Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

π.Νικόλαος Λουδοβίκος-Η ανθρώπινη θέληση

 

π.Νικόλαος Λουδοβίκος-Η ανθρώπινη θέληση

π.Νικόλαος Λουδοβίκος-Η ανθρώπινη θέληση - YouTube

https://www.youtube.com/watch?v=ek1TjEc9K_8


Μιλάμε για την ενσάρκωση, μιλάμε για μια κοινωνία μεταξύ ανθρώπου και Θεού, η οποία διαδραματίζεται σε πραγματικό επίπεδο. Σε πραγματικό επίπεδο φύσεων. Έχουμε να κάνουμε συνεπώς κοινωνία μεταξύ δύο φύσεων καθολοκληρίαν. Και αυτό το καθολοκληρίαν περιλαμβάνει φυσικά και τις ενέργειες, γιατί κάθε λογική ουσία ενεργεί και βεβαίως ενεργεί με ένα λογικό τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι ενεργεί κατά θέληση, με τη θέλησή της.

Λοιπόν, ο Άγιος Μάξιμος μαρτύρησε για να υπογραμμίσει τη τεράστια σημασία που έχει το ότι στον άνθρωπο έχουμε να κάνουμε, μέσα στον Χριστό έχουμε να κάνουμε με μια πλήρη ανθρώπινη θέληση. Να κάνουμε μια παρένθεση στο σημείο αυτό, και να πω ότι ήδη ο όρος θέληση είναι επαναστατικός. Στην αρχαία φιλοσοφία υπάρχει μόνο η βούληση.[ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΟΝ ΚΑΚΟΣ;] Η θέληση είναι ένας όρος που τον βλέπουμε στους αρχαίους ποιητές. Η διαφορά είναι μεγάλη. Στην αρχαία βούληση, η οποία κορυφώνεται βεβαίως στην ηθική του Αριστοτέλη, αυτό το οποίο συνδέεται με τη βούληση σαν απαραίτητη προϋπόθεση της είναι η λογική κρίση. Πέρα από τη λογική κρίση δεν μπορούμε να βουλόμεθα. Βουλευόμεθα και βουλόμεθα. Επομένως, εδώ, εάν μείνουμε στο αριστοτελικό πλαίσιο, δεν μπορεί να κατανοηθεί η ενσάρκωση. Είναι αδύνατο να θέλει ο άνθρωπος και ο Θεός και αυτά τα πράγματα. Ή να θέλει ο άνθρωπος όπως ο Θεός. Διότι αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο του Χριστού. Ο Χριστός δεν είναι... Είναι σημαντικό αυτό, πλατειάζω, αλλά είναι πολύ σημαντικό.

Όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, δεν είναι ένα πρόσωπο, λέει ο Χριστός, που κάνει νεύμα στις δύο φύσεις του. Για να κινούνται, νεύματι, με τη λέξη νεύμα. Όχι, είναι λέει ο Θεός κατά φύση, που θέλει ως άνθρωπος. Αυτή η αντίδοση των θελημάτων είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Αλλά θέλει ως άνθρωπος τα του Θεού. Αυτό είναι το μεγαλειώδες. Και τα του ανθρώπου ως Θεός. Αυτή η αντίδοση των θελήσεων, λοιπόν, εξασφαλίζει ένα άνοιγμα. Δεν είναι πλέον βούληση αυτό. Κάνει ο Άγιος Μάξιμος αυτή την κίνηση και εισάγει τον όρο αυτόν, τον οποίο τον όρο θέληση, βρίσκουμε μόνο στους ποιητές. Και ο οποίος είναι ένας όρος, ο οποίος θα τον μεταφράζαμε σε σύγχρονα ελληνικά, θα τον λέγαμε γινάτι. Καημός. Καημός. Αυτό που λέμε, το μεταφράζω στα αγγλικά μου κείμενα, ως burning desire. Φλεγόμενος πόθος. Κάτι το οποίο είναι πέρα από τη θέληση.

Αυτό το πράγμα λοιπόν εξηγεί, αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή ο Θεός θέλει ως άνθρωπος και ο άνθρωπος ανοίγεται στη θέληση του Θεού. Πέρα από την δυνατότητα αυτό το πράγμα το οριοθετήσουμε λογικά. Έτσι. Γίνεται κατά χάριν άκτιστη η θέληση του ανθρώπου, εν Χριστώ. Λοιπόν, αυτό το είδος το θέλημα, καταρχήν πρέπει να το περιγράψουμε όπως έκανε ο Άγιος Μάξιμος και η έκτη Οικουμενική, ως φυσικό θέλημα. Φυσικό θέλημα το ορίζει ο Άγιος Μάξιμος ως θέλημα της πληρότητας της φύσεως. Δηλαδή η φύση …;;το θέλημα του Θεού. Ζητά την πληρότητά της.

Άλλη μια παρένθεση. Δεν ξεχωρίζουμε τη φύση από τη χάρη στην πατερική θεολογία. Είναι συνδεδεμένα αυτά τα δύο. Δεν ταυτίζονται, είναι όμως συνδεδεμένα. Δηλαδή το γεγονός της φύσεως συνυπακούει, συνυποθέτει πάντα το γεγονός της χάριτος. Δεν είναι η φύσις και η χάρις ως κάτι που είναι εποικοδόμημα, όπως είπαν οι Θωμιστές του Μεσαίωνα. Έτσι, επομένως, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη φύση χωρίς τη χάρη. Η φύση αντιλαμβάνεται πάντα στην εσχατολογική της πλήρωση. Δηλαδή πως θα γίνει εν Χριστώ. Πως θα γίνει στην Ανάσταση. Αυτό είναι η φύσις. Αυτή η φύση έχει ένα φυσικό θέλημα που ζητά τι. Την αθανατοποίησή της, θεοποίησή της. Όπως αποκαλύπτεται δια του Χριστού. Και ακριβώς για αυτό θέλει να δει την πληρότητα των όρων της ύπαρξής της αυτή η φύση. Κάνει το θέλημα, το φυσικό θέλημα, το κάνει να είναι ένα ιερό θέλημα. Ένα Άγιο θέλημα. Ένα θέλημα το οποίο ο Θεός έβαλε στον άνθρωπο. Αυτό είναι το φυσικό θέλημα.

Υπάρχει όμως στη συνέχεια και το γνωμικό θέλημα. Που είναι η γνωμική, η προσωπική, που είναι το ίδιο πράγμα, χρήση του φυσικού, έτσι θελήματος. Πώς θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη διαδικασία της θεώσεως που έχουμε έμφυτη μέσα μας; Θα θεωθούμε με τον τρόπο του Χριστού; Ή θα θεωθούμε με τον τρόπο του Νίτσε, ας πούμε; Που είναι θέληση για δύναμη. Εγώ κάνω μια διάκριση στο σημείο αυτό. Θέληση για δύναμη, από τη μια πλευρά, θέληση για το ομοούσιο η άλλη. Και αυτό θέλει εξηγήση. Το ομοούσιο το ξέρουμε ως ένα θεολογικό, τριαδολογικό δεδομένο. Εν Χριστώ μεταφέρεται στην κτήση όμως αυτό. Και έτσι ενοποιούνται τα όντα ολόκληρα, έτσι μέσα από την ενοποίηση στο δρόμο των αρετών, η ενοποίηση στο δρόμο των αρετών φέρνει την αγάπη. Η αγάπη είναι ενώπιος των όντων. Βλέπετε, η άσκηση είναι οντολογική κατάσταση, δεν είναι μια κατάσταση ηθική. Δεν είναι απλά ηθική. Είναι η εκπλήρωση του σχεδίου, του σκοπού του Θεού για τη δημιουργία, που είναι η των πάντων ενότης.

Λοιπόν, επομένως η επιθυμία υπηρετεί τελικά αυτό το μεγάλο πράγμα. Αν γίνει με τον τρόπο του Χριστού, ως θέληση, η οποία είναι γνωμικό θέλημα πλέον, οικονομική χρήση του φυσικού θελήματος, κατά Χριστόν. Που μπορεί να γίνει και με τον τρόπο του φίλαυτου ανθρώπου. Δεν λέω του διαβόλου, γιατί και ο διάβολος σε αυτή την κατηγορία ανήκει, μην το δίνουμε τόσο. Λοιπόν, με τον τρόπο της φιλαυτίας.

Οπότε τότε, αυτός ο τρόπος είναι ένας τρόπος ο οποίος οδηγεί σε αυτό που ο Νίτσε ονόμασε θέληση για δύναμη. Η καλύτερη έκφραση από έναν φιλόσοφο, και μην ξεχνάτε ότι αυτό είναι η ουσία της δυτικής μεταφυσικής, έτσι, η θέληση για δύναμη. Το να θέλει ο άνθρωπος να είναι περισσότερο από ό,τι είναι. Χωρίς όμως αυτό το πράγμα να μπαίνει στη διαδικασία της κοινωνίας. Χωρίς το ομοούσιο. Χωρίς να είναι το πλήρωμα της αγάπης, είναι το πλήρωμα της ισχύος αυτό.

Επομένως η θέληση μπορεί να γίνει πλήρωμα ισχύος και όχι πλήρωμα αγάπης. Αλλά μπορεί να γίνει και πλήρωμα αγάπης. Και αυτό το πράγμα είναι το μεγάλο στοίχημα. Αλλά η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι η θέληση, το φυσικό θέλημα, το οποίο εκφράζει το γνωμικό, είναι από Θεού και ασχέτως αν ο άνθρωπος μπορεί να το χρησιμοποιήσει και το χρησιμοποιεί με έναν τρόπο που το καθιστά το σύγχρονο καιάδα.

Ο σύγχρονος καιάδας είναι αυτό το είδος η απολυτοποιημένη μοναδική επιθυμίας. Και μάλιστα η εποχή μας χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτό, από τη θεοποίηση της θέλησης ως ισχύος, η οποία αποχωρίζει από τον άλλο. Εγώ το λέω αυτό η επανάσταση του οτιδήποτε. Διότι στη Δύση συνέβη μια μεγάλη αλλαγή στον ατομικισμό, έχει μεταβεί στον ναρκισσισμό σήμερα. Δεν ξέρω αν θέλετε να κουβεντιάσουμε αυτά σήμερα. Καλεί το ένα το άλλο θέμα, δηλαδή το πως ακριβώς έχει γίνει αυτή η πολύ μεγάλη αλλαγή στη Δύση, την οποία δεν έχουμε πάρει χαμπάρι. Θέλει πάρα πολύ προσοχή.

Εγώ επιμένω και ό,τι μπόρεσα να κάνω από διάβασμα στα θέματα αυτά, στα συνοδικά κείμενα και στα πατερικά κείμενα. Νομίζω είναι ομόφωνη η παράδοση των πατέρων στο ότι το φυσικό θέλημα δεν καταργείται. Δεν καταργείται. Δεν μπορούμε να πούμε σε έναν άνθρωπο μη θέλεις. Συγγνώμη, αλλά ο Άγιος Μάξιμος μαρτύρησε για το θέμα αυτό. Είναι πάρα πολύ σοβαρό. Ο άνθρωπος είναι θελητικός φύσει.

Εάν τυχόν του απαγορεύσεις να θέλει, ο άνθρωπος θα περάσει σε μια ψυχοπάθεια, θα περάσει σε κατάθλιψη, θα περάσει σε κατάρρευση, δεν ξέρω θα περάσει. Πάντως ο άνθρωπος λοιπόν είναι φτιαγμένος να θέλει. Το φυσικό θέλημα του ανθρώπου μάλιστα, λένε οι πατέρες, ότι δεν το επηρεάζουμε. Δεν μπορείς να πεις σε ένα παιδί, ξέρω εγώ, γίνε γιατρός. Παντρέψου την τάδε. Δεν μπορείς να πεις, παντρέψου. Γίνε μοναχός. Ακόμα κι αυτό. Πάρ' το. Γίνε. Θα γίνει για κάποιο λόγο. Κάνει υπακοή στο θέμα αυτό.

Η υπακοή δεν αναφέρεται στο φυσικό θέλημα, αναφέρεται στο γνωμικό θέλημα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο παιδαγωγείται το γνωμικό θέλημα, ούτως ώστε από φίλαυτο να γίνει φιλάδελφο και φιλόθεο. Καταλάβατε. Μπαίνω μέσα σε μια διαδικασία όπου αγκαλιάζω το θέλημα του άλλου για να βγω από τον κύκλο της φιλαυτίας. Και μαθαίνοντας να θέλω για χάρη του άλλου, έτσι, αυτό ευλογείται από το Θεό. Γιατί ο Χριστός αυτό αναγνωρίζει, αυτό είναι ο ίδιος.

Ο Χριστός αυτό έκανε. Το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού είναι ότι θέλει για χάρη μας. Αυτό είναι ο Σταυρός. Είναι ότι κάνει αυτό που θέλουμε εμείς. Εμείς τι θέλουμε. Ν βρούμε ένα θύμα. Θέλουμε κάποιον να σηκώσει την τρέλα που κουβαλάει όλη η ομήγυρη. Και όλη η ιστορία. Λοιπόν, αυτό μέχρι τότε, μέχρι το Χριστό γινόταν χωρίς να το θέλει το θύμα. Και ξαφνικά έρχεται, είναι η θυματοποίηση που έγραψε ο Ζυράρ, αυτός ο μεγάλος στοχαστής. Και ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει, κοιτάξτε, λοιπόν εγώ τα σηκώνω όλα, όλη την ευθύνη. θέλει αυτό που θέλουμε εμείς.

Αν με ρωτάνε πολλές φορές τι είναι ο Σταυρός, να σου πω μια κουβέντα και λέω ακριβώς, το να κάνεις το θέλημα του άλλου. Το να πάρεις την ευθύνη του άλλου. Όχι επειδή ο άλλος είναι κακός. Είναι καλός και εσύ είσαι κακός. Όχι. Αλλά επειδή αυτό είναι ο νόμος ο πνευματικός. Ο νόμος της αγάπης και ο νόμος του είναι. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν παίρνει κανείς, αναλαμβάνει τον άλλο, την ευθύνη του άλλου. Και με τον τρόπο αυτό βεβαίως το μυστήριο αυτό είναι και το μυστήριο της υπακοής. Το βαθύτερο μυστήριο της υπακοής. Ούτε κάνω υπακοή για να μου πει ένας ουράνιος άνθρωπος πως θα πετύχω στη ζωή μου. Αυτά είναι ανόητα πράγματα. Τα κάνουν πολλοί. Λένε ότι θα πάρω την ευλογία του Θεού. Την ευλογία του Θεού την πάρεις επειδή κάνεις το άνοιγμα αυτό. Και θα πάρεις πολύ μεγαλύτερη ευλογία στην πραγματικότητα. Από αυτή που νομίζεις εσύ. Δεν θα σου βγει και καλά αυτό που θα πει αυτό. Μπορεί να μην θέλει να βγει αυτό που θα πει. Για να δοκιμαστείς κιόλας μάλιστα. Η προαίρεσή σου.

Κάνεις λοιπόν παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος. Το οποίο και αυτό το γνωμικό θέλημα είναι προσωπικό. Δεν υποκαθίσταται από το θέλημα του γέροντα. Είναι ζωντανά αυτά πράγματα. Το ένα θέλημα κοινωνεί με το άλλο. Είναι πολύ θελητική και ελεύθερη η κατάσταση του να κάνω το θέλημα ενός άλλου. Δεν καταργείται το δικό μου. Ανοίγεται. Και αυτό είναι τεράστιο. Πολύ σημαντικό.

Ξαφνικά ο άνθρωπος από ένα φίλαυτο παρανοϊκό ον, να το πούμε σε ψυχαναλυτικούς όρους γιατί ξεκίνησα από ψυχολόγος. Κάποτε από ένα παρανοϊκό ον, έτσι, γίνεται ξαφνικά ένα αγαπητικό πλάσμα. Ένας άνθρωπος που καταλαβαίνει τον άλλο. Και αυτός είναι ο ορισμός ψυχικής υγείας, ξέρετε. Αν κάπου λέει ένας μεγάλος ψυχαναλυτής ο Λακάν, ότι ο νευρωτικός λέει, αρχίζει την κουβέντα μαζί σας, ή μιλώντας σε εσάς χωρίς να μιλάει για τον εαυτό του. Ή μιλώντας για τον εαυτό του χωρίς να μιλάει σε εσάς. Όταν καταφέρει να μιλάει σε εσάς για τον εαυτό του, έχει θεραπευτεί.

Που σημαίνει τι? Σας αγάπησε, σας ανοίχτηκε. Αυτό είναι η υπακοή με μοντέρνους όρους. Και είναι πολύ σημαντικό, αυτά τα κουβαλάμε και στη σημερινή βέβαια εμπειρία. Γιατί είναι και φοβερά πράγματα, έχουν φοβερή δυναμική μέσα στη...


ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΠΑΝΩ ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟ + ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΚΑΘΑΡΑ.
.........4. Αυτή η συνειδητή θεμελίωση της φιλοσοφίας σε ανθρωπολογικές βάσεις έχει ως ουσιαστικό επακόλουθο την κεντρική θέση που κατέχει η βούληση στην κοσμοθεωρία του Αυγουστίνου. Χωρίς αμφιβολία αυτό οφείλεται στις προσωπικές εμπειρίες ενός ανθρώπου με έντονες ορμές και ισχυρή θέληση, ο οποίος, καθώς διερευνούσε στοχαστικά τη δική του προσωπικότητα, διαπίστωνε ότι ο εσώτατος πυρήνας της ήταν η βούληση. Γι' αυτό θεωρεί τη βούληση κάτι ουσιαστικό. Πίσω από κάθε κατάσταση, κάθε κίνηση της ψυχής, κρύβεται η βούληση. Πιο σωστά: όλες οι ψυχικές καταστάσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρόποι της βούλησης (voluntates).

 Για τον Αυγουστίνο η γνώση του νοητού κόσμου είναι ουσιαστικά φώτιση, αποκάλυψη. Γιατί το πνεύμα μπροστά στο δημιουργό του δεν έχει δυνατότητα ούτε για δημιουργική αλλά ούτε και για παθητική πρόσληψη. Ο Ιερός Αυγουστίνος πιστεύει ότι η ενορατική γνώση των νοητών αληθειών δεν είναι καθόλου ένας ανεξάρτητος καρπός που τον παράγει το πεπερασμένο πνεύμα βασισμένο στη δική του μόνο δύναμη. Κατά την άποψή του αυτή η ενορατική γνωστική ικανότητα δεν έχει ούτε καν τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζει την προσοχή, δηλαδή την ιδιότητα της συνείδησης να κατευθύνεται προς τις διάφορες αντικειμενικότητες (intentio) της εξωτερικής και της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Αυγουστίνος πιστεύει ότι η φώτιση της ατομικής συνείδησης από τη θεία αλήθεια είναι ένα ενέργημα της χάρης του Θεού (βλ. παρακάτω): Η ατομική συνείδηση απλώς περιμένει και δέχεται. Αυτές οι μεταφυσικές σκέψεις, που θα μπορούσε να είχαν αναπτυχθεί και σε νεοπλατωνικό έδαφος, ενισχύονται πάρα πολύ, καθώς στη θεολογία του Αυγουστίνου το κέντρο βάρους εντοπίζεται στη θεία χάρη. Η γνώση των αληθειών που βασίζονται στο λόγο είναι ένα στοιχείο μακαριότητας και αυτή τη μακαριότητα ο άνθρωπος δεν την οφείλει στη δική του θέληση αλλά στο θέλημα του Θεού.

Ωστόσο ο Αυγουστίνος προσπάθησε, τουλάχιστον αρχικά, να αφήσει κάποια περιθώρια και στην ατομική βούληση. Δεν περιορίζεται να τονίσει ότι ο Θεός αποκαλύπτει την αλήθεια του, μόνο σε όποιον αποδείχνεται άξιος γι' αυτό, με τις προσπάθειες που καταβάλλει και με το ήθος του, δηλαδή με τις ιδιότητες της βούλησης του· διδάσκει ακόμη ότι η προσοικείωση της θείας αλήθειας δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη γνώση αλλά, σε μεγαλύτερο βαθμό, με την πίστη. Η πίστη, ως παραστασιακή ενέργεια που σχηματίζεται με τη συγκατάθεση του ατόμου αλλά χωρίς εννοιολογική κάλυψη, προϋποθέτει την παράσταση του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται, περιέχει όμως και μια συγκατάθεση που δεν οφείλεται σε εξαναγκασμό της νόησης αλλά είναι πηγαίο βουλητικό ενέργημα της καταφατικής κρίσης. 

 Η συγκατάθεση που προέρχεται άμεσα από τη βούληση δίνει τα πρωταρχικά νοητικά στοιχεία από τα οποία, με την παρέμβαση της διάνοιας που τα συνδυάζει, προκύπτει η εννοιολογική γνώση. Έτσι λοιπόν και στα πιο σημαντικά πράγματα, δηλαδή στα σχετικά με τη λύτρωση του ανθρώπου, η εννοιολογική γνώση του αποκτούμε με το νού πρέπει να ακολουθεί την πίστη στη θεία αποκάλυψη, πίστη που την καθορίζει η αγαθή θέληση, και επίσης η πεποίθηση ότι η αποκάλυψη αυτή κυριαρχεί στην παράδοση της Εκκλησίας. 

5. Σε όλους αυτούς τους διαλογισμούς του Ιερού Αυγουστίνου κεντρικό σημείο είναι η έννοια της ελευθερίας της βούλησης. Είναι μια προαίρεση, μια επιλογή ή συγκατάθεση της βούλησης, που συντελείται ανεξάρτητα από τις δραστηριότητες της διάνοιας και δεν καθορίζεται από γνωστικά κίνητρα· αντίθετα, αυτή η ίδια επιδρά καθοριστικά στη γνώση, χωρίς η συνείδηση να μπορεί να έχει λόγο γι' αυτό. Ο Αυγουστίνος έμεινε σταθερός στην έννοια της ελευθερίας της βούλησης και προσπάθησε να αντικρούσει τις ποικίλες αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν γι' αυτήν. Εκτός από την ηθική-θρησκευτική υπευθυνότητα επιμένει προπαντός στο θέμα της δικαιοσύνης του Θεού. Αλλά τις πιο μεγάλες δυσκολίες τις συναντά καθώς προσπαθεί να συμβιβάσει την αναίτια πράξη που αντικειμενικά είναι εξίσου δυνατή όσο και η ακριβώς αντίθετή της με τη γνώση που εκ των προτέρων έχει ο Θεός γι' αυτήν. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα ο Αυγουστίνος καταφεύγει στη διάκριση αιωνιότητας (άχρονου) και χρόνου. Υποστηρίζει ότι ο χρόνος, που τον διερευνά με εξαιρετικά λεπτό τρόπο, έχει πραγματική σημασία μόνο για τις συγκρίσεις των λειτουργιών της εσωτερικής εμπειρίας, και μόνο αργότερα αποκτά σημασία και για την εξωτερική εμπειρία. Η γνώση που έχει από πριν ο Θεός για τα πράγματα, γνώση καθαυτήν άχρονη, έχει αιτιακά τόσο λίγη καθοριστική δύναμη πάνω στα μελλοντικά γεγονότα όσο και η ανάμνηση πάνω στα περασμένα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αυγουστίνος δίκαια θεωρείται ένας από τους πιο ένθερμους και σθεναρούς υποστηρικτές της ελευθερίας της βούλησης.

Αλλά η άποψη αυτή, που βασικά κατακτήθηκε με τα μέσα της προηγούμενης φιλοσοφίας, διαπλέκεται στο έργο του Αυγουστίνου με μια άλλη ενότητα ιδεών, που πυρήνας της είναι η έννοια της Εκκλησίας και η λυτρωτική δύναμή της. Εδώ, απέναντι στην αρχή της αυτοβεβαιότητας του ατομικού πνεύματος, υπερισχύει η αρχή της ιστορικής γενικότητας. Η ιδέα της χριστιανικής Εκκλησίας -της οποίας ο Αυγουστίνος υπήρξε ο πιο δυναμικός υπέρμαχος- ριζώνει στην πανανθρώπινη ανάγκη για λύτρωση. Η ιδέα όμως αυτή δεν συμβιβάζεται με την απόλυτη ελευθερία της βούλησης που δεν καθορίζεται από τίποτε. Γιατί η ιδέα της λύτρωσης προϋποθέτει αναγκαστικά ότι κάθε άτομο είναι αμαρτωλό και χρειάζεται να λυτρωθεί. Υπό την τεράστια πίεση αυτής της ιδέας ο Αυγουστίνος αναγκάστηκε, παράλληλα με τη θεωρία του για την ελευθερία της βούλησης, που τόσο πλατιά την αναπτύσσει στα φιλοσοφικά έργα του, να διατυπώσει και μια άλλη εντελώς αντίθετη θεωρία.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΥΜΕ.

Τὸ μυστήριο τῆς θείας Ἐνανθρώπησης

Άγιος Μάξιμος Ομολογητής

η΄. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μιὰ φορὰ γεννήθηκε κατὰ σάρκα, γεννιέται πάντοτε ἀπὸ φιλανθρωπία πνευματικὰ σὲ ὅσους θέλουν, καὶ γίνεται βρέφος, διαπλάθοντας σ’ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς ἀρετές, καὶ σὲ τόσο βαθμὸ φανερώνεται, ὅσο γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ χωρέσει αὐτὸς ποὺ τὸν δέχεται, χωρὶς νὰ μικραίνει ἀπὸ φθόνο τὴ φανέρωση τοῦ μεγέθους του, ἀλλὰ σταθμίζει μὲ μέτρο τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ ποθοῦν νὰ τὸν δοῦν. Ἔτσι, ἂν καὶ φαίνεται πάντοτε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὶς ἐκδηλώσεις ἐκείνων ποὺ τὸν μετέχουν ὅμως παραμένει πάντα ἀπὸ ὑπερβολὴ τοῦ μυστηρίου ἀθέατος σὲ ὅλους. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζοντας μὲ σοφία τὸ νόημα τοῦ μυστηρίου ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει, «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἴδιος χθὲς καὶ σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), γνωρίζοντας ὅτι εἶναι πάντοτε νέο τὸ μυστήριο καὶ δὲν παλιώνει ποτὲ ἐπειδὴ περιλαμβάνεται ἀπὸ τὸν νοῦ.

θ΄. Γεννιέται ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, κι ἔγινε ἄνθρωπος μὲ πρόσληψη τῆς σάρκας, ποὺ ἔχει ψυχὴ νοερή. Αὐτὸς ἔδωσε στὰ ὄντα τὴ γένεσή τους ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα, τὸν ὁποῖο γεννώντας ἡ Παρθένος δὲν διέλυσε κανένα ἀποδεικτικὸ σημάδι τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνος ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος οὔτε τὴ φύση του ἀλλοίωσε οὔτε τὴ δύναμή του ἄλλαξε, ἔτσι ἐκείνην ποὺ τὸν γέννησε καὶ μήτερα τὴν κάνει καὶ παρθένο τὴ διατηρεῖ, ἑρμηνεύοντας ταυτόχρονα τὸ θαῦμα μὲ θαῦμα καὶ συνάμα κρύβοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι πάντοτε μυστήριο κατὰ τὴν οὐσία, τόσο μόνον ἐξέρχεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ κρυφιότητα, ὅσο γιὰ νὰ τὴν κάνει ἀκόμα πιὸ κρυφὴ μὲ τὴ φανέρωσή της. Καὶ τόσο πάλι κάνει τὴ μητέρα ποὺ τὸν γέννησε παρθένο, ὅσο ἀπεργάζεται τὴν κύηση ἄλυτο δεσμὸ τῆς παρθενίας.

ι΄. Ἐμφανίζονται νέες φύσεις καὶ ὁ Θεὸς γίνεται ἀνθρωπος· ὄχι μόνο ἡ θεία καὶ σταθερὴ καὶ ἀκίνητη κινούμενη πρὸς τὴν κινούμενη καὶ ἄστατη γιὰ νὰ τὴ σταματήσει ἀπὸ τὴν κίνησή της, οὔτε μόνο ἡ ἀνθρώπινη ποὺ δίχως σπορὰ ὑπὲρ φύση παράγει τὴν σάρκα τελειοποιούμενη ἀπὸ τὸν Λόγο, γιὰ νὰ σταματήσει τὴν κίνησή της, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀστέρας ποὺ φαίνεται τὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ ὁδηγεῖ τοὺς μάγους (Ματθ. 2, 1 ἑξ.) στὸν τόπο τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου, γιὰ νὰ δείξει μὲ τρόπο μυστικὸ ὅτι νικᾶ τὴν αἴσθηση ὁ λόγος τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν καὶ ὁδηγεῖ τὰ ἔθνη πρὸς τὸ μέγιστο φῶς τῆς ἐπίγνωσης. Γιατὶ ὁλοκάθαρα ὁ νομικὸς καὶ προφητικὸς λόγος, σὰν ἀστέρας, μὲ εὐσεβὲς νόημα ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ Λόγου ποὺ σαρκώθηκε (Ρωμ. 8, 28) ἐκείνους ποὺ ἔχουν κληθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσή τους μὲ τὴ δύναμη τῆς χάριτος.

ια΄. Ἐπειδὴ ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος θέλοντας παρέβηκα τὴ θεία ἐντολὴ καὶ δελεάζοντάς με μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς θεότητας ἔσυρε τὴ στερεότητα τῆς φύσης μου ὁ διάβολος στὴν ἡδονή, ποὺ καυχιόταν δίνοντας μ’ αὐτὴν ὑπόσταση στὸν θάνατο, ἀπολαμβάνοντας τὴ φθορὰ τῆς φύσης, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς ν’ ἀλλάξει τίποτε ἀπὸ τὴ φύση μας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καθόσον δὲν ἦταν τῆς φύσης μας, ὥστε προβάλλοντας τὴ σάρκα νὰ δελεάσει καὶ νὰ ἐρεθίσει τὸν ἄπληστο δράκοντα, ποὺ περιμένει μ’ ἀνοιχτὸ στόμα νὰ καταπιεῖ τὴ σάρκα, κι ἔτσι νὰ γίνει γι’ αὐτὸν δηλητήριο, καταστρέφοντάς τον τελείως μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ κλείνει μέσα της, ἐνῷ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση φάρμακο ἀνάκλησης στὴν ἀρχική της χάρη μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ κλείνει μέσα της. Ὅπως δηλαδὴ αὐτὸς χύνοντας τὸ δηλητήριο τῆς κακίας μὲ τὸ ξύλο τῆς γνώσης κατέστρεψε τὴ φύση ποὺ τὸ γεύθηκε, ἔτσι κι ὁ ἴδιος θέλοντας νὰ φάει τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου καταστράφηκε μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ εἶχε μέσα της.

ιβ΄. Τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης παραμένει πάντα μυστήριο, ὄχι μόνο γιατί, ὅπως ἐκδηλώνεται σύμμετρα μὲ τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ σώζει, ἔχει μεγαλύτερο ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπεται ἀκόμη ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φανερώθηκε, ἀλλ’ ἐπειδὴ κι αὐτὸ ποὺ φάνηκε μένει ἀκόμα τελείως κρυφό, χωρὶς νὰ μπορεῖ μὲ κανένα λογισμὸ νὰ γνωσθεῖ πῶς εἶναι. Κι ἂς μὴ φανεῖ παράδοξο αὐτὸ ποὺ λέγω. Γιατὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερούσιος καὶ πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε ὑπερουσιότητα, ὅταν θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν οὐσία, ἔγινε οὐσία μὲ τρόπο ὑπερούσιο. Γι’ αὐτὸ ὡς φιλάνθρωπος, καὶ ἐνῷ ἔγινε γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ἀνθρώπων, ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρεῖ ἀφανέρωτο γιὰ πάντα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε ἄνθρωπος. Γιατὶ ἔγινε ἄνθρωπος πάνω ἀπὸ ἄνθρωπο.

ιγ΄. Ἂς δοῦμε μὲ πίστη τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης κι ἂς δοξολογήσομε μακριὰ ἀπὸ περιέργεια Ἐκεῖνον ποὺ εὐδόκησε νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Γιατί ποιός, ἔχοντας πεποίθηση στὴ δύναμη τῆς λογικῆς ἀπόδειξης, θὰ μπορέσει νὰ πεῖ πῶς γίνεται ἡ σύλληψη τοῦ Θεοῦ Λόγου, πῶς γίνεται σάρκα χωρὶς σπορά, πῶς γίνεται γέννηση χωρὶς νὰ προκληθεῖ φθορά, πῶς γίνεται μητέρα ἐκείνη ποὺ καὶ μετὰ τὴ γέννα ἔμεινε παρθένος, πῶς ὁ πέρα ἀπὸ κάθε τελειότητα προόδευε καθὼς μεγάλωνε (Λουκᾶ 2, 52), πῶς βαφτιζόταν ὁ καθαρός, πῶς ἔτρεφε τὰ πλήθη Ἐκεῖνος ποὺ πεινοῦσε, πῶς χάριζε δύναμη Ἐκεῖνος ποὺ ὑποβαλλόταν σὲ κόπους, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ ὑπέφερε πρόσφερε θεραπεῖες, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ πέθαινε ἔδινε ζωή; Καὶ γιὰ νὰ πῶ τελευταῖο τὸ πρῶτο, πῶς ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, καὶ τὸ πιὸ μυστηριῶδες βέβαια ἀπὸ ὅλα, πῶς στὴν ὑπόστασή του ὁ Λόγος παίρνει τὴν οὐσία τῆς σάρκας, αὐτὸς ποὺ κατὰ τὴν οὐσία ὑπάρχει ὑποστατικὰ ὅλος μέσα στὸν Πατέρα; Πῶς ὁ ἴδιος καὶ ὅλος Θεὸς εἶναι κατὰ τὴ φύση, καὶ ὅλος πάλι ἔγινε κατὰ φύση ἄνθρωπος, χωρὶς ν’ ἀρνηθεῖ καθόλου καμμιὰ φύση, οὔτε τὴ θεία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἶναι Θεός, οὔτε τὴ δική μας κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἄνθρωπος; Αὐτὰ τὰ μυστήρια μόνο ἡ πίστη μπορεῖ νὰ τὰ χωρέσει, ποὺ εἶναι ὑπόσταση τῶν πέρα ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὸν λόγο πραγμάτων.

ιδ΄. Ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παρακοή του δίδαξε τὴ γένεση τῆς φύσης μας νὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἡδονή, ὁ Κύριος ὅμως ἀπομακρύνοντας αὐτὴν ἀπὸ τὴ φύση μας δὲν δέχθηκε νὰ γίνει ἡ σύλληψή του μὲ σπορά. Ἡ γυναίκα μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ἔκανε φανερὸ ὅτι ἡ γέννηση τῆς φύσης μας ἀρχίζει μὲ ὀδύνη, ὁ Κύριος ὅμως ἀποτινάζοντας αὐτὴν ἀπὸ τὴ φύση, δὲν ἐπέτρεψε κατὰ τὴ γέννησή του νὰ ὑποστεῖ φθορὰ ἐκείνη ποὺ τὸν γέννησε, γιὰ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ φύση μᾶς τόσο τὴν ἑκούσια ἡδονή, ὅσο καὶ τὴν ἐξαιτίας τῆς χωρὶς τὴ θέλησή της ἡδονή, τῶν ὁποίων βέβαια δὲν ἦταν δημιουργός, ἔγινε ὡστόσο ὁ καταλυτής τους, καὶ νὰ διδάξει μυστικὰ μὲ τὴ γνώμη μας ν’ ἀρχίσομε ἄλλη ζωή, ποὺ ἀρχίζει τυχὸν ἀπὸ ὀδύνη καὶ πόνους, καταλήγει ὅμως σὲ θεία ἡδονὴ καὶ εὐφροσύνη δίχως τέλος. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἄνθρωπος καὶ γεννιέται σὰν ἄνθρωπος ὁ ποιητὴς τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ θεραπεύοντας, μὲ τὰ πάθη τὰ πάθη, ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι πάθος τῶν δικῶν μας παθῶν (Ἑβρ. 11, 1), ποὺ ἀνανεώνει φιλάνθρωπα μὲ τρόπο ὑπερφυὴ μὲ τὶς δικές του στερήσεις τῆς σάρκας τὶς δικές μας πνευματικὲς δυνάμεις.

ιε΄. Αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν θεῖο πόθο νίκησε τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα, ἔγινε ἀπερίγραφος, ἔστω κι ἂν εἶναι περιγραμμένος μέσα στὸ σῶμα. Γιατὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἕλκει τὸν πόθο ἐκείνου ποὺ τὸν ποθεῖ, εἶναι ἀσύγκριτα ὑψηλότερος ἀπὸ ὅλα καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὸν ποθητή του νὰ προσηλώσει τὸν πόθο του σὲ κάτι ἀπὸ τὰ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς ποθήσομε λοιπὸν τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φύσης μας κι ἂς καταστήσομε τὴν προαίρεσή μας ἀδούλωτη ἀπὸ ὅλα τὰ σωματικά. Ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὴν προαίρεσή μας πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ὄντα κι ἂς μὴ ζημιωθοῦμε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἐξαιτίας τῆς φυσικῆς μας περιγραφῆς στὸ νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ τὸν ἀπερίγραφο ἀπὸ τὴ φύση του.

Ἀπὸ τὴ σειρὰ ΕΠΕ, τόμος 15Δ, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς».
Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἰγνάτιος Σακαλής.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ …

   Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ …

                                              
         Το κακό ούτε είχε ούτε έχει ούτε θα έχη σύμφωνα με μια δική του φύση πραγματική υπόσταση – γιατί δεν έχει και καμμιάν ουσία ή φύση ή υπόσταση ή δύναμη ή ενέργεια στα όντα – , ούτε είναι ποιότητα ούτε ποσότητα ούτε σχέση ούτε τόπος ούτε χρόνος ούτε θέση ούτε ποίηση ούτε κίνηση ούτε έξη ούτε πάθος, που να ενθεωρείται φυσικώς σε κάποιο απ’ τα όντα – κι ούτε είχε βέβαια ουδαμώς σε όλα αυτά σύμφωνα με μια φυσική κλίση πραγματικήν υπόσταση –, και δεν είναι ούτε αρχή ούτε μεσότητα ούτε τέλος, αλλά, για να το πω σαν να το περιλαμβάνω μέσα σε όρια, το κακό είναι η έλλειψη της τελειοποιούς (προς το τέλος) ενέργειας των ενυπαρχουσών στη φύση δυνάμεων, και τίποτα απολύτως άλλο.

Ή πάλι, το κακό είναι η αλόγιστη κίνηση των φυσικών δυνάμεων κατ’ εσφαλμένη κρίση προς κάτι άλλο πλην του τέλους∙ και λέω τέλος την αιτία των όντων, την οποία φυσικώς επιθυμούν όλα, έστω κι αν αφού εκάλυψε στον υπέρτατο βαθμό με την παραποίηση της εύνοιας τον φθόνο ο πονηρός, και παρέπεισε (εξαπάτησε…) με δόλο τον άνθρωπο να κινήση την έφεσή του προς κάτι άλλο απ’ τα όντα πλην της αιτίας, δημιούργησε την άγνοια της αιτίας.

 Κι αφού εγκατέλειψε λοιπόν την κίνηση τής προς το τέλος ενέργειας των κατά φύσιν δυνάμεων ο πρώτος άνθρωπος, ενόσησε την άγνοια της ίδιας του της αιτίας, νομίζοντας πως είναι εκείνο θεός με τη συμβουλή του όφεως, το οποίο είχε διατάξει ακριβώς να είναι απαγορευμένο (απώμοτον) ο της θείας εντολής λόγος. Κι αφού έγινε έτσι  παραβάτης και αγνόησε τον Θεό, αναμιγνύοντας ισχυρά προς τη σύνολη αίσθηση τη σύνολη νοερή δύναμη, προσκάλεσε τη σύνθετη και ολέθρια και ενεργούσα προς το πάθος γνώση των αισθητών, και «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς», ενεργώντας και ζητώντας και επιθυμώντας τα ίδια κατά πάντα τρόπον μ’ αυτά, κι έχοντας γίνει πια άλογος με την αλλαγή τού κατά φύσιν λόγου απ’ το παρά την φύσιν.

  ‘Οσον επιμελείτο λοιπόν κατά μόνη την αίσθηση τη γνώση των ορωμένων ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο σφιχταγκάλιαζε στον εαυτό του την άγνοια του Θεού∙και όσο συνέσφιγγε τον δεσμό αυτής της άγνοιας, τόσο περισσότερο προσηλωνόταν στην πείρα της αισθητικής απόλαυσης των υλικών πραγμάτων που γνώριζε∙ και όσο γέμιζε απ’ αυτήν την πείρα, τόσο περισσότερο διήγειρε τον έρωτα της φιλαυτίας που  γεννάται απ’ αυτήν∙ κι όσο περιποιόταν με φροντίδα τον έρωτα της φιλαυτίας, τόσο περισσότερο επινοούσε πολλούς τρόπους συστάσεως της ηδονής, που είναι και γέννημα  και τέλος της φιλαυτίας∙ κι επειδή εκ φύσεως φθείρεται μαζί με τους τρόπους που τη συνιστούν κάθε κακία, κι ανακαλύπτοντας μέσα απ’ αυτήν την πείρα ότι είναι πάντως η οδύνη διάδοχος κάθε ηδονής, κατηύθυνε μεν προς την ηδονή όλη του την ορμή, προς δε την οδύνη όλη του την αποφυγή, υπερασπίζοντας τη μεν με όλη του τη δύναμη, και πολεμώντας τη δε με όλη του την προσπάθεια, νομίζοντας, που ήταν ακριβώς αμήχανο, πως θα τις διαστείλη μ’ αυτό το τέχνασμα τη μια απ’ την άλλη και θα συνδέη μόνο με την ηδονή τη φιλαυτία, χωρίς καμμιάν εμπειρία οδύνης, αγνοώντας απ’ το πάθος, όπως φαίνεται, ότι δεν ενδέχεται να υπάρχη ποτέ ηδονή χωρίς οδύνη. Γιατί είναι αναμεμειγμένος με την ηδονή ο πόνος της οδύνης, έστω κι αν μοιάζη να διαφεύγη της προσοχής όσων την κατέχουν λόγω της κυριαρχίας του πάθους της ηδονής,επειδή διαφαίνεται απ’ τη φύση του πάντα αυτό που επικρατεί, καλύπτοντας την αίσθηση εκείνου που βρίσκεται κοντά του.

         Από εδώ εισήλθε φθοροποιός ο πολύς και αναρίθμητος όχλος των παθών στον βίο των ανθρώπων∙ από εδώ έγινε πολυστένακτη η ζωή μας, τιμώντας τις αφορμές της ίδιας της τής αναίρεσης και επινοώντας και φροντίζοντας στον εαυτό της τις προφάσεις της φθοράς λόγω της άγνοιας∙ από εδώ καταμερίσθηκε σε μύρια τμήματα η μια φύση και είμαστε εμείς που έχουμε την ίδια φύση με τον τρόπο των ερπετών και των θηρίων παραναλώματα (καταστρεφόμενοι ματαίως…) ο ένας του άλλου. Γιατί σφετεριζόμενοι την ηδονή λόγω της φιλαυτίας και προσπαθώντας να αποφύγουμε πάλι την οδύνη για τον ίδιον λόγο, επινοούμε τις αμύθητες γενέσεις των φθοροποιών παθών. Όπως, όταν φροντίζουμε μεν τη φιλαυτία με την ηδονή, γεννάμε τη γαστριμαργία, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία, τη φυσίωση, τη φιλαργυρία, την πλεονεξία, την τυραννία, την καύχηση, την αλαζονεία, την απεγνωσμένη εξέγερση, τη μανία, την οίηση, τη ματαιοφροσύνη, την καταφρόνηση, την ύβρη, τη φαυλότητα, τη βωμολοχία, την ασωτία, την ακολασία, τη φαντασία, τον μετεωρισμό, τη βλακεία, την προσποίηση, τον χλευασμό, την πολυλογία, την ακαιρολογία, την αισχρολογία, και όσα άλλα ανήκουν σ’ αυτό το γένος∙ κι όταν βασανίζεται μάλλον με την οδύνη ο τρόπος της φιλαυτίας, γεννάμε τον θυμό, τον φθόνο, το μίσος, την έχθρα, τη μνησικακία, την κακολογία, την καταλαλιά, τη συκοφαντία, τη λύπη, την ανελπιστία, την απόγνωση, τη διαβολή της πρόνοιας, την ακηδία, την ολιγωρία, τη δυσθυμία, την αθυμία, την ολιγοψυχία, το άκαιρο πένθος, τον θρήνο, την κατήφεια, τον οδυρμό, την ζήλεια, την ζηλοτυπία, τη δυσαρέσκεια, και όσα άλλα ανήκουν στη διάθεση που στερήθηκε τις κατά την ηδονή αφορμές. Κι απ’ την ανάμειξη που γίνεται για κάποιες άλλες αιτίες της ηδονής με την οδύνη, απ’ τη μοχθηρία δηλαδή – γιατί έτσι ονομάζουν κάποιοι τη σύνθεση απ’ τα αντίθετα μέρη της κακίας - γεννάμε την υποκρισία, την ειρωνεία, τον δόλο, την προσποίηση, την κολακεία, την ανθρωπαρέσκεια, και όλα τα άλλα επινοήματα της μικτής πανουργίας. Γιατί δεν είναι υποφερτό να τα απαριθμήσουμε τώρα και να τα πούμε όλα μαζί με τα οικεία τους σχήματα και τρόπους και αιτίες και καιρούς, αφήνοντας να ερευνηθή η εξέτασή τους ως ιδιαίτερη υπόθεση, με τη δύναμη που μας χαρίζει ο Θεός.
Το κακό είναι λοιπόν, όπως προείπα, η άγνοια της αγαθής αιτίας των όντων, η οποία, έχοντας ακρωτηριάσει τον ανθρώπινο νου, κι έχοντας διανοίξει τρανώς την αίσθηση, αποξένωσε μεν τον νου παντελώς απ’ τη θεία γνώση, τον επλήρωσε δε με την εμπαθή γνώση των αισθητών∙ την οποίαν αμελώς μεταλαμβάνοντας μόνο με την αίσθηση, με τον τρόπο των αλόγων κτηνών, ο άνθρωπος και βρίσκοντας με την πείρα πως είναι συστατική της ορατής σωματικής του φύσης η μετάληψη των αισθητών, παρεγνώρισε (διέγνωσε σφαλερά…) εύλογα, και καθώς είχε ήδη παραστρατίσει απ’ το νοητό κάλλος της θείας ωραιότητας, τη φαινόμενη κτίση  σε θεό, θεοποιώντας την λόγω της χρησιμότητάς της στη σύσταση του σώματος, και αγάπησε όπως είναι φυσικό το ίδιο του το σώμα, που ήταν οικείο κατά τη φύση προς την κτίση που είχε νομίσει πως είναι θεός, «λατρεύων» με όλη του την προσπάθεια λόγω της φροντίδας και επιμελείας του σώματος μόνο, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Γιατί δεν μπορεί να λατρεύη κανείς με διαφορετικόν τρόπο την κτίση, χωρίς να περιποιείται το σώμα, όπως ακριβώς δεν μπορεί και να λατρεύη κανείς τον Θεό, χωρίς να καθαρίζη πλήρως την ψυχή με τις αρετές∙ επιτελώντας σύμφωνα μ’ αυτό το σώμα  τη φθοροποιό λατρεία ο άνθρωπος και γενόμενος σύμφωνα μ’ αυτό φίλαυτος είχε ατελείωτα ενεργούμενη την ηδονή και την οδύνη, εσθίοντας (τρώγοντας…) πάντοτε το ξύλο της παρακοής, έχοντας έτσι αναμεμιγμένη τη γνώση του καλού και του κακού σύμφωνα με την αίσθηση και μέσω της πείρας. Κι αν πη τυχόν κανείς πως είναι ξύλο που γνωρίζει το καλό και το πονηρό η φαινόμενη κτίση δεν θα αστοχήση ως προς την αλήθεια∙ γιατί δημιουργεί με φυσικό τρόπο την ηδονή και την οδύνη η μετάληψή της.

        Ή πάλι∙ επειδή έχει και λόγους πνευματικούς των ορωμένων και που διατρέφουν τον νου η κτίση, και δύναμη πάλι φυσική, που τέρπει μεν την αίσθηση, διαστρέφει δε τον νου,  γι’ αυτό και ονομάσθηκε ξύλο που γνωρίζει το καλό και το κακό, έχοντας  μεν γνώση του καλού, όταν θεωρείται πνευματικά, γνώση δε του κακού, όταν λαμβάνεται σωματικά. Γιατί γίνεται δάσκαλος παθών σ’ αυτούς που τη μεταλαμβάνουν σωματικά , επιφέροντάς τους λήθη των θείων. Γι’ αυτό και απαγόρευσε ίσως στον άνθρωπο αναβάλλοντας για κάποιον χρόνο τη μετάληψή της ο Θεός, ώστε αφού διακρίνει προηγουμένως, όπως ήταν δικαιότατο, με τη μετοχή στη χάρι την ίδια του την αιτία και ενδυναμώσει μ’ αυτήν τη μετάληψη προς απάθεια και ατρεψία τη δοθείσα κατά χάριν αθανασία, γενόμενος ήδη με τη θέωση ως θεός, να σκεφθή αβλαβώς και κατά παραχώρησιν (επ’ αδείας) σε όλη τους την έκταση μαζί με τον Θεό τα κτίσματα του Θεού και να αναλάβη τη γνώση τους ως θεός κι όχι ως άνθρωπος, έχοντας την ίδια με τον Θεό κατά χάριν μετά σοφίας γνώση των όντων  λόγω της προς θέωσιν μεταποίησης του νου και της αίσθησης.

         Έτσι πρέπει να αντιληφθούμε λοιπόν εδώ τα περί του ξύλου σύμφωνα με την αναγωγή που μπορεί να είναι κατάλληλη σε όλους, φυλάσσοντας τον μυστικότερο και υψηλότερο λόγο για τους μυστικούς στη διάνοια και τιμώντας τον εμείς με τη σιωπή. Θυμήθηκα δε τώρα παροδικά το ξύλο της παρακοής, θέλοντας να φανερώσω πως η άγνοια του Θεού θεοποίησε την κτίση, της οποίας λατρεία σαφής είναι η κατά το σώμα φιλαυτία του γένους των ανθρώπων, που γύρω απ’ αυτήν υπάρχει όπως ακριβώς μια ανάμεικτη γνώση η πείρα της ηδονής και της οδύνης, για τις οποίες και επεισήλθε στον βίο των ανθρώπων όλος ο βούρκος των κακών συνιστάμενος με διαφορετικό και ποικίλο και, σαν να μη μπορή να τον παρουσιάση κάποιος λόγος, πολύμορφο τρόπο, καθόσον έχει ο καθένας απ’ αυτούς που μεταλαμβάνουν την ανθρώπινη φύση ζωντανή και κατά το ποσόν και κατά το ποιόν στον εαυτό του και πράττουσα τη γύρω απ’ το ορατό (φαινόμενον) του μέρος, και εννοώ το σώμα, φιλία, που τον αναγκάζει δουλοπρεπώς να επινοή λόγω της επιθυμίας της ηδονής και του φόβου της οδύνης πολλές ιδέες παθών, σύμφωνα με τη σύμπτωση των καιρών και των πραγμάτων, και όπως το επιδέχεται ο τρόπος αυτών των παθών, ώστε να μπορέση τη μεν ηδονή να τη λάβη διαπαντός προς συμβίωση, να διαμείνη δε παντελώς ανέπαφος απ’ την οδύνη, διδάσκοντάς τον να επαγγέλλεται το αμήχανο (το ακατόρθωτο…) και να μη μπορή να φτάση στο σύμφωνα με τον σκοπό του πέρας. Γιατί καθώς είναι φθαρτή και διαλυτή η σύνολη φύση των σωμάτων, με όσους τρόπους κι αν επιμελείται να τη συστήση κανείς, καθιστά μάλλον ισχυρότερη τη φθορά της, φοβούμενος και μη θέλοντας πάντοτε εκείνο για το οποίο αισθάνεται στοργή και περιποιούμενος παρά τη γνώμη του ανεπαισθήτως μέσω αυτού για το οποίο αισθάνεται στοργή εκείνο για το οποίο δεν αισθάνεται, εξαρτημένος από εκείνα που απ’ τη φύση τους δεν μπορούν να παυθούν και αλλοιώνοντας (μεταβάλλοντας πλήρως…) γι’αυτό μαζί με τα διαλυτά και τη διάθεση της ψυχής που διεξέρχεται αστάτως μαζί μ’ αυτά που ρέουν και μη κατανοώντας την ίδια του την απώλεια λόγω της παντελούς προς την αλήθεια τύφλωση της ψυχής.

       Απαλλαγή δε απ’ όλα αυτά τα κακά και σύντομη προς σωτηρίαν οδός είναι η αληθινή κατ’ επίγνωσιν αγάπη του Θεού και η καθολική απάρνηση της κατά ψυχήν στοργής και προς το σώμα και προς τον κόσμο αυτόν, κατά την οποία, αφού αποβάλλουμε της μεν ηδονής την επιθυμία, της δε οδύνης τον φόβο, ελευθερωνόμαστε απ’ την κακή φιλαυτία, έχοντας αναβιβασθή προς τη γνώση του κτίσαντος, και, έχοντας ανταλλάξει την πονηρή με την αγαθή και νοερή φιλαυτία, αποχωρισμένη απ’ τη σωματική στοργή, δεν παύουμε να λατρεύουμε τον Θεό μ’ αυτήν την καλή φιλαυτία, ζητώντας συνέχεια απ’ τον Θεό τη σύσταση της ψυχής. Γιατί αυτή είναι η αληθινή και η όντως θεάρεστη λατρεία, η ακριβής δια των αρετών επιμέλεια της ψυχής.

        Αυτός που δεν επιθυμεί λοιπόν την ηδονή και δεν φοβάται παντελώς την οδύνη έχει γίνει απαθής σ’ αυτές, φόνευσε ομοθυμαδόν μαζί με τη φιλαυτία που τις γεννάει όλα τα λόγω αυτών και εξ αυτών μαζί με την αρχηγικώτατη των κακών άγνοια πάθη, και γεννήθηκε όλος απ’ το ιστάμενο και μένον και όντας κατά τον ίδιον πάντα τρόπο φύσει καλό, διαμένοντας σε εντελώς όλα ακίνητος μαζί του και «ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν του Θεού κατοπτριζόμενος», θεώμενος απ’ την στον εαυτό του φωτοειδή λαμπρότητα τη θεία και απρόσιτη δόξα.

Αφού μας φανερώθηκε λοιπόν απ’ τον λόγο η ορθή και εύκολη οδός των σωζομένων, ας αρνηθούμε με όση δύναμη έχουμε την ηδονή της παρούσας ζωής και την οδύνη και ας διδάξουμε με πολλή παράκληση τους υφισταμένους μας (τους υφ’ ημάς) να το κάνουν αυτό, και θα έχουμε απαλλαγή και θα έχουμε απαλλάξει παντελώς από κάθε επίνοια (επινόημα…) και δαιμονιώδη κακουργία των παθών∙ και ας εγείρουμε αξίωση μόνο για τη θεία αγάπη, και κανείς δεν θα μπορέση να μας χωρίση απ’ τον Θεό, ούτε θλίψη, ούτε στεναχώρια, ούτε μεγάλη πείνα, ούτε κίνδυνος, ούτε μάχαιρα, ούτε όσα απαριθμήθηκαν απ’ τον άγιον απόστολο στο συγκεκριμένο χωρίο, αφού θα μένη η κατ’ ενέργειαν γνώση, η αγάπη ακίνητη (εδραία…) σε μας, προμηθευόμενοι αιώνια και άρρητη απ’ αυτό ευφροσύνη και σύσταση της ψυχής∙  της οποίας αφού αξιωθούμε, θα έχουμε προς μεν αυτόν τον κόσμο τη σώζουσα άγνοια, χωρίς να βλέπουμε πλέον δίχως σώφρονα λογισμό, όπως προηγουμένως,  «ανακεκαλυμμένω προσώπω» της αισθήσεως ως δόξα την επιφάνεια των αισθητών, γύρω απ’ την οποία γεννώνται προδήλως τα πάθη, αλλά «κατοπτριζόμενοι» μάλλον «ανακεκαλυμμένω προσώπω» της διανοίας, απαλλαγμένου από κάθε αισθητό κάλυμμα, την εν αρεταίς και γνώσει δόξα του Θεού, κατά την οποία (καθ’ ήν) γίνεται εκ φύσεως η κατά χάριν προς τον Θεό ένωση, που αφυπνίζει (διεγείρει) τον νου από κάθε άγνοια και πτώση. Γιατί όπως δραττόμαστε, αφού αγνοήσαμε τον Θεό, την απολαυστικώς με την αίσθηση γνωσθείσα κτίση λόγω της εφικτής με τη νόηση κατ’ ενέργειαν γνώσης του Θεού, ας αγνοήσουμε, λόγω της εξ αυτού συστάσεως και προς το είναι και προς το ευ είναι και προς το αεί είναι της ψυχής, κάθε και κάθε αίσθησης πείρα.

(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής -   Απ’ την εισαγωγή…)                                                                                                                 


Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.   
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής 

Γιατί αιώνας είναι ο χρόνος, όταν σταματήσει να κινείται, και χρόνος είναι ο αιώνας όταν μετρείται καθώς τον παρασύρει η κίνηση, ώστε να είναι, για να το διατυπώσω με έναν ορισμό, ο αιώνας χρόνος που στερείται κίνηση, και ο χρόνος αιώνας που μετρείται με την κίνηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: