SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 9
Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
§ 3. Γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος της ελευθερίας
β) Τι σημαίνει γενικά “σύστημα”; Σημασία της λέξης και χρήση της στους Έλληνες και στον Μεσαίωνα
§ 3. Γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος της ελευθερίας
β) Τι σημαίνει γενικά “σύστημα”; Σημασία της λέξης και χρήση της στους Έλληνες και στον Μεσαίωνα
Άρα ρωτάμε:
Τι σημαίνει γενικά «σύστημα»;
Πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις φτάνει η φιλοσοφία στη συγκρότηση συστημάτων;
Γιατί το «σύστημα» είναι ακριβώς στη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού πολεμική ιαχή και εσωτερική απαίτηση;
Ποια ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα ενός συστήματος της ελευθερίας και του ίδιου του συστήματος γενικά θίγει ο Σέλλινγκ στην καθολική εξέταση του στην εισαγωγή του;
Στην ερώτηση 1. Τι σημαίνει γενικά "σύστημα";
Η λέξη προέρχεται – όπως και πολλές άλλες λέξεις που, είτε άμεσα είτε μέσω μετάδοσης, έχουν διαμορφώσει το πεδίο της ύπαρξής μας – από τα ελληνικά. Όταν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο, δεν υποδεικνύουμε απλώς τη γλώσσα στην οποία εμφανίζεται η λέξη στο λεξιλόγιο, αλλά ολόκληρο τον λαό, τη δημιουργική δύναμη εκείνου του λαού, που με τους ποιητές του, τους στοχαστές, τους άνδρες του κράτους και τους καλλιτέχνες του πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη διαμορφωτική επίθεση ενάντια στο Όλο του Είναι, που έχει ποτέ τολμηθεί στην ιστορία των δυτικών λαών.
Οι ουσιώδεις λέξεις δεν είναι τεχνητά επινοημένα σημάδια και σύμβολα, προσαρτημένα στα πράγματα για να τα καταστήσουν αναγνωρίσιμα. Οι ουσιώδεις λέξεις είναι πράξεις, είναι γεγονότα, τα οποία – όπως τα αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε άνθρωποι – είναι σαν η λάμψη μιας μεγάλης αποκάλυψης μέσα στο φως του κόσμου.
Η σημασία της λέξης «σύστημα» ας αναπτυχθεί αρχικά ως προς τις ουσιαστικές της δυνατότητες. Η λέξη System προέρχεται από το ελληνικό σύστημα (συνίστημι), «συναρμόζω»· και αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα:
Πρώτον: Συναρμόζω με έναν τέτοιο τρόπο μέσα σε μια τάξη, ώστε να μην κατανεμηθεί και ενταχθεί απλώς το παρόν και το εμφανιζόμενο σε ένα ήδη υπάρχον πλέγμα θέσεων — όπως για παράδειγμα το γυάλινο τζάμι που προσαρμόζεται σε ένα έτοιμο παράθυρο —, αλλά τοποθετώ μέσα σε μια τάξη με τέτοιο τρόπο, ώστε η ίδια η τάξη να σχεδιάζεται τότε για πρώτη φορά.
Αυτός ο σχεδιασμός (Entwurf), όμως, εάν είναι αυθεντικός, δεν είναι απλώς ένα κάλυμμα πάνω στα πράγματα, κάτι που τους επιβάλλεται απ' έξω, αλλά ο αυθεντικός σχεδιασμός διανοίγει το ον έτσι, ώστε αυτό να καθίσταται ορατό στην ενότητα της ίδιας του της δομής – όπως ακριβώς η δομή με την οποία ορίζεται ένα ζωντανό ον, ένας οργανισμός· σύστημα του σώματος, λέγαν οι αρχαίοι. Και ακόμη σήμερα μιλάμε για νευρικό σύστημα, πεπτικό σύστημα, αναπαραγωγικό σύστημα.
Το «συναρμόζω» μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο: ότι συγκολλώ – ακόμη και χωρίς προϋπάρχουσα διάταξη – αδιάκριτα και χωρίς τέλος, ό,τι τύχει με ό,τι τύχει. Αντίστοιχα, το σύστημα μπορεί να σημαίνει επίσης: απλή συσσώρευση και πρόχειρη συνένωση. Ανάμεσα σε αυτές τις ακραίες αντιθέσεις στη σημασία – εσωτερική αρμονική διάρθρωση από τη μία και απλό σωρό πραγμάτων από την άλλη – υπάρχει και η ενδιάμεση σημασία, σύμφωνα με την οποία σύστημα σημαίνει: πλαίσιο, ούτε εσωτερική τάξη, αλλά ούτε και απλή εξωτερική συγκόλληση.
Το γεγονός ότι η λέξη σύστημα μπορεί να σημαίνει περισσότερα πράγματα — από τη μία εσωτερική δομή που δίνει σε κάτι τη θεμελίωσή του και τη σταθερότητά του, αλλά και απλό εξωτερικό συνονθύλευμα, και τέλος, κάτι ενδιάμεσο, όπως ένα πλαίσιο — υποδηλώνει ότι το σύστημα εμπεριέχει πάντοτε αυτή την εσωτερική δυνατότητα ταλάντωσης ανάμεσα σε δομή, συνονθύλευμα και πλαίσιο. Ότι κάθε αυθεντικό σύστημα βρίσκεται πάντοτε υπό την απειλή της παρακμής σε κάτι μη αυθεντικό, και ότι κάθε μη αυθεντικό σύστημα μπορεί συνεχώς να προβάλλει την ψευδαίσθηση ενός αυθεντικού. Σε κάθε περίπτωση, βρίσκουμε στη χρήση της γλώσσας των Ελλήνων όλες τις κατευθύνσεις της σημασίας που προαναφέρθηκε: εσωτερική δομή, εξωτερική συγκόλληση, πλαίσιο.
Έτσι αποκαλείται ο κόσμος: σύστημα ἐξ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ένα δομικό σύνολο από ουρανό και γη, ασφαλώς όχι απλώς μια εξωτερική συνένωση των δύο· πρόκειται για το σύστημα τῆς πολιτείας, για το σύστημα της διαμορφωτικής τάξης της κοινότητας. Με άλλη έννοια, το σύστημα κατανοείται στην έκφραση τὸ τῆς φάλαγγος σύστημα, δηλαδή η παράταξη του στρατεύματος στη μορφή και τη διάταξη της «Φάλαγγας»· εδώ η διάταξη είναι μεν εξωτερική, αλλά όχι εξωτερικιστική – προκύπτει από μια συγκεκριμένη αντίληψη και διάρθρωση της διαδικασίας της μάχης και της πολεμικής τάξης. Σε καθαρά εξωτερικό επίπεδο, το σύστημα σημαίνει μόνο: μάζα, συμμορία, ή – για τους γιατρούς – συσσώρευση και πήξη του αίματος και των χυμών.
Αργότερα, η λέξη σύστημα χρησιμοποιείται επίσης στον τομέα της γνώσης, της επιστήμης, και αυτή η χρήση της λέξης έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή· μιλάει κανείς για το σύστημα της φιλοσοφίας, για το σύστημα των επιστημών. Με βάση όσα ειπώθηκαν θεμελιωδώς για τη λέξη και την έννοια «σύστημα», μπορεί να υποτεθεί ότι και εδώ η λέξη σύστημα μπορεί να εννοείται και να χρησιμοποιείται τόσο με γνήσια όσο και με μη γνήσια σημασία· ακόμη περισσότερο, ότι εξαιτίας αυτής της εσωτερικής δυνατότητας διχασμού, η οποία ανήκει στην ουσία του συστήματος, η προσπάθεια για το σύστημα είναι και η ίδια διχασμένη, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι αυτονόητο. Αυτό (δηλαδή το σύστημα ως αυτονόητο) συμβαίνει μόνο εκεί όπου το σύστημα της φιλοσοφίας – αλλά και των επιστημών – εννοείται με εντελώς εξωτερικό τρόπο. Έτσι υπάρχουν ξανά και ξανά παρορμητικοί δάσκαλοι του δημοτικού ή συνταξιούχοι δικαστές επαρχιακών δικαστηρίων – άνθρωποι αξιόλογοι στον επαγγελματικό τους τομέα – οι οποίοι έχουν την ιδέα πως πρέπει να "φτιάξουν" ένα σύστημα φιλοσοφίας ή κοσμοθεωρίας. Βασισμένοι σε κείμενα που έχουν μαζέψει χωρίς διάκριση και χωρίς στόχο, σχεδιάζουν μεγάλους πίνακες και διαγράμματα, μέσα στα οποία "πακετάρεται" όλος ο κόσμος, αν είναι δυνατόν με πολλά νούμερα, σχήματα και βέλη. Και υπάρχουν άνθρωποι και φορείς που παίρνουν σοβαρά αυτά τα πράγματα και τα προωθούν. Το μοιραίο, όμως, δεν είναι ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα – αυτό είναι αναπόφευκτο, όπως τα κατακάθια (στέμφυλα) στο πάτημα του κρασιού. Μοιραίο είναι μόνο το να νομίζει κανείς ότι ένα αυθαίρετα συρραμμένο πλέγμα τίτλων αντιπροσωπεύει την αληθινή μορφή ενός "συστήματος", και ότι εξαιτίας αυτού είναι σωστό να μη θέτει κανείς καθόλου το ερώτημα του συστήματος. Αναμφίβολα, η μη γνήσια μορφή του συστήματος και η μηχανική κατασκευή συστημάτων, πρέπει ξανά και ξανά να απορρίπτονται, αλλά μόνο επειδή το σύστημα, με την αληθινή του έννοια, είναι μια – ναι, η – αποστολή της φιλοσοφίας.
Όμως, και πάλι με αυτό δεν λέγεται ότι το σύστημα αποτελεί ανά πάσα στιγμή το πιο επείγον και μοναδικό καθήκον· ακόμη λιγότερο λέγεται ότι το σύστημα έχει πάντοτε την ίδια μορφή και το ίδιο νόημα, με τρόπο εξωτερικής ομοιομορφίας.
Υπάρχει μεγάλη φιλοσοφία χωρίς σύστημα. Ολόκληρη η ελληνική φιλοσοφία αποτελεί απόδειξη αυτού. Η απαρχή της δυτικής φιλοσοφίας έμεινε χωρίς σύστημα· κι όμως – ακριβώς γι’ αυτό – αυτό το φιλοσοφείν ήταν εκ θεμελίων “συστηματικό”, δηλαδή καθοδηγούμενο και διαποτισμένο από μια απολύτως ορισμένη εσωτερική δομή και τάξη της ερώτησης· της ερώτησης εκείνης που αποτελεί την ουσιώδη προϋπόθεση κάθε συστηματικότητας και ενός δυνάμει συστήματος. Ούτε ο Πλάτωνας ούτε ο Αριστοτέλης «έχουν» ένα σύστημα φιλοσοφίας, ούτε με την έννοια ότι ανέπτυξαν ένα πλήρες σύστημα, ούτε ότι το σχεδίασαν καν. Ωστόσο, θεμελιώνουν τις προϋποθέσεις για την απαίτηση και την πραγματοποίηση της συγκρότησης συστήματος — και μάλιστα αρχικά παρά τη θέλησή τους, ιδίως για ένα εξωτερικό και μη γνήσιο σύστημα. Όποιος, λοιπόν, μιλάει για το “σύστημα του Πλάτωνα” ή το “σύστημα του Αριστοτέλη”, διαστρεβλώνει την ιστορία και φράζει τον δρόμο προς την εσωτερική κίνηση αυτής της φιλοσοφικής σκέψης και προς την κατανόηση της αλήθειας της.
Ακόμη και οι λεγόμενες «Σούμμες» (Summen) της μεσαιωνικής θεολογίας και φιλοσοφίας δεν είναι συστήματα, αλλά ένας τρόπος δογματικής παρουσίασης του περιεχομένου της γνώσης. Πράγματι, στις Σούμμες — σε αντίθεση με άλλες σχολαστικές μορφές παρουσίασης, όπως τα σχόλια, οι διαλέξεις και οι ερωτήσεις (quaestiones) — πραγματοποιείται μια διάταξη του διδακτικού υλικού που είναι ανεξάρτητη από την τύχη του εκάστοτε εξεταζόμενου αντικειμένου και την περιστασιακή απαίτηση μιας επιμέρους διδακτικής ή διαλεκτικής ανάγκης. Ωστόσο, οι Σούμμες παραμένουν πρωτίστως προσανατολισμένες προς τη διδασκαλία: είναι διδακτικά εγχειρίδια.
Ακόμη και η περίφημη «Summa Theologica» του Θωμά Ακινάτη είναι ένα διδακτικό εγχειρίδιο, και μάλιστα για αρχάριους, το οποίο αποσκοπεί στο να παρουσιάσει τα ουσιώδη με απλό και τακτικό τρόπο.
Ας συγκρίνουμε τον πρόλογο του έργου:
«Διότι ο διδάσκαλος της καθολικής αλήθειας δεν οφείλει μόνο να διδάσκει τους προχωρημένους, αλλά του αναλογεί επίσης να μορφώνει και τους αρχάριους (σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου, Α΄ Κορινθίους 3,1-2: “Σαν νήπια εν Χριστώ σας έδωσα να πιείτε γάλα, όχι στερεή τροφή”), ο σκοπός της πρόθεσής μας σε αυτό το έργο είναι να μεταδώσουμε εκείνα που αφορούν τη χριστιανική θρησκεία με τρόπο κατάλληλο για την εκπαίδευση αρχαρίων.”
Πιο ξεκάθαρα δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ο στόχος της "Summa" και επομένως ο συνολικός χαρακτήρας του έργου. Παρόλα αυτά, συνηθίζεται συχνά και πρόθυμα να συγκρίνει κανείς αυτές τις Summae με τους μεσαιωνικούς καθεδρικούς ναούς. Τώρα, κάθε σύγκριση, ασφαλώς, "χωλαίνει"· όμως αυτή η σύγκριση των θεολογικών εγχειριδίων με μεσαιωνικούς ναούς όχι μόνο κουτσαίνει, αλλά είναι εντελώς αδύνατη.
Οι μεσαιωνικοί καθεδρικοί ναοί και οι πύργοι τους υψώνονται με διαρθρωμένη βαθμιδωτή δομή προς τον ουρανό· το αντίστοιχο σε μια Summa θα ήταν να οικοδομείται από ευρύ θεμέλιο μέχρι την κορυφή, προς τον ουρανό, δηλαδή προς τον Θεό. Ωστόσο, η Summa ξεκινά ακριβώς από την κορυφή και εκτείνεται προς το πλάτος της χριστιανικής, ηθικής και ανθρώπινης ζωής. Αν ήδη η σύγκριση ενός σχολικού εγχειριδίου με ένα οικοδόμημα και έργο τέχνης είναι προβληματική, τότε καθίσταται εντελώς αδύνατη όταν αποδεικνύεται ότι η δομική αρχή και των δύο — που άλλωστε είναι και το ουσιώδες — είναι ακριβώς αντίθετη.
Η σύγχυση των εννοιών αυξάνεται σε υπέρμετρο βαθμό, όταν οι λεγόμενες Summae θεωρούνται υποτιθέμενα συστήματα του μεσαιωνικού στοχασμού και συγκρίνονται με τα πραγματικά συστήματα του Χέγκελ και του Σέλλινγκ, ή με τα υποτιθέμενα συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αυτού του είδους η ιστορία του πνεύματος (Geistesgeschichte) μπορεί να είναι πολύ επιδέξια και αποτελεσματική για απολογητικούς σκοπούς· με την αλήθεια της ιστορίας, όμως, δεν έχει καμία σχέση. Πρωτίστως εμποδίζει τη σωστή κατανόηση του ίδιου του Μεσαίωνα και της μορφής της δικής του γνωσιακής συγκρότησης. Αυτή η παρανόηση εμποδίζει επίσης – και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ κατεξοχήν – τη σωστή κατανόηση της ουσίας και, κατά συνέπεια, των προϋποθέσεων της δυνατότητας ενός συστήματος.
Αν στη μεσαιωνική μορφή της γνώσης μπορεί να διαπιστωθεί κάποια συγγένεια προς το σύστημα, τότε αυτό συμβαίνει ως προς τον τρόπο κατανομής και βαθμιδωτής διάταξης των περιοχών του Είναι. Σε αυτό ανήκει το έργο του μεγαλύτερου στοχαστή της Καρολίγγειας εποχής, του Ιρλανδού Σκώτου Έριουγένα, το έργο Περί φύσεως μερισμού (De divisione naturae), γραμμένο γύρω στο 860. Εκεί, ωστόσο, φαίνεται επίσης και η επιρροή του Νεοπλατωνισμού, μιας ύστερης ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία περνά μέσα από τον ιουδαιοχριστιανικό και ρωμαϊκό στοχασμό, και η οποία πραγματικά άσκησε επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν αργότερα τα συστήματα – χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτή την επιρροή.
Το «σύστημα» δεν είναι απλώς μια τακτοποίηση υπάρχοντος διδακτικού υλικού για τους σκοπούς ενός απλού μαθήματος για αρχάριους στις επιστήμες.
Το σύστημα δεν είναι καθόλου – ή έστω δεν είναι πρωτίστως – μια ταξινόμηση του ήδη υπάρχοντος γνωσιακού υλικού και του άξιου να γνωρισθεί, με σκοπό την ορθή μετάδοση της γνώσης. Αντιθέτως, το σύστημα είναι η εσωτερική διάρθρωση του ίδιου του δυνάμενου να γίνει γνωστό (des Wißbaren), η θεμελιωτική του ανάπτυξη και διαμόρφωση – και, πιο ουσιαστικά ακόμη:
Το σύστημα είναι η γνωσιακή άρθρωση της δομής και της συναρμογής του όντος, ενόσω αυτό είναι ον. Αν λοιπόν το σύστημα, στην ουσία του, δεν έχει τίποτε το εξωτερικό και τυχαίο, όπως η τεχνητή τακτοποίηση κάποιου υλικού σε φακέλους με τίτλους και αριθμούς, τότε η διαμόρφωση συστημάτων υπόκειται σε απολύτως συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και δεν μπορεί να συμβεί ιστορικά σε οποιαδήποτε εποχή.
Συνεχίζεται με:
γ) Κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συγκρότησης συστήματος στη νεότερη εποχή:
Η βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα του Λόγου
Τι σημαίνει γενικά «σύστημα»;
Πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις φτάνει η φιλοσοφία στη συγκρότηση συστημάτων;
Γιατί το «σύστημα» είναι ακριβώς στη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού πολεμική ιαχή και εσωτερική απαίτηση;
Ποια ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα ενός συστήματος της ελευθερίας και του ίδιου του συστήματος γενικά θίγει ο Σέλλινγκ στην καθολική εξέταση του στην εισαγωγή του;
Στην ερώτηση 1. Τι σημαίνει γενικά "σύστημα";
Η λέξη προέρχεται – όπως και πολλές άλλες λέξεις που, είτε άμεσα είτε μέσω μετάδοσης, έχουν διαμορφώσει το πεδίο της ύπαρξής μας – από τα ελληνικά. Όταν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο, δεν υποδεικνύουμε απλώς τη γλώσσα στην οποία εμφανίζεται η λέξη στο λεξιλόγιο, αλλά ολόκληρο τον λαό, τη δημιουργική δύναμη εκείνου του λαού, που με τους ποιητές του, τους στοχαστές, τους άνδρες του κράτους και τους καλλιτέχνες του πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη διαμορφωτική επίθεση ενάντια στο Όλο του Είναι, που έχει ποτέ τολμηθεί στην ιστορία των δυτικών λαών.
Οι ουσιώδεις λέξεις δεν είναι τεχνητά επινοημένα σημάδια και σύμβολα, προσαρτημένα στα πράγματα για να τα καταστήσουν αναγνωρίσιμα. Οι ουσιώδεις λέξεις είναι πράξεις, είναι γεγονότα, τα οποία – όπως τα αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε άνθρωποι – είναι σαν η λάμψη μιας μεγάλης αποκάλυψης μέσα στο φως του κόσμου.
Η σημασία της λέξης «σύστημα» ας αναπτυχθεί αρχικά ως προς τις ουσιαστικές της δυνατότητες. Η λέξη System προέρχεται από το ελληνικό σύστημα (συνίστημι), «συναρμόζω»· και αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα:
Πρώτον: Συναρμόζω με έναν τέτοιο τρόπο μέσα σε μια τάξη, ώστε να μην κατανεμηθεί και ενταχθεί απλώς το παρόν και το εμφανιζόμενο σε ένα ήδη υπάρχον πλέγμα θέσεων — όπως για παράδειγμα το γυάλινο τζάμι που προσαρμόζεται σε ένα έτοιμο παράθυρο —, αλλά τοποθετώ μέσα σε μια τάξη με τέτοιο τρόπο, ώστε η ίδια η τάξη να σχεδιάζεται τότε για πρώτη φορά.
Αυτός ο σχεδιασμός (Entwurf), όμως, εάν είναι αυθεντικός, δεν είναι απλώς ένα κάλυμμα πάνω στα πράγματα, κάτι που τους επιβάλλεται απ' έξω, αλλά ο αυθεντικός σχεδιασμός διανοίγει το ον έτσι, ώστε αυτό να καθίσταται ορατό στην ενότητα της ίδιας του της δομής – όπως ακριβώς η δομή με την οποία ορίζεται ένα ζωντανό ον, ένας οργανισμός· σύστημα του σώματος, λέγαν οι αρχαίοι. Και ακόμη σήμερα μιλάμε για νευρικό σύστημα, πεπτικό σύστημα, αναπαραγωγικό σύστημα.
Το «συναρμόζω» μπορεί όμως να σημαίνει και κάτι άλλο: ότι συγκολλώ – ακόμη και χωρίς προϋπάρχουσα διάταξη – αδιάκριτα και χωρίς τέλος, ό,τι τύχει με ό,τι τύχει. Αντίστοιχα, το σύστημα μπορεί να σημαίνει επίσης: απλή συσσώρευση και πρόχειρη συνένωση. Ανάμεσα σε αυτές τις ακραίες αντιθέσεις στη σημασία – εσωτερική αρμονική διάρθρωση από τη μία και απλό σωρό πραγμάτων από την άλλη – υπάρχει και η ενδιάμεση σημασία, σύμφωνα με την οποία σύστημα σημαίνει: πλαίσιο, ούτε εσωτερική τάξη, αλλά ούτε και απλή εξωτερική συγκόλληση.
Το γεγονός ότι η λέξη σύστημα μπορεί να σημαίνει περισσότερα πράγματα — από τη μία εσωτερική δομή που δίνει σε κάτι τη θεμελίωσή του και τη σταθερότητά του, αλλά και απλό εξωτερικό συνονθύλευμα, και τέλος, κάτι ενδιάμεσο, όπως ένα πλαίσιο — υποδηλώνει ότι το σύστημα εμπεριέχει πάντοτε αυτή την εσωτερική δυνατότητα ταλάντωσης ανάμεσα σε δομή, συνονθύλευμα και πλαίσιο. Ότι κάθε αυθεντικό σύστημα βρίσκεται πάντοτε υπό την απειλή της παρακμής σε κάτι μη αυθεντικό, και ότι κάθε μη αυθεντικό σύστημα μπορεί συνεχώς να προβάλλει την ψευδαίσθηση ενός αυθεντικού. Σε κάθε περίπτωση, βρίσκουμε στη χρήση της γλώσσας των Ελλήνων όλες τις κατευθύνσεις της σημασίας που προαναφέρθηκε: εσωτερική δομή, εξωτερική συγκόλληση, πλαίσιο.
Έτσι αποκαλείται ο κόσμος: σύστημα ἐξ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ένα δομικό σύνολο από ουρανό και γη, ασφαλώς όχι απλώς μια εξωτερική συνένωση των δύο· πρόκειται για το σύστημα τῆς πολιτείας, για το σύστημα της διαμορφωτικής τάξης της κοινότητας. Με άλλη έννοια, το σύστημα κατανοείται στην έκφραση τὸ τῆς φάλαγγος σύστημα, δηλαδή η παράταξη του στρατεύματος στη μορφή και τη διάταξη της «Φάλαγγας»· εδώ η διάταξη είναι μεν εξωτερική, αλλά όχι εξωτερικιστική – προκύπτει από μια συγκεκριμένη αντίληψη και διάρθρωση της διαδικασίας της μάχης και της πολεμικής τάξης. Σε καθαρά εξωτερικό επίπεδο, το σύστημα σημαίνει μόνο: μάζα, συμμορία, ή – για τους γιατρούς – συσσώρευση και πήξη του αίματος και των χυμών.
Αργότερα, η λέξη σύστημα χρησιμοποιείται επίσης στον τομέα της γνώσης, της επιστήμης, και αυτή η χρήση της λέξης έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή· μιλάει κανείς για το σύστημα της φιλοσοφίας, για το σύστημα των επιστημών. Με βάση όσα ειπώθηκαν θεμελιωδώς για τη λέξη και την έννοια «σύστημα», μπορεί να υποτεθεί ότι και εδώ η λέξη σύστημα μπορεί να εννοείται και να χρησιμοποιείται τόσο με γνήσια όσο και με μη γνήσια σημασία· ακόμη περισσότερο, ότι εξαιτίας αυτής της εσωτερικής δυνατότητας διχασμού, η οποία ανήκει στην ουσία του συστήματος, η προσπάθεια για το σύστημα είναι και η ίδια διχασμένη, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι αυτονόητο. Αυτό (δηλαδή το σύστημα ως αυτονόητο) συμβαίνει μόνο εκεί όπου το σύστημα της φιλοσοφίας – αλλά και των επιστημών – εννοείται με εντελώς εξωτερικό τρόπο. Έτσι υπάρχουν ξανά και ξανά παρορμητικοί δάσκαλοι του δημοτικού ή συνταξιούχοι δικαστές επαρχιακών δικαστηρίων – άνθρωποι αξιόλογοι στον επαγγελματικό τους τομέα – οι οποίοι έχουν την ιδέα πως πρέπει να "φτιάξουν" ένα σύστημα φιλοσοφίας ή κοσμοθεωρίας. Βασισμένοι σε κείμενα που έχουν μαζέψει χωρίς διάκριση και χωρίς στόχο, σχεδιάζουν μεγάλους πίνακες και διαγράμματα, μέσα στα οποία "πακετάρεται" όλος ο κόσμος, αν είναι δυνατόν με πολλά νούμερα, σχήματα και βέλη. Και υπάρχουν άνθρωποι και φορείς που παίρνουν σοβαρά αυτά τα πράγματα και τα προωθούν. Το μοιραίο, όμως, δεν είναι ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα – αυτό είναι αναπόφευκτο, όπως τα κατακάθια (στέμφυλα) στο πάτημα του κρασιού. Μοιραίο είναι μόνο το να νομίζει κανείς ότι ένα αυθαίρετα συρραμμένο πλέγμα τίτλων αντιπροσωπεύει την αληθινή μορφή ενός "συστήματος", και ότι εξαιτίας αυτού είναι σωστό να μη θέτει κανείς καθόλου το ερώτημα του συστήματος. Αναμφίβολα, η μη γνήσια μορφή του συστήματος και η μηχανική κατασκευή συστημάτων, πρέπει ξανά και ξανά να απορρίπτονται, αλλά μόνο επειδή το σύστημα, με την αληθινή του έννοια, είναι μια – ναι, η – αποστολή της φιλοσοφίας.
Όμως, και πάλι με αυτό δεν λέγεται ότι το σύστημα αποτελεί ανά πάσα στιγμή το πιο επείγον και μοναδικό καθήκον· ακόμη λιγότερο λέγεται ότι το σύστημα έχει πάντοτε την ίδια μορφή και το ίδιο νόημα, με τρόπο εξωτερικής ομοιομορφίας.
Υπάρχει μεγάλη φιλοσοφία χωρίς σύστημα. Ολόκληρη η ελληνική φιλοσοφία αποτελεί απόδειξη αυτού. Η απαρχή της δυτικής φιλοσοφίας έμεινε χωρίς σύστημα· κι όμως – ακριβώς γι’ αυτό – αυτό το φιλοσοφείν ήταν εκ θεμελίων “συστηματικό”, δηλαδή καθοδηγούμενο και διαποτισμένο από μια απολύτως ορισμένη εσωτερική δομή και τάξη της ερώτησης· της ερώτησης εκείνης που αποτελεί την ουσιώδη προϋπόθεση κάθε συστηματικότητας και ενός δυνάμει συστήματος. Ούτε ο Πλάτωνας ούτε ο Αριστοτέλης «έχουν» ένα σύστημα φιλοσοφίας, ούτε με την έννοια ότι ανέπτυξαν ένα πλήρες σύστημα, ούτε ότι το σχεδίασαν καν. Ωστόσο, θεμελιώνουν τις προϋποθέσεις για την απαίτηση και την πραγματοποίηση της συγκρότησης συστήματος — και μάλιστα αρχικά παρά τη θέλησή τους, ιδίως για ένα εξωτερικό και μη γνήσιο σύστημα. Όποιος, λοιπόν, μιλάει για το “σύστημα του Πλάτωνα” ή το “σύστημα του Αριστοτέλη”, διαστρεβλώνει την ιστορία και φράζει τον δρόμο προς την εσωτερική κίνηση αυτής της φιλοσοφικής σκέψης και προς την κατανόηση της αλήθειας της.
Ακόμη και οι λεγόμενες «Σούμμες» (Summen) της μεσαιωνικής θεολογίας και φιλοσοφίας δεν είναι συστήματα, αλλά ένας τρόπος δογματικής παρουσίασης του περιεχομένου της γνώσης. Πράγματι, στις Σούμμες — σε αντίθεση με άλλες σχολαστικές μορφές παρουσίασης, όπως τα σχόλια, οι διαλέξεις και οι ερωτήσεις (quaestiones) — πραγματοποιείται μια διάταξη του διδακτικού υλικού που είναι ανεξάρτητη από την τύχη του εκάστοτε εξεταζόμενου αντικειμένου και την περιστασιακή απαίτηση μιας επιμέρους διδακτικής ή διαλεκτικής ανάγκης. Ωστόσο, οι Σούμμες παραμένουν πρωτίστως προσανατολισμένες προς τη διδασκαλία: είναι διδακτικά εγχειρίδια.
Ακόμη και η περίφημη «Summa Theologica» του Θωμά Ακινάτη είναι ένα διδακτικό εγχειρίδιο, και μάλιστα για αρχάριους, το οποίο αποσκοπεί στο να παρουσιάσει τα ουσιώδη με απλό και τακτικό τρόπο.
Ας συγκρίνουμε τον πρόλογο του έργου:
«Διότι ο διδάσκαλος της καθολικής αλήθειας δεν οφείλει μόνο να διδάσκει τους προχωρημένους, αλλά του αναλογεί επίσης να μορφώνει και τους αρχάριους (σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου, Α΄ Κορινθίους 3,1-2: “Σαν νήπια εν Χριστώ σας έδωσα να πιείτε γάλα, όχι στερεή τροφή”), ο σκοπός της πρόθεσής μας σε αυτό το έργο είναι να μεταδώσουμε εκείνα που αφορούν τη χριστιανική θρησκεία με τρόπο κατάλληλο για την εκπαίδευση αρχαρίων.”
Πιο ξεκάθαρα δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ο στόχος της "Summa" και επομένως ο συνολικός χαρακτήρας του έργου. Παρόλα αυτά, συνηθίζεται συχνά και πρόθυμα να συγκρίνει κανείς αυτές τις Summae με τους μεσαιωνικούς καθεδρικούς ναούς. Τώρα, κάθε σύγκριση, ασφαλώς, "χωλαίνει"· όμως αυτή η σύγκριση των θεολογικών εγχειριδίων με μεσαιωνικούς ναούς όχι μόνο κουτσαίνει, αλλά είναι εντελώς αδύνατη.
Οι μεσαιωνικοί καθεδρικοί ναοί και οι πύργοι τους υψώνονται με διαρθρωμένη βαθμιδωτή δομή προς τον ουρανό· το αντίστοιχο σε μια Summa θα ήταν να οικοδομείται από ευρύ θεμέλιο μέχρι την κορυφή, προς τον ουρανό, δηλαδή προς τον Θεό. Ωστόσο, η Summa ξεκινά ακριβώς από την κορυφή και εκτείνεται προς το πλάτος της χριστιανικής, ηθικής και ανθρώπινης ζωής. Αν ήδη η σύγκριση ενός σχολικού εγχειριδίου με ένα οικοδόμημα και έργο τέχνης είναι προβληματική, τότε καθίσταται εντελώς αδύνατη όταν αποδεικνύεται ότι η δομική αρχή και των δύο — που άλλωστε είναι και το ουσιώδες — είναι ακριβώς αντίθετη.
Η σύγχυση των εννοιών αυξάνεται σε υπέρμετρο βαθμό, όταν οι λεγόμενες Summae θεωρούνται υποτιθέμενα συστήματα του μεσαιωνικού στοχασμού και συγκρίνονται με τα πραγματικά συστήματα του Χέγκελ και του Σέλλινγκ, ή με τα υποτιθέμενα συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αυτού του είδους η ιστορία του πνεύματος (Geistesgeschichte) μπορεί να είναι πολύ επιδέξια και αποτελεσματική για απολογητικούς σκοπούς· με την αλήθεια της ιστορίας, όμως, δεν έχει καμία σχέση. Πρωτίστως εμποδίζει τη σωστή κατανόηση του ίδιου του Μεσαίωνα και της μορφής της δικής του γνωσιακής συγκρότησης. Αυτή η παρανόηση εμποδίζει επίσης – και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ κατεξοχήν – τη σωστή κατανόηση της ουσίας και, κατά συνέπεια, των προϋποθέσεων της δυνατότητας ενός συστήματος.
Αν στη μεσαιωνική μορφή της γνώσης μπορεί να διαπιστωθεί κάποια συγγένεια προς το σύστημα, τότε αυτό συμβαίνει ως προς τον τρόπο κατανομής και βαθμιδωτής διάταξης των περιοχών του Είναι. Σε αυτό ανήκει το έργο του μεγαλύτερου στοχαστή της Καρολίγγειας εποχής, του Ιρλανδού Σκώτου Έριουγένα, το έργο Περί φύσεως μερισμού (De divisione naturae), γραμμένο γύρω στο 860. Εκεί, ωστόσο, φαίνεται επίσης και η επιρροή του Νεοπλατωνισμού, μιας ύστερης ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία περνά μέσα από τον ιουδαιοχριστιανικό και ρωμαϊκό στοχασμό, και η οποία πραγματικά άσκησε επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν αργότερα τα συστήματα – χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτή την επιρροή.
Το «σύστημα» δεν είναι απλώς μια τακτοποίηση υπάρχοντος διδακτικού υλικού για τους σκοπούς ενός απλού μαθήματος για αρχάριους στις επιστήμες.
Το σύστημα δεν είναι καθόλου – ή έστω δεν είναι πρωτίστως – μια ταξινόμηση του ήδη υπάρχοντος γνωσιακού υλικού και του άξιου να γνωρισθεί, με σκοπό την ορθή μετάδοση της γνώσης. Αντιθέτως, το σύστημα είναι η εσωτερική διάρθρωση του ίδιου του δυνάμενου να γίνει γνωστό (des Wißbaren), η θεμελιωτική του ανάπτυξη και διαμόρφωση – και, πιο ουσιαστικά ακόμη:
Το σύστημα είναι η γνωσιακή άρθρωση της δομής και της συναρμογής του όντος, ενόσω αυτό είναι ον. Αν λοιπόν το σύστημα, στην ουσία του, δεν έχει τίποτε το εξωτερικό και τυχαίο, όπως η τεχνητή τακτοποίηση κάποιου υλικού σε φακέλους με τίτλους και αριθμούς, τότε η διαμόρφωση συστημάτων υπόκειται σε απολύτως συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και δεν μπορεί να συμβεί ιστορικά σε οποιαδήποτε εποχή.
Συνεχίζεται με:
γ) Κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συγκρότησης συστήματος στη νεότερη εποχή:
Η βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα του Λόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου