν θα ήταν παρά η τεράστια σκιά του ανθρώπου….
Η χριστιανική Εκκλησία, καταργώντας τον Σατανά, θα είχε καταραστεί τον αληθινό Θεό και τη Σοφία του, που αποκαλύπτεται μέσα από τη δυαδικότητα της Εκδήλωσης – Φως και Σκοτάδι, Καλό και Κακό, Άρρεν και Θήλυ – ως σημάδι της Απρόσωπης Ενότητας από την οποία όλα προέρχονται και στην οποία όλα, στο τέλος του κοσμικού κύκλου, πρέπει να επιστρέψουν, για να διαλυθούν στο Τίποτα ενός απόλυτου και αδιαφοροποίητου αποφατισμού.
Η θεοσοφία αποκαλύπτεται τελικά ως μια διδασκαλία που θεμελιώνει την ύπαρξη ενός Υπερ-Θεού, ο οποίος συμπεριλαμβάνει μέσα σε μια ανώτερη ενότητα τα πολωμένα ζεύγη των “διπλών αντιθέτων” – το καλό και το κακό, το αληθινό και το ψεύτικο, την πραγματικότητα και το μηδέν – φτάνοντας στο σημείο να περιλάβει ακόμη και τον Θεό και τον Σατανά, νοούμενους ως μανιχαϊστικά αντίθετα.
Η γνώση αυτού του Υπερ-Θεού θα ήταν εκείνη που επιτρέπει την αυτο-θεοποίηση του ανθρώπου, σύμφωνα με την πρωταρχική υπόσχεση του βιβλικού Λούσιφερ – δηλαδή του «φορέα του φωτός» – στη Γένεση.
Η Μπλαβάτσκι επέλεξε, με ιδιαίτερη σημασία, ως σύμβολο για τη Θεοσοφική Εταιρεία το φίδι Ουροβόρο, στεφανωμένο με κορώνα, ο οποίος περιβάλλει τη Σφραγίδα του Σολομώντα, τοποθετημένη στο κέντρο, με σβάστικα σε υποδεέστερη θέση κάτω από την κορώνα και εγκιβωτισμένη σε μαγικό κύκλο.
Ένα σύμβολο που αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τις εσωτερικές ρίζες – πλέον ευρέως ερευνημένες από ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες – του ναζισμού, καθώς και για τις μυστικές του διασυνδέσεις, οι οποίες έχουν ερευνηθεί πολύ λιγότερο, με τον γνωστικό εσωτερισμό ορισμένων αμφίβολων ρευμάτων του εβραϊκού καμπαλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
4) Ο Σιλβάνο Πανούντσιο είναι πολύ ενδιαφέρων συγγραφέας. Έγραψε έναν «Κύκλο διδασκαλίας του Πνεύματος» σε διάφορους τόμους, μεταξύ των οποίων ορισμένοι είναι πραγματικά κεφαλαιώδεις, όπως:
Το Ορατό και το Αόρατο στον Χριστιανισμό – Μεταφυσική του Συμβόλου της Πίστεως, Ιωάννειος Χριστιανισμός, Η Επαναστατική Συντήρηση, Γη και Ουρανός – Από τον κόσμο μας στους ανώτερους κόσμους, Πολύ Κοντά στον Θεό – Σύνοψη της Αγιότητας.
Ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων «χριστιανών γνωστικών» και επιχείρησε να συνταιριάξει τη βενταντική σκέψη του Ρενέ Γκενόν με τη χριστιανική πίστη, υπό το φως της αιώνιας φιλοσοφίας (Philosophia perennis). Κατά τη γνώμη μας, δεν κατόρθωσε πάντα να επιτύχει τον σκοπό του, και υπέπεσε σε διάφορα σημεία σε έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στην αληθινή παραδοσιακή γνώση και εκείνη την αμφίβολη των αντιβιβλικών γνωστικών ρευμάτων. Ωστόσο, επισημαίνοντας χωρίς πολεμική διάθεση και με χριστιανικό αδελφικό πνεύμα ό,τι δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί με τη Θεία Αποκάλυψη, κάθε συγγραφέας πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά και από τη σκέψη του να κρατείται ό,τι είναι καλό. Τα έργα του Πανούντσιο είναι πολύ σημαντικά για μια προσέγγιση της Αποκάλυψης που να υπερβαίνει ορισμένες “αντικειμενοποιητικές” αγκυλώσεις της θεολογίας εκείνης που νομίζει ότι μπορεί να κάνει χωρίς τη μυστική εμπειρία. Ωστόσο, του έδωσε υπερβολική βαρύτητα σε συγγραφείς όπως ο Ρενέ Γκενόν, ξεχνώντας, για παράδειγμα, την «περιφρόνηση» του Γκενόν για τη μυστική εμπειρία, την οποία αντιπαραθέτει στην μύηση, όπως και για την πίστη, την οποία αντιλαμβάνεται ως λαϊκή ευσεβιστική εκδήλωση, καθώς και τη μείωση σε απλό συμβολισμό των ιστορικών πραγματικοτήτων που αποτελούν τον ιστό της βιβλικής Αποκάλυψης. Αυτό ειπωθέντος, τα έργα του Πανούντσιο πρέπει να διαβάζονται τοποθετώντας τον εαυτό μας μέσα στην «ορθή» χριστιανική προοπτική, η οποία ζητεί με προσευχή το Μεταφυσικό Φως από τον Κύριο, και δεν αξιώνει να το οικοδομήσει ή να το οικειοποιηθεί από μόνη της. Ο Σιλβάνο Πανούντσιο – με τις απαραίτητες «διορθώσεις» που αναφέρθηκαν παραπάνω – τοποθετήθηκε συνολικά μέσα σε αυτή τη σωστή εσωτερική διάθεση, η οποία τον οδηγούσε επίσης σε έναν «πνευματικό οικουμενισμό», πολύ μακρινό από τις σύγχρονες οικουμενιστικές μόδες αδιάφορου χαρακτήρα και σαφώς διαφορετικό, ακόμη και εντός της προοπτικής της Philosophia perennis, από την αμφίβολη “υπέρβαση της ενότητας των θρησκειών” του Schuon. Διότι, για τον Πανούντσιο – και σε αυτό σύμφωνος με την καλύτερη Πατερική Παράδοση, από την οποία αντλεί τη διδασκαλία περί των “semina Verbi” (σπερμάτων του Λόγου) –, η υπερβατική Ενότητα, η οποία βρίσκεται στην αρχή, δεν είναι ένα ακαθόριστο “Αρχέτυπο”, απέναντι στο οποίο και ο Χριστιανισμός τίθεται απλώς ως ένας ακόμα ακτινωτός δρόμος προς το Κέντρο του τροχού, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός, «δι’ οὗ και εἰς ὃν ἐγένετο ὁ κόσμος», ο οποίος – κατά τον Ιωάννη – είναι ο Λόγος ο αρχικός, ο οποίος ήταν πλησίον του Θεού, επειδή είναι Θεός. Ο Σιλβάνο Πανούντσιο είχε βαθείς πνευματικούς διαλόγους με τον Άγιο Πίο από την Πιετραλτσίνια. Σύμφωνα με τον Πανούντσιο, ο μοναχός του Γκαργκάνο έχει κληθεί, στους καιρούς μας, σε έναν κρίσιμο ρόλο μέσα στο εν εξελίξει εσχατολογικό σχέδιο. Σήμερα, ο Σιλβάνο Πανούντσιο βρίσκεται μέσα στο Φως του Κυρίου, αλλά προς αυτόν κατευθύνεται η ευγνωμοσύνη για όσα έκανε — παρά ορισμένες, αν και οδυνηρές, «παρανοήσεις» — για να δείξει τους δρόμους που οδηγούν στην Πνευματική Παράδοση, δηλαδή στον Ενσαρκωμένο Λόγο.
Ο συντάκτης αυτού του κειμένου έχει μια προσωπική ανάμνηση του Σιλβάνο Πανούντσιο, αν και δεν τον γνώρισε ποτέ προσωπικά. Ήταν γιος του Σέρτζιο Πανούντσιο, ενός εκ των σημαντικότερων φιλοσόφων του επαναστατικού συνδικαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, αργότερα καθηγητής και κοσμήτορας του Πανεπιστημίου της Περούτζια. Ο Σέρτζιο Πανούντσιο ήταν ένας από τους πιο πιστούς συντρόφους του Μουσολίνι — τόσο του σοσιαλιστή όσο και του φασίστα Μουσολίνι. Παρά τη φιλία αυτή που ποτέ δεν απαρνήθηκε, ο Σέρτζιο Πανούντσιο δεν δίστασε, το 1937, να μεταβεί προσωπικά στον Μουσολίνι για να του καταγγείλει τις υπό εκπόνηση φυλετικές νόμους και τον δουλοπρεπή του ρόλο απέναντι στον Χίτλερ, προειδοποιώντας τον για το πόσο αυτοί οι επαίσχυντοι νόμοι θα έπλητταν την ελίτ των “παλαιών του συντρόφων”, πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι, καθώς και εξέχοντες λόγιοι πιστοί στο καθεστώς, όπως ο φιλόσοφος του δικαίου Τζόρτζιο Ντελ Βέκκιο. Η πορεία σκέψης του Πανούντσιο πατέρα οδήγησε τον φιλόσοφο από τη Μόλφετα – καταγόταν από την Απουλία – από τον αρχικό επαναστατικό συνδικαλισμό προς τον εθνικό συνδικαλισμό, σε σαφή αντίθεση με τις αναρχικές τάσεις του αρχικού ρεύματος. Ο Πανούντσιο πατέρας δεν έβλεπε τον συνδικαλισμό ως αντίπαλο του Κράτους, αλλά ως τον οργανικό ιστό του σύγχρονου Κράτους. Η κατάληξη στον εθνικό συνδικαλισμό τον προσέγγισε στον κορπορατισμό και, μέσα από αυτή την οδό, στον Καθολικισμό, παρότι ξεκίνησε από θετικιστική αφετηρία ακολουθώντας τον κοινωνιολογικό οργανικισμό του Ογκύστ Κοντ και του Κλωντ-Ανρί ντε Ρουβρέ, κόμη του Σαιν-Σιμόν. Ο συντάκτης αυτού του κειμένου, έχοντας αποφοιτήσει το 1989 με πτυχιακή εργασία στη φιλοσοφία του δικαίου με τίτλο «Το κοινωνικό δίκαιο στον Léon Duguit» — έναν συνδικαλιστή στοχαστή εμπνευσμένο από τον Κοντ στο τέλος του 19ου αιώνα — συνέβη να βρει παραπομπή στον Duguit στο έργο του Σέρτζιο Πανούντσιο, «Οι πέντε τύποι συνδικαλισμού», στο «Λεξικό της Πολιτικής» του 1941. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή για τη σύνταξη ενός εκτενούς άρθρου στο περιοδικό της τότε CISNAL, «Ελεύθερες Σελίδες Συνδικαλιστικής Δράσης», αρ. 11-12, έτος Χ, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1990 — ένα περιοδικό που, δυστυχώς έχει πλέον εκλείψει, αλλά του οποίου την αρχική ίδρυση στήριξε και ο Σιλβάνο Πανούντσιο, γύρω στο 1946-48. Στο υπό συζήτηση άρθρο, «Η επίδραση του θετικισμού στη γένεση του συνδικαλισμού», εξεταζόταν η ιδεολογική πορεία μιας γενιάς επαναστατών συνδικαλιστών, ξεκινώντας — με αφορμή την παραπομπή στον Duguit — ακριβώς από τον Σέρτζιο Πανούντσιο και καταλήγοντας ξανά σε αυτόν.
Η θέση του άρθρου, όπως υποδείκνυε και ο συντακτικός υπότιτλος, ήταν πως:
«Από τον Auguste Comte έως τον Léon Duguit, μέσω του Proudhon, ο θετικισμός είχε όχι αμελητέο ρόλο στη γέννηση του συνδικαλιστικού και ακόμα και του εθνικιστικού κινήματος· η ιδέα μιας οργανικής κοινωνίας, αντι-ατομικιστικής, θεμελιωμένης στην αρχή της αλληλεγγύης, αλλά χωρίς να αποκλείει την αρχή της εξουσίας, και με μια ορισμένη ψευδο-θρησκευτική αμφισημία, θα παραμείνουν ως κληρονομιά στο συνδικαλιστικό κίνημα». Το άρθρο υπογράμμιζε, επιπλέον, την ψευδο-θρησκευτική αμφισημία αυτής της πορείας, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν αποτελούσε αναπόφευκτο πεπρωμένο. Αυτή η παρατήρηση βασιζόταν ακριβώς στις θρησκευτικές μεταστροφές πολλών εθνικών συνδικαλιστών, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Σέρτζιο Πανούντσιο. Λοιπόν, λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, έφτασε στον συντάκτη αυτού του κειμένου, μέσω ενός φίλου, η είδηση ότι ο Σιλβάνο Πανούντσιο είχε διαβάσει το άρθρο και το είχε επαινέσει ιδιαίτερα, μέσα από την προοπτική που εκείνος υποδείκνυε, ακολουθώντας το πατρικό διδασκαλικό παράδειγμα, της «Επαναστατικής Διατήρησης» ως επανεπιβεβαίωσης της πρωτοκαθεδρίας του Ιερού/Θείου και του Πολιτικού έναντι του Οικονομικού.
5) Βλ. Silvano Panunzio, «Το Ορατό και το Αόρατο στον Χριστιανισμό – Μεταφυσική του Credo», Il Cinabro, Κατάνια, 1994, σσ. 7-8.
6) Οι παραπομπές από τα έργα της Helena Petrovna Blavatskij προέρχονται από: Ennio Innocenti, «Η νόθα Γνώση – ο δέκατος ένατος αιώνας», Sacra Fraternitas Aurigarum, Ρώμη, 2009, σσ. 25-33.
Συνεχίζεται με το Τρίτο Μέρος: Αδάμ και Εύα-Άνδρας και Γυναίκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου