π.Νικόλαος Λουδοβίκος-Η ανθρώπινη θέληση
π.Νικόλαος Λουδοβίκος-Η ανθρώπινη θέληση - YouTube
https://www.youtube.com/watch?v=ek1TjEc9K_8
Μιλάμε για την ενσάρκωση, μιλάμε για μια κοινωνία μεταξύ ανθρώπου και Θεού, η οποία διαδραματίζεται σε πραγματικό επίπεδο. Σε πραγματικό επίπεδο φύσεων. Έχουμε να κάνουμε συνεπώς κοινωνία μεταξύ δύο φύσεων καθολοκληρίαν. Και αυτό το καθολοκληρίαν περιλαμβάνει φυσικά και τις ενέργειες, γιατί κάθε λογική ουσία ενεργεί και βεβαίως ενεργεί με ένα λογικό τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι ενεργεί κατά θέληση, με τη θέλησή της.
Λοιπόν, ο Άγιος Μάξιμος μαρτύρησε για να υπογραμμίσει τη τεράστια σημασία που έχει το ότι στον άνθρωπο έχουμε να κάνουμε, μέσα στον Χριστό έχουμε να κάνουμε με μια πλήρη ανθρώπινη θέληση. Να κάνουμε μια παρένθεση στο σημείο αυτό, και να πω ότι ήδη ο όρος θέληση είναι επαναστατικός. Στην αρχαία φιλοσοφία υπάρχει μόνο η βούληση.[ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΟΝ ΚΑΚΟΣ;] Η θέληση είναι ένας όρος που τον βλέπουμε στους αρχαίους ποιητές. Η διαφορά είναι μεγάλη. Στην αρχαία βούληση, η οποία κορυφώνεται βεβαίως στην ηθική του Αριστοτέλη, αυτό το οποίο συνδέεται με τη βούληση σαν απαραίτητη προϋπόθεση της είναι η λογική κρίση. Πέρα από τη λογική κρίση δεν μπορούμε να βουλόμεθα. Βουλευόμεθα και βουλόμεθα. Επομένως, εδώ, εάν μείνουμε στο αριστοτελικό πλαίσιο, δεν μπορεί να κατανοηθεί η ενσάρκωση. Είναι αδύνατο να θέλει ο άνθρωπος και ο Θεός και αυτά τα πράγματα. Ή να θέλει ο άνθρωπος όπως ο Θεός. Διότι αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο του Χριστού. Ο Χριστός δεν είναι... Είναι σημαντικό αυτό, πλατειάζω, αλλά είναι πολύ σημαντικό.
Όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, δεν είναι ένα πρόσωπο, λέει ο Χριστός, που κάνει νεύμα στις δύο φύσεις του. Για να κινούνται, νεύματι, με τη λέξη νεύμα. Όχι, είναι λέει ο Θεός κατά φύση, που θέλει ως άνθρωπος. Αυτή η αντίδοση των θελημάτων είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Αλλά θέλει ως άνθρωπος τα του Θεού. Αυτό είναι το μεγαλειώδες. Και τα του ανθρώπου ως Θεός. Αυτή η αντίδοση των θελήσεων, λοιπόν, εξασφαλίζει ένα άνοιγμα. Δεν είναι πλέον βούληση αυτό. Κάνει ο Άγιος Μάξιμος αυτή την κίνηση και εισάγει τον όρο αυτόν, τον οποίο τον όρο θέληση, βρίσκουμε μόνο στους ποιητές. Και ο οποίος είναι ένας όρος, ο οποίος θα τον μεταφράζαμε σε σύγχρονα ελληνικά, θα τον λέγαμε γινάτι. Καημός. Καημός. Αυτό που λέμε, το μεταφράζω στα αγγλικά μου κείμενα, ως burning desire. Φλεγόμενος πόθος. Κάτι το οποίο είναι πέρα από τη θέληση.
Αυτό το πράγμα λοιπόν εξηγεί, αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή ο Θεός θέλει ως άνθρωπος και ο άνθρωπος ανοίγεται στη θέληση του Θεού. Πέρα από την δυνατότητα αυτό το πράγμα το οριοθετήσουμε λογικά. Έτσι. Γίνεται κατά χάριν άκτιστη η θέληση του ανθρώπου, εν Χριστώ. Λοιπόν, αυτό το είδος το θέλημα, καταρχήν πρέπει να το περιγράψουμε όπως έκανε ο Άγιος Μάξιμος και η έκτη Οικουμενική, ως φυσικό θέλημα. Φυσικό θέλημα το ορίζει ο Άγιος Μάξιμος ως θέλημα της πληρότητας της φύσεως. Δηλαδή η φύση …;;το θέλημα του Θεού. Ζητά την πληρότητά της.
Άλλη μια παρένθεση. Δεν ξεχωρίζουμε τη φύση από τη χάρη στην πατερική θεολογία. Είναι συνδεδεμένα αυτά τα δύο. Δεν ταυτίζονται, είναι όμως συνδεδεμένα. Δηλαδή το γεγονός της φύσεως συνυπακούει, συνυποθέτει πάντα το γεγονός της χάριτος. Δεν είναι η φύσις και η χάρις ως κάτι που είναι εποικοδόμημα, όπως είπαν οι Θωμιστές του Μεσαίωνα. Έτσι, επομένως, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη φύση χωρίς τη χάρη. Η φύση αντιλαμβάνεται πάντα στην εσχατολογική της πλήρωση. Δηλαδή πως θα γίνει εν Χριστώ. Πως θα γίνει στην Ανάσταση. Αυτό είναι η φύσις. Αυτή η φύση έχει ένα φυσικό θέλημα που ζητά τι. Την αθανατοποίησή της, θεοποίησή της. Όπως αποκαλύπτεται δια του Χριστού. Και ακριβώς για αυτό θέλει να δει την πληρότητα των όρων της ύπαρξής της αυτή η φύση. Κάνει το θέλημα, το φυσικό θέλημα, το κάνει να είναι ένα ιερό θέλημα. Ένα Άγιο θέλημα. Ένα θέλημα το οποίο ο Θεός έβαλε στον άνθρωπο. Αυτό είναι το φυσικό θέλημα.
Υπάρχει όμως στη συνέχεια και το γνωμικό θέλημα. Που είναι η γνωμική, η προσωπική, που είναι το ίδιο πράγμα, χρήση του φυσικού, έτσι θελήματος. Πώς θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη διαδικασία της θεώσεως που έχουμε έμφυτη μέσα μας; Θα θεωθούμε με τον τρόπο του Χριστού; Ή θα θεωθούμε με τον τρόπο του Νίτσε, ας πούμε; Που είναι θέληση για δύναμη. Εγώ κάνω μια διάκριση στο σημείο αυτό. Θέληση για δύναμη, από τη μια πλευρά, θέληση για το ομοούσιο η άλλη. Και αυτό θέλει εξηγήση. Το ομοούσιο το ξέρουμε ως ένα θεολογικό, τριαδολογικό δεδομένο. Εν Χριστώ μεταφέρεται στην κτήση όμως αυτό. Και έτσι ενοποιούνται τα όντα ολόκληρα, έτσι μέσα από την ενοποίηση στο δρόμο των αρετών, η ενοποίηση στο δρόμο των αρετών φέρνει την αγάπη. Η αγάπη είναι ενώπιος των όντων. Βλέπετε, η άσκηση είναι οντολογική κατάσταση, δεν είναι μια κατάσταση ηθική. Δεν είναι απλά ηθική. Είναι η εκπλήρωση του σχεδίου, του σκοπού του Θεού για τη δημιουργία, που είναι η των πάντων ενότης.
Λοιπόν, επομένως η επιθυμία υπηρετεί τελικά αυτό το μεγάλο πράγμα. Αν γίνει με τον τρόπο του Χριστού, ως θέληση, η οποία είναι γνωμικό θέλημα πλέον, οικονομική χρήση του φυσικού θελήματος, κατά Χριστόν. Που μπορεί να γίνει και με τον τρόπο του φίλαυτου ανθρώπου. Δεν λέω του διαβόλου, γιατί και ο διάβολος σε αυτή την κατηγορία ανήκει, μην το δίνουμε τόσο. Λοιπόν, με τον τρόπο της φιλαυτίας.
Επομένως η θέληση μπορεί να γίνει πλήρωμα ισχύος και όχι πλήρωμα αγάπης. Αλλά μπορεί να γίνει και πλήρωμα αγάπης. Και αυτό το πράγμα είναι το μεγάλο στοίχημα. Αλλά η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι η θέληση, το φυσικό θέλημα, το οποίο εκφράζει το γνωμικό, είναι από Θεού και ασχέτως αν ο άνθρωπος μπορεί να το χρησιμοποιήσει και το χρησιμοποιεί με έναν τρόπο που το καθιστά το σύγχρονο καιάδα.
Ο σύγχρονος καιάδας είναι αυτό το είδος η απολυτοποιημένη μοναδική επιθυμίας. Και μάλιστα η εποχή μας χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτό, από τη θεοποίηση της θέλησης ως ισχύος, η οποία αποχωρίζει από τον άλλο. Εγώ το λέω αυτό η επανάσταση του οτιδήποτε. Διότι στη Δύση συνέβη μια μεγάλη αλλαγή στον ατομικισμό, έχει μεταβεί στον ναρκισσισμό σήμερα. Δεν ξέρω αν θέλετε να κουβεντιάσουμε αυτά σήμερα. Καλεί το ένα το άλλο θέμα, δηλαδή το πως ακριβώς έχει γίνει αυτή η πολύ μεγάλη αλλαγή στη Δύση, την οποία δεν έχουμε πάρει χαμπάρι. Θέλει πάρα πολύ προσοχή.
Εγώ επιμένω και ό,τι μπόρεσα να κάνω από διάβασμα στα θέματα αυτά, στα συνοδικά κείμενα και στα πατερικά κείμενα. Νομίζω είναι ομόφωνη η παράδοση των πατέρων στο ότι το φυσικό θέλημα δεν καταργείται. Δεν καταργείται. Δεν μπορούμε να πούμε σε έναν άνθρωπο μη θέλεις. Συγγνώμη, αλλά ο Άγιος Μάξιμος μαρτύρησε για το θέμα αυτό. Είναι πάρα πολύ σοβαρό. Ο άνθρωπος είναι θελητικός φύσει.
Εάν τυχόν του απαγορεύσεις να θέλει, ο άνθρωπος θα περάσει σε μια ψυχοπάθεια, θα περάσει σε κατάθλιψη, θα περάσει σε κατάρρευση, δεν ξέρω θα περάσει. Πάντως ο άνθρωπος λοιπόν είναι φτιαγμένος να θέλει. Το φυσικό θέλημα του ανθρώπου μάλιστα, λένε οι πατέρες, ότι δεν το επηρεάζουμε. Δεν μπορείς να πεις σε ένα παιδί, ξέρω εγώ, γίνε γιατρός. Παντρέψου την τάδε. Δεν μπορείς να πεις, παντρέψου. Γίνε μοναχός. Ακόμα κι αυτό. Πάρ' το. Γίνε. Θα γίνει για κάποιο λόγο. Κάνει υπακοή στο θέμα αυτό.
Η υπακοή δεν αναφέρεται στο φυσικό θέλημα, αναφέρεται στο γνωμικό θέλημα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο παιδαγωγείται το γνωμικό θέλημα, ούτως ώστε από φίλαυτο να γίνει φιλάδελφο και φιλόθεο. Καταλάβατε. Μπαίνω μέσα σε μια διαδικασία όπου αγκαλιάζω το θέλημα του άλλου για να βγω από τον κύκλο της φιλαυτίας. Και μαθαίνοντας να θέλω για χάρη του άλλου, έτσι, αυτό ευλογείται από το Θεό. Γιατί ο Χριστός αυτό αναγνωρίζει, αυτό είναι ο ίδιος.
Ο Χριστός αυτό έκανε. Το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού είναι ότι θέλει για χάρη μας. Αυτό είναι ο Σταυρός. Είναι ότι κάνει αυτό που θέλουμε εμείς. Εμείς τι θέλουμε. Ν βρούμε ένα θύμα. Θέλουμε κάποιον να σηκώσει την τρέλα που κουβαλάει όλη η ομήγυρη. Και όλη η ιστορία. Λοιπόν, αυτό μέχρι τότε, μέχρι το Χριστό γινόταν χωρίς να το θέλει το θύμα. Και ξαφνικά έρχεται, είναι η θυματοποίηση που έγραψε ο Ζυράρ, αυτός ο μεγάλος στοχαστής. Και ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει, κοιτάξτε, λοιπόν εγώ τα σηκώνω όλα, όλη την ευθύνη. θέλει αυτό που θέλουμε εμείς.
Αν με ρωτάνε πολλές φορές τι είναι ο Σταυρός, να σου πω μια κουβέντα και λέω ακριβώς, το να κάνεις το θέλημα του άλλου. Το να πάρεις την ευθύνη του άλλου. Όχι επειδή ο άλλος είναι κακός. Είναι καλός και εσύ είσαι κακός. Όχι. Αλλά επειδή αυτό είναι ο νόμος ο πνευματικός. Ο νόμος της αγάπης και ο νόμος του είναι. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν παίρνει κανείς, αναλαμβάνει τον άλλο, την ευθύνη του άλλου. Και με τον τρόπο αυτό βεβαίως το μυστήριο αυτό είναι και το μυστήριο της υπακοής. Το βαθύτερο μυστήριο της υπακοής. Ούτε κάνω υπακοή για να μου πει ένας ουράνιος άνθρωπος πως θα πετύχω στη ζωή μου. Αυτά είναι ανόητα πράγματα. Τα κάνουν πολλοί. Λένε ότι θα πάρω την ευλογία του Θεού. Την ευλογία του Θεού την πάρεις επειδή κάνεις το άνοιγμα αυτό. Και θα πάρεις πολύ μεγαλύτερη ευλογία στην πραγματικότητα. Από αυτή που νομίζεις εσύ. Δεν θα σου βγει και καλά αυτό που θα πει αυτό. Μπορεί να μην θέλει να βγει αυτό που θα πει. Για να δοκιμαστείς κιόλας μάλιστα. Η προαίρεσή σου.
Κάνεις λοιπόν παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος. Το οποίο και αυτό το γνωμικό θέλημα είναι προσωπικό. Δεν υποκαθίσταται από το θέλημα του γέροντα. Είναι ζωντανά αυτά πράγματα. Το ένα θέλημα κοινωνεί με το άλλο. Είναι πολύ θελητική και ελεύθερη η κατάσταση του να κάνω το θέλημα ενός άλλου. Δεν καταργείται το δικό μου. Ανοίγεται. Και αυτό είναι τεράστιο. Πολύ σημαντικό.
Ξαφνικά ο άνθρωπος από ένα φίλαυτο παρανοϊκό ον, να το πούμε σε ψυχαναλυτικούς όρους γιατί ξεκίνησα από ψυχολόγος. Κάποτε από ένα παρανοϊκό ον, έτσι, γίνεται ξαφνικά ένα αγαπητικό πλάσμα. Ένας άνθρωπος που καταλαβαίνει τον άλλο. Και αυτός είναι ο ορισμός ψυχικής υγείας, ξέρετε. Αν κάπου λέει ένας μεγάλος ψυχαναλυτής ο Λακάν, ότι ο νευρωτικός λέει, αρχίζει την κουβέντα μαζί σας, ή μιλώντας σε εσάς χωρίς να μιλάει για τον εαυτό του. Ή μιλώντας για τον εαυτό του χωρίς να μιλάει σε εσάς. Όταν καταφέρει να μιλάει σε εσάς για τον εαυτό του, έχει θεραπευτεί.
Που σημαίνει τι? Σας αγάπησε, σας ανοίχτηκε. Αυτό είναι η υπακοή με μοντέρνους όρους. Και είναι πολύ σημαντικό, αυτά τα κουβαλάμε και στη σημερινή βέβαια εμπειρία. Γιατί είναι και φοβερά πράγματα, έχουν φοβερή δυναμική μέσα στη...
Για τον Αυγουστίνο η γνώση του νοητού κόσμου είναι ουσιαστικά φώτιση, αποκάλυψη. Γιατί το πνεύμα μπροστά στο δημιουργό του δεν έχει δυνατότητα ούτε για δημιουργική αλλά ούτε και για παθητική πρόσληψη. Ο Ιερός Αυγουστίνος πιστεύει ότι η ενορατική γνώση των νοητών αληθειών δεν είναι καθόλου ένας ανεξάρτητος καρπός που τον παράγει το πεπερασμένο πνεύμα βασισμένο στη δική του μόνο δύναμη. Κατά την άποψή του αυτή η ενορατική γνωστική ικανότητα δεν έχει ούτε καν τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζει την προσοχή, δηλαδή την ιδιότητα της συνείδησης να κατευθύνεται προς τις διάφορες αντικειμενικότητες (intentio) της εξωτερικής και της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Αυγουστίνος πιστεύει ότι η φώτιση της ατομικής συνείδησης από τη θεία αλήθεια είναι ένα ενέργημα της χάρης του Θεού (βλ. παρακάτω): Η ατομική συνείδηση απλώς περιμένει και δέχεται. Αυτές οι μεταφυσικές σκέψεις, που θα μπορούσε να είχαν αναπτυχθεί και σε νεοπλατωνικό έδαφος, ενισχύονται πάρα πολύ, καθώς στη θεολογία του Αυγουστίνου το κέντρο βάρους εντοπίζεται στη θεία χάρη. Η γνώση των αληθειών που βασίζονται στο λόγο είναι ένα στοιχείο μακαριότητας και αυτή τη μακαριότητα ο άνθρωπος δεν την οφείλει στη δική του θέληση αλλά στο θέλημα του Θεού.
Ωστόσο ο Αυγουστίνος προσπάθησε, τουλάχιστον αρχικά, να αφήσει κάποια περιθώρια και στην ατομική βούληση. Δεν περιορίζεται να τονίσει ότι ο Θεός αποκαλύπτει την αλήθεια του, μόνο σε όποιον αποδείχνεται άξιος γι' αυτό, με τις προσπάθειες που καταβάλλει και με το ήθος του, δηλαδή με τις ιδιότητες της βούλησης του· διδάσκει ακόμη ότι η προσοικείωση της θείας αλήθειας δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη γνώση αλλά, σε μεγαλύτερο βαθμό, με την πίστη. Η πίστη, ως παραστασιακή ενέργεια που σχηματίζεται με τη συγκατάθεση του ατόμου αλλά χωρίς εννοιολογική κάλυψη, προϋποθέτει την παράσταση του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται, περιέχει όμως και μια συγκατάθεση που δεν οφείλεται σε εξαναγκασμό της νόησης αλλά είναι πηγαίο βουλητικό ενέργημα της καταφατικής κρίσης.
Η συγκατάθεση που προέρχεται άμεσα από τη βούληση δίνει τα πρωταρχικά νοητικά στοιχεία από τα οποία, με την παρέμβαση της διάνοιας που τα συνδυάζει, προκύπτει η εννοιολογική γνώση. Έτσι λοιπόν και στα πιο σημαντικά πράγματα, δηλαδή στα σχετικά με τη λύτρωση του ανθρώπου, η εννοιολογική γνώση του αποκτούμε με το νού πρέπει να ακολουθεί την πίστη στη θεία αποκάλυψη, πίστη που την καθορίζει η αγαθή θέληση, και επίσης η πεποίθηση ότι η αποκάλυψη αυτή κυριαρχεί στην παράδοση της Εκκλησίας.
5. Σε όλους αυτούς τους διαλογισμούς του Ιερού Αυγουστίνου κεντρικό σημείο είναι η έννοια της ελευθερίας της βούλησης. Είναι μια προαίρεση, μια επιλογή ή συγκατάθεση της βούλησης, που συντελείται ανεξάρτητα από τις δραστηριότητες της διάνοιας και δεν καθορίζεται από γνωστικά κίνητρα· αντίθετα, αυτή η ίδια επιδρά καθοριστικά στη γνώση, χωρίς η συνείδηση να μπορεί να έχει λόγο γι' αυτό. Ο Αυγουστίνος έμεινε σταθερός στην έννοια της ελευθερίας της βούλησης και προσπάθησε να αντικρούσει τις ποικίλες αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν γι' αυτήν. Εκτός από την ηθική-θρησκευτική υπευθυνότητα επιμένει προπαντός στο θέμα της δικαιοσύνης του Θεού. Αλλά τις πιο μεγάλες δυσκολίες τις συναντά καθώς προσπαθεί να συμβιβάσει την αναίτια πράξη που αντικειμενικά είναι εξίσου δυνατή όσο και η ακριβώς αντίθετή της με τη γνώση που εκ των προτέρων έχει ο Θεός γι' αυτήν. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα ο Αυγουστίνος καταφεύγει στη διάκριση αιωνιότητας (άχρονου) και χρόνου. Υποστηρίζει ότι ο χρόνος, που τον διερευνά με εξαιρετικά λεπτό τρόπο, έχει πραγματική σημασία μόνο για τις συγκρίσεις των λειτουργιών της εσωτερικής εμπειρίας, και μόνο αργότερα αποκτά σημασία και για την εξωτερική εμπειρία. Η γνώση που έχει από πριν ο Θεός για τα πράγματα, γνώση καθαυτήν άχρονη, έχει αιτιακά τόσο λίγη καθοριστική δύναμη πάνω στα μελλοντικά γεγονότα όσο και η ανάμνηση πάνω στα περασμένα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αυγουστίνος δίκαια θεωρείται ένας από τους πιο ένθερμους και σθεναρούς υποστηρικτές της ελευθερίας της βούλησης.
Αλλά η άποψη αυτή, που βασικά κατακτήθηκε με τα μέσα της προηγούμενης φιλοσοφίας, διαπλέκεται στο έργο του Αυγουστίνου με μια άλλη ενότητα ιδεών, που πυρήνας της είναι η έννοια της Εκκλησίας και η λυτρωτική δύναμή της. Εδώ, απέναντι στην αρχή της αυτοβεβαιότητας του ατομικού πνεύματος, υπερισχύει η αρχή της ιστορικής γενικότητας. Η ιδέα της χριστιανικής Εκκλησίας -της οποίας ο Αυγουστίνος υπήρξε ο πιο δυναμικός υπέρμαχος- ριζώνει στην πανανθρώπινη ανάγκη για λύτρωση. Η ιδέα όμως αυτή δεν συμβιβάζεται με την απόλυτη ελευθερία της βούλησης που δεν καθορίζεται από τίποτε. Γιατί η ιδέα της λύτρωσης προϋποθέτει αναγκαστικά ότι κάθε άτομο είναι αμαρτωλό και χρειάζεται να λυτρωθεί. Υπό την τεράστια πίεση αυτής της ιδέας ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε, παράλληλα με τη θεωρία του για την ελευθερία της βούλησης, που τόσο πλατιά την αναπτύσσει στα φιλοσοφικά έργα του, να διατυπώσει και μια άλλη εντελώς αντίθετη θεωρία.
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΥΜΕ.
Τὸ μυστήριο τῆς θείας Ἐνανθρώπησης
Άγιος Μάξιμος Ομολογητής
η΄. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μιὰ φορὰ γεννήθηκε κατὰ σάρκα, γεννιέται πάντοτε ἀπὸ φιλανθρωπία πνευματικὰ σὲ ὅσους θέλουν, καὶ γίνεται βρέφος, διαπλάθοντας σ’ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς ἀρετές, καὶ σὲ τόσο βαθμὸ φανερώνεται, ὅσο γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ χωρέσει αὐτὸς ποὺ τὸν δέχεται, χωρὶς νὰ μικραίνει ἀπὸ φθόνο τὴ φανέρωση τοῦ μεγέθους του, ἀλλὰ σταθμίζει μὲ μέτρο τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ ποθοῦν νὰ τὸν δοῦν. Ἔτσι, ἂν καὶ φαίνεται πάντοτε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὶς ἐκδηλώσεις ἐκείνων ποὺ τὸν μετέχουν ὅμως παραμένει πάντα ἀπὸ ὑπερβολὴ τοῦ μυστηρίου ἀθέατος σὲ ὅλους. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζοντας μὲ σοφία τὸ νόημα τοῦ μυστηρίου ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει, «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἴδιος χθὲς καὶ σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), γνωρίζοντας ὅτι εἶναι πάντοτε νέο τὸ μυστήριο καὶ δὲν παλιώνει ποτὲ ἐπειδὴ περιλαμβάνεται ἀπὸ τὸν νοῦ.
θ΄. Γεννιέται ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, κι ἔγινε ἄνθρωπος μὲ πρόσληψη τῆς σάρκας, ποὺ ἔχει ψυχὴ νοερή. Αὐτὸς ἔδωσε στὰ ὄντα τὴ γένεσή τους ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα, τὸν ὁποῖο γεννώντας ἡ Παρθένος δὲν διέλυσε κανένα ἀποδεικτικὸ σημάδι τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνος ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος οὔτε τὴ φύση του ἀλλοίωσε οὔτε τὴ δύναμή του ἄλλαξε, ἔτσι ἐκείνην ποὺ τὸν γέννησε καὶ μήτερα τὴν κάνει καὶ παρθένο τὴ διατηρεῖ, ἑρμηνεύοντας ταυτόχρονα τὸ θαῦμα μὲ θαῦμα καὶ συνάμα κρύβοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι πάντοτε μυστήριο κατὰ τὴν οὐσία, τόσο μόνον ἐξέρχεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ κρυφιότητα, ὅσο γιὰ νὰ τὴν κάνει ἀκόμα πιὸ κρυφὴ μὲ τὴ φανέρωσή της. Καὶ τόσο πάλι κάνει τὴ μητέρα ποὺ τὸν γέννησε παρθένο, ὅσο ἀπεργάζεται τὴν κύηση ἄλυτο δεσμὸ τῆς παρθενίας.
ι΄. Ἐμφανίζονται νέες φύσεις καὶ ὁ Θεὸς γίνεται ἀνθρωπος· ὄχι μόνο ἡ θεία καὶ σταθερὴ καὶ ἀκίνητη κινούμενη πρὸς τὴν κινούμενη καὶ ἄστατη γιὰ νὰ τὴ σταματήσει ἀπὸ τὴν κίνησή της, οὔτε μόνο ἡ ἀνθρώπινη ποὺ δίχως σπορὰ ὑπὲρ φύση παράγει τὴν σάρκα τελειοποιούμενη ἀπὸ τὸν Λόγο, γιὰ νὰ σταματήσει τὴν κίνησή της, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀστέρας ποὺ φαίνεται τὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ ὁδηγεῖ τοὺς μάγους (Ματθ. 2, 1 ἑξ.) στὸν τόπο τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου, γιὰ νὰ δείξει μὲ τρόπο μυστικὸ ὅτι νικᾶ τὴν αἴσθηση ὁ λόγος τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν καὶ ὁδηγεῖ τὰ ἔθνη πρὸς τὸ μέγιστο φῶς τῆς ἐπίγνωσης. Γιατὶ ὁλοκάθαρα ὁ νομικὸς καὶ προφητικὸς λόγος, σὰν ἀστέρας, μὲ εὐσεβὲς νόημα ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ Λόγου ποὺ σαρκώθηκε (Ρωμ. 8, 28) ἐκείνους ποὺ ἔχουν κληθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσή τους μὲ τὴ δύναμη τῆς χάριτος.
ια΄. Ἐπειδὴ ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος θέλοντας παρέβηκα τὴ θεία ἐντολὴ καὶ δελεάζοντάς με μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς θεότητας ἔσυρε τὴ στερεότητα τῆς φύσης μου ὁ διάβολος στὴν ἡδονή, ποὺ καυχιόταν δίνοντας μ’ αὐτὴν ὑπόσταση στὸν θάνατο, ἀπολαμβάνοντας τὴ φθορὰ τῆς φύσης, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς ν’ ἀλλάξει τίποτε ἀπὸ τὴ φύση μας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καθόσον δὲν ἦταν τῆς φύσης μας, ὥστε προβάλλοντας τὴ σάρκα νὰ δελεάσει καὶ νὰ ἐρεθίσει τὸν ἄπληστο δράκοντα, ποὺ περιμένει μ’ ἀνοιχτὸ στόμα νὰ καταπιεῖ τὴ σάρκα, κι ἔτσι νὰ γίνει γι’ αὐτὸν δηλητήριο, καταστρέφοντάς τον τελείως μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ κλείνει μέσα της, ἐνῷ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση φάρμακο ἀνάκλησης στὴν ἀρχική της χάρη μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ κλείνει μέσα της. Ὅπως δηλαδὴ αὐτὸς χύνοντας τὸ δηλητήριο τῆς κακίας μὲ τὸ ξύλο τῆς γνώσης κατέστρεψε τὴ φύση ποὺ τὸ γεύθηκε, ἔτσι κι ὁ ἴδιος θέλοντας νὰ φάει τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου καταστράφηκε μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ εἶχε μέσα της.
ιβ΄. Τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης παραμένει πάντα μυστήριο, ὄχι μόνο γιατί, ὅπως ἐκδηλώνεται σύμμετρα μὲ τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ σώζει, ἔχει μεγαλύτερο ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπεται ἀκόμη ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φανερώθηκε, ἀλλ’ ἐπειδὴ κι αὐτὸ ποὺ φάνηκε μένει ἀκόμα τελείως κρυφό, χωρὶς νὰ μπορεῖ μὲ κανένα λογισμὸ νὰ γνωσθεῖ πῶς εἶναι. Κι ἂς μὴ φανεῖ παράδοξο αὐτὸ ποὺ λέγω. Γιατὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερούσιος καὶ πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε ὑπερουσιότητα, ὅταν θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν οὐσία, ἔγινε οὐσία μὲ τρόπο ὑπερούσιο. Γι’ αὐτὸ ὡς φιλάνθρωπος, καὶ ἐνῷ ἔγινε γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ἀνθρώπων, ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρεῖ ἀφανέρωτο γιὰ πάντα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε ἄνθρωπος. Γιατὶ ἔγινε ἄνθρωπος πάνω ἀπὸ ἄνθρωπο.
ιγ΄. Ἂς δοῦμε μὲ πίστη τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης κι ἂς δοξολογήσομε μακριὰ ἀπὸ περιέργεια Ἐκεῖνον ποὺ εὐδόκησε νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Γιατί ποιός, ἔχοντας πεποίθηση στὴ δύναμη τῆς λογικῆς ἀπόδειξης, θὰ μπορέσει νὰ πεῖ πῶς γίνεται ἡ σύλληψη τοῦ Θεοῦ Λόγου, πῶς γίνεται σάρκα χωρὶς σπορά, πῶς γίνεται γέννηση χωρὶς νὰ προκληθεῖ φθορά, πῶς γίνεται μητέρα ἐκείνη ποὺ καὶ μετὰ τὴ γέννα ἔμεινε παρθένος, πῶς ὁ πέρα ἀπὸ κάθε τελειότητα προόδευε καθὼς μεγάλωνε (Λουκᾶ 2, 52), πῶς βαφτιζόταν ὁ καθαρός, πῶς ἔτρεφε τὰ πλήθη Ἐκεῖνος ποὺ πεινοῦσε, πῶς χάριζε δύναμη Ἐκεῖνος ποὺ ὑποβαλλόταν σὲ κόπους, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ ὑπέφερε πρόσφερε θεραπεῖες, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ πέθαινε ἔδινε ζωή; Καὶ γιὰ νὰ πῶ τελευταῖο τὸ πρῶτο, πῶς ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, καὶ τὸ πιὸ μυστηριῶδες βέβαια ἀπὸ ὅλα, πῶς στὴν ὑπόστασή του ὁ Λόγος παίρνει τὴν οὐσία τῆς σάρκας, αὐτὸς ποὺ κατὰ τὴν οὐσία ὑπάρχει ὑποστατικὰ ὅλος μέσα στὸν Πατέρα; Πῶς ὁ ἴδιος καὶ ὅλος Θεὸς εἶναι κατὰ τὴ φύση, καὶ ὅλος πάλι ἔγινε κατὰ φύση ἄνθρωπος, χωρὶς ν’ ἀρνηθεῖ καθόλου καμμιὰ φύση, οὔτε τὴ θεία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἶναι Θεός, οὔτε τὴ δική μας κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἄνθρωπος; Αὐτὰ τὰ μυστήρια μόνο ἡ πίστη μπορεῖ νὰ τὰ χωρέσει, ποὺ εἶναι ὑπόσταση τῶν πέρα ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὸν λόγο πραγμάτων.
ιδ΄. Ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παρακοή του δίδαξε τὴ γένεση τῆς φύσης μας νὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἡδονή, ὁ Κύριος ὅμως ἀπομακρύνοντας αὐτὴν ἀπὸ τὴ φύση μας δὲν δέχθηκε νὰ γίνει ἡ σύλληψή του μὲ σπορά. Ἡ γυναίκα μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ἔκανε φανερὸ ὅτι ἡ γέννηση τῆς φύσης μας ἀρχίζει μὲ ὀδύνη, ὁ Κύριος ὅμως ἀποτινάζοντας αὐτὴν ἀπὸ τὴ φύση, δὲν ἐπέτρεψε κατὰ τὴ γέννησή του νὰ ὑποστεῖ φθορὰ ἐκείνη ποὺ τὸν γέννησε, γιὰ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ φύση μᾶς τόσο τὴν ἑκούσια ἡδονή, ὅσο καὶ τὴν ἐξαιτίας τῆς χωρὶς τὴ θέλησή της ἡδονή, τῶν ὁποίων βέβαια δὲν ἦταν δημιουργός, ἔγινε ὡστόσο ὁ καταλυτής τους, καὶ νὰ διδάξει μυστικὰ μὲ τὴ γνώμη μας ν’ ἀρχίσομε ἄλλη ζωή, ποὺ ἀρχίζει τυχὸν ἀπὸ ὀδύνη καὶ πόνους, καταλήγει ὅμως σὲ θεία ἡδονὴ καὶ εὐφροσύνη δίχως τέλος. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἄνθρωπος καὶ γεννιέται σὰν ἄνθρωπος ὁ ποιητὴς τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ θεραπεύοντας, μὲ τὰ πάθη τὰ πάθη, ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι πάθος τῶν δικῶν μας παθῶν (Ἑβρ. 11, 1), ποὺ ἀνανεώνει φιλάνθρωπα μὲ τρόπο ὑπερφυὴ μὲ τὶς δικές του στερήσεις τῆς σάρκας τὶς δικές μας πνευματικὲς δυνάμεις.
ιε΄. Αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν θεῖο πόθο νίκησε τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα, ἔγινε ἀπερίγραφος, ἔστω κι ἂν εἶναι περιγραμμένος μέσα στὸ σῶμα. Γιατὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἕλκει τὸν πόθο ἐκείνου ποὺ τὸν ποθεῖ, εἶναι ἀσύγκριτα ὑψηλότερος ἀπὸ ὅλα καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὸν ποθητή του νὰ προσηλώσει τὸν πόθο του σὲ κάτι ἀπὸ τὰ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς ποθήσομε λοιπὸν τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φύσης μας κι ἂς καταστήσομε τὴν προαίρεσή μας ἀδούλωτη ἀπὸ ὅλα τὰ σωματικά. Ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὴν προαίρεσή μας πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ὄντα κι ἂς μὴ ζημιωθοῦμε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἐξαιτίας τῆς φυσικῆς μας περιγραφῆς στὸ νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ τὸν ἀπερίγραφο ἀπὸ τὴ φύση του.
Ἀπὸ τὴ σειρὰ ΕΠΕ, τόμος 15Δ, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς».
Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἰγνάτιος Σακαλής.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ …
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ …

(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής - Απ’ την εισαγωγή…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου