Συνέχεια από:Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025
του Luigi Copertino
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΑΘΑΡΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΝΟΘΕΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ
«Δεν είναι κάθε “γνώση” – έχει παρατηρηθεί – … δυνατόν να θεωρηθεί “γνωστική”: συγγραφείς σαφώς ορθόδοξοι, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς ή ο Μάξιμος ο Ομολογητής, μιλούν άφοβα για μια “χριστιανική γνώση”.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του “γνωστικισμού”, εκτεθειμένα σχηματικά, θα ήταν τότε τα εξής:
α) η παρουσία ενός σύνθετου μυθολογικο-κοσμολογικού σχήματος βασισμένου στην ιδέα της “πτώσης” (αρχική ρήξη μιας θεϊκής τάξης του κόσμου, που μερικές φορές ταυτίζεται με τη δημιουργία του αισθητού κόσμου από έναν δημιουργό),
στην οποία αντιστοιχεί, στο ανθρωπολογικό επίπεδο,
β) ένας έντονος δυϊσμός μεταξύ υλικού και πνευματικού κόσμου και
γ) η ιδέα μιας αποκλειστικής σωφρονιστικής κληρονομιάς, μεταβιβάσιμης μέσω εσωτερικής διδασκαλίας, ικανής να οδηγήσει τη στενή ομάδα που την κατέχει στη σωτηρία και στην απελευθέρωση από τα δεσμά της σαρκικής ζωής.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, τυπικό των γνωστικών δογμάτων, είναι η ανάμειξη στοιχείων προερχόμενων από ετερόκλητες θρησκευτικές παραδόσεις, συχνά αναμειγμένων χωρίς καμία απαίτηση συνοχής.
Πολύ συχνή, τέλος, είναι μια αυστηρή ταξινόμηση της ανθρωπότητας σε τρεις κατηγορίες:
οι πνευματικοί (ή πνευματοφόροι, δηλαδή εκείνοι που κατέχουν τη “γνώση” και έχουν ήδη λυτρωθεί),
οι ψυχικοί (δηλαδή οι άνθρωποι που, με τη βοήθεια των “τελείων”, μπορούν να αποκτήσουν τη “γνώση”) και
οι υλικοί (στους οποίους κυριαρχεί η ύλη, η hyle, και οι οποίοι γι’ αυτό προορίζονται για διάλυση).
Πέραν της συνηθισμένης επίκλησης σε κρυφές διδασκαλίες, που δήθεν μεταδόθηκαν μυστικά σε πρόσωπα της βιβλικής ιστορίας ή των απαρχών του Χριστιανισμού» (1).
Πολύ συχνά οι λάτρεις της αποκαλούμενης αιώνιας φιλοσοφίας (Philosophia perennis) δεν συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ό,τι λάμπει χρυσός. Χωρίς μεταφορά: δεν λαμβάνουν υπόψη τις “μολύνσεις” που υπέστη η πρωταρχική Αποκάλυψη κατά τη μετα-εδενική της μετάδοση. Από εδώ πηγάζουν ορισμένα “σφάλματα” στα οποία υπέπεσαν οι κύριοι σύγχρονοι εκπρόσωποι της “Σχολής Παραδοσιακής Μεταφυσικής”, οι οποίοι προωθούν τον λατιδουναριστικό Περενιαλισμό (σημ. Perennialismo latudinarista, ευρύς, πλατύς περενιαλισμός, με ευρύ πνεύμα. Χωρίς διάκριση)(2).
Η αγνόηση αυτών των παραμορφώσεων έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη σχέση μεταξύ της χριστιανικής Πίστης και της Philosophia perennis και έχει οδηγήσει, ως αντίδραση, τους χριστιανούς στο να κλειστούν μέσα σε παρηκμασμένες σχολαστικές ρασιοναλιστικές κατασκευές, οι οποίες, επιπλέον, έχουν ελάχιστη σχέση με την αυθεντική παραδοσιακή σκέψη του Θωμά του Ακινάτη, ενώ αντίθετα, είναι ακριβώς ο Χριστός ο Αποκαταστάτης της Πρωταρχικής Αποκάλυψης και άρα και της ίδιας της Philosophia perennis.
Το κρίσιμο σημείο, στο θέμα αυτό, είναι επομένως η αναγνώριση της ύπαρξης μιας νόθας γνώσης (gnosi spuria) η οποία αντιτίθεται στην αληθινή γνώση, στην αληθινή αγαπητική γνώση του Θεού, όπως αυτή πιστοποιείται από την αρχέγονη Αποκάλυψη. Το χαρακτηριστικό ίσως πιο ενδεικτικό της νόθας γνώσης είναι η υποτίμηση της Δημιουργίας, η οποία δεν αναγνωρίζεται, όπως μαρτυρεί η Γένεση, ως Μεγάλο Έργο (Opus Magnum) του Θεού, και άρα ως Καλή Δημιουργία Του. Η νόθα γνώση βλέπει στη δημιουργία μια «οντολογική πτώση» του Πνεύματος μέσα στην ύλη.
Η βαθύτερη ουσία της νόθας γνώσης αποκαλύπτεται ολόκληρη στη Γεν. 3,5, όπου ο διαρκής πειρασμός παρουσιάζεται ως ο λουσιφεριανός λόγος αυτοθεοποίησης. Η νόθα γνώση, σε όλες της τις εκφράσεις, ξεκινά από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα θεϊκό θραύσμα εξόριστο, «ριγμένο» στον σκοτεινό κόσμο της υλικής ύπαρξης.
Ταυτίζοντας το ατομικό άτμαν με το παγκόσμιο Βράχμαν ή Άτμαν, η βενταντική πνευματικότητα, για παράδειγμα, δεν μπορεί παρά να ταυτίσει πανθεϊστικά το ανθρώπινο πνεύμα με το Θείο Πνεύμα, και να συμπεράνει ότι αυτό ζει φυλακισμένο σε μια απατηλή φαινομενική εκδήλωση – τη μάγια – από την οποία πρέπει να ελευθερωθεί, ξυπνώντας τη συνείδηση του “Εκείνο είσαι εσύ” (“tat tvam asi”). Που σημαίνει: ο Θεός, δηλαδή “Εκείνο”, είσαι εσύ.
Είναι μια διακήρυξη συγγενείας της ανθρώπινης φύσης με τη Θεία Ουσία, μια δήλωση αυτοθεοποίησης του ανθρώπου. Για την αρχέγονη Αποκάλυψη, αντίθετα, ο άνθρωπος συμμετέχει οντολογικά στη Θεότητα, όντας “εν Θεώ” αλλά ως “άλλος από τον Θεό”.
«Μεταφυσική – γράφει ο Frithjof Schuon – σημαίνει ουσιαστικά διάκριση ανάμεσα στο Πραγματικό και στο φαινομενικό, ή το απατηλό. Σε βενταντικούς όρους, Άτμαν και Μάγια, το Θείο και το κοσμικό. Η μεταφυσική ασχολείται επίσης με τις ρίζες της Μάγια και του Άτμαν, δηλαδή με την Θεία Ενσάρκωση, τον Θεό Δημιουργό και Αποκαλύπτοντα, και έπειτα με την προβολή του Άτμαν στη Μάγια, που σημαίνει όλα όσα είναι θετικά και αγαθά στον κόσμο» (3).
Αν, από τη μία πλευρά, ο Schuon φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη θετικότητα και την αγαθότητα της δημιουργίας, ως «προβολή» του Θείου στον κόσμο, από την άλλη, ωστόσο, δεν κατορθώνει να υπερβεί τη διαστροφή σύμφωνα με την οποία στο πραγματικό αντιτίθεται το φαινομενικό. Μια διαστροφή που προϋποθέτει, αναπόφευκτα, τη μόνο απατηλή φύση της δημιουργίας, η οποία, επομένως, θα ήταν «μάγια», φαινομενική ψευδαίσθηση χωρίς καμία πραγματική υπόσταση, ούτε καν με οντολογική συμμετοχή.
Ο Άνθρωπος ο Πρωτόπλαστος, ο Αδάμ Καδμόν, είναι ο Λόγος του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αναφερόμενος στον Αδάμ/Λόγο, στον Αδάμ Καδμόν, του οποίου ο Αδάμ ως δημιούργημα είναι απλώς εικόνα μέσα στη δημιουργία, απέδωσε στον Εαυτό Του τον τίτλο, παραδοσιακά θεϊκό και μεσσιανικό, του «Υιού του Ανθρώπου» – Ben Adam.
Αν ο Αδάμ Καδμόν, δηλαδή ο Πρωτοάνθρωπος, είναι ο Λόγος του Θεού, ομοούσιος με τον Πατέρα, τότε, δηλώνοντας “Υιός του Ανθρώπου”, ο Ιησούς Χριστός δήλωσε ότι είναι ο Λόγος του Θεού, αποκαλύπτοντας τη θεότητά Του ενσαρκωμένη.
Στην πρωταρχική Αποκάλυψη, που είναι η χριστιανική, ο Αδάμ Καδμόν δεν είναι καθόλου η αρσενική πόλωση αντίθετη προς τη θηλυκή, στην πρώτη «διάσπαση» εντός της Θεότητας, η οποία εμφανίζεται κατά την έναρξη της διαδικασίας πτωτικής εκπόρευσης του Ενός προς το πολλαπλό, και που προορίζεται να καταλήξει στην «οστεοποίηση» της εκδήλωσης του υλικού κόσμου.
Η γνώση (gnosi), αντίθετα, δεν ταυτίζει τον Πρωτόπλαστο Άνθρωπο ή Αδάμ Καδμόν με τον Λόγο του Θεού.
Στο δικό της πρότυπο, ο Αδάμ Καδμόν γίνεται η πρώτη προσδιορισμένη μορφή μέσα στη Θεία Ουσία, η οποία υπόκειται σε μια “πτώση”, σε μια διαδικασία υποβάθμισης και αποσύνθεσης, της οποίας τελική συνέπεια είναι η παραγωγή της «αισθητής εκδήλωσης», δηλαδή της δημιουργίας.
Αυτή η πτώση, με την εμφάνιση του φυσικού κόσμου, αναγκάζει τον Αδάμ Καδμόν να λάβει μια περιορισμένη, εξαρτημένη και περιφρονητέα υλική ύπαρξη, δίνοντας αρχή στον πρώτο σωματικό άνθρωπο και κατόπιν στον πολλαπλασιασμό του μέσω της γενεάς.
Στην πολλαπλή του καταγωγή, ο εκπεσών Αδάμ Καδμόν συνεχίζει να διαιωνίζει τον κατακερματισμό του Θείου, που ξεκίνησε με την πρώτη «διάσπαση» μεταξύ Αδάμ και Εύας, κατανοούμενων, κατά την εν λόγω ερμηνεία, σύμφωνα με το διπλό αντίθετο του ταοϊστικού “Γιν και Γιανγκ” ή του βενταντικού “Πουρούσα–Πρακρίτι”.
Η λουσιφεριανή πηγή της νόθας γνώσης εξηγεί την αρνητική θεώρηση της τεκνογονίας. Πράγματι, η γνωστική πνευματικότητα είναι εχθρική προς τη γόνιμη σεξουαλικότητα, επειδή μισεί τη ζωή. Αυτή αποτελεί τη μυστική και σκοτεινή ρίζα των «καθαρικών» πολιτισμών, των εκτρωτικών, ονανιστικών και πανσεξουαλιστικών κουλτούρων.
Σύμφωνα με το παράδειγμα της νόθας γνώσης – και είναι εδώ που αποκαλύπτεται ο πειρασμός που σηματοδοτείται στη Γεν. 3,5 – ο άνθρωπος, παρότι είναι θραύσμα του Αδάμ Καδμόν, του Καθολικού Ανθρώπου, πεσμένος στη σάρκα, φέρει εντός του ένα κατάλοιπο, μια «σπίθα» της αρχικής του θείας φύσης.
Ο σκοπός της ύπαρξης θα ήταν, επομένως, η μυητική αποκατάσταση της χαμένης συνείδησης, εξαιτίας της οντολογικής πτώσης στην ύλη, της αυτοθεότητάς του, δηλαδή του ότι είμαστε ήδη “θεοί” εκ φύσεως – “τα τβαμ ασί” – και όχι μέσω συμμετοχής, δηλαδή μέσω χάριτος.
Για τον σκοπό αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να απελευθερωθεί από τη φυλακή της υλικής ύπαρξης, να απορρίψει τη φθαρμένη φύση, ώστε να χειραφετήσει αποκλειστικά τη “θεία σπίθα” που βρίσκεται έγκλειστη στο κελί του Είναι, στην υλική ύπαρξη.
Όπως είναι φανερό, εδώ προϋποτίθεται πανθεϊστικά η θεότητα του ανθρώπου εκ φύσεως, κατ’ ουσίαν, όχι μέσω συμμετοχής (σε θεολογικούς όρους, όχι μέσω «χάριτος»). Δεν πρόκειται, για τον γνωστικό, να ανοίξει την καρδιά του στον Θεό, αλλά να ξαναβρεί, να αφυπνίσει τη συνείδηση του ότι είναι ο ίδιος Θεός, τη συνείδηση ότι το «εγώ» είναι ένας “θεός” φυλακισμένος σε έναν κακό και αρνητικό κόσμο.
Το να επικαλεστεί κανείς τη βοήθεια του Θεού για την εκπλήρωση της Επαγγελίας Του περί ένδοξης μεταμόρφωσης της δημιουργίας και, επομένως, πλήρους σωτηρίας του ανθρώπου – κατά πνεύμα, ψυχή και σώμα – μέσα στον «καινό ουρανό και καινή γη» της Αποκάλυψης (Απ. 21,1) – που είναι και η δόξα του κόσμου τούτου μέσα στη μελλοντική Επουράνια Ιερουσαλήμ, η οποία, όχι τυχαία, θα κατέβει από τον Ουρανό για να «αναλάβει» τη σημερινή δημιουργία στην τελική της μεταμόρφωση – είναι, μέσα από γνωστική προοπτική, μάταιο, ευσεβιστικό, καλό μόνο για τις άξεστες και προσευχόμενες μάζες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Βλ. Luigi Walt, «Γνώση και γνωστικισμός: σημειώσεις για έναν ορισμό», στον ιστότοπο [www.paulus2.0].
2) Μεταξύ αυτών, όπως ήδη ειπώθηκε, πρέπει να συγκαταλεχθούν οι René Guénon, Julius Evola, Elémire Zolla, Frithjof Schuon, Ananda Coomaraswamy, Silvano Panunzio, και άλλοι ακόμη.
Για τον καθένα απαιτείται επιλεκτική διάκριση, ώστε να προσδιοριστεί ποιο στοιχείο ανήκει πραγματικά στην αυθεντική Philosophia perennis, σύμφωνα με την Αποκάλυψη, και ποιο αποτελεί παραμόρφωση ψευδο-γνωστικού τύπου.
3) Συνέντευξη με τον Frithjof Schuon για τη Μεταφυσική, διαθέσιμη στο διαδίκτυο.
Πρέπει πάντως να αναγνωριστεί ότι ο Schuon βρίσκεται ενίοτε κοντά στη Θεία Σοφία, εκεί όπου παραδέχεται πως η διάκριση ανάμεσα στο μυστικό και στο θεολογικό επίπεδο – δηλαδή, στη δική του ορολογία, η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερισμό και εξωτερική θρησκευτικότητα (εξωτερικισμό) – δεν συνεπάγεται αποκλεισμό από την Δημιουργική και Σωτηριολογική Αγάπη του Θεού για όποιον δεν έχει «μυστική κλήση».
Αλλού, όμως, πέφτει σε προφανείς αντιφάσεις.
Όπως στο παράθεμα που σχολιάστηκε, όπου παρά την προσπάθειά του να αναγνωρίσει το θετικό μέσα στον κόσμο, αυτός εξακολουθεί να παραμένει, για εκείνον, μια απλή φαινομενική ψευδαίσθηση του “εγώ”, το οποίο είναι αιχμάλωτο στην ύλη, δηλαδή παραπλανημένο από τη Μάγια.
Τέλος Πρώτου μέρους
Συνεχίζεται
α) η παρουσία ενός σύνθετου μυθολογικο-κοσμολογικού σχήματος βασισμένου στην ιδέα της “πτώσης” (αρχική ρήξη μιας θεϊκής τάξης του κόσμου, που μερικές φορές ταυτίζεται με τη δημιουργία του αισθητού κόσμου από έναν δημιουργό),
στην οποία αντιστοιχεί, στο ανθρωπολογικό επίπεδο,
β) ένας έντονος δυϊσμός μεταξύ υλικού και πνευματικού κόσμου και
γ) η ιδέα μιας αποκλειστικής σωφρονιστικής κληρονομιάς, μεταβιβάσιμης μέσω εσωτερικής διδασκαλίας, ικανής να οδηγήσει τη στενή ομάδα που την κατέχει στη σωτηρία και στην απελευθέρωση από τα δεσμά της σαρκικής ζωής.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, τυπικό των γνωστικών δογμάτων, είναι η ανάμειξη στοιχείων προερχόμενων από ετερόκλητες θρησκευτικές παραδόσεις, συχνά αναμειγμένων χωρίς καμία απαίτηση συνοχής.
Πολύ συχνή, τέλος, είναι μια αυστηρή ταξινόμηση της ανθρωπότητας σε τρεις κατηγορίες:
οι πνευματικοί (ή πνευματοφόροι, δηλαδή εκείνοι που κατέχουν τη “γνώση” και έχουν ήδη λυτρωθεί),
οι ψυχικοί (δηλαδή οι άνθρωποι που, με τη βοήθεια των “τελείων”, μπορούν να αποκτήσουν τη “γνώση”) και
οι υλικοί (στους οποίους κυριαρχεί η ύλη, η hyle, και οι οποίοι γι’ αυτό προορίζονται για διάλυση).
Πέραν της συνηθισμένης επίκλησης σε κρυφές διδασκαλίες, που δήθεν μεταδόθηκαν μυστικά σε πρόσωπα της βιβλικής ιστορίας ή των απαρχών του Χριστιανισμού» (1).
Πολύ συχνά οι λάτρεις της αποκαλούμενης αιώνιας φιλοσοφίας (Philosophia perennis) δεν συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ό,τι λάμπει χρυσός. Χωρίς μεταφορά: δεν λαμβάνουν υπόψη τις “μολύνσεις” που υπέστη η πρωταρχική Αποκάλυψη κατά τη μετα-εδενική της μετάδοση. Από εδώ πηγάζουν ορισμένα “σφάλματα” στα οποία υπέπεσαν οι κύριοι σύγχρονοι εκπρόσωποι της “Σχολής Παραδοσιακής Μεταφυσικής”, οι οποίοι προωθούν τον λατιδουναριστικό Περενιαλισμό (σημ. Perennialismo latudinarista, ευρύς, πλατύς περενιαλισμός, με ευρύ πνεύμα. Χωρίς διάκριση)(2).
Η αγνόηση αυτών των παραμορφώσεων έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη σχέση μεταξύ της χριστιανικής Πίστης και της Philosophia perennis και έχει οδηγήσει, ως αντίδραση, τους χριστιανούς στο να κλειστούν μέσα σε παρηκμασμένες σχολαστικές ρασιοναλιστικές κατασκευές, οι οποίες, επιπλέον, έχουν ελάχιστη σχέση με την αυθεντική παραδοσιακή σκέψη του Θωμά του Ακινάτη, ενώ αντίθετα, είναι ακριβώς ο Χριστός ο Αποκαταστάτης της Πρωταρχικής Αποκάλυψης και άρα και της ίδιας της Philosophia perennis.
Το κρίσιμο σημείο, στο θέμα αυτό, είναι επομένως η αναγνώριση της ύπαρξης μιας νόθας γνώσης (gnosi spuria) η οποία αντιτίθεται στην αληθινή γνώση, στην αληθινή αγαπητική γνώση του Θεού, όπως αυτή πιστοποιείται από την αρχέγονη Αποκάλυψη. Το χαρακτηριστικό ίσως πιο ενδεικτικό της νόθας γνώσης είναι η υποτίμηση της Δημιουργίας, η οποία δεν αναγνωρίζεται, όπως μαρτυρεί η Γένεση, ως Μεγάλο Έργο (Opus Magnum) του Θεού, και άρα ως Καλή Δημιουργία Του. Η νόθα γνώση βλέπει στη δημιουργία μια «οντολογική πτώση» του Πνεύματος μέσα στην ύλη.
Η βαθύτερη ουσία της νόθας γνώσης αποκαλύπτεται ολόκληρη στη Γεν. 3,5, όπου ο διαρκής πειρασμός παρουσιάζεται ως ο λουσιφεριανός λόγος αυτοθεοποίησης. Η νόθα γνώση, σε όλες της τις εκφράσεις, ξεκινά από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα θεϊκό θραύσμα εξόριστο, «ριγμένο» στον σκοτεινό κόσμο της υλικής ύπαρξης.
Ταυτίζοντας το ατομικό άτμαν με το παγκόσμιο Βράχμαν ή Άτμαν, η βενταντική πνευματικότητα, για παράδειγμα, δεν μπορεί παρά να ταυτίσει πανθεϊστικά το ανθρώπινο πνεύμα με το Θείο Πνεύμα, και να συμπεράνει ότι αυτό ζει φυλακισμένο σε μια απατηλή φαινομενική εκδήλωση – τη μάγια – από την οποία πρέπει να ελευθερωθεί, ξυπνώντας τη συνείδηση του “Εκείνο είσαι εσύ” (“tat tvam asi”). Που σημαίνει: ο Θεός, δηλαδή “Εκείνο”, είσαι εσύ.
Είναι μια διακήρυξη συγγενείας της ανθρώπινης φύσης με τη Θεία Ουσία, μια δήλωση αυτοθεοποίησης του ανθρώπου. Για την αρχέγονη Αποκάλυψη, αντίθετα, ο άνθρωπος συμμετέχει οντολογικά στη Θεότητα, όντας “εν Θεώ” αλλά ως “άλλος από τον Θεό”.
«Μεταφυσική – γράφει ο Frithjof Schuon – σημαίνει ουσιαστικά διάκριση ανάμεσα στο Πραγματικό και στο φαινομενικό, ή το απατηλό. Σε βενταντικούς όρους, Άτμαν και Μάγια, το Θείο και το κοσμικό. Η μεταφυσική ασχολείται επίσης με τις ρίζες της Μάγια και του Άτμαν, δηλαδή με την Θεία Ενσάρκωση, τον Θεό Δημιουργό και Αποκαλύπτοντα, και έπειτα με την προβολή του Άτμαν στη Μάγια, που σημαίνει όλα όσα είναι θετικά και αγαθά στον κόσμο» (3).
Αν, από τη μία πλευρά, ο Schuon φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη θετικότητα και την αγαθότητα της δημιουργίας, ως «προβολή» του Θείου στον κόσμο, από την άλλη, ωστόσο, δεν κατορθώνει να υπερβεί τη διαστροφή σύμφωνα με την οποία στο πραγματικό αντιτίθεται το φαινομενικό. Μια διαστροφή που προϋποθέτει, αναπόφευκτα, τη μόνο απατηλή φύση της δημιουργίας, η οποία, επομένως, θα ήταν «μάγια», φαινομενική ψευδαίσθηση χωρίς καμία πραγματική υπόσταση, ούτε καν με οντολογική συμμετοχή.
Ο Άνθρωπος ο Πρωτόπλαστος, ο Αδάμ Καδμόν, είναι ο Λόγος του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αναφερόμενος στον Αδάμ/Λόγο, στον Αδάμ Καδμόν, του οποίου ο Αδάμ ως δημιούργημα είναι απλώς εικόνα μέσα στη δημιουργία, απέδωσε στον Εαυτό Του τον τίτλο, παραδοσιακά θεϊκό και μεσσιανικό, του «Υιού του Ανθρώπου» – Ben Adam.
Αν ο Αδάμ Καδμόν, δηλαδή ο Πρωτοάνθρωπος, είναι ο Λόγος του Θεού, ομοούσιος με τον Πατέρα, τότε, δηλώνοντας “Υιός του Ανθρώπου”, ο Ιησούς Χριστός δήλωσε ότι είναι ο Λόγος του Θεού, αποκαλύπτοντας τη θεότητά Του ενσαρκωμένη.
Στην πρωταρχική Αποκάλυψη, που είναι η χριστιανική, ο Αδάμ Καδμόν δεν είναι καθόλου η αρσενική πόλωση αντίθετη προς τη θηλυκή, στην πρώτη «διάσπαση» εντός της Θεότητας, η οποία εμφανίζεται κατά την έναρξη της διαδικασίας πτωτικής εκπόρευσης του Ενός προς το πολλαπλό, και που προορίζεται να καταλήξει στην «οστεοποίηση» της εκδήλωσης του υλικού κόσμου.
Η γνώση (gnosi), αντίθετα, δεν ταυτίζει τον Πρωτόπλαστο Άνθρωπο ή Αδάμ Καδμόν με τον Λόγο του Θεού.
Στο δικό της πρότυπο, ο Αδάμ Καδμόν γίνεται η πρώτη προσδιορισμένη μορφή μέσα στη Θεία Ουσία, η οποία υπόκειται σε μια “πτώση”, σε μια διαδικασία υποβάθμισης και αποσύνθεσης, της οποίας τελική συνέπεια είναι η παραγωγή της «αισθητής εκδήλωσης», δηλαδή της δημιουργίας.
Αυτή η πτώση, με την εμφάνιση του φυσικού κόσμου, αναγκάζει τον Αδάμ Καδμόν να λάβει μια περιορισμένη, εξαρτημένη και περιφρονητέα υλική ύπαρξη, δίνοντας αρχή στον πρώτο σωματικό άνθρωπο και κατόπιν στον πολλαπλασιασμό του μέσω της γενεάς.
Στην πολλαπλή του καταγωγή, ο εκπεσών Αδάμ Καδμόν συνεχίζει να διαιωνίζει τον κατακερματισμό του Θείου, που ξεκίνησε με την πρώτη «διάσπαση» μεταξύ Αδάμ και Εύας, κατανοούμενων, κατά την εν λόγω ερμηνεία, σύμφωνα με το διπλό αντίθετο του ταοϊστικού “Γιν και Γιανγκ” ή του βενταντικού “Πουρούσα–Πρακρίτι”.
Η λουσιφεριανή πηγή της νόθας γνώσης εξηγεί την αρνητική θεώρηση της τεκνογονίας. Πράγματι, η γνωστική πνευματικότητα είναι εχθρική προς τη γόνιμη σεξουαλικότητα, επειδή μισεί τη ζωή. Αυτή αποτελεί τη μυστική και σκοτεινή ρίζα των «καθαρικών» πολιτισμών, των εκτρωτικών, ονανιστικών και πανσεξουαλιστικών κουλτούρων.
Σύμφωνα με το παράδειγμα της νόθας γνώσης – και είναι εδώ που αποκαλύπτεται ο πειρασμός που σηματοδοτείται στη Γεν. 3,5 – ο άνθρωπος, παρότι είναι θραύσμα του Αδάμ Καδμόν, του Καθολικού Ανθρώπου, πεσμένος στη σάρκα, φέρει εντός του ένα κατάλοιπο, μια «σπίθα» της αρχικής του θείας φύσης.
Ο σκοπός της ύπαρξης θα ήταν, επομένως, η μυητική αποκατάσταση της χαμένης συνείδησης, εξαιτίας της οντολογικής πτώσης στην ύλη, της αυτοθεότητάς του, δηλαδή του ότι είμαστε ήδη “θεοί” εκ φύσεως – “τα τβαμ ασί” – και όχι μέσω συμμετοχής, δηλαδή μέσω χάριτος.
Για τον σκοπό αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να απελευθερωθεί από τη φυλακή της υλικής ύπαρξης, να απορρίψει τη φθαρμένη φύση, ώστε να χειραφετήσει αποκλειστικά τη “θεία σπίθα” που βρίσκεται έγκλειστη στο κελί του Είναι, στην υλική ύπαρξη.
Όπως είναι φανερό, εδώ προϋποτίθεται πανθεϊστικά η θεότητα του ανθρώπου εκ φύσεως, κατ’ ουσίαν, όχι μέσω συμμετοχής (σε θεολογικούς όρους, όχι μέσω «χάριτος»). Δεν πρόκειται, για τον γνωστικό, να ανοίξει την καρδιά του στον Θεό, αλλά να ξαναβρεί, να αφυπνίσει τη συνείδηση του ότι είναι ο ίδιος Θεός, τη συνείδηση ότι το «εγώ» είναι ένας “θεός” φυλακισμένος σε έναν κακό και αρνητικό κόσμο.
Το να επικαλεστεί κανείς τη βοήθεια του Θεού για την εκπλήρωση της Επαγγελίας Του περί ένδοξης μεταμόρφωσης της δημιουργίας και, επομένως, πλήρους σωτηρίας του ανθρώπου – κατά πνεύμα, ψυχή και σώμα – μέσα στον «καινό ουρανό και καινή γη» της Αποκάλυψης (Απ. 21,1) – που είναι και η δόξα του κόσμου τούτου μέσα στη μελλοντική Επουράνια Ιερουσαλήμ, η οποία, όχι τυχαία, θα κατέβει από τον Ουρανό για να «αναλάβει» τη σημερινή δημιουργία στην τελική της μεταμόρφωση – είναι, μέσα από γνωστική προοπτική, μάταιο, ευσεβιστικό, καλό μόνο για τις άξεστες και προσευχόμενες μάζες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Βλ. Luigi Walt, «Γνώση και γνωστικισμός: σημειώσεις για έναν ορισμό», στον ιστότοπο [www.paulus2.0].
2) Μεταξύ αυτών, όπως ήδη ειπώθηκε, πρέπει να συγκαταλεχθούν οι René Guénon, Julius Evola, Elémire Zolla, Frithjof Schuon, Ananda Coomaraswamy, Silvano Panunzio, και άλλοι ακόμη.
Για τον καθένα απαιτείται επιλεκτική διάκριση, ώστε να προσδιοριστεί ποιο στοιχείο ανήκει πραγματικά στην αυθεντική Philosophia perennis, σύμφωνα με την Αποκάλυψη, και ποιο αποτελεί παραμόρφωση ψευδο-γνωστικού τύπου.
3) Συνέντευξη με τον Frithjof Schuon για τη Μεταφυσική, διαθέσιμη στο διαδίκτυο.
Πρέπει πάντως να αναγνωριστεί ότι ο Schuon βρίσκεται ενίοτε κοντά στη Θεία Σοφία, εκεί όπου παραδέχεται πως η διάκριση ανάμεσα στο μυστικό και στο θεολογικό επίπεδο – δηλαδή, στη δική του ορολογία, η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερισμό και εξωτερική θρησκευτικότητα (εξωτερικισμό) – δεν συνεπάγεται αποκλεισμό από την Δημιουργική και Σωτηριολογική Αγάπη του Θεού για όποιον δεν έχει «μυστική κλήση».
Αλλού, όμως, πέφτει σε προφανείς αντιφάσεις.
Όπως στο παράθεμα που σχολιάστηκε, όπου παρά την προσπάθειά του να αναγνωρίσει το θετικό μέσα στον κόσμο, αυτός εξακολουθεί να παραμένει, για εκείνον, μια απλή φαινομενική ψευδαίσθηση του “εγώ”, το οποίο είναι αιχμάλωτο στην ύλη, δηλαδή παραπλανημένο από τη Μάγια.
Τέλος Πρώτου μέρους
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου